Η Χριστίνα μας περίμενε λικνιζόμενη ανάλαφρα στα νερά της μαρίνας. Φέραμε μακρόνια και σάλτσες, φέραμε μπύρες και χυμούς, νερά παγωμένα και νερά ξεπάγωτα, φρούτα και λαχανικά, καφέδες και γάλατα, μπισκότα αλμυρά και γλυκά, ποτά, σόδες και ένα ματσάκι δυόσμο για Μοχίτο, μιά κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, μπουφάν και νιτσεράδες και μαγιώ και πετσέτες και αντηλιακά. Φέραμε επίσης μια αρκετά μούρτζουφλη διάθεση (ο καθένας τη δικιά του, για τους δικούς του λόγους) που άργησε κάπως να διαλυθεί στα νερά του Αιγαίου καθώς η αναχώρηση αναβαλλόταν για όλο και αργότερα με διάφορα προσχήματα.
Ο σκίπερ μας, γνωστός με τον κωδικό αριθμό 47, ξεφούρνιζε κάτι μπαρόκ επιχειρήματα κωλυσιεργίας, δήθεν για τον καιρό. Οι πελάτες άρχισαν να γκρινιάζουν - αρχικά η Μαρίστρα και ο Νέτος, μετά η Βιντσιρέλλα και η Κάντυ, στο τέλος εγώ, ακόμα κι ο μειλίχιος συνήθως Ίμερος. Είπα εμπιστευτικά στον Σαρανταεφτά ότι ο πατέρας μου που ήταν ναυτικός (αληθές) κι έχει φάει τη θάλασσα με κουτάλι (αληθέστερον) μου είχε πει κάποτε (ψευδές) ότι αν έχεις να διαλέξεις ένα από τα τρία κακά (πυρ, γυνή και θάλασσα) καλύτερα να τα βάλεις με τη θάλασσα παρά με τις γυναίκες. Δεν ξέρω αν τον έπεισα με αυτό το επιχείρημα, πάντως φύγαμε τελικά με τη δύση του ήλιου. Προσπεράσαμε αργά τη Δία πηγαίνοντας κόντρα στο κύμα, κατά βάση με τη μηχανή.
Εκείνη την Παρασκευή η διαύγεια ήταν εκπληκτική, καθώς βλέπαμε την Κρήτη πίσω μας για ώρες, ακόμα και όταν είχε φανεί ο φάρος στα Χριστιανά και κάπου στο βάθος ξεχώριζαν τα φώτα της Σαντορίνης. Μπήκαμε στην Καλδέρα με το ξημέρωμα. Περάσαμε ανάμεσα στη Θηρασιά και την Καμένη, έχοντας πίσω μας την Ξανθίππη που αν και έφυγε δυο-τρεις ώρες μετά από μας πρόλαβε και μας έφτασε. Εκείνοι έστριψαν προς τη Σαντορίνη για να πάρουν κάποιους άλλους, αφήνοντάς μας να προχωρήσουμε προς την Ίο και να την προσπεράσουμε με κατεύθυνση την Ηρακλειά. Δέσαμε περασμένες τρεις, αράξαμε κατάκοποι στην παραλία δίπλα στο λιμάνι. Μερικοί είχαν ταλαιπωρηθεί πολύ στη διάρκεια της νύχτας, αδειάζοντας στη θάλασσα κάμποσα μεταχειρισμένα σάντουιτς McMamas και κολοκυθόπιτα και κέικ σοκολάτα. Κάποιοι άλλοι (εγώ) γκρίνιαζαν διαρκώς μέχρι που μια επίσκεψη στην τουαλέτα της παρακείμενης καφετέριας περιόρισε δραστικά τον εκνευρισμό εξαλείφοντας τις αιτίες του. Ηρεμούσαμε, συνηθίζαμε τη ζωή στο σκάφος. Απλά πράγματα.
Μμμ, όχι εντελώς απλά. Η Μαρίστρα και ο Νέτος είχαν κόψει το κάπνισμα την 1η Ιουλίου. Η Μαρίστρα έτρωγε τα νύχια της, σταύρωνε και ξεσταύρωνε τα πόδια της, μασούλαγε μπισκότα και τσίχλες, αλλά αντιστεκόταν. Ο Νέτος πάλι δεν θυσίασε την ολύμπια ψυχραιμία του και μάλλον το ξανάρχισε στις 2 του μηνός, αλλά προφανώς ξέχασε να ενημερώσει τη φίλη μας, η οποία επί του θέματος τον κηδεμόνευε μέχρις εσχάτων:
- Μην τυχόν και σε δω να καπνίζεις!
