Την εποχή εκείνη, πριν καμιά εικοσιπενταετία πρέπει να ήταν (πώς περνάνε τα άτιμα τα χρόνια, ε;) ήμουν στο μεταίχμιο μεταξύ προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών και με κάποια ιδιότητα εκπροσώπου που τώρα πια δεν θυμάμαι ακριβώς ποιου πράγματος (φοιτητών ή αργότερα υποψηφίων διδακτόρων), παρακολουθούσα συστηματικά τις συνεδριάσεις της Γενικής Συνέλευσης του πανεπιστημιακού τμήματος όπου περνούσα τις μέρες μου. Πότε πότε έπαιρνα και το λόγο να πω κάτι που μου φαινόταν κρίσιμο ή ουσιαστικό, μερικοί έστρεφαν και το κεφάλι προς το μέρος μου, αλλά η μαύρη αλήθεια είναι ότι ουδείς από τα 35 περίπου μέλη ΔΕΠ (=καθηγητές, διαφόρων βαθμίδων) έσκαγε και πολύ να ακούσει τι είχαν να πουν οι φοιτητές, προπτυχιακοί ή μεταπτυχιακοί, οπότε η παρουσία η δική μου και άλλων λιγότερο επιμελών στην παρακολούθηση συναδέλφων είχε ένα χαρακτήρα περίπου τελετουργικό ή συμβολικό: στις ελάχιστες περιπτώσεις που οι ψήφοι μας ή η γνώμη μας έπαιξαν κάποιο ρόλο ή έκριναν κάποιο αποτέλεσμα, αυτό θα αφορούσε συνήθως κάτι εντελώς δευτερεύον ή ασήμαντο, και στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που θα αφορούσε κάτι πιο σημαντικό (ένα γνωστικό αντικείμενο μιας προκήρυξης ή τα περιεχόμενα ενός μαθήματος) γινόταν κάποιο μαγικό και η απόφαση έμενε ανεκτέλεστη ή επανερχόταν με άλλο όνομα σε άλλη συνέλευση με διαφορετικούς συσχετισμούς ή κάπως κόλλαγε ενόψει κάποιας επικείμενης προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν είχε πάρα πολύ νόημα η συζήτηση ακόμα και στα πιο ολιγομελή όργανα, καθώς θυμάμαι ότι μια χρονιά που συμμετείχα ακόμα και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος, με κάποιο μαγικό τρόπο είτε δεν με ειδοποιούσαν για τις συνεδριάσεις, είτε οι συνεδριάσεις με κάποιο επίσης μαγικό τρόπο άρχιζαν μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη και όταν κατέφθανα εγώ και οι άλλοι συνάδελφοι του επιπέδου μου όλα τα θέματα είχαν συζητηθεί και λυθεί ήδη. Αυτή η μορφή μαγείας βέβαια δε με απέτρεπε από το να κρατάω λεπτομερείς σημειώσεις εν είδει πρακτικών για κάθε συνεδρίαση στην οποία εν τέλει συμμετείχα, έτσι ώστε να μπορώ να ενημερώσω τυχόν ενδιαφερόμενους από το σύλλογο των φοιτητών ή αργότερα των μεταπτυχιακών. Ατυχώς ενδιαφερόμενοι δεν υπήρξαν ποτέ, ούτε καν οι συνδικαλιστές άλλων παρατάξεων που κατά πως φαίνεται είχαν κάπως πιο προνομιακή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα από άλλες πηγές (τουλάχιστον οι κομματικές παρατάξεις) και στο τέλος ξέμεινα με ένα αρκετά εκτεταμένο αρχείο σημειώσεων και ημερησίων διατάξεων και πρακτικών συνελεύσεων που προσπάθησα ανεπιτυχώς χρόνια μετά να το δώσω σε κάποιο διάδοχο στην εκπροσώπηση αλλά τελικά ξέμεινε σε ένα συρτάρι πανεπιστημιακού γραφείου όταν πήγα φαντάρος. Ελπίζω κάποιος να σκέφτηκε να το ανακυκλώσει μετά από τόσα χρόνια.
