Τυπική ολλανδική θέα: παράθυρα χωρίς παντζούρια, ποδήλατα, βροχερή ανοιξιάτικη μέρα. Οι τουλίπες και οι ανεμόμυλοι είναι στην ύπαιθρο, όχι στις πόλεις. Το γκούντα είναι στο ψυγείο.
Αν και δύο ημερών μετανάστης ήδη, ιδιαίτερη πρεμούρα να εμβαθύνω στην έννοια της ολλανδικότητας δεν έχω επιδείξει ακόμα. Κάτι που με φιλοξενεί προσωρινά ένα ελληνικότατο ζεύγος φίλων, κάτι που στο Λέιντεν το εργαστήριο που θα δουλεύω διοικείται από Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους (εντάξει, χωρίς τους Γάλλους), κάτι που όλοι μιλάνε αγγλικά και συνεννοούμαστε μια χαρά, ιδιαίτερες ολλανδικές παραστάσεις δεν έχω ακόμα. Στην τηλεόραση είδα το Ίντερ-Μπαρτσελόνα προχτές και το ντιμπέιτ των υποψηφίων πρωθυπουργών της Αγγλίας χτες. Λίγα πράγματα.
Μπήκα στο τραίνο, στο τραμ, περπάτησα με ένα χάρτη του Άμστερνταμ ανά χείρας, μπέρδεψα ένα κανάλι με ένα ποτάμι για λίγο, αλλά βρήκα το σωστό σταθμό. Έφτασα στο Λέιντεν μεσημέρι και διαπίστωσα ότι απαξάπαντες ετοιμαζόντουσαν να φύγουν για διακοπές. Τα σχολεία κλείνουν για δύο εβδομάδες το Μάιο και οι περισσότεροι γονείς παίρνουν άδεια τότε για να είναι μαζί με τα παιδιά τους. Η σημερινή Παρασκευή είναι αργία, λόγω των γενεθλίων της βασιλομήτορος: κανονικά θα ήταν της βασίλισσας, αλλά η φουκαριάρα η Μπεατρίξ γεννήθηκε Γενάρη που έχει ψοφόκρυο, οπότε οι υπήκοοι συνέχισαν να τιμούν τη μαμά της που γεννήθηκε 30 Απριλίου και είναι ό,τι πρέπει ως ημερομηνία για να γίνεις φέσι στους δρόμους. Είθισται να τα τσούζουνε από την παραμονή το βράδι, ενώ ανήμερα παραδοσιακά μπορούν "τα πάντα" να πουληθούν και να αγοραστούν. Δεν είμαι βέβαιος ακόμα τι σημαίνει αυτό, φαντάζομαι θα το μάθω σε λίγες ώρες. Την Τετάρτη επίσης είναι αργία, η λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου (στην Ευρώπη, τουλάχιστον).
Σκέφτομαι με τόσες αργίες μαζεμένες τι θα έλεγαν για μας τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ άμα τις είχαμε στην Ελλάδα. Φαντάζομαι έχουμε αρκετά κακή φήμη αυτή την εποχή ως λαός - από τη γραμματεία του πανεπιστημίου ως το εγγλέζικο ντιμπέιτ πρόσεξα ότι είμαστε το κατεξοχήν αντιπαράδειγμα. Η υπεύθυνη "ανθρώπινου δυναμικού" μου έκλεισε ραντεβού να συζητήσουμε στις 17 Μαΐου, τρεις το μεσημέρι "ακριβώς", όπως τόνισε. "Θα τα πούμε όλα αργά αργά, όπως κάνετε στην Ελλάδα". Μετά μου εξήγησε ότι έπρεπε να φύγει, λόγω της επικείμενης αργίας και με προέτρεψε να βγω να διασκεδάσω με τα πλήθη. Της εξήγησα ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, διότι "εμείς στην Ελλάδα" δεν περιμένουμε τα γενέθλια της βασιλομήτορος, αλλά διασκεδάζουμε άνετα και τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου. Χαμογελάσαμε όσο πιο παγωμένα γινόταν ο ένας στον άλλο.
Στο εργαστήριο, η Πορτογαλίδα εργοδότις μου εξέφρασε την αγανάκτησή της για τα οικονομικά τεκταινόμενα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης: "Μα ήξερες ότι μας λένε P.I.G.S; Δεν είναι απίστευτα υποτιμητικό;" Το ήξερα, δε μου φαίνεται και τόσο χάλια. Θυμάμαι τα τρία γουρουνάκια και τον κακό το λύκο, την ιστορία που κυκλοφορεί ότι ο οργασμός της γουρούνας κρατάει μισή ώρα περίπου, την έκφραση "γουρούνι στο σακί". Η μικροκαμωμένη εργοδότις δεν παραπέμπει σε γουρουνίτσα, εγώ πάλι, χμμμμ... Αλλά η άθλια σούπα στο κυλικείο με προδιαθέτει ότι μάλλον θα χάσω βάρος εδώ που ήρθα, χώρια που πρέπει να αρχίσω να ψάχνω εκτός από σπίτι και για κανένα ποδήλατο που να με σηκώνει.
Κατά τα λοιπά, κοιμάμαι νωρίς, ξυπνάω νωρίς (κατά τις συνήθειες του τόπου) και ταλαιπωρούμαι από ένα ελληνικότατο κρυολόγημα, το οποίο ανενδοίαστα μετέδωσα μάλλον και στους φιλόξενους οικοδεσπότες μου. Αδειάζω πακέτα χαρτομάντηλα και προσπαθώ να διηγηθώ στον πεντάχρονο γιο τους (η κόρη είναι πολύ μικρή ακόμα) την ιστορία με τα τρία γουρουνάκια, αλλά κάπου μπερδεύονται τα σπρεντ και το πράγμα μένει ανολοκλήρωτο. Αλλά δε βαριέσαι, έχουμε λίγο καιρό ακόμα να περάσουμε εδώ που ήρθαμε.
