Η Μπουμπού χαζεύοντας τους χιονισμένους δρόμους κάπου κοντά στο Gare du Nord, Δεκέμβριος 2010.
Να πω ότι συμπαθιόμαστε ιδιαίτερα, ψέματα θα σας πω. Δε φταίει βέβαια η ίδια η Μπουμπού (ούτε κι εγώ, εκουσίως τουλάχιστον), αλλά ο καθένας πρέπει να πηγαίνει σύμφωνα με τη φύση του. Η φύση της Μπουμπούς λοιπόν είναι να γλείφει το τρίχωμά της όπως όλες οι γάτες, οπότε το σάλιο της ξεραίνεται και κάνει μια ανεπαίσθητη σκονίτσα που απλώνεται σε όλο το σπίτι, στα έπιπλα και στους τοίχους και στα ρούχα και στα σεντόνια και στον αέρα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται καθόλου (είναι η φύση τους τέτοια), αλλά η δικιά μου η φύση με προίκισε με ένα ανήσυχο ανοσοποιητικό σύστημα που μόλις έρθει σε επαφή με την εν λόγω σκονίτσα τρελλαίνεται και πιστεύει ότι πρέπει να αντιδράσει σπασμωδικά. Έτσι, πρώτα δακρύζω, μετά φταρνίζομαι, μετά με πιάνει δύσπνοια, και στη μισή ώρα πάνω νιώθω μια ακατανίκητη ανάγκη να πάρω τους δρόμους, μακριά από τη Μπουμπού και όλες τις γάτες αυτού του κόσμου.
Αν τα θυμάμαι καλά, η Μπουμπού είχε βρεθεί ως εγκαταλελλειμένο γατάκι κάτω από ένα αυτοκίνητο στα Γιάννενα, όπου και σπούδαζε εκείνη την εποχή η φίλη μου η Κ. (τύποις ιδιοκτήτρια της Μπουμπούς, αν και με τις γάτες ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι το αφεντικό, η γάτα ή ο άνθρωπος). Στην πορεία βρέθηκε στην Αθήνα, και αργότερα στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της Κ. (είναι γνωστό ότι τα μικρά παπάκια όταν μεγαλώσουν γίνονται μεταναστευτικές πάπιες, κάτι άλλα είδη που τους πιάνει το ταξιδιάρικο στα τριανταοχτώ τους δεν ξέρω πού να τα κατατάξω...). Νομίζω ότι την πρωτοσυνάντησα στο πλοίο με το οποίο κατέβαινα στην Κρήτη για να εγκατασταθώ, λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2007. Συνταξιδεύαμε, αλλά αρχικά δεν την πήρα είδηση, μέχρι που ενώ κουβέντιαζα ήσυχα ήσυχα με την Κ. άρχισα αιφνιδίως να φταρνίζομαι. Η αίσθηση δεν ήταν πρωτόγνωρη, οπότε ψυλλιάστηκα την αιτία· η Κ. μου την παρουσίασε υπερηφάνως. Γρήγορα κατάλαβα ότι δε θα επισκεπτόμουν ποτέ το σπίτι της· και όντως δεν βρέθηκα εκεί όσο καιρό έμεινε στο Ηράκλειο, παρόλη την παρέα που κάναμε. Μετά έφυγε για το Παρίσι για να ξεκινήσει μια διατριβή· μιλάγαμε καμμιά φορά στο skype, όπου η Μπουμπού εμφανιζόταν στην οθόνη (που για κάποιο λόγο τη συμπαθούσε πολύ) και ενίοτε πατούσε και κάνα τυχαίο πλήκτρο γράφοντας ακατανόητες φράσεις στο πεδίο ανταλλαγής μηνυμάτων.