Πάντως θυμάμαι εναργώς αρκετές συνεδριάσεις που είχα το σχετικό μαζοχισμό να παρακολουθήσω εν είδει ντεκόρ, ειδικά αυτές που αφορούσαν την εκλογή κάποιου μέλους ΔΕΠ σε ανώτερη βαθμίδα. Για κάποιο λόγο εκείνη την εποχή οι συνεδριάσεις αυτές δεν γίνονταν σε κλειστά εκλεκτορικά σώματα όπως σήμερα, αλλά σε ανοιχτές συνεδριάσεις ενώπιον της ΓΣ, οπότε ακόμα και το επιστημονικό προλεταριάτο που αντιπροσώπευα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την
Θυμάμαι ας πούμε χαρακτηριστικά την κυνική οπωσδήποτε παρατήρηση ενός προεδρεύοντος της εποχής εκείνης ότι «κάθε εκλογή έχει το χρώμα της», εννοώντας ότι τα κριτήρια μπορούν κατά περίσταση να ανεβοκατεβαίνουν αρκεί ο υποψήφιος να είναι της αρεσκείας μας (φυσικά μπορούσε να το εκφράσει και ακαδημαϊκώς ορθότερα, αλλά δεν ήθελε, καθότι οι εκλογές και οι προαγωγές ήταν και είναι ακόμα ο καλύτερος τρόπος πειθαναγκασμού που έβαζε και βάζει διάφορους φερέλπιδες να προσχωρούν σε κλίκες ως πιο αποτελεσματικές εν τέλει οδούς προαγωγής σε σχέση ας πούμε με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, τα ερευνητικά προγράμματα και την επαρκή διδασκαλία). Βέβαια χρώματα και αποχρώσεις υπήρχαν διάφορα, αλλά μερικές περιπτώσεις ήτανε τόσο κραυγαλέες που έπρεπε να πάθεις μια ορισμένη τύφλωση για να μην αντιληφθείς τους φελλούς να επιπλέουν και τους ανθρώπους με κάποιο έρμα να καταβυθίζονται. Όχι πάντα βέβαια, αλλά αρκετά συχνά ώστε εικοσιπέντε χρόνια μετά να σου έρχονται στο μυαλό «φλασιές» από εκείνη την εποχή και να ξεσπάς σε ακατάσχετα γέλια στα καλά του καθουμένου.
Θυμάμαι ας πούμε μια χαρακτηριστική περίπτωση ενός Καθηγητή που διηύθυνε έναν Τομέα, και ήθελε να προσλάβει σε μια χαμηλή βαθμίδα έναν φοιτητή του που μόλις είχε τελειώσει το διδακτορικό του. Να διευκρινίσω εδώ ότι ο νέος διδάκτωρ μια χαρά επιστήμονας ήτανε (και είναι ακόμα), άξιος, δουλευταράς και ταλαντούχος, πλην όμως είχε την ατυχία να εκπονήσει τη διατριβή του με τον εν λόγω Καθηγητή που με όποια μέτρα και να τον μετρήσεις ήταν επιεικώς ολίγιστος, επιστημονικώς πάντα, πράγμα που αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι ο αριθμός και η ποιότητα των πονημάτων του μετά από είκοσι και βάλε χρόνια καριέρας στο Πανεπιστήμιο ήταν περίπου συγκρίσιμα με αυτά του νεαρού φοιτητή του μόλις στο πέρας της διατριβής του, για να μη μιλήσουμε για ποσοτικούς δείκτες επίδοσης, όπου με τα σημερινά δεδομένα δεν θα έκανε ούτε για να περνάει απέξω από σοβαρό πανεπιστημιακό ίδρυμα. Ωστόσο τα χρόνια εκείνα ο Καθηγητής μας είχε αρκετές διασυνδέσεις ώστε να καταλάβει ισοβίως μάλλον την ωραία καρεκλίτσα του Διευθυντή, από την οποία άρχιζε τα τηλέφωνα στα μέλη του εκλεκτορικού σώματος για να τους κάνει το σχετικό μασάζ.