Σ.Σ.: P.I.G.S.: Portugal, Ireland, Greece, Spain - το μάλλον υποτιμητικό ακρωνύμιο για τις φτωχές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αν μάλιστα αντί Ιρλανδίας μπει η Ιταλία, είναι ακριβώς ο "Νότος" της ευρωζώνης.
30/4/10
Αμστελόδαμον - Λέυδεν μετ' επιστροφής
24/4/10
Αποχαιρετισμός, μεσοπέλαγα...
"Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ή αλλιώς "Αποχαιρετισμός" του Κώστα Μουντάκη, κάποτε αταίριαστο και τώρα κάπως παράξενα προσωπικό. Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Ήρθα Γενάρη, τρεις προς τέσσερις του μήνα, πριν τρία χρόνια. Τώρα είναι Απρίλης, αλλά έχω λείψει αρκετούς μήνες τον τελευταίο καιρό, πότε ψάχνοντας για δουλειά, πότε ελαφρώς κυνηγημένος από διάφορα που συνέβαιναν, μέσα στο κεφάλι μου κυρίως. Κόψε κάτι λοιπόν και πες συνολικά τρία χρόνια, στρογγυλά. Έζησα σχεδόν διόμισι χρόνια σε ένα σπίτι - το "σπίτι μου" - και άλλους δεκάμιση μήνες εδώ κι εκεί, πλάνητας, σε νοικιασμένα εξοχικά, δωμάτια ξενοδοχείων, φιλόξενους φίλους και φίλες. Σύνολο οχτώ διαφορετικά σημεία διαμονής. Όχι κι άσχημα.
Τις προάλλες ήρθε η μεταφορική και πήρε τα έπιπλα και τα βιβλία μου. Τα βιβλία πήγανε στην Αθήνα, τα έπιπλα ως επί το πλείστον στην Ικαρία. Θα κρατήσω στην Αθήνα το γραφείο και μια βιβλιοθηκούλα, για μαγιά, ώστε όταν τα ξαναχρειαστώ να βρίσκονται εύκαιρα. Στην Ικαρία τα παλιά μου έπιπλα θα κάνουν τις διακοπές τους, αποστρατεύοντας κάτι ξεχαρβαλωμένους καναπέδες και τραπεζάκια που φυλάνε οι γονείς μου από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Αν βρεθώ ξανά στην Αθήνα και χρειαστεί να ξαναστήσω νοικοκυριό εκεί, θα πάρω άλλα. Αλλά για την ώρα δεν προβλέπεται.
Μεταναστεύω. Δεν χρειάστηκε να περιμένω το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μου πει τι να πράξω - η κατάσταση ήταν αδιέξοδη από μερικές απόψεις, και η φυγή προς τα εμπρός αναπόδραστη. Έτσι κι αλλιώς το πάλευα χρόνια, και μέσα από μια διαδρομή που υπήρξε ενίοτε τεθλασμένη, βρέθηκα με το υπογεγραμμένο συμβόλαιο, το κάπως άδηλο μέλλον (αλλά συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια) και το εισιτήριο για Άμστερνταμ στο χέρι. Χωρίς επιστροφή, για την ώρα. Θα φυτέψω τη ρεβιθιά μου ανάμεσα στις τουλίπες και τους ανεμόμυλους, θα μάθω ποδήλατο (αλλά μάλλον όχι ολλανδικά), θα γίνω το διαπρεπές μέλος μιας (φανταστικής, μάλλον) επιστημονικής κοινότητας "του εξωτερικού". Ίσως.
Είναι λίγο παράξενο, αλλά αν και ποτέ δεν αισθάνθηκα "σπίτι μου" στην Κρήτη (πράγμα εντελώς φυσιολογικό αν σκεφτεί κανείς ότι είμαι άνθρωπος που έχει και σπίτι και πατρίδα και ισχυρές πολιτισμικές αναφορές), φεύγοντας αισθάνομαι ένα είδος συγκίνησης αρκετά διαφορετικό από αυτό που με διακατείχε όταν άφηνα την Αθήνα πριν λίγα χρόνια. Και στις δύο περιπτώσεις "γύριζα σελίδα", ίσως με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τον πιο πρόσφορο χρόνο, αλλά πάντως καλά έκανα. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει ένα μούδιασμα λίγο διαφορετικό. Ξέρω ότι κάνω το σωστό, ξέρω ότι μάλλον δε γίνεται αλλιώς, αλλά κάτι δε μου πάει.
Καθώς το πλοίο απομακρύνεται και τα φώτα του Ηρακλείου αργοσβήνουν στο νότο, σκέφτομαι ότι τουλάχιστον γλυτώνω από τη γύρη της ελιάς που μου προκαλεί ισχυρή αλλεργία. Γλυτώνω κι από μερικά άλλα πράγματα ελάσσονος σημασίας (την παροιμιώδους επιθετικότητας κρητική οδήγηση, έναν αξιοθρήνητο τοπικισμό της κακιάς ώρας, μια αισθητική αντίληψη μεγαλοπρεπούς ασημαντότητας) αλλά παράλληλα στερούμαι άλλα, ίσως σημαντικότερα. Και δεν εννοώ τα φαράγγια, τις παραλίες, τη ντοπιολαλιά, την κουζίνα, τη ρακή, τις μαντινάδες - όλα τους σημαντικά, αλλά κανένα τους μοναδικό στον κόσμο αυτό. Εννοώ την αγάπη των φίλων που έκανα εδώ και που είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την ύπαρξή της περισσότερο τώρα που έφευγα παρά τα τρία προηγούμενα χρόνια που ήμουν καθημερινά ανάμεσά τους.
Αλλά είναι ακόμα νωρίς για απολογισμούς και αποτιμήσεις της κρητικής εμπειρίας. Τον τελευταίο χρόνο η ζωή μου άλλαξε απότομα, και συνεχίζει να αλλάζει - δεν ξέρω πόσο θα χρειαστεί ακόμα για να κατασταλάξει κάπου. Σκέφτομαι πάντως πόσο παράξενο θα μου φαινόταν λίγο μόλις καιρό πριν, ότι θα άκουγα το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" του Μουντάκη όχι πια με τη φιλοπαίγμονα διάθεση που είχα όταν το πρωτοάκουσα από τον Πάριο πριν χρόνια, αλλά σα να με αφορά προσωπικά, κι ας μην είμαι Κρητικός, κι ας μη με περιμένει καμμιά αγαπημένη πίσω, μάλλον. Κι ακόμα κι αν δεν κοιτώ με παράπονο την κορφή του Ψηλορείτη, αναρωτιέμαι πόσο καλύτερα είναι να σε περιμένει μια γυναίκα (ή έστω ένας σκύλος) κάπου σε κάποιο μέρος που ορίζεις ως "δικό σου" κι έχει τη μυρωδιά σου, την αφή των χεριών σου, τις μνήμες σου.
Την παραμονή της αναχώρησης είδα ότι οι μουριές στον Αη-Γιάννη έβγαζαν κανούργια φύλλα. Και τώρα μένει να μάθω αν ανθίζουν οι τουλίπες, ή αν αργεί ακόμα η άνοιξη στο βορρά. Το πλοίο ταξιδεύει αργά μέσα στη νύχτα, κι εγώ "έχω την αγάπη πρύμα" κι άλμπουρο ένας Θεός ξέρει τι.
Αλλά ο κόσμος είναι μεγάλος, και το ταξίδι έχει πολύ δρόμο ακόμα.
16/4/10
Καινούργια ζάλη (Τρύπες)
Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός
σε καίει, σε σκορπάει και σε παγώνει
μα εσύ σε λίγο δε θα βρίσκεσαι εδώ
Κάποιοι άλλοι θα παλεύουν με τη σκόνη
Θέλεις ξανά ν' αποτελειώσεις μοναχός
ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει
κάτω από τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός
Μεσ' τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι
Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό
ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι
ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Σε ποιο όνειρο σε ξύπνησαν βρεμένο, λειψό
ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούργια σου ζάλη
ποιος έρωτας σε σπρώχνει πιο μακριά από δω
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Το όνειρο που σ' έφερε μια μέρα ως εδώ
σήμερα καίγεται, σκουριάζει και σε διώχνει
μια σε κρατάει στη γη, μια σε ξερνάει στον ουρανό
το ίδιο όνειρο σε τρώει και σε γλιτώνει
Θέλεις ξανά ν' αποτελειώσεις μοναχός
ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει
κάτω απ' τα ρούχα σου ξυπνάει ο πιο παλιός θεός
μεσ' τις βαλίτσες σου στριμώχνονται όλοι οι δρόμοι
Ποια νήματα σ' ενώνουν με μιαν άλλη θηλειά
ποια κύματα σε διώχνουν απ' αυτό το λιμάνι
ποια μοίρα σε φωνάζει από την άλλη μεριά
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Ποια σύννεφα σκεπάσαν τη στεγνή σου καρδιά
ποια αστέρια τραγουδάνε την καινούργια σου ζάλη
ποιο ψέμα σε κρατάει στην αλήθεια κοντά
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Ποιες λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δε θέλουν να βγουν
ποια ελπίδα σ' οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη
ποια θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Ποιοι χάρτες σου ζεστάνανε ξανά το μυαλό
ποιες θάλασσες στεγνώνουν στο μικρό σου κεφάλι
ποιος άνεμος σε παίρνει πιο μακριά από δω
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Σε ποιο όνειρο σε ξύπνησαν βρεμένο, λειψό
ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούργια σου ζάλη
ποιος έρωτας σε σπρώχνει πιο μακριά από δω
πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι
Ποιες λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δε θέλουν να βγουν
ποια ελπίδα σ' οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη
ποια θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού
πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι
Μουσική: Τρύπες, Στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας, από το δίσκο "Ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι", 1996.
Σ.Σ. Ποια κύματα σε διώχνουν απ' αυτό το λιμάνι;
13/4/10
Δεν ήξερε κανείς...
Μανόλης Αναγνωστάκης - ΥΓ
Εγώ τον ήξερα. Δεν κάνω πλάκα - φυσικά όταν γεννήθηκα ο άνθρωπος ήταν είκοσι χρόνια πεθαμένος (σκοτωμένος μάλλον) αλλά υπάρχουν διάφορες διαδρομές από τις οποίες θα μπορούσε να ξέρει κάποιος, ακόμα και κάποιος της γενιάς μου ή νεώτερος.
