Το σκάφος πήγαινε ορθόπλωρα, με αναμμένη μηχανή και τη μαΐστρα τραβηγμένη μέσα. Ο Σαρανταεφτά είχε βάλει τον αυτόματο και καθόταν στο chart table για να κάνει ναυτιλία κοιτάζοντας τους χάρτες και το GPS. Οι κοπέλες ήταν στις καμπίνες τους, ταλαιπωρημένες από την ολονύχτια τρικυμία, ο Ίμερος είχε αράξει στην πρύμη, ο Keel Bill αριστερά και ο Νέτος είχε μείνει ακίνητος, ξαπλωμένος για ώρες στο δεξί πάγκο του κόκπιτ, τυλιγμένος με μια θεόχοντρη νιτσεράδα. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια, ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του και δήλωσε με πολύ σοβαρή φωνή:
- Από αυτή τη στιγμή, αναλαμβάνω τη διακυβέρνηση του σκάφους.
Η θάλασσα των Σαργασσών είναι η μόνη θάλασσα που δεν έχει ακτές γύρω της. Στη μέση του Ατλαντικού, καθώς το Γκολφ Στριμ κατεβαίνει προς την Καραϊβική, άλλα ρεύματα ανεβαίνουν από τον Ισημερινό δημιουργώντας μια αργή περιδίνηση ρευμάτων γύρω από ένα κεντρικό «μάτι» που φυσάει σπάνια. Στα ήρεμα νερά που ζώνονται από τα θαλάσσια ρεύματα, αφθονεί ένα είδος φυκιού που λέγεται Sargassum, και μεγάλες συστάδες φυκιών του είδους αυτού επιπλέουν στα νερά που μοιάζουν με θαλάσσιο λιβάδι. Μεγάλες φουσκάλες αέρα από την αναπνοή των φυκιών ανεβαίνουν στην επιφάνεια, δίνοντας της εντύπωση μιας θάλασσας που κοχλάζει.
Αλλά ο κάπτεν Νέτος τα κοιτούσε αδιάφορα – είχε δει θάλασσες που κόχλαζαν στ’ αλήθεια, και που ήταν βαμμένες κόκκινες όχι από φύκια αλλά από το αίμα. Τα μάτια του είχαν δει πράγματα που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Κοίταξε το τσούρμο του: οι πιο πολλοί ήταν ναυτικοί ψημένοι στις εφτά θάλασσες και τα σαράντα κύματα, αλλά παρόλα αυτά τον κοιτούσαν με φόβο καθώς περιέφερε το βλέμμα του πάνω τους και πάνω στο γέρικο σκαρί που τους κουβάλαγε.
- Μα τους χίλιους καρχαρίες! ούρλιαξε ο κάπτεν Νέτος. Όλοι στα πόστα τους!
Σοκ και δέος κατέλαβε τους ναύτες, που άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες, άλλος στις γάμπιες, άλλος στις μετζάνες, άλλος στους φλόκους κι άλλος στους παπαφίγγους. Μόνο ο χοντρός λοστρόμος έμεινε στη θέση του, πάνω στο κασσάρο, δίπλα στο μεσιανό κατάρτι. Ήταν πιστός σύντροφος, από την πρώτη μέρα στη θάλασσα, αλλά πού και πού του άρεσε να κάνει τον έξυπνο στα ναυτόπουλα και ο κάπτεν-Νέτος δεν τα σήκωνε αυτά.
- Καπετάνιο... είπε ο λοστρόμος.
- Τι θες; γρύλισε ο κάπτεν Νέτος απότομα.
- Ρε μαλάκα Νέτο, δε βγάζεις τη νιτσεράδα; Θερμοπληξία θα πάθεις, αγόρι μου, μουρμούρισε ο Keel Bill και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Ο Νέτος έβγαλε το πάνω της νιτσεράδας, και μετά το κάτω. Έβγαλε επίσης τα παπούτσια και τις κάλτσες, το πουκάμισο και το παντελόνι, το οποίο άλλαξε με μια βερμουδίτσα. Τώρα με το κοντομάνικο ήταν πολύ πιο κοντά στις θερμοκρασιακές απαιτήσεις της μέρας. Ο ήλιος άρχιζε να ψηλώνει, και μια ανάλαφρη ριπή αέρα θύμιζε ότι μπορεί και να ήταν Ιούλιος και να είχαμε μελτέμια. Η μαΐστρα τεντώθηκε ελαφρά.
Μια ανάλαφρη ριπή αέρα τάραξε τα φύκια στην επιφάνεια των νερών. Είχαν ένα καφετί χρώμα – λίγο πιο κάτω όμως άρχιζε το πιο βαθύ μπλε που είχε δει ο κάπτεν-Νέτος στην πολυταξιδεμένη ζωή του. Μια δεύτερη ριπή, λίγο πιο δυνατή ακολούθησε. Ο κάπτεν-Νέτος έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης – ήξερε πως αν η άπνοια συνεχιζόταν, τα πράγματα θα σκούραιναν. Έπρεπε να ξεκολλήσουν από αυτό το ακύμαντο λιβάδι πριν τους θερίσει η δίψα και το σκορβούτο. Δεν είχε σημασία πού θα πήγαιναν – κατά τα Κανάρια νησιά και τη Τζιμπεράλντα ή κατά τις Αντίλλες και την Καραβαϊκή.
- Καραϊβική, διόρθωσε ο λοστρόμος.
- Σκασμός. Στο πόστο σου, τον έκοψε ο κάπτεν-Νέτος, κι ο λοστρόμος βάλθηκε έντρομος να ντουκιάζει τους κάβους.
Μια τρίτη ριπή, ακόμα πιο δυνατή, φούσκωσε στιγμιαία τους κόντρα-φλόκους. Το σκαρί έτριξε, το σκάφος τραμπαλίστηκε ανάλαφρα κι έκανε μια μικρή κίνηση προς τα εμπρός.
- Όρτσα α λα μπάντα, πρόσταξε ο κάπτεν-Νέτος. Εμπρός γενναίοι μου!
Το πλήρωμα άρχισε να τρέχει αλαφιασμένο δεξιά κι αριστερά. Ο κάπτεν-Νέτος έπιασε το τιμόνι και το έστριψε απότομα. Το σκάφος γύρισε αργά προς τον άνεμο, για μια στιγμή τα πανιά κρέμασαν τελείως – μια στιγμή που έμοιαζε αιώνας. Ο κάπτεν-Νέτος ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη:
- Σταβέντο! Όλοι σταβέντο!
- Σταβέντο, παλληκάρια, όποιος θέλει να κάνει εμετό, να κατουρήσει, να φτύσει, σταβέντο. Προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος, μην έχουμε ατυχήματα, διευκρίνισε ο Σαρανταεφτά πιάνοντας πάλι το τιμόνι.
- Μην κάνεις έτσι, δε θα σου λερώσουμε το σκαφος. Δεν είμαστε και χτεσινοί, του απαντησε κάποιος.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με αμφιβολία. Ο άερας δυνάμωσε κι άλλο – άνοιξαν τη τζένοα και έσβησαν τη μηχανή. Έπεσε ησυχία ξαφνικά - ακουγόταν μόνο ο ήχος του νερού καθώς γλυστρούσε γύρω από το σκάφος.