Όταν βρέθηκα κι εγώ με τη σειρά μου στας Ευρώπας, τρεις ώρες με το τραίνο από το Παρίσι, προβληματίστηκα. Παρόλη την ανοιχτή πρόσκληση της Κ. (που είχε ήδη κάνει μια περαντζάδα από την Ολλανδία και με χαρά θα με φιλοξενούσε), ήξερα τι με περιμένει. Η Μπουμπού φυσικά δεν είχε καμμιά κατανόηση για το πρόβλημα, άλλωστε σπίτι της βρισκόταν· ο φιλοξενούμενος ήμουν εγώ. Η Κ. είχε προσφερθεί να περιορίσει τη γάτα στο ένα δωμάτιο για όσες μέρες θα έμενα μαζί τους, αλλά εγώ ήμουν σίγουρος από προγενέστερη εμπειρία ότι ακόμα και αν η γάτα έχει εκλείψει για καιρό από το σπίτι, η ανεπαίσθητη σκονίτσα το κάνει το θαύμα της. Η πρεμούρα όμως να δω το Παρίσι (στο οποίο είχα ξαναπάει, αλλά πάντα περαστικός και δεν είχα ποτέ χρόνο στη διάθεσή μου) ήταν μεγαλύτερη από το φόβο ότι θα τρέχω να παίρνω τους δρόμους, οπότε μάζεψα ό,τι πιο χοντρό ρούχο είχα (Δεκέμβρης ήτανε, και χιόνιζε κάργα σε όλη τη δυτική Ευρώπη), χώθηκα στο τραίνο και έφτασα στο σταθμό του Βορρά ένα βράδι Πέμπτης, με εισιτήριο επιστροφής για Κυριακή.
Η Μπουμπού φυσικά με αντιμετώπισε με αδιαφορία, όπως όλους τους μη μόνιμους κατοίκους του σπιτιού. Η ίδια ήταν κανονική ένοικος, και η Κ. όταν αναφερόταν στους κατοίκους του σπιτιού έλεγε «εμείς οι τέσσερις», δηλαδή η Ε., ο Ψηλός, η ίδια, και η Μπουμπού. Βέβαια το νοίκι το πλήρωναν δια τρία, αλλά ό,τι άλλο υπήρχε μοιραζόταν στα τέσσερα, φαντάζομαι. Η Ε. ήτο ελληνίς (και φαν της Ικαρίας ολωσδιόλου) οπότε προς μεγάλη μου χαρά είχαμε θέματα για συζήτηση σε κοινή γλώσσα. Ο Ψηλός πάλι (όνομα και πράγμα) ήτο λίαν φιλέλλην αν και Γάλλος, (λογικό βέβαια, αφού συγκατοικούσε με τρεις ελληνίδες, της Μπουμπούς συμπεριλαμβανομένης, ας έκανε κι αλλιώς). Ο φιλελληνισμός του εμπεριείχε και μια παθολογική αγάπη για τα ρεμπέτικα τραγούδια· ένας φίλος του, εξίσου Γάλλος, είχε φτιάξει ένα κόμικ με ρεμπέτες πρωταγωνιστές, με πρότυπα το Βαμβακάρη και την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς. Ο Ψηλός μου το έδειξε με ενθουσιασμό (δεν καταλάβαινα βέβαια τους διαλόγους, αργότερα είδα ότι βγήκε και στα ελληνικά από την Ελευθεροτυπία, αν και διάβασα μια κριτική από τον κομίστα Γιάννη Καλαϊτζή, που μάλλον το περνάει πριονοκορδέλλα, φοβούμαι...). Στο σπίτι υπήρχε και ένα πικάπ και κάμποσοι δίσκοι βινυλίου· για κάποιο λόγο αισθάνθηκα πολύ οικεία, σα να είχα επισκεφτεί κάτι από τη δεκαετία του '80.
Από αριστερά, η Κ., η Ε., ο Ψηλός και πάνω από όλους η Μπουμπού εκφράζοντας τα πηγαία της αισθήματα. Έργο άγνωστου (σε εμένα) καλλιτέχνη, μέρος του ντεκόρ.
