ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/7/17

Πώς ζάλλει το λίλιρο;

Φωτογραφία: Μενέλαος Μανώλης

Τις προάλλες που είχε καύσωνα εμφανίστηκε άξαφνα μια κοπελίτσα από το γραφείο σε κακό χάλι· ζαλάδες, τάση για εμετό, πονοκέφαλος. Είχε περπατήσει κάμποσο για να φτάσει μέσα στη ζέστη. Της δώσαμε ντεπόν και νερό, τη βάλαμε στο δροσερότερο κλιματιστικό, κι όταν συνήλθε κάπως, της έβαλα λίγο πάγο επιπλέον· ψυχολογικό κυρίως.

- Κι εσύ βρε κοπέλα μου τι ήθελες να ‘ρθεις ποδαράτο μες στο λίλιρο;

Η κοπέλα με κοίταξε εμβρόντητη. Είχε τον πόνο της, είχε και τον προϊστάμενο να μιλάει κινέζικα. Ή μάλλον καριώτικα, λιγάκι.

- Μες το ποιο;
- Το λίλιρο. Το λιοπύρι, πώς το λένε.
- Πρώτη φορά το ακούω.


Η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες συμπεριφέρομαι σα να είναι όλοι Καριώτες ή τέλος πάντων «της ικαριακής παιδείας μετέχοντες» γύρω μου, πράγμα που κατά κανόνα δεν συμβαίνει, οπότε καταλήγω να με κοιτάνε παράξενα. Η συγκεκριμένη κοπελίτσα είναι Χιώτισσα. Γειτονιά μεν, αλλά άλλο πράγμα.

- Δε λέτε εσείς λίλιρο, ε;
- Όχι. Πώς γράφεται;


Ετοιμάστηκα να πω «όλα γιώτα» αλλά μετά αναρωτήθηκα «γιατί όλα γιώτα;», σάμπως το έχω δει και γραμμένο πουθενά; Μουρμούρισα ένα «δεν είμαι βέβαιος» και πήγα την κοπελίτσα σπίτι της με φουλ κλιματισμό. Μετά άρχισα την ιντερνετική έρευνα: γκουγκλάροντας βρήκα μερικά λίλιρα, ικαριακά όλα (ένα σαν ποίημα της Δώρας, ένα του Κωσταντίνου, ένα φρέσκο του Μενέλαου, άλλο ένα από το μπλογκ της Δέσποινας· όλα δικά μας παιδιά). Βρήκα και ένα λίλυρο με «υ» αλλά δε θα με εξέπληττε και κανένα λίληρο ή λήλυρο αν έβρισκα (αλλά δεν βρήκα).

Σκέφτηκα να ρωτήσω κάνα φιλόλογο online, κατά προτίμηση ικαριακής καταγωγής για να καταλαβαινόμαστε. Βρήκα τη Μαρίνα στο chat. Δεν ήξερε να με διαφωτίσει, διαισθητικά έτεινε επίσης προς το όλα γιώτα, αλλά υπέθετε ότι η λέξη δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια. Δηλαδή δεν ξέρουμε από πού προέρχεται (αρχαία; ξένη;) ώστε να αναζητήσουμε την αντίστοιχη ορθογραφία. Με τα πολλά αφήσαμε το λίλιρο κι αρχίσαμε να λέμε (δηλαδή να γράφουμε) τα νέα μας. Με ρώτησε πότε θα κατέβω Ικαρία κι αν θα πάω αλλού πιο πριν.

- Μπα, εδώ θα ζάλλω, της έγραψα.
- Γιατί το γράφεις με δυο λάμδα το ζάλω;
- Με δύο δε γράφεται;
- Με ένα. Σαν το ζάλο που λέτε εσείς στην Κρήτη. Αργό το ζάλο μου, βαρύ...


Αφού της εξήγησα κάπως εμφατικά ότι δεν «λέμε εμείς» στην Κρήτη ακόμα κι αν μας αρέσουν οι Χαΐνηδες, αλλά λένε (οι εντόπιοι), επέμεινα ότι το καθ’ ημάς (δηλ. καριώτικα) ρήμα ζάλλω γράφεται με δύο λάμδα επειδή προφέρεται με δύο λάμδα. Οι παλιοί καριώτες όταν μιλούσαν ακούγονταν τα διπλά σύμφωνα. Η θεία μου η Καλλιόπη με δύο το λέει ακόμα, ξεκάθαρα. Η Μαρίνα δεν ψήθηκε στην ιδέα· αφενός της φαινόταν τραβηγμένο ότι ακούγονται τα διπλά, αφετέρου εκείνη ακούει ένα. Ζάλω (ρήμα), όπως ζάλο (βήμα). Άλλα λέει η θεια μου, άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.

Δεν το λύσαμε το θέμα, αλλά εγώ γαργαλιόμουνα να το σκαλίσω παραπάνω, κι επειδή δεν έχω το λεξικό του Δημητράκου και το Λίντελ-Σκοτ στο προσκέφαλο σαν τον αστυνόμο Χαρίτο, είπα να δοκιμάσω τη δεύτερη καλύτερη επιλογή. Παλιά (δηλαδή πριν δέκα-είκοσι χρόνια) άμα ήξερες καμιά δύσκολη λέξη σου λέγανε σαρκαστικά «Μα ποιος είσαι; Ο Μπαμπινιώτης;». Τώρα ο Μπαμπινιώτης έχει ξεφτίσει κάπως και το νέο τρεντ λέγεται Νίκος Σαραντάκος. Δεν είναι καθηγητής γλωσσολογίας βέβαια, μεταφραστής είναι, αλλά άμα δεν ξέρει μια λέξη ο Σαραντάκος κάτι δεν πάει καλά με τη λέξη. Αν και δεν γνωριζόμαστε προσωπικά έχω ένα θάρρος με τον άνθρωπο (έχουμε ανταλλάξει κάτι σχόλια στα κοινωνικά μέσα και μερικά μέιλ γλωσσολογικού ενδιαφέροντος στο παρελθόν, χώρια που έχει ασχοληθεί και με τη λιτέρα και τις δεντρολιβανιές της δικής μας Δέσποινας Σιμάκη). Οπότε χωρίς να χάσω χρόνο, του έγραψα να με φωτίσει. Ζάλλω ή ζάλω; Λίλιρο ή λίλυρο; Ή μήπως λίληρο;

Δε με φώτισε. Μου απάντησε ότι αγνοεί και τις δύο λέξεις («Ωχ», σκέφτηκα, «κάτι δεν πάει καλά») και ότι αν όντως οι παλιοί έσερναν το λάμδα στο ζάλλω είναι μια ένδειξη υπέρ της γραφής με διπλό, τουλάχιστον στον ενεστώτα (κατά το «βάλλω») αν και το θέμα του αορίστου βέβαια θα πρέπει να είναι με ένα λ (ήζαλλα στον παρατατικό αλλά ήζαλα στο αόριστο) αλλά από την άλλη αν δεν ξέρουμε (δεν παραδίδεται) το πώς γράφεται μια λέξη, η τάση είναι υπέρ της απλούστερης γραφής. Άρα λίλιρο, κατ’ αρχήν.

Όμως επειδή δεν είμαι και 100% σίγουρος, είπα να απευθυνθώ στη συλλογική σοφία του ikariamag (αυτό που λέγανε στα τηλεπαιχνίδια «να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού»). Πείτε μου λοιπόν, με το χέρι στην καρδιά και με πάσα ειλικρίνεια: κατά τη γνώμη σας, πώς ζάλλει το λίλιρο;

Όσο για το πώς παραματσιράει αυτός που παρασυνείκασε θα τα πούμε άλλη φορά.


