Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια – δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς – έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και και να ρυθμίζω το κυκλοφοριακό. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα· όταν μες στη ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει [...] τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια, ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του· εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ’ αυτό. Αν το ήξεραν έφτανε· όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, με τον τρόπο τους, αργά ή γρήγορα, θα έτρεφαν πάνω-κάτω τα ίδια αισθήματα με μένα για τον ωκεανό.
Μόμπυ Ντικ ή η Φάλαινα – Χέρμαν Μέλβιλ
I. Υπεράριθμος
Ο πιο γνωστός ήρωας της ιστορίας, στα πορτογαλικά λεγόταν Φερνάο ντε Μαγγαλιάες (με κάποιες μικρές ιδιαιτερότητες στην προφορά). Γεννήθηκε κάπου στο Ντούρο ή στο Τρασ-ο-μόντες, στα βόρεια της χώρας, γύρω στο 1480. Γύρω στο 1505 μπάρκαρε με το στόλο του Φρανσίσκο ντε Αλμέιδα για τις Ινδίες· έμεινε εκεί περίπου οχτώ χρόνια. Συμμετείχε στην πορτογαλική κατάκτηση της Μαλάκκας, υπό τις διαταγές του Αφόνσο της Αλμπουκέρκης. Γύρισε στην Πορτογαλία με δόξες και τιμές, αλλά βρέθηκε κάποια στιγμή σε δυσμένεια και δεν ξαναμπάρκαρε μετά το 1514. Αφού πάλεψε για μερικά χρόνια να πείσει το βασιλιά να του επιτρέψει να οδηγήσει μια αποστολή στα νησιά των μπαχαρικών (τις Μολούκες) πλέοντας προς τα δυτικά, έφυγε για την Ισπανία, όπου γύρω στο 1517 παρουσίασε το σχέδιό του στο βασιλιά Κάρολο τον 1ο, αργότερα αυτοκράτορα Κάρολο Κουίντο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτός ψήθηκε κάπως περισσότερο, οπότε τα επόμενα δύο χρόνια ναυλώθηκαν τα πέντε σκάφη της εκστρατείας, με συνολικό πλήρωμά 270 ανδρών από κάμποσα έθνη, περίπου σαράντα Πορτογάλοι, κάμποσοι Ισπανοί, κι ακόμα Ιταλοί, Γερμανοί, Βέλγοι, Έλληνες, Άγγλοι και Γάλλοι.
Ο πραγματικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας από αυτούς. Ένας Ιταλός από τη Βιτσέντζα, υπήκοος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, που είχε προηγουμένως μπαρκάρει σε ένα πλοίο των Ιπποτών της Ρόδου και την περίοδο εκείνη συνόδευε έναν παπικό νούντσιο στην επίσκεψή του στη Σεβίλλη. Εκεί άκουσε για το υπό προετοιμασία ταξίδι του Μαγγαλιάες (που στην ισπανική εκδοχή του ονόματος πρέπει να πούμε ότι λεγόταν Φερνάντο ντε Μαγγελάνες και στα ελληνικά καταχωρήθηκε ως Φερδινάνδος Μαγγελάνος) και έσπευσε να καταταχθεί στο πλήρωμα, με τον αξιοπερίεργο βαθμό του sobrasaliente που όπως και να το μεταφράσεις σημαίνει απλά υπεράριθμος. Αντόνιο Πιγκαφέττα, Υπεράριθμος.
Το ταξίδι ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου του 1519, όταν τα πέντε σκάφη έφυγαν από τη Σεβίλλη και κατηφόρισαν τον Γκουανταλκιβίρ προς τη θάλασσα. Έμειναν πέντε βδομάδες στην εκβολή του ποταμού, και ανοίχτηκαν στον Ωκεανό στις 20 του Σεπτέβρη. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Πιγκαφέττα κατέγραφε τα γεγονότα με επιμέλεια και προσοχή: πώς έφτασαν στα Κανάρια Νησιά αποφεύγοντας τις πορτογαλικές παγίδες, πώς πήγαν στο Πράσινο Ακρωτήριο, πώς πέρασαν τον ισημερινό στις 27 Νοεμβρίου και πώς είδαν την ακτή της Νότιας Αμερικής στις 6 Δεκεμβρίου και κρύφτηκαν (η Βραζιλία ήταν πορτογαλική επικράτεια τότε) στο Ρίο ντε λα Πλάτα στις 10 Ιανουαρίου του 1520. Πώς κατηφόρισαν όλη σχεδόν την ήπειρο κι έστησαν έναν καταυλισμό στο Πόρτο Σαν Χουλιάν στην Παταγωνία για να ξεχειμωνιάσουν στις 30 Μαρτίου (στο Νότιο ημισφαίριο ο χειμώνας ξεκινάει κάπου τότε) και πώς την ημέρα του Πάσχα (1 με 2 Απριλίου) ξέσπασε η ανταρσία σε βάρος του Μαγγελάνου που περιελάμβανε τους τρεις από τους πέντε κυβερνήτες. Κατέγραψε με επιμέλεια τη σκληρότητα με την οποία ο Μαγγελάνος κατέστειλε την ανταρσία, σκοτώνοντας εν ψυχρώ όλους τους αναμεμιγμένους (εκτός από μερικούς που του ήταν απαραίτητοι για τη συνέχιση του ταξιδιού) και σκόρπισε τα πτώματά τους στην ακτή (όπου τα υπολείμματά τους θα έβρισκε πολλά χρόνια αργότερα ο Σερ Φράνσις Ντρέηκ).