Το πρόβλημα ήταν ότι στην ίδια θέση είχαν βάλει υποψηφιότητα διάφοροι άλλοι, αρκετοί από τους οποίους είχαν κάνει κάμποση αξιομνημόνευτη δουλειά σε μεγάλα εργαστήρια του εξωτερικού και το επιστημονικό τους output ήταν σκάλες παραπάνω από τον ατυχή «δικό μας». Τι να κάνει κι ο προφέσορ, άρχισε να φτιάχνει μια εισηγητική έκθεση που ο ένας του μύριζε, ο άλλος του βρώμαγε, ο τρίτος ήταν εκτός αντικειμένου, ο τέταρτος ήταν έτσι και ο πέμπτος γιουβέτσι. Με τούτα και με κείνα ξέμπλεξε με καμιά δεκαριά πιθανούς ανταγωνιστές, έλα όμως που υπήρχε κάποιος που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να βγει εκτός αντικειμένου – και όχι μόνο αυτό, αλλά ο εν λόγω κάποιος είχε πενταπλάσιο ή δεκαπλάσιο αριθμό δημοσιεύσεων και μάλιστα από κοτζάμ Χάρβαρντ, για να μη μιλήσουμε για impact factors και ετεροαναφορές και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οι φήμες έλεγαν ότι τα υπόλοιπα μέλη της εισηγητικής επιτροπής αρνήθηκαν να ξεφτιλιστούν γράφοντας ότι για κάποιο λόγο ο τύπος δεν τους έκανε, κι όταν έφτασε η μέρα της κρίσεως η εισήγηση είχε την περίεργη πρόβλεψη ότι «και οι δύο βασικοί υποψήφιοι είναι εντός αντικειμένου και κατάλληλοι για τη θέση».
Στην κρίσιμη συνεδρίαση (και αφού είχε προηγηθεί ανελέητο μασάζ πιθανών ψηφοφόρων και άπειρος αριθμός εκ του σύνεγγυς συνομιλιών αγνώστου περιεχομένου), οι δύο βασικοί υποψήφιοι παρουσίασαν έκαστος τα επιτεύγματά του (ο εκ του εξωτερικού ομολογουμένως πιο εντυπωσιακά) και απάντησαν σε ερωτήσεις του εκλεκτορικού σώματος. Ο «δικός μας» περιορίστηκε να πει ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε και θα συνέχιζε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ο «απέξω» είπε ότι είχε φιλοδοξίες και όραμα, ότι θα έφερνε νέες τεχνολογίες και έρευνα αιχμής, ότι ήθελε επιστρέφοντας στην πατρίδα να συμβάλλει στο χτίσιμο μιας νέας εποχής για το ελληνικό πανεπιστήμιο, μίλησε για οικονομία της γνώσης και ερευνητικές εφαρμογές στο δευτερογενή τομέα και την παροχή υπηρεσιών, για δίκτυα συνεργασιών και για τον επερχόμενο (τότε) εικοστό πρώτο αιώνα.
Προς έκπληξη των περισσοτέρων, ο Καθηγητής σηκώθηκε όρθιος και τον χειροκρότησε. Εκθείασε την προσήλωσή του στο ερευνητικό ιδεώδες, τα εκπληκτικά του αποτελέσματα, το γεγονός ότι σε τόσο νεαρή ηλικία είχε ήδη γίνει leader στον τομέα του, τις φοβερές του προοπτικές. Δυστυχώς όμως, συμπλήρωσε, η ελληνική πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή. Το εργαστήριο στο οποίο σκοπεύει να έρθει (Σ.Σ. του ομιλούντος Καθηγητή δηλαδή), ήταν φτωχικό και προβληματικό σε υλικοτεχνική υποδομή και με χαμηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό, χωρίς μέσα και πηγές χρηματοδότησης. Διεκτραγώδησε την κατάσταση στο ίδρυμα αλλά και συνολικότερα στην ελληνική κοινωνία όπου διαγράφονται ζοφερές προοπτικές. Και αναρωτήθηκε (ρητορικά βέβαια) γιατί ένας τόσο λαμπρός επιστήμων να θέλει να χαντακωθεί και να καταστρέψει την καριέρα του. Ως εκ τούτου, πρότεινε στο σαστισμένο εκλεκτορικό σώμα αντί να εκλέξει τον καλύτερο και με αυτό τον τρόπο να τον χαντακώσει, να προτιμήσει αντί του καλύτερου, τον καταλληλότερο, που αν και γέννημα-θρέμμα του προβληματικού συστήματος είχε καταφέρει παρόλα αυτά να βγάλει το κεφάλι του από τη λάσπη με σκληρή δουλειά και άρα είχε τα εχέγγυα ότι θα τα καταφέρει ακόμα και στις δυσκολότερες συνθήκες, ενώ ο «απέξω» προφανώς θα κόλλαγε στις δυσκολίες και θα τα παράταγε, καλύτερα λοιπόν να μείνει στην Αμερική που σίγουρα κάποια καλύτερη ευκαιρία θα έβρισκε να μεγαλουργήσει.
Δεν ξέρω αν έφταιγε ο αυτομαστιγωτικός δεκάρικος του προφέσορ ή το προηγηθέν μασάζ, πάντως με βραχεία κεφαλή το εκλεκτορικό σώμα προέκρινε τον «καταλληλότερο» και έστειλε τον μακράν καλύτερο πίσω στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ με τεράστιες απορίες φαντάζομαι για την ποιότητα του επιστημονικού προσωπικού της πρώτης του πατρίδας. Η ιστορία σχετικά σύντομα διαδόθηκε και έγινε θρυλική σχεδόν (ειδικά το κομμάτι που ο προφέσορ περιέγραφε εναργώς πόσο άθλιο είναι το ίδιο του το εργαστήριο), μέχρι που λίγους μόνο μήνες αργότερα προκηρύχθηκε μια ακόμα χαμηλόβαθμη θέση στον ίδιο Τομέα. Οι φήμες λέγουν (αδιασταύρωτες ωστόσο) ότι μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του Καθηγητή και στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ένας μάλλον υψηλόβαθμος αξιωματούχος με κάποια θέση κοντά σε υψηλά ιστάμενο πολιτειακό παράγοντα, ο οποίος ρώτησε (ευγενικά, είναι η αλήθεια) αν η θέση είναι κατειλημμένη. Ο Καθηγητής έκανε πως δεν κατάλαβε. Ο άλλος του εξήγησε ότι το παιδί του που έκανε μια ορισμένη καριέρα στην Αμερική ενδιαφερόταν για τη θέση, αλλά κυκλοφορούσαν φήμες ότι με κάποιο μαγικό τρόπο οι θέσεις καταλήγουν πάντα σε ημετέρους (δεν το διατύπωσε έτσι, πιο ευγενικά είπαμε) οπότε επειδή είναι και κάμποσα τα έξοδα πήγαινε-έλα από τη Δυτική Ακτή κιόλας, αν είναι ρεζερβέ η θέση να μην μπαίνουν στον κόπο. Ο προφέσορ άρχισε να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι στο δικό του το εργαστήριο βασιλεύει η αξιοκρατία και η διαφάνεια και σε καμμία περίπτωση να μη σκεφτεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε σκιά. Ο άλλος τον ευχαρίστησε και είπε ότι θα το μεταφέρει στο παιδί.
Το παιδί υπέβαλε το βιογραφικό του, που ήταν υπερεπαρκές για τη θέση αν και όχι τόσο εντυπωσιακό όσο του αλλουνού από το Χάρβαρντ (που ωστόσο δεν ξαναφάνηκε, εννοείται). Μαζί με το παιδί υπέβαλαν και διάφοροι άλλοι, όχι τόσο καλοί ίσως, μεταξύ των οποίων και ένας παλαιότερος φοιτητής του ίδιου του Καθηγητή που στο μεταξύ είχε κάνει κάτι κουτσοδημοσιεύσεις εδώ κι εκεί και είχε σουλουπώσει ένα βιογραφικό όχι και εντελώς χάλια. Ο Καθηγητής περιορίστηκε να γράψει μια αυστηρά αντικειμενική εισήγηση, στην οποία υπήρχαν διάφοροι αστέρες, πλην όμως το βιογραφικό του παιδιού ξεχώριζε σαν ολόφωτη σελήνη στο νυχτερινό ουρανό. Ο φουκαράς ο πρώην δικός του αχνόφεγγε κάπου στο βάθος, χωρίς η εισήγηση να χαραμίσει μια λέξη ελέους ή ελπίδας στην κατεύθυνσή του, εκτός από τη διαπίστωση ότι έχει τα τυπικά προσόντα.
