Πομπός στα μεσαία από το ιστολόγιο του Radio Marconi - αν διαβάσετε τις σχετικές με αυτό το θέμα αναρτήσεις του θα μπείτε για τα καλά στο κλίμα.
Σήμερα που η μπάντα των FM είναι γεμάτη "επαγγελματικούς" σταθμούς (για τα μεσαία ας μην το συζητάμε καθόλου), το να αναπολεί κανείς τις εποχές του ερασιτεχνικού (ή "πειρατικού") ραδιοφώνου των αρχών της δεκαετίας του '80 είναι εμφανώς παλιομοδίτικο και ξεπερασμένο. Επειδή όμως το παρόν ιστολόγιο διακρίνεται ακριβώς για την ενασχόλησή του με παλιομοδίτικα και ξεπερασμένα πράγματα μάλλον παρά με τις τάσεις του συρμού, μόλις έπεσα στο ιστολόγιο του Radio Marconi (με τον τίτλο "Βασικά καλησπέρα σας" από μια βιντεοταινία εποχής με το Στάθη Ψάλτη) δεν άντεξα τον πειρασμό να ανασκαλέψω τις αντίστοιχες εμπειρίες μου της εποχής εκείνης. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν έχω καμμία ιδιαίτερη νοσταλγία για τη δεκαετία του '80 παρότι συμπίπτει χρονικά με την εφηβεία μου - και τις δύο τις θεωρώ μάλλον άχαρες περιόδους από πολλές απόψεις. Ήταν όμως κάπου στις αρχές της δεκαετίας (και τις εφηβείας μου) που ο Κώστας Ζ., φίλος του αδελφού μου (αμφότεροι τρία χρόνια μεγαλύτεροι, δηλαδή γύρω στα δεκαπέντε-δεκάξι τότε), άρχισε να κατασκευάζει τον πρώτο του πομπό.
Η ιστορία είχε ξεκινήσει από τα ηλεκτρονικά - και δεν εννοώ τα "ούφο" που κατέκλυσαν αργότερα τον κόσμο. Εννοώ τα παιχνίδια εκείνα που συνέδεες πυκνωτές και αντιστάσεις, πηνία ηλεκτρομαγνήτες και διόδους, τρανζίστορ και λυχνίες (χα!) για να φτιάξεις κυκλώματα που έκαναν από απλά "μπιπ" μέχρι μίνι ραδιοφωνάκια. Η ενασχόληση στην οικογένεια είχε ξεκινήσει από παιδικά παιχνιδάκια, είχε εξελιχθεί σε πιο προχωρημένα κιτ που έφερνε ο ναυτικός μπαμπάς από το εξωτερικό, και αφού διαδόθηκε στους στενούς φίλους και την ευρύτερη παρέα, επεκτάθηκε σε ειδικά περιοδικά που δημοσίευαν τυπωμένα κυκλώματα, και εσύ πήγαινες μετά στο Ράδιο Κατουμά και αγόραζες αντιστασούλες και πυκνωτάκια και βυσματάκια περίεργα, και τα συνέδεες κατά το δοκούν παρατώντας προσωρινά τη μπάλα και τις καφετέριες προς μεγάλη χαρά των κηδεμόνων σου, αλλά και το διάβασμα άλλων μαθημάτων πλην της φυσικής προς μεγάλη τους απελπισία.
Η φάση βέβαια δεν κράταγε πολύ, καθώς τόσο η μπάλα και η καφετέρια όσο και ενίοτε (για κάτι λίγους) η ιστορία και η λογοτεχνία έπαιρναν την εκδίκησή τους, και οι αντιστάσεις με τις χρωματιστές τους λωριδίτσες που δήλωναν σε έναν ξεχασμένο πια κώδικα τα Ωμ και τα Κιλωμ της καθεμιάς παρέμεναν σε αχρηστία. Όχι για όλους όμως, και σίγουρα όχι για τον Κώστα που με ιερό πάθος κλεινόταν στο δωματιάκι της ταράτσας που χρησιμοποιούσε για ηλεκτρολογείο, και μαστόρευε το φοβερό κύκλωμα που θα γινόταν ο μέγιστος των πομπών. Ύστερα, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, άπλωσε κρυφά ένα σύρμα από την ταράτσα του σπιτιού του ως αυτήν του ξαδέλφου του, σε μια απόσταση που όφειλε να είναι ακριβώς 75 μέτρα, ούτε ένα πάνω ή κάτω.
