Ο Στηβ Μακ Κουήν και ο Ντάστιν Χόφμαν φυλακισμένοι στον "Πεταλούδα".
Τώρα πια δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τη χρονολογία – πρέπει να ήταν κάποια χρονιά στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ίσως το 1985 ή λίγο μετά. Μαζευόμασταν κάθε μεσημέρι στου Τράκα για φραπέ. Για την ακρίβεια «Τράκα» το λέγαμε όσοι ήμασταν από την πάνω γειτονιά και ως πιτσιρίκια πηγαίναμε στο μαγαζί για λουκουμάδες και σουβλάκι καλαμάκι, την εποχή που ζούσε ακόμα ο συχωρεμένος ο κυρ Χαραλάμπης (ο λεγόμενος και Τράκας) και η γυναίκα του η κυρά Στέλλα που έκανε τους λουκουμάδες. Κάποια στιγμή το μαγαζί πέρασε στα χέρια του γιου του, του Μανώλη (που τον φώναζαν Τραμπαρίφα, από το γνωστό αρχοντορεμπέτικο). Ο Μανώλης δοκίμασε διάφορες καινοτομίες όπως τζουκ-μποξ και μπιλιάρδα, μήπως και αποφύγει τη μοίρα του σουβλατζή, άλλο αν τελικά δεν την απέφυγε. Εκείνη την εποχή το μαγαζί ήταν καφέ-μπαρ και λεγόταν επσήμως «Τα Κωλωνάκια» (με αυτή την ορθογραφία). Ανεπισήμως βέβαια όλοι «Τραμπαρίφα» το έλεγαν, ειδικά οι της κάτω γειτονιάς που δε σύχναζαν εκεί ως πιτσιρίκια για να το θυμούνται αλλιώς. Στο τέλος κι ο ίδιος ο Μανώλης άλλαξε την ταμπέλα (ή ίσως ήταν ο γιος του ο Μπάμπης) και επέστρεψε στη γνώριμη μοίρα του σουβλατζίδικου με μια καινούργια ταμπέλα που έγραφε «Τραμπαρίφας: Η απάντηση στην πείνα».Πάντως την εποχή εκείνη ήταν ακόμα «Τα Κωλωνάκια», ίσως από τα μικρά κολωνάκια που οριοθετούσαν τη μικρή πλατεία στη μέση του πλακόστρωτου που ενώνει την πάνω με την κάτω πλατεία στον Εύδηλο. Και όλοι, είτε από την πάνω είτε από την κάτω μεριά του χωριού, δίναμε ραντεβού μετά τη θάλασσα και το μεσημεριανό φαγητό με τις οικογένειες. Γύρω στις τρεις. Τότε δεν ήταν γνωστό το φαινόμενο του θερμοκηπίου (ούτε το έντονο ξενύχτι των μεταγενέστερων χρόνων) και για μπάνιο πηγαίναμε πρωί. Οι πιο πολλοί πήγαιναν ακόμα σχολείο, βρίσκονταν ακόμα υπό ισχυρή κηδεμονία, και τα ωράρια ήταν αρκετά αυστηρά. Οπότε αυτό που είχαμε να κάνουμε τα μεσημέρια, ήταν να μαζευτούμε όλη η παρέα στου Τραμπαρίφα για φραπέ. Και όχι μόνο – σε αντίθεση με τα καφενεία της κάτω πλατείας που είχαν μόνο τάβλι ως εναλλακτική, η καφετέρια του Μανώλη είχε κάτι παραπάνω. Είχε τηλεόραση με βίντεο.