Όσοι ήξεραν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές πήραν των ομματιών τους και απέσυραν τις υποψηφιότητές τους. Ο πρώην δικός επέδειξε μια ασύγγνωστη άγνοια κινδύνου και εμφανίστηκε μπροστά στο εκλεκτορικό να υπερασπιστεί την υποψηφιότητά του. «Μα δεν έχεις κάνει και τίποτα φοβερό βρε καημένε» τον κάρφωσε ο προφέσορ. Ο καημένος πήγε να ψελλίσει ότι το εργαστήριο στο οποίο είχε κάνει τα πρώτα του βήματα (Σ.Σ. του Καθηγητή δηλαδή) ήταν φτωχικό και προβληματικό σε υλικοτεχνική υποδομή και χαμηλού επιπέδου σε ανθρώπινο δυναμικό, χωρίς μέσα και πηγές χρηματοδότησης και ότι το output το δικό του ήταν ανώτερο του αναμενομένου τηρουμένων των αναλογιών. Ο προφέσορ τον έκοψε πριν τελειώσει τη φράση του φωνάζοντας ότι το εργαστήριο είναι από τα κορυφαία (τα κορυφαία!!!) στην Ευρώπη, ου μην αλλά και στον πλανήτη όλο, και έχει όλα τα μέσα και τις δυνατότητες και ότι τηρουμένων των αναλογιών ίσα που έπιασε τη βάση ο φουκαράς ο πρώην δικός, κι αυτό που χρειάζεται το εργαστήριο αυθωρεί και παραχρήμα είναι έναν έξυπνο και αφοσιωμένο επιστήμονα (σαν το παιδί καλή ώρα), που θα είναι ο καταλληλότερος να αξιοποιήσει στο μέγιστο τις (απεριόριστες, άλλωστε) δυνατότητες του εργαστηρίου και να βγάλει παπάδες με ποδήλατα.
Με συνοπτικές διαδικασίες το παιδί κέρδισε παμψηφεί την εκλογή, αξιοκρατικά ομολογουμένως, κι ο καημένος ο πρώην μονολογούσε απέξω ότι δεν περίμενε μεν να εκλεγεί αλλά αφού τέλος πάντων τον άλλον «δικό τους» τον είχαν πάρει λέγοντας πόσο χάλια ήταν η κατάσταση, μπορούσαν ίσως να αφήσουν τον ίδιο τουλάχιστον να επαναλάβει το επιχείρημα. Κάπου εκεί τον πλησίασε ο προεδρεύων λέγοντας «τι να κάνουμε, είσαι καλό παιδί αλλά κάθε εκλογή έχει το χρώμα της» κι έμεινε αυτός με την απορία ζωγραφισμένη και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, ή τέλος πάντων ας τα λέμε...
ΥΓ: Για την ιστορία, το εκλεγέν «παιδί» με το οποίο είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε αναλυτικά αργότερα, μια χαρά παιδί ήτανε επίσης, μόνο που λίγους μήνες μετά την εκλογή και την ανάληψη καθηκόντων τα βρόντηξε και ξαναγύρισε στη Δυτική Ακτή λέγοντας μεταξύ άλλων «δεν περίμενα να είναι τόσο χάλια», αν και μάλλον για προσωπικούς λόγους έφυγε παρά για επαγγελματικούς, νομίζω. Να διευκρινίσω επίσης, για να είμαστε δίκαιοι, ότι ανεξάρτητα από τη διαδικασία, αν σήμερα είχα ως κριτής να επιλέξω μεταξύ του «δικού μας» που εξελέγη (και αν δεν κάνω λάθος έχει προοδεύσει ικανώς επιστημονικά και είναι μια χαρά αξιοπρεπής πανεπιστημιακός ως σήμερα) και του καημένου «πρώην δικού» που δεν εξελέγη, θα έκανα την ίδια επιλογή με αυτήν που έκανε ο προφέσορ, αν και ελπίζω με λιγότερο προκρούστεια επιχειρήματα. Δεν ξέρω βέβαια τι απέγινε ο εν τέλει βέλτιστος αλλά αδικηθείς υποψήφιος εκ της Ανατολικής Ακτής διότι μετά από εικοσιπέντε χρόνια δεν συγκρατώ πλέον το όνομά του, όπως άλλωστε και τα περισσότερα ονόματα των λοιπών εμπλεκομένων.
