Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010) - η φωτογραφία από εδώ.
[...] Έτσι όπως ήταν, ούτε ορατή, ούτε αόρατη, ούτε σκελετός, ούτε γυναίκα, σηκώθηκε από το πάτωμα σαν αύρα και μπήκε στο δωμάτιο. Ο άντρας δεν είχε κουνηθεί. Η θάνατος σκέφτηκε, Δεν έχω άλλη δουλειά εδώ, φεύγω, δεν άξιζε καν τον κόπο να έρθω μόνο και μόνο για να δω έναν άντρα κι ένα σκύλο να κοιμούνται, ίσως να ονειρεύονται ο ένας τον άλλο, ο άντρας το σκύλο κι ο σκύλος τον άντρα, ο σκύλος να ονειρεύεται πως είναι πια πρωί και πως έχει αποθέσει το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του άντρα, κι ο άντρας να ονειρεύεται πως είναι πια πρωί και το αριστερό του χέρι βαστά το ζεστό και μαλακό σώμα του σκύλου και το σφίγγει το στήθος του. Δίπλα στη ντουλάπα που αχρήστεψε την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο βρίσκεται ένας μικρός καναπές, όπου η θάνατος πήγε και κάθισε. Δεν το είχε αποφασίσει από πριν, πήγε όμως και κάθισε εκεί, σ' εκείνη τη γωνιά, ίσως επειδή θυμήθηκε το κρύο που έκανε αυτή την ώρα στην υπόγεια αίθουσα των αρχείων. [...] Ο άντρας άλλαξε στάση, γύρισε την πλάτη του στην ντουλάπα που αχρήστευε την πόρτα κι άφησε να γλιστρήσει το δεξί του χέρι προς την πλευρά του σκύλου. Ένα λεπτό αργότερα είχε ξυπνήσει. Διψούσε. Άναψε το λαμπατέρ του κομοδίνου, σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες, που, όπως πάντα, βρίσκονταν κάτω από το κεφάλι του σκύλου, και πήγε στην κουζίνα. Η θάνατος τον ακολούθησε. Ο άντρας έβαλε νερό σ' ένα ποτήρι και ήπιε. Ο σκύλος εμφανίστηκε στο σημείο αυτό, έσβησε τη δίψα του στο πιατάκι του δίπλα στην πόρτα που βγάζει στον κηπάκο κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι του προς το αφεντικό του. Θέλεις να βγεις, βέβαια, είπε ο τσελίστας. Άνοιξε την πόρτα και περίμενε να γυρίσει το ζώο. Στο ποτήρι είχε μείνει λίγο νερό. Η θάνατος το κοίταξε, έκανε μια προσπάθεια να φανταστεί πώς θα ήταν να διψούσε, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε κι όταν χρειάστηκε να πεθάνει ανθρώπους στη δίψα μέσα στην έρημο το είχε καταφέρει, αλλά τότε δεν είχε καν αποπειραθεί. Το ζώο επέστρεψε κουνώντας την ουρά. Πάμε να κοιμηθούμε, είπε ο άντρας. Επέστρεψαν στο δωμάτιο, ο σκύλος έκανε δυο κύκλους γύρω από τον εαυτό του και ξάπλωσε κουλουριασμένος. Ο άντρας σκεπάστηκε μέχρι το λαιμό, έβηξε δυο φορές και μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος. Καθισμένη στη γωνιά της, η θάνατος κοιτούσε. Πολύ αργότερα ο σκύλος σηκώθηκε απ' το χαλί και ανέβηκε στον καναπέ. Για πρώτη φορά στη ζωή της η θάνατος έμαθε τι θα πει να έχει ένα σκύλο αγκαλιά.
José Saramago, As Intermitências da Morte, 2005
(Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη).
Σ.Σ. Η λέξη morte (θάνατος) στα πορτογαλικά είναι θηλυκού γένους.
[...] Έτσι όπως ήταν, ούτε ορατή, ούτε αόρατη, ούτε σκελετός, ούτε γυναίκα, σηκώθηκε από το πάτωμα σαν αύρα και μπήκε στο δωμάτιο. Ο άντρας δεν είχε κουνηθεί. Η θάνατος σκέφτηκε, Δεν έχω άλλη δουλειά εδώ, φεύγω, δεν άξιζε καν τον κόπο να έρθω μόνο και μόνο για να δω έναν άντρα κι ένα σκύλο να κοιμούνται, ίσως να ονειρεύονται ο ένας τον άλλο, ο άντρας το σκύλο κι ο σκύλος τον άντρα, ο σκύλος να ονειρεύεται πως είναι πια πρωί και πως έχει αποθέσει το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του άντρα, κι ο άντρας να ονειρεύεται πως είναι πια πρωί και το αριστερό του χέρι βαστά το ζεστό και μαλακό σώμα του σκύλου και το σφίγγει το στήθος του. Δίπλα στη ντουλάπα που αχρήστεψε την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο βρίσκεται ένας μικρός καναπές, όπου η θάνατος πήγε και κάθισε. Δεν το είχε αποφασίσει από πριν, πήγε όμως και κάθισε εκεί, σ' εκείνη τη γωνιά, ίσως επειδή θυμήθηκε το κρύο που έκανε αυτή την ώρα στην υπόγεια αίθουσα των αρχείων. [...] Ο άντρας άλλαξε στάση, γύρισε την πλάτη του στην ντουλάπα που αχρήστευε την πόρτα κι άφησε να γλιστρήσει το δεξί του χέρι προς την πλευρά του σκύλου. Ένα λεπτό αργότερα είχε ξυπνήσει. Διψούσε. Άναψε το λαμπατέρ του κομοδίνου, σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες, που, όπως πάντα, βρίσκονταν κάτω από το κεφάλι του σκύλου, και πήγε στην κουζίνα. Η θάνατος τον ακολούθησε. Ο άντρας έβαλε νερό σ' ένα ποτήρι και ήπιε. Ο σκύλος εμφανίστηκε στο σημείο αυτό, έσβησε τη δίψα του στο πιατάκι του δίπλα στην πόρτα που βγάζει στον κηπάκο κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι του προς το αφεντικό του. Θέλεις να βγεις, βέβαια, είπε ο τσελίστας. Άνοιξε την πόρτα και περίμενε να γυρίσει το ζώο. Στο ποτήρι είχε μείνει λίγο νερό. Η θάνατος το κοίταξε, έκανε μια προσπάθεια να φανταστεί πώς θα ήταν να διψούσε, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε κι όταν χρειάστηκε να πεθάνει ανθρώπους στη δίψα μέσα στην έρημο το είχε καταφέρει, αλλά τότε δεν είχε καν αποπειραθεί. Το ζώο επέστρεψε κουνώντας την ουρά. Πάμε να κοιμηθούμε, είπε ο άντρας. Επέστρεψαν στο δωμάτιο, ο σκύλος έκανε δυο κύκλους γύρω από τον εαυτό του και ξάπλωσε κουλουριασμένος. Ο άντρας σκεπάστηκε μέχρι το λαιμό, έβηξε δυο φορές και μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος. Καθισμένη στη γωνιά της, η θάνατος κοιτούσε. Πολύ αργότερα ο σκύλος σηκώθηκε απ' το χαλί και ανέβηκε στον καναπέ. Για πρώτη φορά στη ζωή της η θάνατος έμαθε τι θα πει να έχει ένα σκύλο αγκαλιά.
José Saramago, As Intermitências da Morte, 2005
(Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη).
Σ.Σ. Η λέξη morte (θάνατος) στα πορτογαλικά είναι θηλυκού γένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου