Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι' ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατί 'κείνοι 'κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ 'μένα τὸ καϋμένο…
μ' ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν
κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ' ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι' ἂν πάθῃ.
Μ' ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ' ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ' ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ 'πάγω 'κεῖ 'ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν' ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι' ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ' αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ' ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σεῖς ψάλλετε σ' ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.
Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -
Καὶ 'γω νὰ μείνω τ' ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι 'κείνων!
Σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.
Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου 'πο μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι' ἀπ' τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.
- Εἶναι 'δικό μου τ' ὀρφανό·
καὶ 'πάνου 'κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.
1872 Αὐγούστου 30.
Ποιητικά πρωτόλεια Γεωργίου Μ. Βιζυηνού ιεροσπουδαστού της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής. Εξεδόθησαν δαπάνη φιλοκάλου τινός Ομογενούς, εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Βυζαντίδος, 1873, σσ. 18-21
Σ.Σ. Θυμήθηκα το νεαρό Βιζυηνό, από τη μελοποίηση που έκανε στον "φιλομαθή πτωχό" ο Νίκος Ξυδάκης, και την εικόνα του νερού που το πίνεις μια φορά και μετά διψάς αιώνια. Σήμερα βέβαια ο έλλην μια χαρά υπομένει απαίδευτος να μένει, ενίοτε μάλιστα επαίρεται για την απαιδευσία του. Έτσι κι αλλιώς τίποτα δε μένει εδώ στην οικουμένη, μαζί και της προκοπής η δάδα εις τη γριά Ελλάδα...
(Το βιντεάκι είναι μεταγενέστερη προσθήκη)
19/8/10
Ὁ φιλομαθὴς πτωχὸς (Γεωργίου Μ. Βιζυηνού)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Διαδικτυακιέ φίλε μου Ροβυθέ,
σε βαθιά περίσκεψη μ' έχωσες
μ' αυτό σου το post.
Αντί να μουλιάζεις στα γαλανά νερά τού Ικαριακού πελάου...
Αποδελτίωσα εκατομμύργια bits και τελικά το ταιριαχτότερο βίντεο που βρήκα είναι ετούτο ιδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=22TCLpG2k-I
Idom
Αχ, πόσο δίκιο έχεις! Χτες σε ταξιδιωτικό γραφείο της κοινής μας πατρίδος: - Μπορείτε να μου πείτε πως μπορώ να πάω μονοήμερη στην Έφεσο; ρωτάω η ανυποψίαστη,καθώς υπήρχε και χάρτης για το συγκεκριμένο δρομολόγιο πάνω ακριβώς από το κεφάλι της.
-Κι εγώ πού θέλετε να ξέρω; μου απαντά η κοπέλα, με αρκετό υφάκι.
-Ταξιδιωτικό γραφείο δεν είστε; Οφείλετε να ξέρετε, απαντάω ενώ ο καπνός από τα αυτιά μου γέμιζε αργά αργά το γραφείο. Αρχίζει με νεύρα πολλά τότε να ψάχνει στο κομπιούτερ ώσπου τελικά... δικαιώνεται!
-Ορίστε, κυρία μου, νησί Έφεσος δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε και το Ίντερνετ δε δίνει πληροφορίες και θέλετε να ξέρω εγώ;
Ουδέν σχόλιον.
Καλή σας νύχτα
Δρ
Εντάξει ρε παιδιά, μια υποτροφία θέλω κι εγώ...
(Καλά σου λέει, Δρούτσουλα, πού να τρέχεις... Κάτσε στην κοινή πατρίδα)
Δημοσίευση σχολίου