Σκάγαμε λοιπόν ένας ένας γύρω στις τρεις παρά, και στήναμε τις πλαστικές πολυθρονίτσες στην πλατεία στην κατάλληλη διάταξη: μία απέναντι στην τηλεόραση και άλλη μία ακριβώς συμμετρικά ώστε να απλώνουμε πάνω της τα πόδια. Το γκαρσόνι του μαγαζιού, ο Αντρέας, σκούπιζε αργά και τελετουργικά την πλατεία από τα ξερά φύλλα της μουριάς που έπεφταν. Κοιτούσε ένα ένα τα φύλλα και τα οδηγούσε προσεκτικά προς το φαράσι. Μετά πήγαινε να σκουπίσει άλλο ένα φύλλο αλλά στο μεταξύ ένα ανάλαφρο μελτεμάκι σκόρπιζε τα προηγούμενα μαζεμένα φύλλα, καθιστώντας την προσπάθεια περιττή. Όχι για τον Αντρέα βέβαια, που συνέχιζε να σκουπίζει με τον ίδιο ρυθμό, πράγμα που σήμαινε ότι μπορεί και να τελείωνε κατά τα Χριστούγεννα. Όμως τότε ήταν ακόμα Αύγουστος, κι ο Αντρέας είχε να αντιμετωπίσει και τη μεσημεριανή πελατεία που ήταν όλο απαιτήσεις.
- Αντρέα, καφέ.
- Τι καφέ; ρωτούσε ο Αντρέας με τον ίδιο αργό και τελετουργικό τρόπο, χωρίς να διακόψει ούτε στιγμή το σκούπισμα.
- Τι έχει;
- Φραπέ.
- Άλλο τίποτα;
- Μπααα, μόνο φραπέ έχει.
- Ε, φέρε φραπέ.
- Είντα φραπέ θέλετε;
- Γλυκό – Σκέτο – Μέτριο – Μέτριο με γάλα – Γλυκό με γάλα (κλπ.)
Η παραγγελία δεν είχε σημασία βέβαια – ο Αντρέας ό,τι και να του έλεγες κοιτούσε στοχαστικά τη σκούπα και το φαράσι κι ύστερα πήγαινε αργά και νωχελικά στο μαγαζί και μετά από πολλή πολλή ώρα εμφανιζόταν με ένα δίσκο καφέδες που ήταν όλοι μέτριοι χωρίς γάλα. Με τον καιρό είχε μάθει να φέρνει κι ένα ανοιγμένο κουτί εβαπορέ μαζί, κι ο καθένας έβαζε γάλα κατά τα γούστα του. Ύστερα πήγαινε να ξαναπιάσει τη σκούπα (αργά βέβαια) και τότε κάποιος πεταγόταν από την παρέα και έλεγε:
- Δε βάζεις να δούμε κάνα βίντεο;
- Άμα θέτε... μουρμούραγε ο Αντρέας κοιτώντας τα πεσμένα φύλλα.
- Τι ταινίες έχει;
- Έχουμε πολλές και καλές ταινίες.
- Ποιες;
Τότε ο Αντρέας έλεγε το ποίημα που είχε μάθει απέξω με τον καιρό (κάθε μεσημέρι, όλο το καλοκαίρι).
- Λοιπόν, έχουμε τον Πεταλούδα, το Ένα τρύπιο δολλάριο, το Ένας αλλά λύκος, το Εκτελεστής χωρίς οίκτο και...
Στο σημείο εκείνο κοντοστεκόταν λίγο.
- ...και το Κίτρινος πράχτωρ εναντίον της Μαφίας.
Διαλέγαμε λοιπόν μία ταινία, τη βλέπαμε ενώ πίναμε τελετουργικά το φραπέ όσο κρατούσε το βίντεο, χαβαλεδιάζαμε λίγο μετά την ταινία και το διαλάγαμε το απόγευμα για να ξαναμαζευτούμε το βράδι (με μακρύ παντελόνι τώρα) στα καφενεία της κάτω πλατείας για τάβλι. Την άλλη μέρα, μετά το μπάνιο να 'μαστε πάλι, οι ίδιοι και ίδιοι μπροστά στη σκούπα και το φαράσι του Αντρέα.
- Τι ταινίες έχει;
- Α, έχουμε πολλές και καλές ταινίες.
- Ποιες;
- Το Ένα τρύπιο δολάριο, το Ένας αλλά Λύκος, το Εκτελεστής χωρίς οίκτο, το Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας, και μια ολοκαίνουργια.
- Ολοκαίνουργια; Ποια;
- Τον Πεταλούδα.
Όσο προχωρούσε το καλοκαίρι εντρυφούσαμε σε βάθος στην κινηματογραφική τέχνη. Δεδομένου ότι η επανάληψη είναι μήτηρ της μαθήσεως, μερικοί έριχναν τις ατάκες πριν επισυμβεί η αντίστοιχη δράση επί της οθόνης, και άλλοτε πάλι αυτοσχεδιάζαμε διάφορα τμήματα των ταινιών. Άλλος έκανε τον Τσακ Νόρις, άλλος τον Τσαρλς Μπρόνσον, άλλος το Μπρους Λη – καμμιά φορά ανασυνθέταμε τη δράση από κάμποσες ταινίες ταυτόχρονα. Αλλά κάποια στιγμή προς το τέλος του Αυγούστου η παρέα άρχισε να αραιώνει - οι φραπέδες που έφερνε μηχανικά ο Αντρέας ήταν πλέον περισσότεροι από τους πελάτες. Και τα φύλλα συσσωρεύονταν πια σε μεγάλους σωρούς στην πλατεία.
Την επόμενη χρονιά το μαγαζί ήταν πάλι σουβλατζίδικο, οπότε τέρμα οι μεσημεριανοί φραπέδες διότι ο Μανώλης αξιοποιούσε τα μεσημέρια για να περνάει κομμάτια χοιρινό στα καλαμάκια. Ο Αντρέας είχε πάει φαντάρος, κι εμείς πιο μεγάλοι πια και πιο ξενύχτηδες, μέναμε πιο αργά στη θάλασσα και αρχίζαμε να πίνουμε το φραπέ μας σε κάτι παραλιακές καντίνες. Η ζωή όλων άλλαξε με το τέλος του σχολείου, και αντίστοιχα άλλαζαν και οι διακοπές – άρχισε να παίρνει ο καθένας το δρόμο του.
Πολλά πολλά χρόνια μετά, φέτος το καλοκαίρι, θυμήθηκα σε κάποια παρέα εκείνο το καλοκαίρι του βίντεο. Κάποιος τότε είπε μια ιστορία για έναν από τους φραπεδόβιους του επίμαχου καλοκαιριού, ότι δήθεν φτάνοντας στην Αθήνα μπήκε σε ένα βίντεο κλαμπ και αγόρασε μια κασέτα του Πεταλούδα. Ύστερα βγήκε έξω, έβαλε φωτιά στην κασέτα στο πεζοδρόμιο και άρχισε να χοροπηδάει φωνάζοντας «κανείς δεν θα ξαναδεί τον Πεταλούδα! Όχι άλλο Πεταλούδα!» - και μετά γύρισε σπίτι του ανακουφισμένος.
Αλλά νομίζω ότι μάλλον είναι αστικός μύθος.
Μπρους Λη εναντίον Τσακ Νόρις με φόντο το Κολοσσαίο στο "Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας"
Σ.Σ. Στην πραγματικότητα οι βιντεοταινίες ήταν λίγο περισσότερες από αυτές που αναφέρω πιο πάνω. Εκτός από τον Πεταλούδα με το Στηβ Μακ Κουήν και το ιταλικό σπαγγέτι γουέστερν Ένα τρύπιο δολλάριο και φυσικά το "Way of the dragon" του Μπρους Λη που είχε κακότεχνα μεταφραστεί από τον Έλληνα διανομέα ως "Κίτρινος Πράκτωρ εναντίον της Μαφίας", το μενού περιελάμβανε ακόμα την πρώτη ταινία της σειράς Ράμπο (Το πρώτο αίμα) με το Συλβέστερ Σταλόνε, τη δεύτερη της σειράς Death Wish "Εκτελεστής χωρίς οίκτο" με τον μουστακαλή Τσαρλς Μπρόνσον, λίγο ακόμα Τσακ Νόρις με μούσι στο "Ένας αλλά λύκος" καθώς και κάτι νεανικές σεξοκωμωδίες της εποχής και ίσως κάτι ακόμα που ο τίτλος μου διαφεύγει.