Αλλά η Μπουμπού ήταν εκεί και η καταλυτική της παρουσία με επανέφερε στο σήμερα με δάκρυα και φταρνίσματα. Ευτυχώς η Ε. (καλή της ώρα) με έπεισε να δοκιμάσω ένα μπλε χαπάκι (όχι Βιάγκρα, μην πάει το μυαλό σας στο κακό) που κατέστελλε κάπως τα επίπεδα της ισταμίνης στον οργανισμό μου κι έκανε τη συμβίωση ανεκτή. Έτσι η Μπουμπού όχι μόνο ξεπόρτιζε από το δωμάτιο, αλλά κάποια στιγμή ήρθε και θρονιάστηκε πάνω μου όπως ήμουν μισοξαπλωμένος στον καναπέ. Εξαιρουμένης της αλλεργίας, τις γάτες τις αγαπάω και εμφανώς τις προτιμώ από τα σκυλιά (άλλο τώρα αν έχω μπλέξει με σκυλιά σε διάφορες άλλες φάσεις ζωής). Κι έτσι με κάποια παράξενη ευχαρίστηση άρχισα να τη χαϊδεύω (υπό την ισχυρή επήρεια του μπλε χαπιού, ομολογουμένως), και η Μπουμπού γουργούριζε για ώρα, μέχρι που κάποτε βαρέθηκε και πήγε στο παράθυρο να χαζέψει το χιόνι που έπεφτε στο χειμωνιάτικο Παρίσι.
Με τους υπόλοιπους ενοίκους μοιραζόμασταν διάφορα αποκτήματα των ημερών: φρέσκο ψωμί και φέτα (ελληνική) και ελιές και χαλβά (αγορασμένα από τον Τούρκο της γωνίας), τη ρακή που απόσταξε ο κυρ-Αλέξανδρος στη Γαρίπα και την έστειλε στην κόρη του τη Μαρίστρα στο Ηράκλειο (χωρίς να φανταστεί ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή να την πίνουν κάτι άσχετοι τύποι στο Παρίσι, μέσω Άμστερνταμ κιόλας), καφέ Λουμίδη σε φλυτζανάκι του εσπρέσσο, χαλαρές κουβέντες για μουσική και ταξίδια, για διακοπές στην Ικαρία και στην Κρήτη, σχέδια για το μέλλον όταν θα τελείωνε η φοιτητική περίοδος (για μένα και για τη Μπουμπού έχει τελειώσει από χρόνια, αλλά οι άλλοι τρεις είναι νέα παιδιά ακόμα), ιστορίες από ρεμπέτικα τραγούδια σε ένα μίγμα αγγλογαλλικών και ελληνικών της διασποράς (όπου οι γλώσσες μπερδεύονται ενίοτε ανάλογα με το συνομιλητή και προκύπτει ένα αποτέλεσμα αστείο καμμιά φορά) και μια ανάλαφρη διάθεση σαββατοκύριακου, πριν ο καθένας γυρίσει στην καθημερινότητα και τα άγχη του, στα εργαστήρια και τα σπουδαστήρια και τις προσομοιώσεις.
Αλλά η Μπουμπού αδιαφορούσε για όλα αυτά· ενδιαφέρθηκε λίγο για τα χάδια της Κ. κι ύστερα αποσύρθηκε πάλι στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Θυμάμαι ότι το χιόνι έπεφτε χωρίς να το στρώνει, κι ακόμα θυμάμαι την Κ. να λέει ότι μέχρι του χρόνου το φθινόπωρο που θα τέλειωνε η υποτροφία της θα ζούσε ακόμα στο Παρίσι και να ξαναπάω όποτε ήθελα. Το επίμαχο φθινόπωρο έφτασε και μαζί του διάφορες αλλαγές, άλλες αναμενόμενες και άλλες λίγο πιο απότομες. Προχτές μιλήσαμε και ανταλλάξαμε τα νέα του καλοκαιριού· μου είπε ότι δεν ήρθε στην Ελλάδα διότι έχει πολλή δουλειά γράφοντας τη διατριβή της, την οποία πρέπει να παρουσιάσει εντός δύο μηνών. Μετά ίσως βρει δουλειά σε μια άλλη πόλη, πιο νότια. Τη ρώτησα για τους άλλους ενοίκους και μου είπε ότι υπάρχουν πλέον δυο δωμάτια για υπενοικίαση, καθότι σήμερα η Ε. επρόκειτο να αλλάξει διαμονή και οι άλλοι τρεις (και η Μπουμπού) αποφάσισαν να συμπτυχθούν για λόγους οικονομίας (είναι πανάκριβα τα ενοίκια στο Παρίσι και η υποτροφία τελειώνει οσονούπω). Πάντως μου διευκρίνισε ότι ο καναπές είναι διαθέσιμος όποτε θέλω να πάω.
Το σκέφτομαι σοβαρά. Στο ράφι της βιβλιοθήκης αναπαύονται τα μπλε χαπάκια (που μετά της παριζιάνικη εμπειρία θεώρησα καλό να κουβαλάω μαζί μου σε ημιμόνιμη βάση). Μου λείπει βέβαια η ταξιδιωτική διάθεση που με διακατείχε πριν κάνα χρόνο, καθώς εσχάτως όλο πηγαινοέρχομαι, αλλά νομίζω ότι θα την ξαναβρώ χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Μου λείπει ακόμα η ρακή του κυρ-Αλέξανδρου (ήπια πριν κάνα δεκαήμερο τις τελευταίες γουλιές και της δεύτερης παρτίδας που μου έστειλε η καλή Μαρίστρα) και σκέφτομαι πως δε μπορώ να πάω με άδεια χέρια. Μου λείπει τέλος ο χρόνος καθώς πνίγομαι στη δουλειά ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, αλλά η Κ. είναι ξεκάθαρη: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά στην παρουσίασή μου θα έρθεις ο κόσμος να χαλάσει. Θα είναι αγγλικά και θα καταλαβαίνεις!».
Οπότε το βλέπω να 'ρχεται. Κι ακόμα κι αν δεν έρθει τώρα αμέσως, έχω μια περίεργη αίσθηση ότι με τη Μπουμπού σύντομα θα μεταναστεύσουμε και πάλι προς την ίδια κατεύθυνση, κάπου στα νοτιοδυτικά, περίπου την ίδια εποχή. Το βλέπω να 'ρχεται: θα ξαναγουργουρίσει πάλι, κι εγώ θα ξαναφταρνιστώ.
Ο καθένας ανάλογα με τη φύση του, είπαμε...
11/9/11
Η Μπουμπού στο Παρίσι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
τη χάρηκα την αφήγηση,όπως πάντα!Ήταν και το θέμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μένα,γιατί να το κρύβουμε;
:)
Λοιπόν,πράγματι στα αιλουροειδή αφεντικό,και μάλιστα άνθρωπος,δεν υπάρχει με τίποτα,όσο και να χτυπιέται κανείς δηλαδή,αυτά θα κάνουν το δικό τους όταν το θέλουν και τελείωσε.Το μόνο που μπορείς να περιμένεις είναι μια αγαστή συνεργασία και συγκατοίκηση και μια τρυφερότητα - χωρίς όρους,το ομολογώ! - που θα σου δείξουν όταν τα "κατακτήσεις" με την ψυχή σου και δεν τους ζητήσεις τίποτα.Τότε στα δίνουν όλα.
Πολύ όμορφη η Μπουμπουφωτογραφία,τη θυμάμαι καλά!
Σου εύχομαι να ξαναπάς στο Παρίσι και να συναντηθείτε οπωσδήποτε με την Μπουμπού για μια session σπέσιαλ γουργουρίσματος!
Να σαι καλά!Καλό βράδυ από Αθήνα!
Χαιρετισμούς στις δικές σου... μπουμπούδες!
Δημοσίευση σχολίου