Θα μπορούσα να το ξέρω από τα κείμενα του Σοφιανού Χρυσοστομίδη στην Αυγή, ο οποίος ως Αιγυπτιώτης αναφέρεται αρκετά συχνά στον Τσίρκα, το "Ανθρωπάκι" και τους άλλους ήρωες της τριλογίας, όπως στο κείμενο που μνημόνευσα στην προηγούμενη ανάρτηση. Σε αυτό αναφέρεται ότι «[...] Ο Γιάννης έφερε τον βαθμό του υποδεκανέα, αλλά ήξεραν (για να θυμηθούμε τον Φάνη του Στρατή Τσίρκα...) ότι ήταν "ο πραγματικός ταξίαρχος". Ο Σαλάς θα εμπιστευθεί στην Αυγή Κασιγόνη και στη δική μας Στέλλα Κρητικού τη δακτυλογράφηση του "Αντιφασίστα" που ήταν το (παράνομο) εκφραστικό όργανο της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ). Πόση ουσιαστική απόσταση να μας χωρίζει, άραγε, από εκείνη τη μαύρη καταπακτή του εμφυλίου πολέμου; Και πόση ψυχική αντοχή πρέπει να διαθέτει κανείς, ακόμα και σήμερα, όταν διαβάζει κείμενα που αναφέρονται στο τέλος του Γιάννη Σαλά; "...Τον έστησαν, μαζί με τον γιατρό Σαράντο Καρούτσο, στην τοποθεσία Κόκκινα Χώματα, στη Σάμο, και τους εκτέλεσαν χωρίς ανούσιες διαδικασίες, δηλαδή χωρίς δίκη [...]".»
Θα μπορούσα να το ξέρω από το στίχο του Αναγνωστάκη, που μου είναι οικείος όπως όλο το "ΥΓ" και η ποίηση του Αναγνωστάκη γενικότερα. Μάλιστα εντόπισα πρόσφατα στο διαδίκτυο κάποια "Αυτοσχόλια" του ποιητή σε τέσσερα ποιήματα, ένα από τα οποία αφορά το συγκεκριμένο στίχο και προέρχεται από μια συνέντευξη του Μανόλη Αναγνωστάκη στο Μισέλ Φάις (δείτε εδώ). Ο Αναγνωστάκης φωτίζει αντίστοιχα την ιστορία:
«O κόσμος δεν ξέρει ποιος ήταν πραγματικά ο Γιάννης ο Σαλάς. Θλίβομαι γιατί οι νεότεροι τον αγνοούν. Kι άλλοτε το έχω αναφέρει σε κάποια συνέντευξή μου. O Σαλάς είναι ο ήρωας της Mέσης Aνατολής, ο ιδρυτής της AΣO, της Aντιφασιστικής Στρατιωτικής Oργάνωσης, είναι ο Φάνης στις Aκυβέρνητες πολιτείες του Tσίρκα. Oταν διάβασα το βιβλίο, πετάχτηκα πάνω! Tηλεφώνησα στον Tσίρκα και του το λέω. Nαι, μου απαντάει, αλλά τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι εντελώς ίδια με τα πραγματικά.
Tον Σαλά δεν έτυχε να τον γνωρίσω. Oργάνωσε το αντάρτικο στη Σάμο. Kράτησε βέβαια λίγο καιρό, αλλά, φαντάσου, αντάρτικο στη Σάμο! Mετά τον σκότωσαν και τον έσερναν πίσω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου στους δρόμους της πόλης.
Eγώ έμαθα για τον Σαλά ένα χρόνο μετά, το 1949, από κάτι Iκαριώτες εξορίστους που τους είχαν συλλάβει και τους έφεραν στη φυλακή (σ.σ. Eπταπύργιο). Eλεγαν ένα τραγούδι για τον Σαλά. Eίδα ότι μετά από λίγο είχε γίνει σαν δημοτικό τραγούδι. Hταν πολύ συγκινητικό.
Aυτό το περιστατικό είναι τελείως προσωπικό. Δεν το ξέρει κανείς.»
Θα μπορούσα να το ξέρω από το φυλλάδιο που κυκλοφορεί ακόμα στην Ικαρία για το Σαλά, και μάλλον είναι το ίδιο με αυτό που αναφέρεται στο παραπάνω άρθρο σε μια Yποσημείωση:
«Yποσημείωση: O Xρήστος Mαυρογιώργης, βετεράνος αγωνιστής της Aντίστασης, που ζει σήμερα στην Iκαρία και έχει εκδώσει φυλλάδιο για τον Σαλά, μας είπε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του στις 6/11/05: «Eγώ ήμουν ένας από τους Iκαριώτες που συναντήσαμε τον Mανόλη Aναγνωστάκη στη φυλακή...».
Για να μην αδικήσω κανέναν, θα μπορούσα να το ξέρω από την αρθρογραφία του Ριζοσπάστη για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (αν διάβαζα Ριζοσπάστη), και σίγουρα μπορεί κανείς να εντοπίσει αντίστοιχα άρθρα στο διαδίκτυο σήμερα, που αναφέρονται στις ελάσσονες πτυχές του Εμφυλίου. Θα μπορούσα να το ξέρω από την αρχή της ταινίας του Λεωνίδα Βαρδαρού "Ούλοι εμείς εφέντη", ικαριακής και αριστερής θεματολογίας, στην οποία ο Ρήγας Αξελός κάνει ένα πέρασμα ως Γιάννης Σαλάς.
Όμως το έμαθα από μια πηγή τελείως άσχετη, ένα από τα πολλά μεσημέρια που τρώγαμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και κάτι λέγαμε που δε θυμάμαι αν ήτανε για το σόι της μάνας μου ή αν από κάπου αναφέρθηκε το επίμαχο όνομα. Τότε η μάνα μου σηκώθηκε, πήγε στο νεροχύτη μαζεύοντας τα πιάτα και είπε:
- Τον ξέρω εγώ. Περαμερίτης ήτανε, από το Φραντάτο θαρρώ. Όταν ήρθε... ο άνθρωπος αυτός...
Δεν είπε το ονομά του. Νομίζω πως δεν ήθελε να το προφέρει.
-...μπορεί να ήτανε το '47, δε θυμάμαι καλά...
Η φωνή της κάπως άλλαξε.
- ...φύγανε μαζί του τα παιδιά και πήγανε στο βουνό. Πήγε κι ο ξάδερφός μου, ο Μέχρης. Δε γύρισε. Πήγανε στη Σάμο, τους σκότωσαν στον Κέρκη, κάτι λίγοι γλύτωσαν.
Έπεσε σιωπή λίγη ώρα.
- Ήταν καλό παιδί ο Μέχρης. Και όμορφος. Γελαστός. Όλοι τον αγαπούσαν.
Άρχισε να πλένει τα πιάτα. Σκέφτηκα πως τότε θα ήταν δεκάξι-δεκαεφτά χρονών, ο ξάδερφος άντε να ήταν είκοσι. Η μάνα μου δεν έχει σχέση με τις αριστερές εφημερίδες, την επανάσταση, τον εμφύλιο, την ποίηση, τα μυθιστορήματα, το διαδίκτυο και τις ιστορικές καταγραφές - καμμία σχέση. Αλλά ποιος ήταν ο Γιάννης ο Σαλάς το ήξερε, εν μέρει τουλάχιστον.
Αργότερα εντόπισα μερικούς από τους "κάτι λίγους" που γλύτωσαν. Συμπτωματικά (ή ίσως όχι και τόσο συμπτωματικά) βρέθηκα να κάνω επί χρόνια παρέα με τα παιδιά τους.
Μικρός ο τόπος άλλωστε, δύσκολο να μη βρεθούν οι ιστορίες σου ανακατεμένες με τις ιστορίες των άλλων.
8/4/10
Ο συναγωνιστής
Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα (Η Λέσχη - Αριάγνη - Η Nυχτερίδα) με τα καινούργια εξώφυλλα στις εκδόσεις Κέδρος.
Πρέπει να ήταν κάποιο Πάσχα αρχές δεκαετίας του 1990, δε θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά. Στο σπίτι ενός φίλου που είναι εκ μητρός Καριώτης και εκ πατρός Αιγυπτιώτης, φιλοξενείτο ένας θείος του Αιγυπτιώτη πατέρα ο οποίος κόντευε τα ογδόντα. Ο άνθρωπος ερχόταν για πρώτη φορά στην Ικαρία, ήταν ευγενέστατος αλλά προφανώς ένιωθε κάπως αμήχανος ανάμεσα στο μεγάλο καριωτόσογο, θείοι, ξαδέλφια και ανήψια, που μπαινόβγαινε στο σπίτι και ειδικά στα παιδιά του ανηψιού που θορυβούσαν ασυστόλως μαζί με τους φίλους τους (π.χ. εμένα) πετώντας δυναμιτάκια στα δύσμοιρα ζώα της αυλής. Όσο περνούσαν οι μέρες πάντως εξοικειώνονταν κάπως, και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου εξέφρασε δειλά μια επιθυμία προς τα μικρανήψια και την παρέα τους.
- Τι θέλεις, θείε;
- Ψάχνω να βρω έναν παλιό μου γνωστό... από τη Μέση Ανατολή... έναν Μ.
- Στην Ικαρία τον ψάχνεις;
- Ικαριώτης είναι. Δεν ξέρω αν ζει ακόμα, τελευταία φορά τον είδα το '43. Αν ζει θα κοντεύει τα ογδόντα, σαν εμένα.
Στην Ικαρία το να κοντεύεις τα ογδόντα δεν είναι πολύ σπουδαίο επίτευγμα, αλλά το να έχεις περάσει πολέμους και εμφυλίους και μεταναστεύσεις αλώβητος είναι οπωσδήποτε κάτι. Άρχισα να ψάχνω στον τηλεφωνικό κατάλογο να βρω τον εν λόγω κύριο Μ. ρωτώντας πώς γνωρίστηκαν.
- Στα σύρματα, απαντάει ο θείος.
Κοιταχτήκαμε λίγο αμήχανα με το μικρανηψιό φίλο μου ενώ ο μεγαλοθείος αναπολεί τη δράση του στην 1η Ελληνική Ταξιαρχία:
Τον γνώρισα στα χρόνια του πολέμου, ίσως στην Αλεξάνδρεια ή στο Κάιρο. Οι καιροί, φυσικά, ήταν δύσκολοι, οι Άγγλοι κατέστρωναν από τότε τα σχέδιά τους για τη "μεταπολεμική Ελλάδα", ο ελληνικός στρατός Μέσης Ανατολής, με το υψηλό αντιφασιστικό του φρόνημα, ανησυχούσε, κάπου, "ανεπαισθήτως", γράφτηκε "η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας". Οι Άγγλοι αποφαίνονται ότι ένας στρατός μη πραιτωριανών μάλλον δεν τους κάνει, διαλύουν την 1η Ελληνική Ταξιαρχία (ήταν "ταξιαρχία στασιαστών" -- έτσι είπαν...) και ανοίγουν στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αίγυπτο, στο Σουδάν, στην Αβησσυνία...
Λέω στο θείο ότι έχω διαβάσει μια σχετική ιστορία στις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Τσίρκα. Ο θείος χαμογελάει στο άκουσμα του ονόματος του συγγραφέα.
- Ο Γιάννης... λέει. Τα 'χει γράψει...
- Στρατής, τον διορθώνω.
- Γιάννης, επιμένει. Γιάννης Χατζηανδρέου, ο καθοδηγητής μας. Το Τσίρκας είναι φιλολογικό ψευδώνυμο.
Τον θείο τον πήγαν στο Σουδάν. Μόλις έφτασαν εκεί, ξεθεωμένοι, διψασμένοι, άρρωστοι, οι Άγγλοι τους έστειλαν για γυμνάσια. Εκεί κόλλησε με τον Μ., το συναγωνιστή. Αυτοί οι δύο πρώτευσαν στα γυμνάσια, γνωστοί κομμουνιστές και καρφί στο μάτι των Εγγλέζων.
Βρίσκω στον κατάλογο το όνομα του συναγωνιστή - δεν ήταν βέβαιο ότι είναι το ίδιο πρόσωπο όμως. Το επίθετο παραπέμπει σε κάποιο από τα χωριά πέριξ του Αγίου Κηρύκου. Ο θείος ενθουσιάζεται, σπεύδω να πάρω το νούμερο και του δίνω το ακουστικό. Το σηκώνει κάποια γυναίκα, ο θείος ζητάει να μάθει αν το τηλέφωνο ανήκει στον τάδε. Μιλάει για τη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο, η απάντηση μάλλον τον χαροποιεί. Ζητάει να μιλήσει στον ίδιο, αλλά μια απορία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Μιλάει λίγο ακόμα με την απορία να μεγαλώνει. Ρωτάει "πού;" και ξαναρωτάει "είστε σίγουρη;". Κλείνει το τηλέφωνο ευχαριστώντας, λίγο ψυχρά.
- Δεν ήταν αυτός; ρωτάμε.
- Αυτός ήταν, απάντάει με το πρόσωπο συννεφιασμένο.
Σκεφτόμαστε τα χειρότερα.
- Ζει;
- Ζει, μια χαρά είναι.
- Δε μιλήσατε;
- Δεν ήταν εκεί, έλειπε, θα έρθει σε λίγο.
Ο θείος σηκώνεται ακόμα πιο συννεφιασμένος. Μιλάει σα να απευθύνεται στον εαυτό του.
- Είναι στην εκκλησία. Και τι κάνει στην εκκλησία;
Ρίχνω ένα βλέμμα συνενοχής στο φίλο μου καθώς στις άκρες των χειλιών του ζωγραφίζεται ένα χαμογελάκι.
- Ε, Μεγάλη Εβδομάδα είναι, λέω δειλά.
- Είναι επίτροπος. Ο συναγωνιστής μου, από τα σύρματα, είναι στην εκκλησία επίτροπος, μουρμουράει ο θείος.
Ύστερα βγαίνει βαρύθυμος από το δωμάτιο μουρμουρίζοντας "μα στην εκκλησία;" ενώ τα μικρανίψια και οι φίλοι τους με κόπο συγκρατούν τα γέλια τους να μην ξεσπάσουν.
Σ.Σ. Η ιστορία είναι πραγματική αλλά επειδή δε θυμάμαι ακριβώς τα ντεσού της 1ης Ελληνικής Ταξιαρχίας, αντέγραψα ένα εντός εισαγωγικών κομμάτι "αναμνήσεων" του θείου από ένα κείμενο του Σοφιανού Χρυσοστομίδη στην Αυγή (8/11/2009) - κι αυτός είχε τον Τσίρκα καθοδηγητή στην Αίγυπτο άλλωστε. Την ιστορία τη φρέσκαρα το Πάσχα λόγω των ημερών, αλλά πιο πριν την είχα θυμηθεί λόγω της γνωριμίας μου με την εγγονή του εν λόγω θείου το καλοκαίρι του 2009. Η κοπέλα δεν είχε ιδέα για αγωνιστές και αγώνες, εκτός από ιστιοπλοϊκούς τέτοιους, και λόγω αντίστοιχης αφορμής μιλήσαμε. Ανάμεσα σε ρεγκάτες και τακ πάντως, μου είπε ότι ο παππούς της είχε πεθάνει πολλά χρόνια τώρα.
2/4/10
Επιτάφιος θρήνος
Τῇ Δευτέρᾳ, Τρίτῃ τε Τετράδι ψάλω, τῇ μακρᾷ Πέμπτῃ μακρὸν ὕμνον ἐξᾴδῳ, Προσάββατόν τε καὶ σήμερον δὲ Σάββατον μέλπω Μέγα (Ακροστιχίδα των Κανόνων της Μεγάλης Εβδομάδας)
Από το 1984 και μετά, εκτός από μια χρονιά στο στρατό, το Πάσχα το περνάω στην Ικαρία. Κάποιες φορές με την ευρύτερη οικογένεια, κάποιες ακόμα και μόνος μου ή με φίλους, όλα αυτά τα χρόνια έχω πέσει σε βρωμόκρυα και καταιγίδες, σε συννεφιές και ήλιους και αποπνικτικές ζέστες, έχω τυλιχτεί με διπλές κουβέρτες, έχω ανάψει τζάκια και έχω κάνει μπάνια σε χλιαρές θάλασσες. Άλλοτε είναι νωρίς, όπως φέτος, άλλοτε Μάης ολότελα, άλλοτε διέρχομαι κρίσεις βαριάς αλλεργίας από τη γύρη που εκλύουν τα ανθισμένα φυτά, άλλοτε δεν παίρνω είδηση καθώς αυτά που με ενοχλούν δεν έχουν αρχίσει ακόμα ή έχουν ολοκληρώσει την ανθοφορία τους.