- Όχι βέβαια, έλεγε εκείνος, κι έκρυβε τα τσιγάρα σε τσέπες άλλων.
- Ρε άσε ήσυχο τον άνθρωπο, επεμβαίναμε οι πέριξ, αν και άκαπνοι.
- Μα αφού λέει ότι το έχει κόψει. Το έχεις ή δεν το έχεις κόψει;
Ο Νέτος υπό κανονικές συνθήκες θα έλεγε ότι το έχει κόψει, αλλά έχοντας χάσει τη μάχη με τη θάλασσα ολονυχτίως αποφάσισε να παλέψει τελικά με τη γυνή και παραδέχτηκε ότι κάπνιζε πότε πότε. Η Μαρίστρα παρόλα αυτά επέμεινε ότι το έχει κόψει τελεσίδικα, άρα απαγορεύεται η προμήθεια, κατοχή και χρήση τσιγάρων και λοιπών προϊόντων καπνού - τέλος. Της βάλαμε χέρι οι απέξω.
- Αυτό που λες, της κάνω, συνιστά άρνηση αντικειμενικής πραγματικότητας.
- Τι συνιστά, λέει;
- Άρνηση αντικειμενικής πραγματικότητας.
Ο Νέτος το έπιασε στον αέρα και είπε "με αρχικά ΑΑΠ". Και συνέχισε τραγουδιστά:
- ΑΑΠη μου, ΑΑΠη μου, εγώ μοναχά σ' ΑΑΠώ.
Κι έτσι, σε μια αγχολυτική καφετέρια-εστιατόριο της Ηρακλειάς, η ομάδα βρήκε το στίγμα της και - κυρίως - το όνομά της. Όλες οι ομάδες μας είχαν ένα όνομα, και η Συντρίμ Τημ, και οι Χύμα στο Κύμα, ακόμα και η περσινή ομάδα ταξιδιού "Λοστρόμος" (ή καλύτερα "Los Tromos"). Εμείς θα είμασταν οι "ΑΑΠη μου", τίγκα στην άρνηση αντικειμενικής πραγματικότητας και στα τραγούδια με έρωτες και λουλούδια όπως το "ΑΑΠη μου, ΑΑΠη μου, η νύχτα θα μας πάρει", "ΑΑΠη μου, λατρεία μου, κουβέντα κι ιστορία μου", "ΑΑΠημένη μου μην κλαις, πάμε μαζί ψηλά αν θες", χώρια κάτι άλλα όπως το "ΑΑΠίνες λάγνες ερωτιάρες" και εκείνο το θαλασσινό του Καββαδία με τον τύπο που αγοράζει ένα μαχαίρι "όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι ΑΑΠάδες".
Ξαναβρήκαμε την Ξανθίππη στην Ηρακλειά, αλλά την άλλη μέρα πήγαμε στις Τρεις Κλεισιές στην Ίο και δεν μας ακολούθησαν καθώς τράβηξαν για Κουφονήσια. Είχε σηκώσει κύμα με δυνατό αέρα. Δέσαμε προφυλαγμένοι σε κάτι ρεμέτζα και μαγειρέψαμε μακαρόνια με τόνο και κόκκινη σάλτσα α λα Βιντσιρέλλα και σαλάτα Κάντυς. Ήπιαμε κρασί από τη Γαρίπα, ρακή της Χριστίνας και Σουρωτή του Keel Bill (ό,τι μπορεί φέρνει ο καθένας). Τραγουδήσαμε τραγούδια της ΑΑΠης, αλλά κοιμηθήκαμε νωρίς γιατί θα σαλπάραμε χαράματα - έμεινα λίγο έξω στην αφέγγαρη νύχτα, χαζεύοντας τα χιλιάδες αστέρια που φαινόντουσαν στον έρημο, σκοτεινό κόλπο.