- Γιατί, ρε Κώστα, εβδομηνταπέντε ακριβώς;
- Γιατί θα χαλάσει η διαμόρφωση.
- Ποια θα χαλάσει;
- Η διαμόρφωση, ρε, ντιπ άσχετος είσαι;
Όχι βέβαια - μπορούσες να είσαι ό,τι χειρότερο, από κίναιδος και αυνάνας ως μεταχειρισμένη σερβιέτα και μυγόχεσμα, αλλά άσχετος δε μπορούσες να είσαι. Γενιές "πειρατών" κουβέντιαζαν όλη νύχτα ο ένας με τον άλλο, κάνοντας αναμετάδοση, για τη διαμόρφωση και τα σχετικά, όφειλες λοιπόν να ξέρεις καθώς περνούσες ατέλειωτες ώρες δίπλα στο δέκτη σου περιμένοντας να ακουστεί η αφιέρωση που είχες στείλει νωρίτερα. Επειδή όμως δεν έπαιζε τηλέφωνο (καθώς θα καρφωνόντουσαν στην αστυνομία) ούτε καν περιοχή (λόγω φόβου ραδιογωνιομέτρων), οι αφιερώσεις μπορεί και να πήγαιναν μέσω κοινών γνωστών, φίλων κοινών γνωστών, φίλων φίλων κοινών γνωστών κλπ.
Όμως ο σταθμός του Κώστα ήταν και δικός μας, και είμασταν εμείς στην επίζηλη θέση να μαζεύουμε αφιερώσεις, και να αφήνουμε τους άλλους να προσπαθούν να καταλάβουν τι ειπώθηκε στο μικρόφωνο και τι τραγούδι παίζει μέσα σε μια θάλασσα παρασίτων (ειδικά το βράδι στα μεσαία) και έναν που διαφήμιζε οικόπεδα στην Ανάβυσσο και μας τάπωνε με τις αρμονικές του, και σε μια τρομερή παραμόρφωση του ίδιου μας του σήματος, που ο Κώστας ισχυριζόταν ότι δεν είχε καμμία σχέση με τον υπέροχο πομπό του και το πώς τον είχε φτιάξει, αλλά μόνο με την κακή συνήθεια της θείας του να περνάει την κεραία για απλώστρα και να την καταστρέφει με βρεγμένα βρακάκια και πετσέτες.
Πάντως ο σταθμός δεν έζησε πολύ, καθώς από τη μια η οχλαγωγία των μεσαίων ήταν αφόρητη τα βράδια που δεν είχαμε σχολείο, με αποτέλεσμα να μη μας ακούει πρακτικά κανείς, και από την άλλη η θεία που αγχωνώταν στην ιδέα της "παράνομης" κεραίας έβαλε λόγια στην αδελφή της και η κεραία κατέβηκε κακήν κακώς - με νύχια και με δόντια ο Κώστας διέσωσε τις πολύτιμες λυχνίες του από τη μητρική σκούπα. Αλλά μετά το φύσαγε και δεν κρύωνε.
- Θα τον ξαναφτιάξω. Στα FM. Θα μας ακούνε όλοι καμπάνα και η κεραία θα είναι μόνο εβδομηνταπέντε πόντοι, όχι μέτρα.
- Και γιατί δεν το φτιάχνεις τώρα;
- Θέλει άλλες λυχνίες. Δεν έχω λεφτά να τις πάρω.
- Να τσοντάρουμε όλοι.
- Θέλει πολλά. Ούτε ένα τετράγωνο δε θα μας ακούνε.
Μετά όμως επένδυσε τα λεφτά από τα επόμενα κάλαντα σε ένα κιτ για φωτορυθμικά για να κάνουμε πάρτυ (που εξερράγη θεαματικά εν μέσω ενός πάρτυ σπίτι μου το 1982 μάλλον) και ο σταθμός στα FM ξεθώριασε καθώς πλησίαζαν οι Πανελλήνιες. Μου έμεινε ένα μικρό απωθημένο καθώς έψαχνα αργά τις νύχτες τη μπάντα ακούγοντας τους ερασιτέχνες να λένε για κυκλώματα και διαμόρφωση, αραιά και που να βάζουν στο πικάπ και καμμιά ροκιά. Αλλά στο άμεσο περιβάλλον δεν υπήρχε άλλος τρελλαμένος, κι όταν αλλάξαμε γειτονιά και βρεθήκαμε στα νότια αντί για τα δυτικά, οι νέοι μου συμμαθητές δεν άκουγαν ερασιτέχνες (ούτε τα κρατικά βέβαια) αλλά τον "Αμερικάνικο" σταθμό της βάσης του Ελληνικού που έπαιζε τα νέα σουξέ πριν από το "Μουσικόραμα" στην τηλεόραση.
Ήταν ένα καλοκαίρι στην Ικαρία που ακούσαμε ότι ο Τάδε (δε λέμε ονόματα) έχει έναν πειρατικό σταθμό εμβέλειας Ευδήλου (ακριβώς όσο χρειαζόταν), στα FM κιόλας που δεν υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός (εκτός από τρία-τέσσερα κρατικά της Τουρκίας που ακούγονταν καμπάνα κι ένα λυμφατικό Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ). Αν και δεν είμασταν ιδιαιτέρως φίλοι με τον Τάδε, βάλαμε έναν ξάδελφό του να μεσολαβήσει για να ακουστούν οι δέουσες αφιερώσεις, ενημερώσαμε τις αντίστοιχες γκόμενες στις οποίες θα αφιερώναμε να έχουν το νου τους, και ξεκινήσαμε τη μεγάλη περιπέτεια της ακρόασης με γεμάτες μπαταρίες στο ραδιόφωνο-κασετόφωνο που είχαμε κουβαλήσει στο σκοτεινό (τότε) μώλο του λιμανιού (σημείο συνάντησης της νεολαίας μακριά από αδιάκριτα βλέμματα γονέων και κηδεμόνων).
Ο Τάδε όμως είχε άλλες προτεραιότητες και τραβούσε σε μάκρος μια εκπομπή που διάφοροι πονεμένοι λυράρηδες λέγανε μαντινάδες και παίζανε λεβέντικους χορούς της Κρήτης. Επειδή στην Ικαρία δεν ευδοκιμεί το είδος (κι εμένα ακόμα και τώρα δε μου χαϊδεύει τ' αυτιά ακριβώς) η αναμονή έγινε αδημονία μέχρι που ο Τάδε βγήκε στο μικρόφωνο για να πει εν μέσω φοβερών παρασίτων ότι αφιερώνει το επόμενο άσμα "στην παρέα που είναι στο μώλο και ακούει" κι έβαλε το "Πότε θα κάνει ξαστεριά". Το πράγμα ήταν ελαφρώς παράλογο διότι υποτίθεται ότι είμασταν διαλεχτοί ροκάδες (χμ...), χώρια οι αναμένουσες γκόμενες που θα τις έπαιρνε ο ύπνος, οπότε κατόπιν λαϊκής απαίτησης εστάλη αντιπρόσωπος στο σταθμό (δηλαδή στο σπίτι του Τάδε) για να γίνει διευκρινιστική δήλωση. Ο Τάδε έλαβε το μήνυμα αλλά δεν το αφομοίωσε πλήρως, καθώς στην επόμενη αφιέρωση η παρέα είχε γίνει τάληρα και δίφραγκα (αφιερώνω στο Ζαχαρία, τους δυο Νίκηδες, το Βασίλη, τον Αντώνη και τον Τάκη - αν θυμαμαι καλά τη σύνθεση) αλλά η μουσική παρέμεινε στο ίδιο κλίμα.