Εκτός φυσικά από τον Καθηγητή, που εσχάτως τον είδα να κοσμεί τους εκλογικούς συνδυασμούς νεοπαγούς πολιτικού κόμματος που φιλοδοξεί στο τέλος της βδομάδας να εκφράσει το νέο και το άφθαρτο της πολιτικής και επαγγέλλεται – φυσικά – την αξιοκρατία και τη διαφάνεια παντού.
Όπως όλοι, άλλωστε. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, που λένε.
Σ.Σ. Διευκρινιστικώς, το κείμενο είναι ελεύθερη διασκευή γεγονότων που η μνήμη τροποποιεί κατά βούληση και προσθέτει αυθαίρετες πινελιές εδώ κι εκεί, οπότε δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικής ακρίβειας. Ας διαβαστεί ως κακή λογοτεχνία μάλλον παρά ως μαρτυρία, παρότι εκτιμώ ότι αποδίδει το γενικό κλίμα της εποχής. Κάθε εποχή έχει το χρώμα της, άλλωστε.
4 σχόλια:
Απολαυστικός (έως τιτανοτεράστιος). Είμαι όμως περίεργος γιατί λες ότι θα διάλεγες και συ τον "ντόπιο" αντί του "αμερικάνου", όπως έπραξε και ο προφέσορ (με το μπρούτο, πλην σωστό, καθώς λες, κριτήριό του). Ήτανε τόσο αχώνευτος ο εκ Χάρβαρντ ορμώμενος?
[Να διευκρινήσω ότι δεν είμαι του Χάρβαρντ]
Χρ.
Παρεξήγησις: Δεν θα διάλεγα τον ντόπιο έναντι του Αμερικάνου, κάθε άλλο. Θα διάλεγα να βρω θέση στον ντόπιο Α έναντι του ντόπιου Β, και όχι γιατί δεν ήταν καλός ο Β, αλλά γιατί ο Α πλεονεκτούσε νομίζω ως προς ένα προσόν που ο νόμος δεν προβλέπει αλλά θεωρώ σημαντικό: εξελιξιμότητα - αυτό που αγγλοσαξονιστί θα λέγαμε potential.
Φυσικά γίνονται και λάθη, απλά ελπίζεις να σε δικαιώσει η ζωή...
Ο «Αμερικάνος» πλεονεκτούσε τόσο πολύ έναντι όλων που σε οποιαδήποτε δίκαιη κρίση θα είχε βγει με τα τσαρούχια. Και το «παιδί» δικαίως εξελέγη - άλλο αν δεν έμεινε τελικά.
Το ζήτημα είναι η ad hoc χρήση των κριτηρίων, όπως θα έλεγε ίσως και ο προεδρεύων (άλλος από τον Καθηγητή) αν θεωρήσουμε ότι ήξερε την έκφραση ad hoc.
Καλησπέρα. Πέτυχα το μπλογκ σε μια γκοογκλ αναζήτηση για το τραγούδι Πεχλιβάνης. Μ'άρεσε το στυλ σου και διάβασα και αυτό το άρθρο. Τυγχάνει να είμαι και εγώ φοιτητής, και μάλιστα στο Ηράκλειο. Δυστηχώς για σένα μάγκα μου δεν είμαι γκόμενα (μπορεί να ψαρώσει καμμία όμως, συνέχισε το γράψιμο και ποτέ δεν ξέρεις!)
Αδερφέ, εγώ πάλι έχω πάψει να είμαι φοιτητής πολύ πριν τελειώσει ο προηγούμενος αιώνας.
Θα συνεχίσω να γράφω αφού το προτιμάς.
Δεν πειράζει που δεν είσαι γκόμενα, καλή καρδιά. :D
Δημοσίευση σχολίου