Μας περίμενε ένα μακρύ ταξίδι, που το κάναμε σχεδόν όλο δευτερόπρυμα με πανιά, και το απάλυναν τα τραγούδια του Ίμερου και του Σαρανταεφτά και οι περιπέτειες του κάπτεν-Νέτου στη θάλασσα των Σαργασσών (για τις οποίες θα αναφερθώ εκτενέστερα σε άλλη ανάρτηση). Μετονομάσαμε κάμποσα μέλη του πληρώματος για την περίσταση: η Βιντσιρέλλα που έκανε την πρωινή της γιόγκα μετετράπη σε Μεγάλη Γκουρούνα (και δεν της άρεσε καθόλου), ο Νέτος που φορούσε ένα σκουφοειδές στραβοδεμένο μπαντάνα έγινε Σκάκης (από το Καραϊσκάκης) και ο Keel Bill (δηλαδή εγώ) που συνέθλιψε σε διαφορετικά περιστατικά ένα κουτάκι κράκερ, ένα μπισκότα σοκολάτας και ένα πακέτο δημητριακά μετατρέποντάς τα σε ρινίσματα ονομάστηκε Βασιλιάς της Σκόνης. Όμως όσο πλησιάζαμε στο Ηράκλειο, επανερχόταν σιγά σιγά η μουρτζούφλα (ο καθένας είχε τη δικιά του, είπαμε), και όταν δέσαμε κατά τις εφτά κάποιοι ίσα που κρατιόντουσαν.
Μαζέψαμε και πετάξαμε ένα σωρό σκουπίδια, αμεταχείριστα χτεσινά σάντουιτς, άγευστα μήλα, παρακμιακές πλέον ντομάτες και ατζούρια, ένα-δυο κιλά μελιτζανοσαλάτα και τον αχρείαστο τελικά δυόσμο. Αφήσαμε στη Χριστίνα νερά, χυμούς, μπύρες, ποτά και αναψυκτικά, κλειστά μπισκότα, κονσέρβες τόνου και ζυμαρικά αρκετά για δυο-τρία ταξίδια ακόμα. Μαζέψαμε και τακτοποιήσαμε, τσακωθήκαμε με κάτι Ιταλούς που είχαν πιάσει τη θέση μας στη μαρίνα, πλύναμε τα πιάτα, την τουαλέτα και το σκάφος. Στο τέλος έμεινα μόνο εγώ με το σκίπερ και με τον κύκνο της μαρίνας που ακούσει στο όνομα Παντελής και ήθελε τη δόση του από γλυκό νερό, όπως συνήθως. Την έδωσα, τι να έκανα... Στο μεταξύ σκεφτόμουν ότι το πρώτο μου πολυήμερο ιστιοπλοϊκό ταξίδι (ίσως και το τελευταίο στο Ηράκλειο) είχε τελειώσει, και μαζί του εξέλιπε και ο τελευταίος λόγος παραμονής στην Κρήτη, για την ώρα.
Ο Παντελής ενώ δροσίζεται (η φωτογραφία είναι της Μανταλένας)
Την άλλη μέρα ανταλλάξαμε μηνύματα με τη Μαρίστρα ("ΑΑΠη μου, μην τρως τα νύχια σου" και "Χωρίς την ΑΑΠη σου θα ήμουνα μόνος" και άλλα παρόμοια). Σερνόμουνα μέχρι την πρώην δουλειά μου τακτοποιώντας διάφορες χρονίζουσες εκκρεμότητες μέχρι που μου την έδωσε χτες το πρωί και πήρα εισιτήρια για το πλοίο του Σαββάτου από Ηράκλειο για Πειραιά και της Τρίτης από Πειραιά για Ικαρία. Οι ΑΑΠες μου μαζεύτηκαν χτες βράδι να με αποχαιρετήσουν, ήρθε και η Μανταλένα και ο Λάζαρος που είχα να τους δω καιρό. Τους είπα ότι φεύγω μάλλον οριστικά - δεν με πίστεψε κανείς τους. Φάγαμε σκίπερ με τα κρεμμυδάκια (εγώ περιορίστικα στα κρεμμυδάκια) και διαλυθήκαμε ησύχως περασμένες δύο. Τριγύρισα λίγο στα στενά, χώθηκα σε ένα δυο μπαράκια αλλά δεν βρήκα κανένα γνωστό. Σκέφτηκα ότι οι πιο πολλοί γνωστοί μου ίσως είναι διακοπές, και μάλλον έχει έρθει κι εμένα η ώρα μου πια.Ε, καιρός της ήτανε.