Ένα οδοντόγναθο από αυτά που ήθελε να δει (αλλά δεν είδε) ο Γιαπωνέζος.
Τις προάλλες, υποδεχόμουν στο Πανεπιστήμιο που εργάζομαι ένα ζεύγος Ιαπώνων επισκεπτών, στο πόδι της εργοδότριάς μου η οποία εδώ και λίγο καιρό τύποις δεν εργάζεται πλέον στο ίδρυμα και διάγει πλέον τον επιστημονικό βίο της στο αδελφό εργαστήριο στη Λισσαβώνα. Οι επισκέπτες ήταν εγκάρδιοι και συμπαθέστατοι, και μιλούσαν σχεδόν ανθρωπινά αγγλικά οπότε μπορούσαμε κάπως να συνεννοηθούμε· είχαν και ένα παιδικό σχεδόν ενθουσιασμό για τις πεταλούδες που μεγαλώνουμε για επιστημονικούς λόγους (αν και οι ίδιες οι πεταλούδες μάλλον δεν το διασκεδάζουν και τόσο πολύ), οπότε η επίσκεψη κύλησε ευχάριστα και χωρίς περιπέτειες για όλους μας.
Βέβαια εγώ πάντα έχω μια μικρή ανησυχία με τους Απωανατολίτες και τα έθιμά τους από την εποχή που ένας Ιάπων μεγαλοπροφέσορ ευρισκόμενος σε κατάσταση αλκοολικής ευθυμίας άρχισε να μου χαϊδεύει την κοιλιά σε μια απρόοπτη διασταύρωση στο παλιό λιμάνι των Χανίων το μακρινό 2003 όπου είχαμε συμπέσει για ένα συνέδριο λεπιδοπτέρων στο παρακείμενο Κολυμπάρι. Εγώ είχα παρεξηγήσει τη χειρονομία ως ελαφρώς σαρκαστική υπενθύμιση του μεγέθους (σημαντικού, ομολογουμένως...) της κοιλιάς μου και είχα αντιδράσει κάπως απαξιωτικά. Αργότερα με διαβεβαίωσαν ότι στο ιαπωνικό body language η χειρονομία ήταν δείγμα ύψιστης τιμής, λέει, ευχή για καλοτυχία ή ευημερία (το κάνουν και στα αγάλματα του Βούδα), ατυχώς όμως ο ξεμέθυστος πλέον προφέσορ ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί από τη ντροπή του, και οι περίλυποι μαθητές του έλεγαν κουνώντας το κεφάλι ότι ο σενζέ (ο δάσκαλος) ήταν πολύ πικραμένος (και όντως δεν ξεμύτισε από το δωμάτιό του τις επόμενες μέρες, και δεν ήθελε να δει άνθρωπο).
Καθώς λοιπόν ξεναγούσα τους Ιάπωνες συναδέλφους που έβγαζαν κραυγές ενθουσιασμού μπροστά σε κάθε κανούργια πεταλούδα που αντίκρυζαν (και έχουμε κάμποσες), σκεφτόμουν τα ιαπωνικά έθιμα και την ιστορία του Κίρα Κοτσουκέ νο Σουκέ, του αχρείου διδασκάλου της εθιμοτυπίας, που αφηγείται ο Μπόρχες στην «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας». Ο αχρείος ταπείνωσε τον οικοδεσπότη του ενώ τον προετοίμαζε δήθεν για μια αυτοκρατορική επίσκεψη (ταπείνωση που εν τέλει είχε ολέθρια αποτελέσματα όχι μόνο για τον οικοδεσπότη και τους σαμουράι του αλλά και για τον ίδιο τον αχρείο διδάσκαλο εν ευθέτω χρόνω, άλλο αν εμείς το απολαμβάνουμε λογοτεχνικώς ή επωφελούμεθα ηθικώς μερικούς αιώνες αργότερα από τα πραγματικά περιστατικά).