Ο Πιγκαφέττα εξιστορεί με λεπτομέρειες την άτυχη μοίρα των ιθαγενών Παταγόνων που συνάντησαν οι εξερευνητές, το ναυάγιο ενός από τα σκάφη και την αποστασία ενός ακόμα και πώς τα εναπομείναντα τρία κατόρθωσαν την 1η Νοεμβρίου να χωθούν στο στενό ανάμεσα στην Παταγωνία και τη Γη του Πυρός που σήμερα λέγεται Πορθμός του Μαγγελάνου και να αντικρύσουν στις 28 του μήνα τον άλλο Ωκεανό που τους φάνηκε απρόσμενα γαλήνιος κι έτσι τον ονόμασαν «Ειρηνικό». Συνέχισαν βορειοδυτικά, και στις 13 Φεβρουαρίου του 1521 ξαναπέρασαν τον ισημερινό. Στις 6 Μαρτίου έφτασαν στο Γκουάμ· ο Πιγκαφέττα καταγράφει τα τριγωνικά σα λατίνια πανιά των ιθαγενών και την κακή συνήθειά τους να κλέβουν τα πάντα (καθότι ρήμαξαν εντελώς τα σκάφη που επισκέφτηκαν).
Στις 17 Μαρτίου έφτασαν στις Φιλιππίνες, τρία πλοία με 150 άτομα πλήρωμα. Ο Πιγκαφέττα περιγράφει πώς ο Μαγγελάνος θέλησε να εκχριστιανίσει τους ιθαγενείς στο Σεμπού, πράγμα που πέτυχε αλλά με αντάλλαγμα να πολεμήσει εναντίον των εχθρών τους στο Λάπου-Λάπου. Δεν του φάνηκε πολύ δύσκολο, αλλά είχε την ατυχή έμπνευση να σκοτωθεί στη μάχη με τους Λάπου-Λάπου, όπου και ο ίδιος ο Πιγκαφέττα πληγώθηκε. Τα πληρώματά υπέστησαν επίσης σοβαρές απώλειες, τόσο εκεί όσο και αργότερα σε άλλες ταραχές. Έμειναν πολύ λίγοι για να χειριστούν και τα τρία πλοία· έκαψαν το ένα και αρμάτωσαν τα άλλα δύο για να συνεχίσουν, φορτωμένοι μπαχαρικά, προς το Παλαουάν, το Μπρουνέι και τη Βόρνεο. Ο Πιγκαφέττα περιέγραψε τον αμύθητο πλούτο των Σουλτάνων του Μπρουνέι, μπροστά στον οποίο οι ισπανικοί θησαυροί χλώμιαζαν κάπως.
Χάρτης της Βόρνεο από το βιβλίο του Πιγκαφέττα
Τα δύο εναπομείναντα σκάφη με 115 άτομα πλήρωμα ξεκίνησαν στις 6 Νοεμβρίου 1521 να επιστρέψουν στην Ισπανία, αλλά χωρίστηκαν έξω από τις Μολούκες νήσους, καθώς το μεγαλύτερο άρχισε να βάζει νερά. Προσπάθησε αργότερα να επιστρέψει μέσω του Ειρηνικού Ωκεανού, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Πορτογάλους και βυθίστηκε. Το μικρότερο, με τον Πιγκαφέττα στο πλήρωμα και με κυβερνήτη έναν από τους πρώην στασιαστές της Παταγωνίας που ο Μαγγελάνος του είχε χαρίσει τη ζωή, συνέχισε τον περίπλου της γης προς τα δυτικά στις 21 Δεκεμβρίου. Στις 6 Μαΐου 1522 περιέπλευσε το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, έχοντας μόνο ρύζι στις προμήθειές του. Είκοσι άτομα από το πλήρωμα πέθαναν από την πείνα πριν φτάσουν στο Πράσινο Ακρωτήριο, όπου στις 9 Ιουλίου άφησε άλλους 13 υπό το φόβο των Πορτογάλων. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1522, τρία χρόνια μετά την αναχώρηση, έφτασαν πίσω στην Ισπανία δεκαοχτώ εξαθλιωμένοι ναυτικοί που ήταν οι πρώτοι που έκαναν τον περίπλου της Γης, φορτωμένοι με εικοσιέξι τόνους γαρύφαλλο και κανέλα. Ανάμεσά τους ο Πιγκαφέττα, κάμποσοι Καστιλλιάνοι και Γαλικιανοί, ένας Γενοβέζος, ένας Πορτογάλος, ένας Χανς από το Άαχεν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Γερμανός μάλλον), κι ένας Νικόλας από το Ναύπλιο, Έλληνας.
Ο Πιγκαφέττα κατέγραψε κάμποσες γλώσσες ιθαγενών καθ’ οδόν, έθιμα και συνήθειές τους με ασυνήθιστη επιμέλεια. Επεσήμανε διάφορα παράξενα όντα (που αργότερα απεδείχθη ότι ήταν γκουανάκο, λάμα, αλπάκα, ακόμα και πιγκουΐνοι). Έφτιαξε χάρτες πολύτιμους για τους μετέπειτα θαλασσοπόρους. Και φτάνοντας στην Ισπανία ανακάλυψε μαζί τους συνταξιδιώτες του ότι (σε αντίθεση με τον Φιλέα Φογκ σε ένα γνωστό βιβλίο πολλά χρόνια αργότερα) βρισκόντουσαν μια μέρα πίσω από τους υπόλοιπους.
Μετά το ταξίδι, επέστρεψε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία και κατέγραψε τις εμπειρίες του στο Relazione del primo viaggio intorno al mondo (Αναφορά για το πρώτο ταξίδι γύρω από τον κόσμο). Κάποια τμήματα αυτού του βιβλίου δημοσιεύτηκαν στο Παρίσι το 1525, αλλά το κείμενο στην ολότητά του δεν δημοσιεύτηκε πριν το τέλος του 18ου αιώνα. Από τις πληροφορίες που περιέχονται στο κείμενο, φαίνεται ότι ο Πιγκαφέττα χρησιμοποίησε τις προγενέστερες γνωριμίες του για να γίνει τελικά μέλος του τάγματος των Ιπποτών της Ρόδου. Φαίνεται πως πέθανε γύρω στο 1531, σε ηλικία 39-40 ετών.
ΙΙ. Αμυδρές γραμμές στο θαλασσινό ορίζοντα
Το επίμαχο βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Αγγλία στις 18 Οκτωβρίου 1851 και ένα μήνα αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου, στην Αμερική. Όταν πρωτοβγήκε δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση· χρειάστηκε να περάσουν καμιά εβδομηνταριά χρόνια για να ξανα-ανακαλυφθεί κάπου στη δεκαετία του 1920 και να εκτιμηθεί ως πρόδρομο έργο του μοντερνισμού. Στο μεταξύ βέβαια ο συγγραφέας του είχε πεθάνει περίπου λησμονημένος οπότε δεν μάθαμε ποτέ την άποψή του για το μοντερνισμό, αλλά σίγουρα ξέρουμε ότι το magnum opus του σήμερα είναι βασικό συστατικό του «κανόνα» της αμερικανικής λογοτεχνίας, όχι μόνο του 19ου αιώνα.
Διάβασα το «Μόμπυ Ντικ» μεγάλος, από μια έκδοση του οίκου Gutenberg σε μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου. Ο όγκος του κειμένου ήταν αρκούντως αποτρεπτικός στο να αποπειραθώ να το διαβάσω στο αγγλικό πρωτότυπο, και δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να αναρωτηθώ αν η γλώσσα του Χέρμαν Μέλβιλ είναι προσιτή στο μέσο αναγνώστη του 20ου (ή πλέον 21ου) αιώνα. Το βιβλίο ξεκινάει με τον αφηγητή, τον Ισμαήλ, να αυτοσυστήνεται. Μετά χάνεται από τα μάτια μας, και απλώς τον ακούμε να περιγράφει τη ζωή των φαλαινοθήρων στο Ναντάκετ και το επικείμενο ταξίδι του με το Πίκουοντ. Γνωρίζουμε το πλήρωμά του, και τον αλλοπαρμένο καπετάνιο του, τον Αχαάβ.
Το ταξίδι του Pequod κατά Everett Henry (1893-1961)
Στις εκατοντάδες σελίδες του Μόμπυ Ντικ, ο πιο έντονος χαρακτήρας γύρω από τον οποίο πλέκεται η αφήγηση είναι αυτός ο μισότρελος καπετάνιος, με το παράδοξα βιβλικό όνομα (ενός ασεβέστατου βασιλιά του Ισραήλ, καθότι ο πατέρας τού του έδωσε το πρώτο όνομα που συνάντησε ανοίγοντας τη Βίβλο), το κομμένο πόδι, και τη μανία της εκδίκησης ενάντια στη μεγάλη άσπρη φάλαινα, το Μόμπυ Ντικ του τίτλου. Η αφήγηση ξετυλίγεται στις νότιες θάλασσες και στις σκοτεινές ψυχές, στο καλό και στο κακό, στο όριο της ύπαρξης και στα κατάβαθά της. Το ταξίδι είναι πραγματικό και συμβολικό μαζί, με κέντρο αυτό τον «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ». Ο Αχαάβ οδηγεί το πλήρωμά του στην τελική σύγκρουση αδιαφορώντας για τους οιωνούς και τη μοίρα, κυριευμένος από τη δύναμη της θέλησης (τη δύναμη της θέλησης που γίνεται Ύβρις), στις εσχατιές του κόσμου και στα όρια της αντοχής. Όπως είναι φυσικό, ηττάται, συντρίβεται, και παρασέρνει μαζί του στον όλεθρο και το πλήρωμά του.
Σε μια παράξενη και εξόχως συμβολική εικόνα, ο αφηγητής Ισμαήλ επανεμφανίζεται ανάμεσα στα συντρίμμια του ναυαγίου, αρπαγμένος από ένα φέρετρο, μέσα στο οποίο τον βρίσκουν εν τέλει οι διασώστες του από ένα άλλο φαλαινοθηρικό. Στις εκατοντάδες σελίδες του Μόμπυ Ντικ μαθαίνουμε ελάχιστα πράγματα για αυτόν τον Ισμαήλ. Στο τέλος μόνο διαβάζουμε την (παράξενη, για τον αναγνώστη του 21ου αιώνα) εικασία του ότι η θεία πρόνοια τον επέλεξε να ζήσει, μόνος αυτός, από το πλήρωμα του Pequod, για ένα και μόνο λόγο: για μπορέσει να διηγηθεί κάποτε την ιστορία.
- . - . -
Αγαπώ τους δευτεραγωνιστές. Το λέω με κάθε ευκαιρία, το έχω ξαναπεί εδώ κι εδώ. Ίσως γι’ αυτό στο ιστιοπλοϊκό role playing game της παρέας επέλεξα να κάνω το λοστρόμο αντί για τον καπετάνιο (άσε που είναι μικρότερος ο ανταγωνισμός). Επίσης αγαπώ τους ταξιδιώτες – όχι απλώς και μόνο τους ναύτες, αλλά και όλους όσοι δεν αφήνονται να μείνουν σε έναν τόπο, σε μια ιδέα, σε μια βολική αυταπάτη. Τέλος, αγαπώ τους ανθρώπους που λένε ιστορίες, που γράφουν ιστορίες, που γεννάνε ιστορίες, όχι απαραίτητα μεγάλες ιστορίες με πολέμους και εκστρατείες, αλλά και μικρές ιστορίες, ιστορίες δικές σου και δικές μου, ιστορίες απλών ανθρώπων και ιστορίες που κάποιος που ταξίδεψε μπορεί να πει σ΄ εκείνους που δεν ταξίδεψαν ποτέ.
Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που έλεγε ο (ναυτικός) πατέρας μου στο κυριακάτικο τραπέζι. Μ’ αρέσει η Οδύσσεια, περισσότερο από την Ιλιάδα. Μου άρεσε το ταξίδι του Μάρκο Πόλο που διάβασα έφηβος σε ένα βιβλίο για τους μεγάλους εξερευνητές, ο δρόμος του μεταξιού και τα νησιά των μπαχαρικών, οι ανθρωποφάγοι ιθαγενείς της Χαβάης που μασούλησαν τον κάπτεν Τζέημς Κουκ του αγγλικού ναυαρχείου (υπάρχουν όπως και να το κάνουμε οι κίνδυνοι του επαγγέλματος όπως θα έπρεπε να γνωρίζει και ο Μαγγαλιάες/Μαγγελάνος και ο Αχαάβ), η λέξη «παπαφίγγος» ή «πανιόλα» ή «γραιγολεβάντες», το γιγαντιαίο καλαμάρι Architeuthis που τζάμπα κυνηγούσε το Pequod στο νότιο ωκεανό.
Ίσως γι’ αυτό, με κάπως προχωρημένο πια τον 21ο αιώνα, ψάχνω ένα νόημα στη ζωή μου που διέρχεται ταχέως και έχει μάλλον περάσει πλέον τα σημεία καμπής της, και άλλο νόημα δεν βρίσκω παρά αυτό ίσως που είχε η σύντομη σχετικά ζωή του Πιγκαφέττα ή ακόμα καλύτερα η λογοτεχνική ζωή του κατά Μέλβιλ Ισμαήλ: αυτός που προορίζεται να ζήσει για να διηγηθεί την ιστορία.
Τώρα δε μένει παρά να βρούμε ποια θα είναι η ιστορία αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου