Το εισαγωγικό κομμάτι του Hawaii Five-O με το τσουλούφι του Τζακ Λορντ να ανεμίζει. Πρόσφατα διάβασα ότι η μουσική τραγουδιόταν από μερικούς με τους στίχους «πάμε στη Χαβάη, στ' όμορφο νησί, με το Στιβ Μαγκάρετ πρωταγωνιστή».
Πριν από καμμιά δεκαετία που είχα κάτι άγχη με το χρόνο που περνάει έκανα κάτι μυστήρια τεστ σε διάφορους φουκαράδες· εκτός από το να ρωτάω ποιος είναι ο Κοσκωτάς, κάποτε έβαζα ως μουσικό κουίζ το θέμα από το Χαβάη 5-0, μια πολύ γνωστή (στον καιρό μου...) μουσική που σε μια κατά τι καλύτερη εκτέλεση σε σχέση με τους τίτλους του σήριαλ παίζουν οι Ventures εδώ. Βέβαια η νεολαία δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσα, ενώ αντίθετα η καθηγήτρια του εργαστηρίου που είχε παρευρεθεί αυτοπροσώπως στο Γούντστοκ τη χρονιά που γεννήθηκα άρχισε να φωνάζει «Kαλέ, ο Μαγκάρετ!». Κάπου τότε μου πέρασαν όλα τα άγχη, καθώς το πήρα απόφαση ότι εφόσον δεν ξέρουν ποιος είναι ο Μαγκάρετ, κακό δικό τους.
Διότι εγώ το Μαγκάρετ τον ήξερα προσωπικά. Όχι τον Jack Lord που έπαιζε το ρόλο του McGarret στο σήριαλ, αλλά τον κλώνο του στην Ικαρία των αρχών της δεκαετίας του 1970. Ο δικός μας Μαγκάρετ δε λεγόταν ακριβώς Στηβ (και φυσικά κανείς δε θυμάται πώς λεγόταν στ' αλήθεια), και ήταν διοικητής του σταθμού Χωροφυλακής Ευδήλου το μακρινό 1974 ή και νωρίτερα. Το παρατσούκλι όμως του το κόλλησαν οι Καριώτες, όχι μόνο για τα τύπου ρέιμπαν γιαλιά που φορούσε μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι (για λόγους στυλ, εννοείται), αλλά και για τη μανία του να κάνει αστυνομικές έρευνες και να εξιχνιάζει υποθέσεις. Και επειδή εγκληματικότητα δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια, ούτε τίποτα προς ιδιαίτερη εξιχνίαση, κατασκεύαζε και μερικές υποθέσεις εντελώς δικές του.
Εμείς βέβαια ως καλοκαιρινοί επισκέπτες είχαμε περιστασιακή μόνο επαφή με τις αρχές, και δεδομένης της Χούντας κιόλας, όσο λιγότερη επαφή τόσο καλύτερα. Οι μόνιμοι κάτοικοι όμως είχανε σόου Μαγκάρετ όλο το χρόνο, και από κάτι μέσες-άκρες που μου είχε διηγηθεί η Πόπη μια φορά που χαζολογούσαμε στο μαγαζί της στο Φύτεμα όπου η παρέα μου ήταν οι μόνοι πελάτες, για μια περίοδο τον είχανε πάρει από φόβο, πράγμα βέβαια που δεν τους απέτρεπε κιόλας από το να τον παίρνουνε ταυτόχρονα και στο ψιλό. Η Πόπη διηγείτο χαρακτηριστικά ένα σκηνικό όπου εισβάλλει ο Μαγκάρετ φουριόζος ένα πρωί στο καφενείο του Προδρομακιού στην πάνω πλατεία, στο οποίο βρισκόταν μόνο η ίδια εκείνη τη στιγμή, και τη ρωτάει με άγριο αστυνομικό ύφος:
- Πού 'ναι ο πατέρας σου;
- Στο αμπέλι, ψελλίζει με δέος η μικρή κόρη.
- Να του πεις πως τον θέλω, γαυγίζει ο χωροφύλαξ. Έχουμε δουλειά!