Η ανάμνηση της επικείμενης αυτοκρατορικής επίσκεψης και των αντίστοιχων προετοιμασιών μου έφερε στο μυαλό διάφορες άλλες επισκέψεις που κατά καιρούς έχω αντιμετωπίσει στους χώρους όπου διάγω τον επαγγελματικό βίο μου τα τελευταία εικοσικάτι χρόνια. Θυμάμαι ας πούμε κάτι Υπουργούς και Γραμματείς και Φαρισαίους, που είναι οι πιο εύκολες κατηγορίες επισκεπτών βέβαια, διότι πανάσχετοι όντες με το αντικείμενο συνήθως εντυπωσιάζονται από ό,τι γυαλίζει κι όχι από ό,τι είναι στ' αλήθεια χρυσός.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι τις προετοιμασίες για μια υπουργική επίσκεψη ενός διάσημου πολιτικού στελέχους, ακόμα ολίγον πρωθυπουργήσιμου τότε (πριν καμμιά δεκαετία, άλλο αν μετά έμπλεξε με κάτι σκανταλιάρικα και τον τρέχουνε σε επιτροπές και ακροάσεις μέχρι σήμερα ως αποδιοπομπαίο τράγο, και η πολιτική του καριέρα μάλλον τερματίστηκε άδοξα πια). Όλο το Ινστιτούτο που εργαζόμουν τότε έτρεχε πανικόβλητο επί μέρες να ετοιμάσει διάφορα εφετζήδικα σκηνικά για το πόσο μεγαλοπρεπή έρευνα κάνουμε και πόσο αποτελεσματικά αξιοποιούμε το υστέρημα του ελληνικού λαού που αποδίδεται στην έρευνα, κι ο Διευθυντής μας είχε ετοιμάσει και μια ειδική αναφορά να την ενεχειρίσει στον Υπουργό για το πόσο ακόμα πρέπει να επενδύσει ο ελληνικός λαός σε εμάς ώστε να είναι ανταποδοτική η επένδυση κλπ.
Μετά ο Υπουργός ήλθε, είδε τα παραταγμένα μικροσκόπια με τα φοβερά μας παρασκευάσματα που φθόριζαν πρασινωπά (σήμερα υπάρχει και κόκκινο και μπλε και κίτρινο, αλλά το πρασινωπό ήταν φρέσκο τότε και ασορτί και με τις πεποιθήσεις του Υπουργού), έσκασε ένα «μπράβο, μπράβο» κι ύστερα έκανε μεταβολή και πήγε στον εκπρόσωπο ενός διπλανού Ινστιτούτου που ήταν προσωπικός (και κομματικός) φίλος του κι άρχισαν να σαχλαμαρίζουν για διάφορα άσχετα κάνα δεκάλεπτο ενώ ο δικός μας είχε μείνει με το υπόμνημα στο χέρι κι ύστερα έφυγαν α λα μπρατσέτα με το γείτονα χωρίς η υπουργάρα ή έστω ο οποιοσδήποτε από την κουστωδία που τον συνόδευε να καταδεχτεί να ρίξει μια ματιά στα υπέροχα εκθέματά μας και τα επεξηγηματικά πόστερ που είχαμε ξενυχτήσει να φτιάχνουμε και ο Διευθυντής μας είχε διορθώσει αυτοπροσώπως ίσαμε τριανταδύο φορές.
Αυτά βέβαια έχουν το χαβαλέ τους, αλλά εκεί που τα πράγματα είναι πιο ζόρικα είναι όταν οι επισκέπτες κάπως σκαμπάζουν και δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις με χάντρες και καθρεφτάκια (έστω φθορίζοντα ποικιλοτρόπως). Θυμάμαι ας πούμε, στον ίδιο χώρο κάποια χρόνια αργότερα, την επίσκεψη μιας επιτροπής αξιολόγησης, ή μάλλον δύο. Η πρώτη επιτροπή ήταν «εσωτερική», και υποτίθεται ήταν πρόβα για την επικείμενη «εξωτερική» επιτροπή που ήταν και η σημαντική διότι θα μοίραζε και λεφτά (κρίσιμη παράμετρος αυτή...). Δεδομένου του faux χαρακτήρα της πρώτης επίσκεψης, δεν υπήρχε ιδιαίτερο άγχος, καθότι μάλιστα οι επισκέπτες ήταν σχεδόν συγγενείς και φίλοι: βάλαμε τις άσπρες ποδίτσες που κανονικά δε φοράμε ποτέ, καθαρίσαμε τους πάγκους και τα γραφεία (κρύβοντας τα τασάκια), βάλαμε στα κομπιούτερ να τρέχουν διάφορα εφετζήδικα προγράμματα να δείχνουν ωραία χρώματα, οι πιο ενήλικοι κάνανε και κάτι παρουσιάσεις του ερευνητικού τους προγράμματος, μαζέψαμε και όλο τον κόσμο να φαινόμαστε μπούγιο, κι όλα πήγαν πρίμα.