Αναθαρρημένοι πάντως από το άκουσμα των ονομάτων μας (οι δύο Νίκοι όχι και τόσο, καθώς εμφανιζόντουσαν σιαμαίοι) αποφασίσαμε να πάμε προς την πλατεία που εικάζαμε ότι θα ακουγόταν καλύτερα και να περιμένουμε τις ροκιές που είχαμε παραγγείλει για τα κορίτσια. Κάτσαμε γύρω από το ηρώο - τότε δεν υπήρχε περίπτερο δίπλα - περιμένοντας, αλλά η επόμενη αφιέρωση ήταν πανομοιότυπη με την προηγούμενη (οι δύο Νίκοι πόνεσαν αρκούντως) και οι λυράρηδες λυράρηδες, πάντα με πολλά παράσιτα. Στείλαμε άλλη αποστολή να δώσει διευκρινιστικές οδηγίες, και αποφασίσαμε να ανεβούμε στου Τράκα για να ακούμε καλύτερα.
Εκεί η αφιέρωση ακούστηκε ίδια κι απαράλλαχτη με πολλά ακόμα παράσιτα και ο απεσταλμένος μας ήρθε και μας εξήγησε ότι το ρεπερτόριο του σταθμού δεν είχε ροκιές κι άμα θέλαμε κανένα Τόλη Βοσκόπουλο κάτι γινότανε, αλλιώς να του δίναμε εμείς τα τραγούδια που θέλαμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να μετακινηθούμε λίγο ψηλότερα για να ακούμε καλύτερα και καθήσαμε έξω από τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπου, στέλνοντας τον απεσταλμένο με μια κασέτα με Ντορς ή Λεντ Ζέππελιν ή Μπλου Όϋστερ Καλτ (δε θυμάμαι ακριβώς), και ο απεσταλμένος έκανε περίπου είκοσι βήματα και χτύπησε την πόρτα του Τάδε που βγήκε έξω, μας χαιρέτησε, τον χαιρετήσαμε κι εμείς, ευχαρίστησε για την κασέτα, και μετά μπήκε μέσα και είπε με φωνή καμπάνα (επιτέλους, δέκα μέτρα έξω από το σταθμό είμασταν) με χαλί τις πρώτες νότες από το "Στέιργουεϊ του Χέβεν" (τελικά Λεντ Ζέππελιν θα ήταν μάλλον).
- Ευχαριστούμε τους ακροατές και ειδικά το Ζαχαρία, τους δύο Νίκηδες, το Βασίλη, τον Αντώνη και τον Τάκη, και αύριο θα κάνουμε το ροκ πρόγραμμα και τις αφιερώσεις που μας ζήτησαν, αλλά απόψε έχει πάει αργά πια, καλή σας νύχτα.
Κι έπειτα έμειναν μόνο τα παράσιτα στο ραδιόφωνο.
Το "αύριο" εκείνης της νύχτας ακόμα εκκρεμεί.
Σ.Σ.: Είναι λίγο δύσκολο να περιγράψω το κλίμα της περιόδου σε παιδιά που μεγάλωσαν με τη μπάντα γεμάτη σταθμούς και την τηλεόραση με σαράντα κανάλια. Είχα κάνει μια απόπειρα να περιγράψω το κλίμα της "μετάβασης" σε δυο παλιότερες διαδοχικές αναρτήσεις (δείτε εδώ), μάλλον ανεπιτυχή για όσους δεν έζησαν από κοντά την εποχή.
