... και όλα σε πολύ καλές τιμές. Η παρέα του Ισοβίτη, ο Μοντεχρήστος (όχι ο κόμης), μάλλον ανήκει στο είδος Rattus rattus (αν και με κάποιες ιδιαιτερότητες). Η δικιά μας είναι Mus musculus, φαντάζομαι.
Ισοβίτης δεν είμαι, αλλά καμμιά φορά μια ορισμένη αίσθηση εγκλεισμού την έχω. Ας πούμε τα ολλανδικά βράδια που βρέχει (και βρέχει συχνά) και δε λέει να βγεις έξω, είναι φορές που με όλες του τις ανέσεις το διαμέρισμα μοιάζει κάπως στενάχωρο. Είναι και η πόλη κάπως εσωστρεφής, έντεκα το βράδι δεν κινείται φύλλο και όλοι είναι στα κρεβάτια τους ή στην τηλεόραση το πολύ, κι εγώ χαλβαδιάζω στο διαδίκτυο με ανοιχτά όλα τα σκάιπ και τα φέισμπουκ μήπως φανεί κανείς ακόμα online, αφού έχω περάσει ένα δίωρο διαβάζοντας αθλητικά, οικονομικά και ιστολόγια (μ' αυτή τη σειρά) και συζητώντας, αδιέξοδα μάλλον, για το αν η οικονομική κρίση είναι προϊόν κάποιας τερατώδους συνωμοσίας ή αν είναι απόρροια της αδηφάγου φύσης του καπιταλισμού κλπ, κλπ.
Προφανώς άκρη δε βγαίνει, αλλά πάνω στην ώρα εμφανίζεται online έτερος φίλος από Ελλάδα, και ξεκινάμε μια συζήτηση που περιλαμβάνει τα νέα αμφοτέρων και παρεμπιπτόντως και ολίγη γκομενοσυζήτηση, αλλά πάνω που αρχίζει να αποκτάει σασπένς η τηλεδιάσκεψη, συλλαμβάνω με την άκρη του ματιού μου ένα κινούμενο - εκτός οθόνης - μαυριδερό αντικείμενο που βραδυπορεί χαρακτηριστικά προσπαθώντας να χωθεί κάτω από το καλαθάκι (ΙΚΕΑ παρακαλώ) που βάζω τα άπλυτα. Ρίχνω μια απαλή σπρωξιά με το πόδι στο καλαθάκι, και το αντικείμενο μετατρέπεται σε υποκείμενο, ξεμυτάει από την άλλη πλευρά και χώνεται κάτω από τον καναπέ: τέσσερα πόδια, χαρακτηριστική ουρά, τρίχες άφθονες, ένα καλοθρεμμένο οπωσδήποτε ποντικάκι που κοβει βόλτες στο σαλόνι μου.
Δεν έχω καμιά τρελή σιχασιά με τα ζώα του είδους του, αλλά δεν πετάω και απ' τη χαρά μου. Οπωσδήποτε μου προκαλεί μια έκπληξη η παρουσία του, καθώς δεν έχω εντοπίσει κάτι αντίστοιχο τους τελευταίους δεκάξι-δεκαεφτά μήνες που μένω στο σπίτι. Φυσικά, άμα μένεις σε σπίτι με ξύλινο σκελετό (με χρονολογία κατασκευής 1774) δίπλα στο κανάλι και ακριβώς κάτω από τη σκεπή, δεν πρέπει να εντυπωσιάζεσαι και φοβερά με τέτοια πράγματα. Από την άλλη, στην κουζίνα υπάρχει ένας σκασμός μάλλον έκθετα τρόφιμα και σκέφτομαι ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να είμαστε τουλάχιστον σίγουροι ότι δεν τρώμε από το ίδιο πιάτο.
Στα παιδικά μου καλοκαίρια, τα ικαριακά σπίτια που μέναμε πάντοτε είχαν τέτοια υποχρεωτική συγκατοίκηση. Στο σπίτι της γιαγιάς μου στη Ροβυθέ το πάτωμα είχε μερικές χαρακτηριστικά στρογγυλές τρύπες που ο πατέρας μου πάσχιζε να μπαλώσει όπως-όπως με κόντρα πλακέ, και ήταν εκείνα τα καλοκαίρια που για πρώτη και τελευταία φορά είχαμε κατοικίδιο, γάτα φυσικά. Αργότερα, σε ένα σπίτι που νοικιάζαμε στον Εύδηλο, είχαμε εντοπίσει κάποτε μια ποντικοοικογένεια που είχε τσαντηρώσει μέσα σε μια βαλίτσα με παλιά ρούχα. Φυσικά τα ρούχα αποτεφρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες (τα ποντίκια παραδόξως επιβίωσαν, εξόριστα βέβαια εκτός οικίας).