Την «κανονική» φορά όμως το πράγμα ήταν πιο δύσκολο. Με αλλαγμένη πλέον Διεύθυνση και με πολλές από τις υποβόσκουσες εντάσεις να έχουν ξεσπάσει άγρια, η επίσκεψη των «ξένων» λειτουργούσε σα θρυαλλίδα σε ένα ήδη άσχημο κλίμα. Το πράγμα έγινε λίγο χειρότερο από το γεγονός ότι η επίσκεψη ήταν κανονισμένη για Παρασκευή, ωστόσο η επιτροπή είχε φάει όλη τη μέρα σε ένα άλλο ερευνητικό κέντρο και αποφάσισαν να αναβάλουν τη διαδικασία για το Σάββατο, ημέρα υπό κανονικές συνθήκες μη εργάσιμη (αν και πολύ συχνά εργάσιμη στις ακανόνιστες συνθήκες που ζει το επιστημονικό προλεταριάτο των μεταπτυχιακών και ενίοτε των μεταδιδακτορικών ερευνητών, όχι όμως και καταναγκαστικά).
Για κάποιο λόγο θεωρήθηκε απαραίτητο να υπάρχει ντεκόρ στη διαδικασία αξιολόγησης, έστω και Σάββατο, οπότε μας μάζεψαν βράδι Παρασκευής, μας εξόρκισαν σε ό,τι έχουμε πιο ιερό να ξαναφανούμε την επομένη για να μη μας πάρει ο διάολος, οπότε τι να κάνουμε, φορέσαμε τις άσπρες ποδίτσες κλπ., και παριστάναμε ότι κάτι ερευνούσαμε μέχρι να φανούν οι επίτροποι να μας αξιολογήσουν. Άλλος γέμιζε μπουκαλάκια, άλλος τα άδειαζε και τα έδινε στον πρώτο να τα ξαναγεμίσει, άλλος έστηνε καραούλι να δει αν έρχονται, άλλος έπαιζε πασιέντζες κι έτσι πέρασαν κάμποσες ώρες μέχρι που το απόγευμα πέρασαν για δεκατέσσερα με δεκαεφτά δευτερόλεπτα ανά εργαστήριο περιστοιχισμένοι από διάφορους μεγαλόσχημους, νυν, πρώην και επίδοξους Διευθυντές που ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του (όπου το μακρύ του ενός ήταν το κοντό του άλλου και τανάπαλιν).
Ωστόσο την πιο φαιδρή (διαχρονικά) εμπειρία «επιθεώρησης» τη χρωστάω - χωρίς να φταίει βέβαια ο ίδιος, καλή του ώρα του ανθρώπου - στον Φώτη Καφάτο. Ο ίδιος πιθανώς δεν ξέρει ποιος είμαι, αν και έχουμε συναπαντηθεί κάποιες φορές και έχουμε συζητήσει και κάποια πράγματα κατά καιρούς. Κάπως όμως το έχει φέρει η συγκυρία, ώστε τόσο οι επιβλέποντες της διατριβής μου όσο και αρκετοί από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα αργότερα επιστημονικά, υπήρξαν μαθητές ή συνεργάτες του. Χωρίς να τον έχω γνωρίσει, ο «Φώτης» ήταν σημαντική, σχεδόν μυθική μορφή στην επιστημονική καθημερινότητά μου, καθώς η κληρονομιά του, οι ιστορίες του, η (εικαζόμενη, εννοείται) γνώμη του ήταν πάντα καθοριστικές, ακόμα και εν αγνοία του.