Σ.Σ. Να αναφέρω ότι δεν έχω πρόχειρο το «Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς» του Δημήτρη Λεσσέ που θα ήταν μια πιθανή δευτερογενής πηγή. Βέβαια ο Δημήτρης καταγράφει προφορικό λόγο οπότε η ορθογραφία που επιλέγει δεν προκύπτει υποχρεωτικά από κάποιο ετυμολογικό ή άλλο σκεπτικό, άρα πάλι στα ίδια είμαστε.
Για χρόνια πίστευα ότι είναι πανελλήνιο το ρήμα ζάλλω (ή ζάλω), με την έννοια του τριγυρνάω, κινούμαι γύρω από κάτι, ακόμα και «ζουζουνίζω» (για έντομα, κυρίως) και μου έκανε τεράστια εντύπωση όταν ανακάλυψα ότι εκτός Ικαρίας είναι άγνωστο, όπως ας πούμε και το «πανάγκασμάν’το» ή ο κορκόφυλλας (η λέξη, όχι το ζώο, το οποίο ενδημεί σε πολλά μέρη).
Ο αστυνόμος Χαρίτος είναι ο ήρωας των αστυνομικών περιπετειών του Πέτρου Μάρκαρη· πριν πάει για ύπνο ενίοτε ξεφυλλίζει τα λεξικά που κοσμούν το ράφι του. Λιγότερο επιμελής ο γράφων, φυλλομετράει την ίδια ώρα το διαδίκτυο για να εντοπίσει τυχόν ξενόγλωσσες λέξεις που μοιάζουν με λίλιρο· βρήκα προσώρας κάτι παρόμοιο στη γλώσσα τσιτσέουα του Μαλάουι και σε μια διάλεκτο γιορούμπα (εξίσου υποσαχάρια), οπότε τείνω να πιστέψω ότι το δικό μας λίλιρο είναι αμιγώς ελληνικό.



Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 26/7/2017 με την υπέροχη φωτογραφία του Μενέλαου Μανώλη που αποτυπώνει την κυριολεκτική έννοια «λίλιρο». Μετά τη δημοσίευση μάθαμε από τα σχόλια ότι το Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς του Δημήτρη Λεσσέ το ρήμα γράφεται ζάλλω με δύο λάμδα, και το λίλιρο(ν) με όλα γιώτα, και στο λήμμα ορίζεται ως κυριολεκτική σημασία η παραμόρφωση του ορίζοντα στη μεγάλη μεσημεριανή λαύρα του καλοκαιριού, και ως μεταφορική σημασία ο καύσωνας. Ως προς το ζάλλω οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι ακούγονται τα δύο λάμδα. Σχετικά με το λίλιρο τώρα, ο Αλέξης Πουλιανός στα «Λαογραφικά Ικαρίας» το γράφει λίλλυρο, και εδώ το διπλό λάμδα ταιριάζει με την κυπριακή λέξη «λάλλαρος» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, αν και στο κυπριακό ιδίωμα βέβαια τα διπλά σύμφωνα ακούγονται πολύ περισσότερο. Κάποιος σχολιαστής προτείνει ότι προέρχεται από το «ηλίου ώρα» αλλά αυτό δεν κολλάει πολύ με την κυπριακή ομόλογη λέξη, που αναφέρεται να υπάρχει ομόηχη σχεδόν και στη Σύρο (λάλαρο) και αλλού (μέχρι και στο «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη). Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι στο λεξικό του Δημητράκου υπάρχει η λέξη «λίλυ». πιθανώς λιβυκής προέλευσης, που σημαίνει νερό. Αν η απώτερη προέλευση είναι αυτή, τότε το ικαριακό λίλιρο (ή λίλυρο ή λίλλυρο όπως το θέλει ο Πουλιανός) είναι πιο κοντινό στη ρίζα από το κοινό ελληνικό λάλαρο ή τον κυπριακό λάλλαρο που υποτίθεται ότι είναι ονοματοποιήσεις ήχων. Αλλά μέχρι να αποφανθούν οι γλωσσολόγοι, καλό καλοκαίρι, και μη βγαίνετε μες το λίλιρο σαν την κοπελίτσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: