(Φωτό από το σάιτ www.news247.gr)
Έβαλα το ξυπνητήρι γύρω στις εξίμισι. Για τα δικά μου ικαριακά μέτρα αυτό ισοδυναμεί με απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά είχα σοβαρούς λόγους να το κάνω. Εφτά και δέκα ήμουν στο δρόμο, οχτώ παρά τέταρτο έβγαινα από τις σκάλες του Ηλεκτρικού στην έρημη πλατεία Βικτωρίας, οχτώ παρά πέντε διέσχιζα την είσοδο του τμήματος Μητρώου της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού με τη σκέψη πως θα ήμουν ο πρώτος. Την προηγουμένη είχα φάει ένα δίωρο σε μια άλλη εφορία με αριθμό προτεραιότητας 237, και γύρω στη μία το μεσημέρι που βαρέθηκα κι έφυγα είχαν εξυπηρετήσει ως το 124, χώρια που αντελήφθην ότι είμαι σε λάθος εφορία. Αλλά σήμερα το είχα πάρει απόφαση. Εγέρθητος και δρόμο, ούτε πρωινό ούτε καφέ. Θα ήμουν ο πρώτος, πάει και τελείωσε.
Τζίφος. Τουλάχιστον εικοσιδύο άτομα είχαν ήδη στηθεί στην ουρά πριν από μένα, μπροστά στα κλειστά γκισέ. Ένας κυριούλης μου έδωσε ένα χαρτάκι με το νούμερο 23. Η γιαγιά που ερχόταν πίσω μου αγκομαχώντας (την είχα προσπεράσει στις σκάλες) πήρε μουρμουρίζοντας το 24. Έμπαιναν κι άλλοι πίσω μας. Μια κοπέλα λίγο πιο μπροστά μου, με το νούμερο 18 ή περίπου, είχε ανοίξει ένα βιβλίο και διάβαζε. Σκέφτηκα πως βλακωδώς δεν έφερα κι εγώ ένα. Κι έναν καφέ ίσως· αλλά αν είχα σταματήσει πουθενά για να πάρω καφέ θα είχα χάσει ένας Θεός ξέρει πόσα νούμερα στην ουρά.
Έριξα μια ματιά στους υπόλοιπους αναμένοντες. Τους πιο πολλούς όχι για κατοίκους εξωτερικού δεν τους έκοβες, αλλά ούτε να έχουν πάει πιο πέρα από τη Λαμία. «Αντίκλητοι», σκέφτηκα, γονείς και αδέλφια μεταναστών (ή expats για να το πούμε πιο κομψά και μοδέρνα), παιδιών και αδελφών που έφυγαν για σπουδές και ξέμειναν ή βρήκαν μια δουλειά και τους κράτησε, αλλά έχουν ακόμα εισοδήματα στην Ελλάδα, σπίτια από γονικές παροχές και κληρονομιές. ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού. Κοίταξα την ουρά που μεγάλωνε πίσω μου. Δεν ήταν και λίγοι.
Από την εποχή που ο Ανδρέας Κορδοπάτης (ή ο προπάππους μου, σε μια άλλη εκδοχή της ίδιας πάνω κάτω ιστορίας) έσπευδε να χωθεί σε κάποιο υπερωκεάνειο για να φύγει μετανάστης στην Αμερική έχουν αλλάξει κάμποσα πράγματα. Όταν εγώ χρειάστηκε να φύγω για έξω δεν έζησα καμιά ιδιαίτερη Οδύσσεια: είχα ένα (όχι εντελώς απαραίτητο, εν τέλει) διαβατήριο, έβγαλα κι ένα εισιτήριο, κι έφυγα. Φεύγοντας δεν ενημέρωσα τις αρχές του τόπου για την απουσία μου, που άλλωστε δεν ήξερα και πόσο μόνιμη θα ήταν. Την ιδιότητα «κάτοικος εξωτερικού» τη δήλωσα δόξῃ και τιμῄ κάποιους μήνες αργότερα στην εφορία, εκτιμώντας ότι πρέπει να είμαι και τυπικώς εντάξει, από φορολογικής απόψεως.
Βέβαια στο εξωτερικό συνάντησα Έλληνες που ζούσαν εκεί για δεκαετίες και παρόλα αυτά έκαναν ελληνική φορολογική δήλωση λες και ζούσανε ακόμα στη Μαγκουφάνα. Μικρό το κακό, στο βαθμό που δεν έλεγαν και ψέματα: μηδενικά εισοδήματα είχαν, ως επί το πλείστον, μηδενικά εισοδήματα δήλωναν. Εγώ πάλι που είχα «τεκμήριο» το παμπάλαιο σαραβαλάκι μου που δε μου πήγαινε η καρδιά να καταθέσω τις πινακίδες του, με τη λογική «άσε και βλέπουμε» πλήρωνα και φόρο, καθότι άνευ αφορολογήτου ορίου για τα υποτιθέμενα ελληνικά μου εισοδήματα και χωρίς το δικαίωμα να «εκπέσουν» από το φόρο μου οι εντελώς πραγματικές ελληνικές μου δαπάνες. Αλλά δε βαριέσαι, τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, και όλοι πρέπει αναλογικώς να τσοντάρουμε να ξελασπώσει: κι εγώ με το σαραβαλάκι που πλήρωνα για εισοδήματα που δεν είχα και ο άλλος με την οφσόρ που δεν πλήρωνε για τα εισοδήματα που (τεκμαρτώς) θα είχε αν το ίδιο σπίτι που έχει ως οφσόρ το είχε ως ιδιώτης. Dura lex, sed lex κι από δω παν κι άλλοι.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όπου θα έπρεπε κάποια στιγμή να εργαστώ με την απίθανη ελληνική εφεύρευση που λέγεται «μισθωτός με μπλοκάκι», αντελήφθην ότι θα έπρεπε επίσης να διεκπεραιώνω τις φορολογικές μου υποθέσεις (και την αναπόφευκτη «έναρξη επαγγέλματος») σε κάποια άλλη ΔΟΥ από αυτήν στην οποία ανήκα ως μετανάστης. Στο ενδιάμεσο θα έπρεπε να υποβάλλω φορολογική δήλωση ως κάτοικος εξωτερικού για το έτος 2012, έτος στο οποίο ήμουν όντως έξω. Περίμενα λοιπόν κάμποσο ώστε να καταστεί εκτελέσιμη η διαδικτυακή εφαρμογή υποβολής των φορολογικών δηλώσεων (νεοελληνιστί «να ανοίξει το Taxis») ώστε να μπορέσω πρώτα να κάνω δήλωση, και στη συνέχεια να μεταφερθώ στην καινούργια ΔΟΥ. Φυσικά η ηλεκτρονική εφαρμογή «αλλαγής διεύθυνσης» δεν περιλαμβάνει τους κατοίκους εξωτερικού.
Περίμενα λοιπόν να ανοίξει το Taxis, και ξαναπερίμενα και ματαπερίμενα, κι όλο θα άνοιγε «εντός των ημερών» και όλο κλειστό έμενε. Ατυχώς όπως γίνεται συνήθως με τις διαδικτυακές εφαρμογές της εν γένει Ελληνικής Δημοκρατίας πάντα κάπου κολλάνε και κάτι δε γίνεται καλά και πάντα κάποιο φτιάξιμο θέλουν. Φταίει ίσως η παλιά συνήθεια να φτιάχνεται νέος φορολογικός νόμος σε ετήσια βάση, συνήθεια που επιτάθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω τρόικας και μνημονίου (οπότε φέτος έχουμε δύο φορολογικούς νόμους ήδη κι ακόμα δε βγήκε ο Ιούλιος). Κάποιοι κακόγλωσσοι λένε ότι φταίει επίσης που το Taxis ως εφαρμογή το έχει φτιάξει μια εταιρία που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο, ξέρω γω, «Εθνική Προμηθευτική», η οποία για να δικαιολογήσει τον υπότιτλο της το έχει κάνει τόσο κακοφτιαγμένο ώστε να χρειάζεται συνεχώς παρεμβάσεις (και να διαιωνίζεται η εμπλοκή της, άρα και οι σχετικές προμήθειες).
Σε κάθε περίπτωση, εγώ που είμαι από ετών μεγάλος φαν της «ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» είχα φροντίσει να είμαι δικτυωμένος με τους κωδικούς μου και με τα password μου από τη μέρα σχεδόν που έγινε προσβάσιμο το Taxis, εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά φέτος κάποιος φωστήρ της διοικήσεως σκέφτηκε να καταστήσει την επιλογή επιταγή και να επεκτείνει την ηλεκτρονική υποβολή στο σύνολο του φορολογούμενου πληθυσμού. Κουτσοί, στραβοί, ηλεκτρονικώς αγράμματοι, παππούδες, γιαγιάδες και αντίκλητοι, όλοι στο Taxis. Αφού προηγηθεί η δέουσα επίσκεψη στη ΔΟΥ για να πάρεις κλειδάριθμο. Στο Τμήμα Μητρώου. Αυτοπροσώπως. Όλοι.
Και να ‘μαστε στην ίδια ουρά, εγώ που έκανα τη δήλωσή μου μόλις επιτέλους άνοιξε το σύστημα (μετά από ένα μήνα αναβολών), και δεκάδες άλλοι που ακούνε «ηλεκτρονικά» και κοιτάνε καχύποπτα τις μπρίζες. Ακούω την κυρία πίσω μου να ρωτάει αν ο κλειδάριθμος είναι ένας αριθμός σε σχήμα κλειδιού. Την καθησυχάζω ότι είναι ένας αριθμός, σκέτο. Κάποιος παππούλης με καβουράκι ρωτάει έναν υπάλληλο τι θα τον κάνει τον κλειδάριθμο αφού τον πάρει.
- Θα τον βάλετε στην ηλεκτρονική αίτηση, κύριε.
- Ποια ηλεκτρονική αίτηση;
- Αυτήν που κάνατε στο ίντερνετ.
- Μα εγώ δεν ξέρω από αυτά, ποιο ίντερνετ;
- Δεν έχετε κάνει αίτηση;
- Δεν ξέρω, του αδελφού μου αντιπρόσωπος είμαι. Πού να την κάνω;
- Στο τάξις.
Ο παππούς γουρλώνει τα μάτια και λέει:
- Στο ταξί; Μα τι λέτε τώρα, τι σχέση το ταξί με την εφορία;
Ακολουθεί γέλιο και καζούρα ικανού μεγέθους, ο παππούς διαμαρτύρεται ότι είναι ογδονταπέντε χρονών και δεν ξέρει από αυτά, και κάποιος του σφυράει να πάει σε ένα από τα παρακείμενα γραφεία «διεκπεραιώσεων» να του κάνουν την αίτηση με ένα δεκαρικάκι, φιλική τιμή. Εκεί παρεμβαίνω εγώ για να πω ότι δέκα ευρώ για να κάνεις μια αίτηση στο διαδίκτυο είναι ληστεία και κάποιος πετάγεται να πει στον παππού να πάει σε λογιστή. Ο παππούς αναρωτιέται «τι λογιστή, μια σύνταξη έχω και ένα σπίτι μαζί με τον αδελφό μου στην Αυστραλία» και αποχωρεί συγχισμένος, μάλλον έτοιμος να αποχαιρετήσει ένα δεκάρικο από την εν λόγω σύνταξη υπέρ των επιτηδείων που έχουν στήσει παραμάγαζο δίπλα.
Η ουρά προχωράει αργά, πότε κάποιοι τσακώνονται ισχυριζόμενοι και οι δύο ότι έχουν το 19 (προφανώς ο ένας έχει το 61 αλλά είναι πιο πονηρός), πότε κάποιος είναι αντίκλητος δέκα διαφορετικών ατόμων και θέλει δέκα διαφορετικούς κλειδάριθμους, πότε πέφτει το σύστημα και καθόμαστε όλοι και κοιταζόμαστε περιμένοντας να ξανασηκωθεί ενώ η ουρά και η ένταση μεγαλώνουν. Σκέφτομαι ότι τις τελευταίες μέρες έχω χάσει κάμποσο χρόνο σε ουρές εφοριών, δημαρχείων, γραφείων ταυτοτήτων, ΚΕΠ και με περιμένουν άλλες ουρές στο Επιμελητήριο, τον ΟΑΕΕ, την εφορία ξανά. Ακολουθώντας μια σοφή συμβουλή που διάβασα στο διαδίκτυο, έχω ένα φάκελο γεμάτο έγγραφα, θεωρημένες υπεύθυνες δηλώσεις, φωτοτυπίες ταυτοτήτων, χαρτιά που αποδεικνύουν ότι εγώ είμαι εγώ κι όχι άλλος, βιβλιάρια του ΙΚΑ και καρτέλες ενσήμων από τον καιρό που ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν ακόμα υπαρκτός (αν και όχι και τόσο σοσιαλισμός). Χάρη σε μια παράξενη διαστροφή, ο φάκελος είναι στην τσάντα μου, αν και κανονικά δε θα πρέπει να μου χρειαστεί σήμερα.
- Εσείς για κλειδάριθμο; με ρωτάει η υπάλληλος.
Η ώρα έχει πάει δέκα σχεδόν, είμαι δύο ώρες στην ουρά και απιθώνω τον αριθμό 23 στο γκισέ.
- Για αλλαγή στοιχείων μητρώου. Δεν είμαι πλέον κάτοικος εξωτερικού.
- Πρέπει να συμπληρώσετε ένα έντυπο Μ1.
Βγάζω από το τσαντάκι μου το φάκελλο κι από κει το Μ1 συμπληρωμένο, καθώς ο καλός Θεός με φώτισε και το τύπωσα αποβραδίς κατεβάζοντάς το από το δικτυακό τόπο του υπουργείου Οικονομικών και το συμπλήρωσα για εξάσκηση, περίπου. Το υπογράφω μπροστά της και βγάζω καλού κακού κι ένα Μ7 να βρίσκεται, το οποίο λέει ότι παύω την αντίκλητό μου από αντίκλητο.
- Δε χρειάζεται Μ7. Δυστυχώς όμως δε μπορώ να σας μεταφέρω ακόμα, χρειάζεται και μια βεβαίωση για τη διεύθυνση κατοικίας σας. Αφού ήρθατε από το εξωτερικό... Κάποιο μισθωτήριο συμβόλαιο, μια βεβαίωση ιδιοκατοίκησης...
- Ζω με τους γονείς μου, λέω αμέριμνα, χωρίς να κοκκινίζω από ντροπή ο σαρανταπεντάχρονος, ενώ η μύτη μου μεγαλώνει σαν του Πινόκιο.
- Ναι, αλλά τότε πρέπει να μου φέρετε μια υπεύθυνη δήλωση του πατέρα σας...
- ...θεωρημένη από το ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής, σωστά;
- Σωστά, λέει, και με κοιτάζει με ελαφρά έκπληξη, καθώς βγάζω από το μαγικό φάκελο την υπεύθυνη δήλωση. Θεωρημένη από το ΚΕΠ. Βέβαια για «ίδρυση ατομικής επιχείρησης» στο διαμέρισμα των γονιών μου λέει, αλλά ψιλά γράμματα. Ευτυχώς την είχα βγάλει σε τέσσερα-πέντε αντίγραφα κι έχω και περίσσευμα να χρησιμοποιήσω αύριο μεθαύριο στις άλλες υπηρεσίες.