Μια φορά πάντως θα εμφανιζόταν δια ζώσης στο εργαστήριο που εκπονούσα τη διατριβή μου, και, ενόψει της επίσκεψης, το εργαστήριο έλαμψε από καθαριότητα πρωτόγνωρη (τη ευγενή φροντίδι μερικών εθελοντών, προσφιλών μου προσώπων, που έτριψαν τα ντουλάπια με Άζαξ και σφουγγάρισαν το πάτωμα δις). Ο Φώτης μπήκε μέσα συγκινημένος ελαφρώς, καθώς ένα μέρος της επίπλωσης του χώρου ήταν δικά του πράγματα που είχε αφήσει φεύγοντας από την Αθήνα («α, αυτό είναι το έπιπλο που έβαζε η Σάρα το πικάπ») και είχαν κληροδοτηθεί ασαφώς στον Τομέα. Ύστερα κοίταξε γύρω εντυπωσιασμένος από την υποδειγματική τάξη και την ασταφτερή καθαριότητα («μα δε δουλεύει κανείς εδώ;», ρώτησε) για να αποδειχθεί για μια ακόμα φορά ότι αυτά που εντυπωσιάζουν ενδεχομένως τους Υπουργούς, δε λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε όσους ξέρουν κάτι παραπάνω για το πώς είναι στ' αλήθεια ο κόσμος (και εν προκειμένω τα εργαστήρια).
Άλλη μια φορά εμφανίστηκε στα πλαίσια κάτι εορτασμών για τα τριάντα χρόνια λειτουργίας του Τμήματος Βιολογίας της Αθήνας. Εκείνη τη φορά είχαν προσκληθεί και διάφοροι πυλώνες του κράτους και της πολιτείας από τους οποίους ουδείς θεώρησε σημαντικό να παραστεί εκτός από το συχωρεμένο το Μιχάλη Παπαγιαννάκη, ευρωβουλευτή τότε, που είχε έρθει ως φίλος φίλης μάλλον, αλλά ως ευφυής άνθρωπος απέφυγε τα πολλά ταρατατζούμ κι είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με μερικούς σημαντικούς ανθρώπους (του Φώτη περιλαμβανομένου) στις πίσω θέσεις. Μετά παρήλασαν όλοι οι επίσημοι (και πλήθος κόσμου, γονείς φοιτητών κυρίως) στα εργαστήρια όπου ντυμένοι με άσπρες ποδίτσες ευγενικοί μεταπτυχιακοί φοιτητές και μεταδιδάκτορες (μπλιαχ) επεξηγούσαν τα ντεσού της έρευνας του καθενός. Τό ίδιο βράδι γινόταν μια τιμητική συναυλία στην Παλιά Βουλή· πήρε το μάτι μου το Φώτη να σιγοτραγουδάει κάποια από τα παραδοσιακά τραγούδια που ερμήνευε η χορωδία - κι όχι μόνο τα κρητικά της καταγωγής του.
Η τρίτη «εμφάνιση» όμως ήταν η καλύτερη απ' όλες. Δεν υπήρχε καμμιά προγραμματισμένη επιθεώρηση ή επίσκεψη στο Ινστιτούτο, αλλά μια μέρα βγήκε μια βρώμα ότι μια αντιπροσωπεία από το EMBL (το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας που ο Καφάτος διηύθηνε την εποχή εκείνη) βρισκόταν στην Αθήνα, και πιθανώς να επισκεπτόταν το Κέντρο μαζί με άγνωστης ταυτότητας «υπηρεσιακούς παράγοντες». Κανείς δεν ήξερε να μας πει τι ακριβώς θα έκαναν και τι έπρεπε να κάνουμε εμείς, κάποιοι έλεγαν ότι ο Φώτης και οι συν αυτώ θα βρίσκονταν στο Διοικητήριο οσονούπω, άλλοι ότι θα πέρναγαν από το Ινστιτούτο να πουν ένα γεια στο Διευθυντή μας (παλιός συνεργάτης του Φώτη κι αυτός). Καλού-κακού η γραμμή ήταν «καθήστε όλοι στα εργαστήρια και να μη φύγει κανείς», διότι όπως ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και κανείς δεν ξέρει ποιον θα βρει γρηγορούντα και ποιον ραθυμούντα, έτσι κι εμείς δεν ξέραμε πότε και αν θα ερχόταν ο οιοσδήποτε.
Καθήσαμε λοιπόν και περιμέναμε, σε θέσεις μάχης (άσπρες ποδίτσες, εφετζήδικα προγράμματα, μπουκαλάκια να γεμίζουν κλπ.) ενώ οι μεγαλόσχημοι πήγαν και στρατοπέδευσαν στο Διοικητήριο, αλλά εγώ μετά από λίγο βαρέθηκα κι άρχισα να κάνω ένα αληθινό πείραμα, γνωρίζοντας (από την προγενέστερη εμπειρία) ότι μάλλον δε θα μασούσε από τις διάφορες μούφες ο Φώτης (και ο κάθε Φώτης με λίγο νιονιό, εδώ που τα λέμε), οπότε καλύτερα να κάναμε καμιά δουλίτσα να μην πάει η μέρα χαμένη. Με συντρόφευε από το συστεγαζόμενο εργαστήριο ο φίλος μου ο Θανάσης, παρωδώντας πρώιμο Καβάφη:
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι Καφάτοι να φθάσουν σήμερα.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να συμπληρώσω το πόνημα:
-Γιατί μέσα στο Γνωμοδοτικό μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Γνωμοδοτικοί και δεν γνωμοδοτούνε;
-Γιατί οι Καφάτοι θα φθάσουν σήμερα.
Τι γνώμες πια να δώσουν οι Γνωμοδοτικοί;
Οι Καφάτοι σαν έλθουν θα γνωμοδοτήσουν.
Στη συνέχεια δουλέψαμε μαζί λίγο ακόμα πάνω στο υπόλοιπο:
-Γιατί ο Διευθυντής μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στου Ινστιτούτου μας την πιο μεγάλη πύλη
στην πολυθρόνα επάνω, επίσημος, φορώντας και κουστούμι;
-Γιατί οι Καφάτοι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο Διευθυντής μας περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Δε θυμάμαι πια τι έλεγε παρακάτω· ίσως και να μην είχαμε παρωδήσει το σύνολο των στίχων. Η κατάληξη πάντως ήταν η αναμενόμενη, καθώς πολλές ώρες μετά δεν είχε φανεί κανείς, το σκοτάδι είχε πέσει πάνω σπό την πόλη και νέα δεν υπήρχαν, εκτός από αδημονούντες μεταπτυχιακούς και (μπλιαχ) μεταδιδάκτορες χωρίς επαφή με τη φυσική ηγεσία των εργαστηρίων. Κάποιος πήρε τηλέφωνο κάποιον από τους μεγαλόσχημους ερευνητές μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι η επίσκεψη είχε αναβληθεί ή ματαιωθεί ή ίσως δεν επίκειτο ποτέ, αλλά για κάποιο λόγο είχαν ξεχάσει να μας ενημερώσουν: πήγαν όλοι σπίτια τους θεωρώντας ότι εμείς θα το ξέραμε ήδη ή θα το είχαμε μάθει από άλλους.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα γραφεία κι εργαστήρια,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι Καφάτοι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' το EMBL,
και είπανε πως Καφάτοι πια δεν υπάρχουν.
Ο ήλιος εμφανίζεται άξαφνα ανάμεσα στο ολλανδικά σύννεφα, και οι Ιάπωνες επισκέπτες εκφράζουν άλλη μια φορά τον ανυπόκριτο ενθουσιασμό τους. Ο άρρεν της παρέας, μου δείχνει μια μικρή απόχη που κουβαλάει μαζί του· θέλει να βγουν έξω τώρα που έβγαλε ήλιο για να πάνε να μαζέψουν χρωματιστά οδοντόγναθα (κοινώς λιμπελούλες). Αλλά ο ήλιος ξανακρύβεται γρήγορα, και φυσικά και οι ολλανδικές λιμπελούλες· αντ' αυτού τους πάω να δούνε ένα συμπατριώτη τους στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, λίγο πιο πέρα. Αποχαιρετιόμαστε εγκάρδια στην είσοδο του Μουσείου, και βηματίζω γρήγορα προς τη δουλειά πριν με προφτάσει το ψιλόβροχο που όπου να 'ναι θα ξεκινήσει. Κι ύστερα μουρμουρίζω χαρωπά:
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Καφάτους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Τώρα βέβαια θα πρέπει να βρούμε τις δικές μας.
Σ.Σ. Για όσους θεραπεύουν το γνωστικό αντικείμενο της Μοριακής (και όχι μόνο) Βιολογίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο), ο «Φώτης» είναι μυθική μορφή. Καθηγητής στο Harvard σε νεαρότατη ηλικία, παράλληλα μετακληθείς στο Καποδιστριακό στη δεκαετία του '70 και αργότερα μεταξύ των ιδρυτών του ΙΤΕ και του Πανεπιστημίου Κρήτης, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EMBL) για δέκα χρόνια, και αργότερα Καθηγητής στο Imperial College στο Λονδίνο και (πρώτος) πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας μέχρι σχετικά πρόσφατα, έχει προλάβει να εκπαιδεύσει και να εμπνεύσει μια-δυο γενιές ανθρώπων που έφεραν στην Ελλάδα την έννοια της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και οδήγησαν τη χώρα ερευνητικά στον εικοστό πρώτο αιώνα (παρά τις άοκνες, κατά τη γνώμη μου, προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων να τη γυρίσουν πίσω στο δέκατο ένατο).
Προσωπικά είμαι αρκετά μεταγενέστερος στο χώρο, αλλά έχοντας δουλέψει και συνυπάρξει επί χρόνια με «μαθητές» του Φώτη (στο Αθήνησι και το Δημόκριτο, αλλά και αργότερα στην Κρήτη) είχα ακούσει από σπόντα δεκάδες ιστορίες και ανέκδοτα με πρωταγωνιστή τον ίδιο, και ο άνθρωπος μου φαινόταν εκπληκτικά οικείος. Φυσικά ήταν τεράστια φυσιογνωμία για το χώρο, καθώς το επιστημονικό του μέγεθος ξεπερνούσε κατά πολύ τις παραστάσεις των περισσότερων από εμάς, και ο κοσμοπολιτισμός του βρισκόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη μάλλον επαρχιώτικη εν πολλοίς νοοτροπία ικανού μέρους του πανεπιστημιακού ή ερευνητικού προσωπικού που μπορούσε κανείς να συναντήσει τα χρόνια αυτά.
Μαθαίνω ότι έχει μάλλον αποσυρθεί πια από τα δημόσια πράγματα· δε φαντάζομαι να διαβάσει ποτέ αυτό το κείμενο αλλά διατηρώ την ελπίδα ότι αν κάποτε υποπέσει στην αντιληψή του θα αντιληφθεί το χιούμορ της αφήγησης και δεν θα θεωρήσει ότι τον απεκάλεσα βάρβαρο ή τίποτα τέτοιο. Το ίδιο φαντάζομαι θα αντιληφθούν και οι πολυπληθείς συνάδελφοι που με διαβάζουν (και οι τρεις), μην τυχόν γίνει καμμιά παρεξήγηση. Για τη Γεωργία που επίσης με διαβάζει και με διαφημίζει κιόλας δεν ανησυχώ, σπίρτο είναι, θα καταλάβει μια χαρά.
Ο πρώιμος Καβάφης που παρωδείται είναι βέβαια το πασίγνωστο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του 1898 (άμα το βρω πολυτονικό θα βάλω και λινκ).
