Με φόντο της αψίδα της Rua Augusta, πωλητές φύλλων του ευγενούς φυτού Laurus nobilis κρύβονται μέσα στο πλήθος.
Το πρωτοάκουσα από το Γιάννη που είχε πάει στη Λισσαβώνα πριν χρόνια. Σε κάποιον κεντρικό δρόμο, λέει, κυκλοφορούσαν κάτι τύποι που πουλούσαν χασίς και μάλιστα σχεδόν ανοιχτά. Σε πιάνανε καθώς περνούσες και σε πίεζαν να αγοράσεις την πραμάτεια τους, που την είχαν μάλιστα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Όταν μου το διηγήθηκε ο Γιάννης, μου είχε κάνει μια σχετική εντύπωση, αλλά σκέφτηκα ότι ως συγγραφέας και Καριώτης θα έχει μια ροπή προς την υπερβολή. Οπότε όταν πήγα κι εγώ για πρώτη φορά στη Λισσαβώνα πριν κάτι μήνες, ομολογώ ότι τα χρειάστηκα λιγάκι καθώς ενώ βάδιζα αμέριμνος στην τουριστικότατη Rua Augusta στο κατάκεντρο, με έπιασε ένας τύπος και με νοήματα (που παρέπεμπαν σε κάπνισμα τσιγάρου) και κάτι μυκηθμούς που μπορεί και να σήμαιναν «χασις, χασις» προσπάθησε φορτικά να μου πουλήσει ένα σακουλάκι προϊόντος.
Αφού τον ξεφορτώθηκα, είκοσι βήματα παρακάτω με περίμενε άλλος, εξίσου φορτικός. Το πράγμα καταντούσε εκνευριστικό, ειδικά με δεδομένο ότι άλλα δέκα βήματα πιο κάτω περιπολούσαν κάτι αστυνομικοί, πράγμα που καθόλου δεν αποθάρρυνε τον επίδοξο πωλητή. Ακόμα πιο κάτω, κοντά στην αψίδα, στάθηκα να τραβήξω τη φωτογραφία που βλέπετε στην κορυφή της ανάρτησης. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κάποιος από τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία διαβάτες με πλησίασε και μου έκανε το γνωστό πλέον νόημα τσιγάρου επαναλαμβάνοντας την κωδική λέξη. Δεν κρατήθηκα, και του είπα (αγγλικά βέβαια, δεν ξέρω τι κατάλαβε) κάτι σαν «σόρυ, φιλαράκι, έρχομαι από Άμστερνταμ». Παραδόξως το κόλπο έπιασε και ο τύπος απομακρύνθηκε αμέσως ψάχνοντας το επόμενο θύμα.
Προ ημερών που ξαναβρέθηκα στη Λισσαβώνα, επισκέφτηκα τη φίλη μου την Άνα (με ένα Ν στα Πορτογαλικά) που την είχα γνωρίσει ως φοιτήτρια βιοτεχνολογίας και τώρα εργάζεται στο - ας πούμε - CSI της Πορτογαλικής Αστυνομίας, κάνοντας ελέγχους για ναρκωτικά σε διάφορες άγνωστες ουσίες. Τρώγοντας και πίνοντας είπαμε για πρέζες και κόκες και συνθετικά προϊόντα, και αναλύσαμε τις κοινωνικές επιπτώσεις του ολλανδικού μοντέλου. Κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί δεν κάνουν κάτι για τους πλανόδιους χασισέμπορες της Rua Augusta. Η Άνα έβαλε τα γέλια.
- Είναι απατεώνες, είπε, αλλά δε μπορούμε να τους πιάσουμε.
- Γιατί, δεν απαγορεύεται το χασίς εδώ;
- Απαγορεύεται. Αν πουλάγανε χασίς θα τους πιάναμε. Αλλά δεν πουλάνε.
- Και τι πουλάνε;
- Laurus nobilis, συνήθως.
- Τι είναι αυτό;
Η Άνα πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε με κάτι φύλλα δάφνης.
- Αυτό. Ξεραμένο και κοπανισμένο, σε κλειστά σακουλάκια για να μην το μυρίζεις. Οι Πορτογάλοι βέβαια το ξέρουν, οπότε αυτοί πάνε στα τουριστικά μέρη και πουλάνε στους ανυποψίαστους ξένους. Αλλά δε μπορούμε να τους συλλάβουμε για ναρκωτικά, είναι πεντακάθαροι. Όσο για τους τουρίστες, ας πρόσεχαν. Αρκετοί την πατάνε, μερικοί κακόμοιροι το καπνίζουν κιόλας. Δεν ξέρω βέβαια τι κεφάλι κάνουν με τη δάφνη.
Της είπα ότι και η Πυθία στους Δελφούς δάφνη κάπνιζε, επί αιώνες. Αλλά αυτά που έλεγε ήταν ήξεις-αφήξεις.
Ήπιαμε λίγο κρασί ακόμα. Ύστερα κάπως μου ήρθε κι έπιασα να σιγοσφυρίζω ένα παλιό τραγουδάκι του Μάλαμα που λέγεται «Φάλτσος χρησμός» ή κάπως έτσι.
Ο Σωκράτης Μάλαμας τραγουδάει τις κρυφές χάρες του Laurus nobilis σε ένα αμφίσημο (όπως αναμένεται) τραγουδάκι, όπου η Πυθία λίγο πριν συλληφθεί για κατοχή ναρκωτικών βγάζει το χρησμό «Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» (Δηλαδή τίποτα, που λέει και η Ρ., αλλά αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο).
27/4/11
Η Πυθία της Rua Augusta
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Άμα σου ξαναπεί τίποτα κάνας εμποράκος, πες του να πάρει τα ρημάδια του και να πάει στη Νικαριά. Εκεδά κάτω από την Αλάμα έχει κάτι δάφνες με τεράστια φύλλα, ανάμεσα σε πλατάνια θεόρατα. Ξαπλώνεις από κάτω και τις καμαρώνεις. Έχεις τις πιο όμορφες αισθήσεις και παραισθήσεις που ούτε πουλιούνται ούτε αγοράζονται. Και δεν αποτοξινώνεσαι κιόλας, πανάγκαγμά ντες...
Δημοσίευση σχολίου