- Εντάξει, λέει, αλλά πρέπει να πάτε να βγάλετε μια φωτοτυπία και την ταυτότητά σας και μετά ελάτε πάλι να...
Ξαναβάζω το χέρι στο μαγικό φάκελλο και βγάζω τη φωτοτυπία (έχω επίσης πέντε-έξι να βρίσκονται). Βγάζω και την ταυτότητα από δίπλα για να μην της μπουν καινούργιες ιδέες. Αλλά μάλλον δεν έχει άλλες, καθώς κοιτάζει με μια ορισμένη δυσπιστία το φάκελλο που ένας Θεός ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να κρύβει εκεί μέσα και μου λέει απλώς:
- Είστε πολύ τυχερός.
Αν και δεν αντιλαμβάνομαι σε τι ακριβώς συνίσταται η τύχη μου (π.χ. που δεν μου ζήτησαν και απολυτήριο στρατού ή πιστοποιητικό εγγραφής σε νηπιαγωγείο το μακρινό 1972), κουνάω το κεφάλι με κατανόηση. Πατάει κάτι κουμπάκια και μετά είμαι πλέον κάτοικος εσωτερικού και με τη βούλα, ανήκω στη ΔΟΥ κατοικίας μπαμπά και μαμάς (όπου δήθεν ζω φιλοξενούμενος, καθότι κανείς δε σου νοικιάζει σπίτι για να το κάνεις έδρα ατομικής επιχείρησης και να μη μπορεί να σε ξεφορτωθεί μετά), και μπορώ να ξεκινήσω τις «επιχειρηματικές» μου δραστηριότητες.
Η ουρά έχει ξεχειλώσει και κατηφορίζει τις σκάλες και φτάνει στον από κάτω όροφο. Παππούδες και γιαγιάδες, γονείς και αδέλφια, αντίκλητοι μεταναστών και expats κατοίκων εξωτερικού. Κρατάνε χαρτιά, πληρεξούσια, βεβαιώσεις από πρεσβείες και προξενεία, μιλάνε για το νόμο που άλλαξε και ζητάει της Παναγιάς τα μάτια. Βγαίνω στο δρόμο, δίπλα από τα παραμάγαζα που γράφουν «αιτήσεις Taxis 10 ευρώ» και ψάχνω για κανένα καφέ. Η πόλη είναι ξύπνια, η Πατησίων είναι μποτιλιαρισμένη, μηχανάκια περνάνε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και μαυριδεροί μετανάστες (όχι expats αυτοί, όχι...) προσφέρουν καθάρισμα παμπρίτζ με απλωμένο χέρι στα φανάρια.
Πίσω στην πατρίδα.
6/7/13
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
"Η καλύτερη στιγμή για να φύγεις από την πατρίδα, είναι μόλις έχεις γυρίσει."
Αρχαίο ελληνικό, διαχρονικό ρητό
PS: μπορείς να έρθεις, όταν βγεις στη σύνταξη όξω. Τότε, εδώ θα σε κάνουν επίτιμο καθηγητή ή σύμβουλο ή διευθυντή τράπεζας ή μαέστρο ή διοικητή εφορίας...
Idom
Εκεί παρεμβαίνω εγώ για να πω ότι δέκα ευρώ για να κάνεις μια αίτηση στο διαδίκτυο είναι ληστεία
Η ληστεία, ή μάλλον η βλακεία, είναι η ηλίθια απαίτηση του κράτους να κάνουν όλοι (νέοι, γέροι, αγράμματοι κλπ) την αίτηση ηλεκτρονικά.
Όσο για την τιμή των δέκα ευρώ, φυσιολογική μου φαίνεται ― τι σου φαίνεται παράλογο;
Μου θύμισες το αθάνατο του Χάρυ Κλυν!
http://www.youtube.com/watch?v=4h4lQMCFNPE
Δημοσίευση σχολίου