- Μάλιστα κύριε Μαγκάρετ, απαντάει προθύμως η Πόπη, και άξαφνα συνειδητοποιεί ότι τον απεκάλεσε με το (απαγορευμένο, προφανώς) παρατσούκλι και ετοιμάζεται να πέσει λιπόθυμη από τον τρόμο.
Παραδόξως όμως ο Μαγκάρετ μάλλον γουστάρει, οπότε βάζει τα γέλια, διορθώνει το ρέιμπαν και φεύγει κατευθυνόμενος προς το παρακείμενο μαγαζί του Κυρλαγκίτση για να συνεχίσει την επιστράτευση με όποιον βρει μέσα. Κάθε τόσο το ίδιο έκανε· μάζευε διάφορους (καταναγκαστικούς) βοηθούς, υπό τύπον βοηθού σερίφη, να πάνε να καταδιώξουν τους εγκληματίες. Φυσικά εγκλήματα δεν υπήρχαν, άντε κανένας αμολατός γάδαρος ή καμμιά κατσίκα να βόσκει κανενός φουκαρά το αμπέλι, πράγμα που δε δικαιολογούσε ούτε την εμπλοκή της Χωροφυλακής ούτε τα τρεχάματα των κακόμοιρων που συναντούσε ο Μαγκάρετ στο δρόμο και τους αγγάρευε να τρέχουν πέρα-δώθε μαζί του, αν δεν έκανε επίταξη και στο όχημα.
Εκείνη τη φορά όμως είχε βρει αδίκημα βαρβάτο, δηλαδή ένα νεαρό ζευγαράκι που είχε προσώρας «κλεφτεί» και κάπου χαιρόταν τον έρωτά του, πράγμα που είχε καταγγελθεί στις αρχές ως απαγωγή. Πασίχαρος ο Μαγκάρετ έσπευσε να συγκροτήσει ομάδα καταδίωξης. Δυστυχώς, δεδομένης και της ικαριακής αίσθησης του χιούμορ, δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τη συνέχεια: πλήθος αντιφατικών πληροφοριών καταφθάνουν στο αρχηγείο, και το ζευγαράκι φαίνεται να βρίσκεται ταυτόχρονα σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία. Προς το βράδι, οι πληροφορίες συγκλίνουν για ένα συγκεκριμένο σπίτι σε ερημική, δύσβατη τοποθεσία. Ο Μαγκάρετ, επικεφαλής διμοιρίας deputies καταστρώνει επιχειρησιακό σχέδιο και μοιράζει ρόλους: εσύ θα ορμήξεις από εκεί, εσύ από κει, κι εγώ από δω, εντάξει; Εντάξει. Την κρίσιμη ώρα ωστόσο, συνεννοημένοι οι βοηθοί την κοπανάνε και πάει ο καθένας σπίτι του. Ο φουκαράς ο Μαγκάρετ ορμάει με το περίστροφο στο χέρι στο σπίτι (που είναι άδειο), ψάχνει εις μάτην τους βοηθούς που έχουν γίνει μπουχός, και ψάχνει επίσης εις μάτην το δρόμο για να φύγει από κει. Οι φήμες λέγουν ότι εντοπίζεται οδοιπόρος κάπου ανάμεσα στο Αυλάκι και τον Κάμπο την επομένη, με τη στολή ξεσκισμένη από τα βάτα, σε κακό χάλι. Αλλά το ρέιμπαν το φόραγε, εννοείται.
Αν την είχαμε μάθει αυτή την ιστορία στον καιρό της, ίσως να είμασταν λιγότερο έμφοβοι όποτε τον βλέπαμε να σκάει μύτη στο στενό. Το σπίτι που νοικιάζαμε τότε γειτνίαζε με τη Χωροφυλακή, στο στενάκι από την πάνω πλατεία προς τον Κόφινα. Μαζευόμασταν λοιπόν στο στενό όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και παίζαμε, πότε μπάλα και πότε μήλα και κορόϊδο, ενίοτε και κρυφτό και περνά-περνά η μέλισσα και στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα κι αγέλαστα. Αυτό το τελευταίο το παίζαμε υποχρεωτικά όποτε έσκαγε ο Μαγκάρετ, η παρουσία του οποίου στο δρόμο σήμαινε νεκρική σιγή. Δεν ξέρω αν έφταιγε που οι μαμάδες άμα κάναμε αταξίες λέγανε ότι θα φωνάξουν το Χωροφύλακα ή αν ήταν ειδικά του Μαγκάρετ το επίτευγμα, ήταν όμως γεγονός. Κάποια στιγμή πάντως εμφανίστηκαν στο στενό και δύο κοριτσάκια που αντιμετωπίστηκαν με δέος και παγωμάρα από τα υπόλοιπα παιδάκια: οι κόρες του Μαγκάρετ.
Η μικρή ήταν τριών-τεσσάρων χρονών, η μεγάλη κοντά εφτά. Είχε ένα κανονικό ποδήλατο (δηλαδή χωρίς βοηθητικές ρόδες) και έκανε βόλτες πέρα-δώθε στο στενό, χωρίς ωστόσο να ξεμυτάει στην πλατεία, όπου παραμόνευε η κατηφόρα του πλακόστρωτου έτοιμη να καταπιεί παιδάκια και ποδήλατα αντάμα (έτσι μας έλεγαν γενικά). Εγώ δεν ήξερα ποδήλατο, αλλά καμμιά φορά ανέβαινα μαζί με το κοριτσάκι κι έκανα πετάλι μανιασμένα, ενώ εκείνη κρατούσε το τιμόνι. Βέβαια πηγαίναμε μόνο ίσια, καθώς το στρίψιμο ήταν μάλλον περίπλοκη υπόθεση, οπότε μόλις τελείωνε το στενάκι και ξεμυτάγαμε στην πλατεία φρενάραμε υποχρεωτικά, κατεβαίναμε, στρίβαμε το ποδήλατο με το χέρι, ξανανεβαίναμε, και βουρ πάλι για το στενάκι. Το ίδιο γινόταν με τα άλλα παιδάκια, καθώς φαίνεται πως η μικρή εξαγόραζε λίγη-λίγη την αποδοχή τους μέσω μιας βόλτας με ποδήλατο. Ατυχώς ένα βράδι πονηρό που έκανε βόλτες μαζί με την Αργυρώ, έκανε μια στραβοτιμονιά και έπεσε με φόρα. Έβαλε τα χέρια μπροστά να προφυλαχτεί και χτύπησε· αίματα άρχισαν να τρέχουν. Το κοριτσάκι έβαλε τις φωνές:
- Μπαμπάααααααα!!!
Στο άκουσμα της επίκλησης στον απευκταίο Μαγκάρετ, τα υπόλοιπα παιδάκια σκόρπισαν πανικόβλητα. Η Αργυρώ ήρθε και κρύφτηκε στο δικό μας σπίτι, που δεν έδινε και πολύ στόχο. Φοβόταν ότι θα έρθει ο Μαγκάρετ να τη συλλάβει (αντίληψη που ενστερνίζονταν και κάμποσοι ενήλικες, παρεμπιπτόντως, καθώς ο εν λόγω έκοβε βόλτες επί ώρες στο στενό φωνάζοντας και ψάχνοντάς την). Θυμάμαι, ώρες μετά το συμβάν, τη γιαγιά μου να προσπαθεί να την πείσει ότι δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος και ότι μπορεί να πάει να κοιμηθεί στο κρεββατάκι της. Ο διάλογος γινόταν υπό το ασθενικό φως της γκαζόλαμπας (δεν είχαμε ρεύμα ακόμα, αλλά θυμάμαι και ότι τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με σκούρο μπλε χαρτί για να μη δίνουν στόχο στα υποτιθέμενα αεροπλάνα των Τούρκων μια και θα γινόταν υποτίθεται πόλεμος μετά την εισβολή στην Κύπρο). Μάλλον την παρηγόρησε επαρκώς την Αργυρούλα πάντως, τη σήκωσε από το ντιβάνι και την πήγε συνοδεία στο σπίτι της και τους αγωνιούντες γονείς της.
Κάπως ξεφούσκωσε ο Μαγκάρετ και δε συνέλαβε κανέναν τελικά, οπότε λίγες μέρες αργότερα, με τις δέουσες προφυλάξεις πάντα, αρχίσαμε πάλι να παίζουμε στο στενό, και βρήκαμε και ένα καινούργιο στέκι. Κάτω από τη Χωροφυλακή βρισκόταν το Νηπιαγωγείο, κλειστό φυσικά για καλοκαίρι. Η αυλή μας όμως επικοινωνούσε με την αυλή του Νηπιαγωγείου, από τα παράθυρα του οποίου μπορούσε να δει κανείς διάφορα πράγματα παιδικού ενδιαφέροντος, παιχνίδια, ζωγραφιές και τέτοια. Εμείς βέβαια παίζαμε πόλεμο κυρίως, που ήταν και επίκαιρο θέμα, αλλά τα κορίτσια γκρίνιαζαν γιατί δεν είχαν ρόλο. Οπότε ένα μεσημέρι μαζευτήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες (εντάξει, μερικοί και τους τραυματίες του πολέμου). Η κόρη του Μαγκάρετ, με επιδέσμους ακόμα στα χέρια από το τροχαίο της, αποφάσισε να παίξει την προϊσταμένη αδελφή νοσοκόμα, δίνοντας εντολές στα άλλα κοριτσάκια. Κάποια στιγμή πήγε να φέρει νερό για το «χειρουργείο», με κάτι γιάλινα μπουκάλια που είχε βρει κάπου. Άνοιξε τη βρύση της αυλής με μια αποφασιστική κίνηση, και το νερό πετάχτηκε με δύναμη, συμπαρασύροντας τα μπουκάλια που έσπασαν με θόρυβο. Σπασμένα γιαλιά πετάχτηκαν εδώ κι εκεί και κάποιο την έκοψε στο πόδι. Αίματα άρχισαν να τρέχουν. Το κοριτσάκι έβαλε πάλι τις φωνές:
- Μπαμπάααααααα!!!
Εξαφανιστήκαμε όλοι σε δευτερόλεπτα προς όλες τις κατευθύνσεις, πηδώντας μάντρες σε πανικό. Μια και το δικό μας σπίτι ήταν το κοντινότερο, κλειστήκαμε μέσα κάμποσοι. Ο Νίκος πρόλαβε και έτρεξε πάνω και τα πρόλαβε στον πατέρα του. Θυμάμαι ότι σκέφτόμουν (και με έπνιγε το δίκιο) ότι τέλος πάντων μόνη της χτύπησε πάλι η βλαμμένη, εμείς δε φταίγαμε τίποτα, αλλά αυτό βέβαια μικρή σημασία είχε ενόψει της οργής του Μαγκάρετ. Πάνω στην ώρα, ακούστηκαν οι φωνές του από την αυλή ανάκατες με τα κλάματα της κόρης. Τον θυμάμαι να πηδάει τη μάντρα κατακόκκινος (το ρέιμπαν στη θεση του) και να βρίζει (μάλλον ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη «κωλόπαιδα»). Αλλά ως από μηχανής θεός εμφανίστηκε ο καπεταν-Βασίλης, ο πατέρας του Νίκου. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα πολλά από το διάλογο που ακολούθησε, ο οποίος πέρα από την μάλλον ψύχραιμη αφήγηση των πραγματικών περιστατικών περιελάμβανε και μερικές άγνωστες σε εμένα λέξεις όπως «χούντα» και «επιστράτευση».
Αναδρομικά, εικάζω ότι μέσα στην επιχειρηματολογία του καπετάν-Βασίλη πρέπει να ήταν και κάτι σαν «έπεσε η Χούντα, και αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις» ή κάτι σαν «εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με μπούρδες». Βέβαια ο φουκαράς ο Μαγκάρετ δε φαντάζομαι να ήταν και τίποτα χουντικός, αλλιώς σιγά μην τον στέλνανε στο χωριουδάκι στην άκρη του κόσμου να κυνηγάει τους ανύπαρκτους εγκληματίες. Εικάζω ακόμα ότι το γεγονός πως ο καπετάν-Βασίλης ήταν αρκούντως γεροδεμένος και με κάτι χέρια σαν κουπιά βοηθούσε να ακούγονται τα επιχειρήματά του με μεγαλύτερη ευκρίνεια αν η αντιπαράθεση ξεπερνούσε κάποια όρια.
Δεν τα ξεπέρασε. Με ψαλιδισμένα φτερά ο Μαγκάρετ αποχώρησε μουρμουρίζοντας. Χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να ξαναπεράσει τη μάντρα στην αντίθετη κατεύθυνση (σε αντίθεση με την ευκολία που την είχε υπερπηδήσει στον ερχομό). Δεν τον ξαναείδα από τότε, ούτε τις κόρες του.
Το υπόλοιπο καλοκαίρι το περάσαμε περιμένοντας τον πόλεμο στο μπαλκόνι, μια και ο Νίκος επέμενε ότι από κει θα έρθουν οι Τούρκοι. Βέβαια έβλεπε δυτικά, σα να λέμε ότι θα ερχόντουσαν από τη Μύκονο, αλλά δε βαριέσαι... Το Σεπτέβρη ξεμπάρκαρε ο πατέρας μου και ήρθε και μας μάζεψε.
Την άλλη χρονιά Μαγκάρετ δεν υπήρχε, έξω από αυτόν της τηλεόρασης. Ρώτησα τα άλλα παιδάκια τι απέγινε ο Μαγκάρετ και οι κόρες του, αλλά δεν ήξεραν να μου πουν. Ύστερα έψαξα να βρω αν είχε κανείς άλλος στη γειτονιά ποδήλατο, αλλά δεν είχε κανείς.
Μας άφηναν όμως πια να κατεβαίνουμε το πλακόστρωτο μέχρι του Τράκα για λουκουμάδες, κι έτσι δεν πείραζε και τόσο.
Σ.Σ. Ο τίτλος είναι η τυπικά καταληκτική φράση κάθε επεισοδίου του σήριαλ, που την απευθύνει ο Μαγκάρετ στο βοηθό του το Ντάνο ενώ απαγγέλει τις κατηγορίες στους συλληφθέντες κακούς. Αν και δεν κάναμε ποτέ παρέα, λόγω απόστασης, ξέρω ένα παιδί στην Ακαμάτρα που ακόμα και σήμερα το φωνάζουνε όλοι Ντάνο, από εκείνη την εποχή.
10/7/11
Book 'em, Danno
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Πάμε στη Χαβάη, στ' όμορφο νησί / Μ' όμορφες κοπέλες κι αστυνομικοί / Έγινε ένας φόνος, πω πω τι κακό... / Τρέχει ο Μαγκάρετ με το εκατό / Τρέχει και ο Ντάνο, τ' ομορφόπαιδο / Τρέχει και ο Κόνο, το παχύδερμο
Έτσι το λέγαμε εμείς πιτσιρίκια.
Υποκλίνομαι...
(Υ.Γ. Σιγά το ομορφόπαιδο... Μέχρι και τον Ταρζάν είχε παίξει κάποτε, όπως είχα διαβάσει στο "Μπλεκ")
Πειράζει που δεν είχα ιδέα ποτέ από Χαβάη 5-0 και τέτοια;Τη χάρηκα την αφήγηση αλλά,βρε Βασίλη,όλα τα σημαντικά πράγματα μόνο στην Ικαρία γίνονταν;;;;;;
:)))
(χωρίς παρεξήγηση!)
Γράψε πώς περνάς τώρα εκεί.Περίγραψέ μου,ας πούμε,τη θέα από το παράθυρό σου και αν υπάρχει κοντά κάποιο κατάστημα σαν mini market όπου μπορεί κανείς να προμηθευτεί καπνό κι ένα μπουκάλι γάλα,ας πούμε.
Έρχεται ο Μαγκάρετ, ο αστυνομικός /
Με μια μεγάλη κούρσα, που δεν παίρνει μπρος
(αντιμπατσική παραλλαγή)
Δημοσίευση σχολίου