Α, ναι, τη φωτογραφία του οδοντόγναθου στην κορυφή την τράβηξα το 2007 στην Ικαρία σε μια εκδρομή που κάναμε με το Θανάση - δεν βρήκα άλλη καλύτερη εικονογράφηση. Ο Ιάπων επισκέπτης μου εξήγησε ότι το κόκκινο είναι το αρσενικό (τα θηλυκά του συγκεκριμένου είδους είναι γαλαζοπράσινα). Όσο ζει κανείς μαθαίνει.
6 σχόλια:
Ο ένας εκ των τριών επικροτεί.
Καλά, ας μην ήταν ο Κίρα-Κοτσουκέ Νο Σουκέ, και θα βλέπαμε αν θα επικροτούσε...
Πολύ ωραίο και άκρως οικείο!
Έχω κάτσει με την κολαριστή άσπρη ποδίτσα μου πολλές ώρες περιμένοντας Λόρδους (Αγγλίας, μην παρεξηγηθώ), αθλητικούς παράγοντες, άγνωστους σε μένα τηλεοπτικούς αστέρες και φιλάνθρωπους πλούσιους (με εκεντρικές κάλτσες).... Αξίζει και μόνο για να βλέπεις τον πανικό και το άγχος των αφεντικών.!
親愛なる、
シャツは汚れや縮退胃腸炎でした。
そうでなければ、私は背中をこすってうれしいが、私は手袋を着用する。
Με αιφνιδίασες Ροβυθε. Από τα κείμενά σου αναδύεται η εικόνα ενός ευαίσθητου και καλλιεργημένου ανθρώπου με πνευματικές ανησυχίες. Είχα υποθέσει ότι έχεις μια αδυναμία στον Μπόρχες και επίσης ότι η ποίηση δεν σε άφηνε αδιάφορο.
Καταλαβαίνεις λοιπόν την έκπληξή αλλά και την απογοήτευση μου όταν διαπιστώνω ότι στο περιθώριο της εξαίρετης επιστημονικής σου εργασίας,έστω και κάτω από την πίεση των γεγονότων, επέτρεψες ταπεινά ένστικτα να εμφιλοχωρήσουν στις σκέψεις αλλά και στις πράξεις σου, παρωδώντας τους στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού! Η θλίψη μου μεγαλώνει διότι αντί να αναστοχαστείς την νεανική σου αμετροέπεια εντούτοις περιγράφεις το συμβάν χωρίς ίχνος μεταμέλειας.
Αναμένω, έστω και καθυστερημένα, να κάνεις την αυτοκριτική σου και να παραδοθείς οικειοθελώς στην αυστηρή κρίση των αναγνωστών σου!!
@και καλά "Ιάπωνα" σχολιογράφο: ξαναπροσπαθήστε, το google translate βγάζει περίεργες μεταφράσεις - δοκιμάστε κατευθείαν στα αγγλικά, ίσως.
@qed: πρέπει να είναι κανείς Αλεξανδρινός ο ίδιος (έστω και 2ης γενιάς) και να έχει μεγαλώσει ακούγοντας το "Περιμένοντας τους βαρβάρους" ως νανούρισμα για να αισθανθεί απογοήτευση σαν αυτή που περιγράφετε.
Προφανώς και έχω παραδοθεί στην αυστηρή κρίση (peer review) των συναδέλφων-αναγνωστών, και όπως είδατε ήδη ο ένας reviewer επικροτεί, η δεύτερη ομοίως, όσο για τον τρίτο, αναμένω κάτι σε κατανοητή γλώσσα. Θεωρώ όμως ότι το ποίημα μπορεί να δημοσιευτεί as is. Ήδη τα έχουμε βρει με την editor, άλλωστε.
Οι αναγνώστες όπως εσείς από άλλα επιστημονικά πεδία, δεν είναι επαρκώς κατηρτισμένοι. Λυπούμεθα.
(Άμα δεν έχεις φορέσει άσπρη ποδίτσα, δε μετράει, αγαπητέ.)
Δημοσίευση σχολίου