Ως μαθητής Λυκείου είχα διαβάσει ένα βιβλίο (Βαγγέλης Ραπτόπουλος, "Διόδια") που απεικόνιζε εξαιρετικά το κλίμα, τη γλώσσα, τα ήθη και τις συνήθειες μια γενιάς που κοιτούσε την Αθήνα από τα δυτικά την εποχή εκείνη. Υπήρχαν μέσα όλα - πειρατικά ραδιόφωνα, πανελλήνιες εξετάσεις, κόμματα, αδιέξοδες σχέσεις, διόδια και βουλκανιζατέρ. Το λάτρεψα - να είναι καλά ο καθηγητής κ. Δ.Τ. που μου το σύστησε. Επί χρόνια το αγόραζα ως δώρο σε φίλους και φίλες, μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι στους κάπως νεώτερους δεν έκανε καμμία αίσθηση, χώρια που ο συγγραφέας του σε μεταγενέστερα κείμενα σπαταλούσε αδίκως το όποιο ταλέντο του σε διάφορα μεγαλόστομα και πομπώδη χωρίς πολύ νόημα.
Οι εποχές αλλάζουν, μαζί και τα γούστα μας. Λίγα πράγματα μένουν πίσω, όπως ο συχωρεμένος ο Κώστας Ζ. που ένα βράδι κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε πια. Είχαμε χάσει επαφή, μου το είπε ο αδελφός μου πολλά χρόνια μετά. Η παρέα στο μώλο πάντως χαίρει άκρας υγείας, απ' όσο ξέρω, όπως και τα κορίτσια που κοιμήθηκαν νωρίς βέβαια και δεν άκουσαν την εκπομπή, οπότε ακόμα νομίζουν ότι στ' αλήθεια ακούστηκαν αφιερώσεις και για χάρη τους όπως τις παραμυθιάσαμε την επομένη.
Αλλά χωρίς λίγο παραμύθι δεν πάνε μπροστά αυτά τα πράγματα, έτσι δεν είναι;
10/2/10
Στιγμές "πειρατικής" ραδιοφωνίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Υπέροχο ποστ. Έχω πολλές κοινές εμπειρίες τόσο που αν στρωθώ να γράψω κι εγώ τις σχετικές αναμνήσεις (μάλλον θα το κάνω σύντομα) θα βγει κάτι παρόμοιο. Συμφωνώ απόλυτα με τις διαπιστώσεις σου ως προς τη νέα γενιά και τα "Διόδια" του Ραπτόπουλου και λέω να το δώσω σύντομα στο γιο μου για να το διαπιστώσω και στην πράξη.
Γεια σου Ροβιθέ, καβαλάρη των FM!
( Εδώ ράδιο Μέλπω! Ιβανόη μ' ακούς;! :-)) )
Η αλήθεια είναι ότι στα Ελληνικά '80s, η πειρατική ραδιοφωνία βρισκόταν ήδη σε παρακμή.
Το '85 θυμάμαι μία αμυδρή προσπάθεια που έκανε η πολιτεία να αναγνωρίσει την συνεισφορά τής άγνωστης "Μέλπως" στον ελληνικό πολιτισμό. Έβαλε θέμα έκθεσης στις πανελλαδικές:
"Ο ραδιοπειρατής ο αποφασισμένος να μάθει πολλά και να διαπρέψει στο στήσιμο τού πειρατικού σταθμού του δεν αποβλέπει πια, κατά την επικρατούσα αντίληψη,
στην προσωπική του ευδοκίμηση. Προσφέρει και στoυς άλλους φρίκουλες πολύτιμη αρωγή."
Αλλά, δεν βαριέσαι, τα κ...παιδα δεν ήξεραν τι σημαίνει "στήσιμο" και "φρίκουλας" και η πρσπάθεια πήγε άπατη.
Όσο για τον Κώστα, έφηβος ραδιοπειρατής και έβγαζε το χαρτζηλίκι του λέγοντας κάλαντα;
Καταπληκτικό!
Λυπάμαι για τον τόσο επισπευσμένο ύπνο του.
Και για να είμαι αδιάκριτος: πιστεύατε στα σοβαρά ότι θα "ρίξετε" (και υπό ΠΟΙΑ έννοια;) τις γκόμενες με αφιερώσεις Led Zeppelin στα FM;
Επίσης: τι σόι αφιέρωση έκανε ο Τάδε αφού δεν έλεγε σε ποιες κοπέλες αφιερώνατε;
Idom
Δημοσίευση σχολίου