Ακουγόταν μόνο ο ήχος του νερού καθώς γλυστρούσε γύρω από το σκάφος. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Το σκάφος έστριψε αργά καθώς γυρνούσε το άλλο πλευρό στον αδύναμο άνεμο – μια ακόμα ριπή ήρθε και φούσκωσε τα τριγωνικά πανιά. Το σκάφος κινήθηκε ανάλαφρα αλλά αποφασιστικά προς τα μπρος. Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Η πλώρη έσχιζε στα δύο το κόκκινο στρώμα των φυκιών και στην πρύμη φαινόταν πια η γαλάζια επιφάνεια του Ατλαντικού. Οι ναύτες άρχισαν να τραγουδάνε το τραγούδι του καπετάνιου:
Όλοι καλάρουνε μα δε βγάζουν ψάρια
Καλάρει ο Νέτος και βγάζει καλαμάρια
Καπετάν Μανώλη Νέτο, χαίρομαι όταν σε βλέπω
- Δε σε βλέπω καλά εκεί, γκρίνιαξε ο Σαρανταεφτά.
- Γιατί, τι τρέχει; ρώτησε ο Νέτος
- Δε γίνεται να τριμάρουμε έτσι, έχεις ξαπλώσει πάνω στο βιντσιρέλλο.
- Και πού να πάω;
- Έλα εδώ και κράτα λίγο τιμόνι μέχρι να φτιάξω τα πανιά. Κράτα πορεία.
Άλλαξαν θέσεις. Ο σκίπερ γύριζε τη μανέλα μαζεύοντας λίγο πιο μέσα τη τζένοα. Ο Νέτος κοίταξε την ψευδοπυξίδα του GPS – έδειχνε 0 μοίρες. Εντελώς βόρεια. Η Βιντσιρέλλα ξεμύτισε από τις καμπίνες και το ωραίο κεφάλι της φάνηκε στη φάλκα. Κοίταξε το Νέτο στο τιμόνι λίγο παραξενεμένη.
- Εσύ τιμονεύεις τόση ώρα;
- Εγώ βέβαια, ποιός άλλος;
- Α, αναρωτιώμουνα ποιος ήταν, γιατί πήγαινε πολύ γλυκά και δεν καταλαβαίναμε καθόλου το κύμα, κοιμόμασταν, είπε η κοπέλα και ξαναμπήκε μέσα.
Ο Νέτος χαμογέλασε πλατιά. Ο σκίπερ του έριξε ένα βλέμμα απογοήτευσης υπό γωνία. Σχεδόν μελαγχολικό.
(Συνεχίζεται...)
Σ.Σ. Ο Νέτος και ο κάπτεν-Νέτος δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, όπως κανένα αρχετυπικό σύμβολο δεν είναι το ίδιο με καθένα από τα επιμέρους πρόσωπα που συνέβαλαν στη δημιουργία του. Σε αντίθεση πάντως με τον κάπτεν-Νέτο, ο Νέτος (σκέτος) έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ - γι' αυτό του αφιερώνω την ιστοριούλα αυτή και τις άλλες που θα ακολουθήσουν (στον Ειρηνικό, στη Μεσόγειο, στη Γη του Πυρός ή όπου αλλού τύχει), έχοντας την πεποίθηση ότι δεν θα παρεξηγηθεί καθόλου και θα τις βρει και του γούστου του.
Άλλωστε τα ταξίδια της φαντασίας είναι πιο συναρπαστικά από τις βόλτες με ιστιοπλοϊκό σκάφος - και κρατάνε και κάπως παραπάνω.
Καλά ταξίδια, λοιπόν, Μάνο...
3 σχόλια:
τι ωραίο για πρωινό αναγνωσμα.
Εγώ δεν καταλαβαίνω, αφού τα καταφέρνετε τόσο καλά με τις φαντασιώσεις, τι δίνετε ένα σκασμό λεφτά για να φαντασιώνεστε πάνω σε παπόρι;
Μπορείτε μία χαρά στη βεράντα τού σπιτιού σας. Αρκεί λίγη ζέστη και μία νιτσεράδα!
:-)
Idom
Η θάλασσα, φίλτατε. Την περνάς και λύνονται τα μάγια, λένε. (Δεν λύνονται, αλλά είναι ωραία...)
Δημοσίευση σχολίου