Βέβαια το πρώτο μου Ικαριακό Πάσχα ήταν κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα (πιθανώς το 1978), κι ήταν μια περίοδος παρατεταμένων παιδικών διακοπών στην Ακαμάτρα από Σάββατο του Λαζάρου μέχρι Κυριακή του Θωμά. Ξαναπήγαμε αρκετά χρόνια μετά, κι έχω διάφορες ανακατεμένες αναμνήσεις από τα πρώτα μέχρι τα πιο πρόσφατα χρόνια, με λίγες πιο ξεχωριστές χρονιές όπως τότε με το Τσέρνομπιλ (το 1986), ή με μια μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε (οριστικά μάλλον, βοηθούντων και των κατσικιών) το πευκοδάσος ανάμεσα στο Αυλάκι και το Γιαλισκάρι (το 1994). Θυμάμαι ακόμα τις πρώτες χρονιές που οι φίλοι μου και οι φίλοι των φίλων και διάφοροι περαστικοί άρχισαν να μαζεύονται σπίτι μου το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα (μια συνήθεια που με ελάχιστες διακοπές τηρείται ως σήμερα) για φαγητό και κρασί και ζεύκι, και ενίοτε χορό μέχρι αργά.
Θυμάμαι χρονιές κατανυκτικών (ή «κατανυκτικών») ακολουθιών στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπου στον Εύδηλο, όταν ο συχωρεμένος ο παπά-Νικόλας ο Μάζαρης, εφημέριος του ναού επί πολλά χρόνια, είχε καταφέρει να οργανώσει μια υποτυπωδώς σοβαρή ψαλμωδία, αν και ο ομολογουμένως ταλαντούχος δεξιός ψάλτης είχε μια τάση να «τραγουδάει» το «Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου» όπως ο Νταλάρας, αντί να το ψέλνει, και χρονιές όπου ξεμέναμε είτε κατ’ επιλογήν είτε αναγκαστικά (λόγω καιρού ή «εκρηκτικής» κατάστασης στα πέριξ) για ώρα πολλή στην εκκλησία ακούγοντας την αναστάσιμη λειτουργία, πριν ορμήξουμε στη μαγειρίτσα δια τα περαιτέρω. Με τα χρόνια βέβαια, κάτι η προϊούσα αποϊεροποίηση της γιορτής λόγω της μάλλον ελλιπούς χριστιανικής διαπαιδαγώγησης του ποιμνίου, κάτι ότι οι διάδοχοι του παπα-Νικόλα δεν ήταν εξίσου προικισμένοι ίσως, η κατάνυξη εξέλιπε ολοσχερώς μάλλον από τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας στον Εύδηλο – και κατ’ επέκταση και στα δικά μου βιώματα.
Ωστόσο, από τα πρώτα χρόνια και τη συνεπή ανάγνωση της Σύνοψης κάτι είχα καταφέρει να ξεκολλήσω, κι έτσι όχι μόνο θυμάμαι ότι τα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης (ή για τη ακρίβεια, του όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής) είναι δώδεκα και οι στάσεις στα εγκώμια του Επιταφίου τρεις, αλλά θυμάμαι ακόμα ότι τα τροπάρια των κανόνων (οι «Ωδές») όλων των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας σχηματίζουν μια ακροστιχίδα (που την έβαλα πάνω πάνω στην ανάρτηση, αλλά όποιος μπορεί να βάλει σωστά στις οξείες, τις βαρείες και τις υπογεγραμμένες να μου πει κι εμένα – ψιλές, δασείες και περισπωμένες πρόλαβα κι έμαθα στο Δημοτικό). Η πιο «κατανυκτική» εμπειρία μου όμως ήταν ακούσια, και έλαβε χώρα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, στον Επιτάφιο, και ως συνήθως είχα πιάσει στασίδι δεξιά, μελετώντας εμβριθώς τη Σύνοψη για να καταλάβω σε ποιο σημείο είμασταν, καθώς είθισται άλλα εγκώμια να ψέλνει ο κάθε ναός, παραλλαγές πάνω σε ένα βασικό καμβά, ανάλογα με τα κέφια του ψάλτη ή του τοπικού μητροπολίτη. Διάβασμα στο διάβασμα, και χαλβαδιάζοντας με δυο κολλητούς που δεν είχαν και πολύ καλό βαθμό στα θρησκευτικά πέρασε η ώρα και δεν πήρα είδηση ότι αριστερά μου εκτυλισσόταν ένα παράλληλο δράμα αναζήτησης «παλληκαριών» που θα σήκωναν τον Επιτάφιο. Για την ακρίβεια, τρία παλληκάρια νταβραντισμένα είχαν βρεθεί ήδη, αλλά ανεζητείτο αγωνιωδώς ο τέταρτος. Κάποια στιγμή πήρε το μάτι μου τη μάνα μου να δείχνει προς την κατεύθυνσή μας, χωρίς να καταλάβω το υπονοούμενο. Οι άλλοι δύο, σαφώς πιο νταβραντισμένοι από μένα τω καιρώ εκείνω, πήραν είδηση εγκαίρως (άλλωστε δεν ήταν η δικιά τους η μαμά με το προτεταμένο δάχτυλο) και εξαφανίστηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Εγώ ξέμεινα με τη Σύνοψη στο χέρι και την απορία στο πρόσωπο, και ως παλληκάρι (καθόλου νταβραντισμένο, αλλά πάντως παλληκάρι) βρέθηκα να σηκώνω τον Επιτάφιο από τα εκατον εξηνταπέντε (με στρογγυλοποίηση) εκατοστά μου, μαζί με άλλους τρεις τύπους που ο κοντύτερος ήταν εκατόν ογδόντα.
Ως καλός χριστιανός, οφείλει κανείς να συσταυρώνεται με το Χριστό και να υπομένει τα πάθη Του – αν και βέβαια λίγη προετοιμασία δε βλάπτει. Σκέφτηκα ότι αφού δεν βλαστήμησα τα θεία το βράδι εκείνο μάλλον δε θα πολυχρειαστεί να το κάνω αργότερα. Ειδικά καθώς βρισκόμουν υπό τη διπλή συμπαράσταση τόσο της επαγρυπνούσας μάνας μου που με έρραινε ευλογίες («βοήθειά σου, παιδάκι μου») όσο και των κολλητών μου που παρόλες τις ικεσίες μου να κρατήσουν «για μια στιγμή» δεν την έπαθαν σαν τον Άνταίο με τον Ηρακλή και αρκέστηκαν σε επιφωνήματα και ενθαρρύνσεις τύπου «Μπράβο αγόρι μου», «Κάτσε κάτω απ’ τη μπάρα» και “Yes, we can”. Πήρα μια αμυδρή γεύση μαρτυρίου, καθώς ο παπά-Νικόλας είχε πολλά κέφια και αποφάσισε να κάνει δέηση σε κάθε ραχούλα και δρομάκι του Ευδήλου, σταματώντας κάθε τόσο. Χρειάστηκε πάνω από μισή ώρα να φτάσει στην κάτω πλατεία, με όλα τα μαγαζιά κλειστά και σκοτεινά (αλλά με μια έντονη τσίκνα από σουβλάκια στην ατμόσφαιρα, παραδόξως...), όπου έκανε μια ακόμα δέηση στο μνημείο των πεσόντων, και μετά αντί να ανηφορίσει το πλακόστρωτο προς τη μικρή εκκλησία αποφάσισε να τραβήξει κατά το λιμάνι.
Ο Επιτάφιος έφτασε στο μώλο με μια μικροσκοπική πομπή (οι πολλοί είχαν ξεμείνει στην πλατεία), και με διαρκή σχόλια ότι «γέρνει μονόπαντα», τα οποία πυροδοτούντο κυρίως από τα δύο ηθικώς συμπαραστεκόμενα παλληκάρια. Ο παπάς έκανε τη δέηση (για ναυτικούς και πλεούμενα και δεν ξέρω τι άλλο) ενώ το κύμα έσκαγε στον κυματοθραύστη και πιτσίλαγε τους πιστούς (και μερικούς ολιγόπιστους). Ύστερα έκανε μεταβολή και αργά αργά (γέρνοντας μονόπαντα, πάντοτε) κατευθύνθηκε πάλι προς την πλατεία, όπου αφού μάζεψε τα υπόλοιπα του εκκλησιάσματος ανηφόρισε το πλακόστρωτο (παραδόξως τα φώτα στα σουβλατζήδικα ήταν ολάνοιχτα πια) και προσγειώθηκε στη μικρή εκκλησία. Ο Κύριος όσους αγαπάει τους παιδεύει – όπως ακούμπησε κάτω ο επιτάφιος έκλεισε το πέρασμα και με απέκλεισε στο μπροστινό τμήμα του ναού, μπροστά στο ιερό, ενώ οι αγαπημένοι μου φίλοι που τόσο ήθελα να προσεγγίσω (με καλούς σκοπούς πάντα) συνέχιζαν να χαριτολογούν δίπλα στο παγκάρι. Ο παπά-Νικόλας επέβαλε ησυχία και ο ψάλτης άρχισε να διαβάζει την προφητεία του Ιεζεκιήλ. Μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, ξανάνοιξα τη Σύνοψη και άρχισα να διαβάζω μαζί του. Η τσαντίλα μου έφυγε σχεδόν αμέσως, μαζί με το βάρος στους ώμους.
Σκέφτηκα ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο – δε χρειάστηκε να καταστρώσω κανένα ιδιαίτερο σχέδιο: τον έναν τον πάντρεψα το 1995, τον άλλον το 2002, κι ενώ αυτοί έχουν φορτωθεί του κόσμου τα βάρη και τρέχουν πανικόβλητοι πίσω από γυναίκες και παιδιά, εγώ εν έτει 2010 κουβαλάω μόνο το (αυξημένο, οπωσδήποτε) προσωπικό μου βάρος και χαλαρός και ωραίος στο μέτρο του δυνατού (πάντα είναι καλύτερα με παρέα, ομολογουμένως) ταξιδεύω ανά τον κόσμο προσέχοντας μόνο την κρίσιμη ώρα που τελειώνουν τα εγκώμια να είμαι εκτός οπτικού πεδίου της μάνας μου καλού κακού – ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σε βρει στα καλά του καθουμένου.
Σ.Σ. Το ανάγνωσμα της προφητείας του Ιεζεκιήλ (Κεφ. ΛΖ’ 1-14) που διαβάζεται μετά την επιστροφή του Επιταφίου στους ναούς, περιέχει μερικές εντυπωσιακές εικόνες «ανάστασης» και ως κείμενο είναι νομίζω πραγματικά σημαντικό. Ίσως λίγο πιο σημαντικό τις μέρες αυτές θεωρώ ότι είναι ένα κομμάτι από το «Ασματικό» που ψέλνεται κανονικά την ώρα της περιφοράς και φυσικά κανείς δεν ακούει ποτέ, ειδικά εκεί που λέει:
[...]δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ, δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον, δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸν ξένον, δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς τε καὶ ξένους [...] δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ, δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα, ἐβόα [...]
(Στη μνήμη του Χαμιντουλάν Ναζαφί, που σκοτώθηκε τις προάλλες από έκρηξη στα Πατήσια. Γιατί ξένος στη Γη δεν είναι κανείς - ή ίσως είμαστε όλοι.)