Η αλήθεια είναι ότι το καλλιτεχνικό επίπεδο δεν ήταν και πολύ υψηλό, και δεδομένου ότι εγώ είχα αρχίσει ήδη να συχνάζω σε κάτι "κουλτουριάρικα" σινεμά και να παρακολουθώ Φράνσις Φορντ Κόππολα - Ράινερ Βέρντερ Φασμπίντερ - και ξερό ψωμί, είναι μάλλον κατανοητό γιατί θεωρώ ότι η ανάφλεξη του Πεταλούδα (της μόνης ταινίας με κάποια σοβαρή ποιότητα στη συλλογή) είναι αστικός μύθος. Θα μου πήγαινε καλύτερα αν ο φραπεδόβιος της ιστορίας έκαιγε τον Κίτρινο Πράκτορα, ενθυμούμενος μάλιστα την (καλτ) σκηνή όπου ο Μπρους Λη τσακίζει χέρι και πόδι του Τσακ Νόρις με ένα και μόνο χτύπημα καράτε.
Αλλά οι "καλλιτεχνικές" μας ευαισθησίες αμβλύνονται συν τω χρόνω και εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι μια παρέα εφήβων της δεκαετίας του '80 μάλλον φυσιολογικά θα έβλεπε Ράμπο (ου μην αλλά και Στάθη Ψάλτη) παρά Ταρκόφσκι και Γκοντάρ - ακόμα και ο Πεταλούδας ίσως ήταν λίγο πιο "ψαγμένος". Πολλούς από την παρέα (σαραντάρηδες με παιδιά τώρα) τους βλέπω ακόμα τα καλοκαίρια. Τώρα πίνουν εσπρέσσο φρέντο οι περισσότεροι - εγώ είμαι από τους λίγους που προτιμούν ακόμα φραπέ.
Για την ιστορία, το μαγαζί το έχει πάρει ο Μπάμπης, ο γιος του Μανώλη. Δε θυμάμαι πως λέγεται επισήμως φέτος, αλλά είναι μισό καφέ-μπαρ και μισό σουβλατζήδικο. Δεν παίζει βίντεο, παίζει Nova σε μια μεγάλη επίπεδη οθόνη.
Ο Αντρέας είναι παπάς σε ένα χωριό στην Ικαρία.
4 σχόλια:
Μπρε, ένα χρόνο έβλεπες Μπρους Λη και τίποτε δεν έμαθες. Το κτύπημα τού Μπ.Λ. δεν ήταν "καράτε", ήταν "κουνγκ φου". Ο Μπ.Λ. λόγω τής Κινεζικότητάς του, θεωρούσε το ιαπωνικό καράτε υποδεέστερο.
Θα επανέλθω :-)
Idom
Δείτε για επανάληψη (μήτηρ μαθήσεως που έλεγε κάποτα και ο Σουφλιάς) το
http://www.zonews.gr/Index.php?showbody=1&articleid=3631
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείτε κ. Idom, εμείς τότε ξέραμε ότι στα "λαϊκά" σινεμά (μετέπειτα τσοντάδικα) υπήρξε περίοδος "2 έργα: καράτε-σεξ". Για "κουνγκ φου - σεξ" δεν άκουσα ποτέ τίποτα. Χώρια που επί χρόνια το χτύπημα λεγόταν "καρατιά", τίποτα άλλο.
Αν και ο Νάσος δε νομίζω να σύχναζε για βίντεο την εποχή που περιγράφω (παρότι γείτονας των Κωλωνακίων), βλέπω ότι έχει εμπεδώσει εις βάθος τις επιδόσεις του Τσακ Νόρις. Μάλλον θα φταίει η ενασχόληση με την αθλητική δημοσιογραφία...
Ομολογώ ότι σύχναζα στα βίντεο, τα έβλεπα, εμπέδωσα τη φιλοσοφία τους και μου έμειναν κουσούρια (δεν χάνω ταινία του Στήβεν Σήγκαλ).
Δημοσίευση σχολίου