Θυμάμαι μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση στο Πανεπιστήμιο, όπου μια φίλη και συμφοιτήτρια ετοίμαζε αποβραδίς τα τρυβλία Petri (δηλαδή τα χαρακτηριστικά πιατάκια που γίνονται οι μικροβιολογικές καλλιέργειες) τα οποία θα χρησιμοποιούσε την επομένη μέρα στο πείραμά της, και τα έβρισκε το πρωί μισοφαγωμένα, καθώς φαίνεται ότι αυτό που είναι θρεπτικό για τα βακτήρια είναι και για τα ποντίκια (όπως έλεγε κι ένας σοφός νομπελίστας, ό,τι ισχύει για τη μύγα ισχύει και για τον άνθρωπο). Τελικά το ποντίκι συνελήφθη με φάκα μετά από μέρες φαγωμένων τρυβλίων, αλλά η ψυχοπονιάρα φίλη πήγε τη φάκα κάπου στον Υμηττό και το αμόλησε εκεί (εμείς μετά σαρκάζαμε ότι εθεάθη ποντίκι να κάνει ωτοστόπ στην Κατεχάκη με κατεύθυνση την Πανεπιστημιούπολη). Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για τα εργαστηριακά πειραματόζωα, στα οποία έχω αναφερθεί ξανά. Ήξερα και μια άλλη κοπέλα εξίσου ψυχοπονιάρα, που διέσωζε κατά σύστημα εργαστηριακά ποντίκια (αν και κατά βάθος τα αντιπαθούσε σφόδρα) και μια εποχή στο σπίτι της είχε ίσαμε τέσσερα (ένα συγκεκριμένο το κυνηγούσαμε από κουζίνα σε πλυντηρίο επί ώρες).
Προς στιγμήν σκέφτομαι να πιάσω τη σκούπα και να ξηγηθώ στον απρόσκλητο συγκάτοικο καταλλήλως, δεδομένου ότι προτιμώ να μην αναρωτιέμαι το πρωί που θα ξυπνήσω ποιος έχει πιει από το ποτήρι μου και ποιος έχει φορέσει τα παπούτσια μου. Βέβαια μετά σκέφτομαι ότι ο μυς δε θα ήρθε μόνος του, θα έχει φέρει και τους φίλους του (όχι σαν εμένα που κουβαλήθηκα στις Ολλανδίες ξυπόλητος στ' αγκάθια), οπότε ίσως πρέπει να τον παρακολουθήσω για λίγο να δω από πού μπαινοβγαίνει, κι άν υπάρχουν κι άλλοι στην παρέα. Κοιτάζω γύρω-γύρω· ατυχώς το σπίτι είναι γεμάτο κρυψώνες αν είσαι στο μεγεθός του. Ο φίλος μου με τον οποίο μιλάω στον υπολογιστή δεν έχει ταραχτεί καθόλου τόση ώρα (άλλωστε το δικό του σπίτι είναι τίγκα στις γάτες) και μου λέει χλιαρά αστειάκια με τον Ισοβίτη του Αρκά.
Και τότε κάπου ξαναθυμάμαι την αίσθηση του εγκλεισμού που λέγαμε, κι αναρωτιέμαι μήπως ο χνουδωτός μου συγκάτοικος έχει απλώς ξεπέσει εδώ πάνω (από κανένα ανοιχτό παράθυρο ας πούμε) και δυσκολεύεται να βρει το δρόμο για έξω. Δεν κάνει καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να κρυφτεί, περιφέρεται στο σαλόνι, πάει στην κουζίνα, ξανάρχεται. Ολοκληρώνω τη συνδιάλεξη μετά από πολλή ώρα· δεν τον βλέπω πλέον και αποφασίζω να μην πιάσω σκούπες και έχουμε αίματα και γελοιότητες μες στη μαύρη νύχτα. Κι αύριο μέρα είναι.
Πέφτω να κοιμηθώ, αλλά για κάποιο λόγο πετάγομαι πάνω στον κάθε ανεπαίσθητο ήχο που ακούγεται. Προσπαθώ να καταλάβω μέσα στο σκοτάδι αν άκουσα κάτι, αν το ποντίκι κάνει κάτι εκεί γύρω. Ξημερώνει κι είμαι κομμάτια από τα διαδοχικά ξυπνήματα· το ποντίκι είναι πάντως άφαντο. Φεύγω για τη δουλειά με την κρυφή ελπίδα ότι δε θα διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι μας.
Εις μάτην· επιστρέφοντας τον εντοπίζω πίσω από κάτι ταψιά (αχρησιμοποίητα για μήνες ευτυχώς). Αναρωτιέμαι αν όντως έχει χάσει το δρόμο του ή αν το βρήκε cosy το διαμέρισμα και βολεύτηκε. Πάντως αποφασίζω να τον ξεχάσω για λίγο, και ανοίγω τον υπολογιστή για να δω το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας μου έχει απαντήσει σε αυτά που τη ρωτούσα χτες: όχι, δεν είναι απαραίτητο να πληρώσω τον δημοτικό φόρο, περιλαμβάνεται στο νοίκι, πλην όμως ναι, είναι απαραίτητο να πληρώσω το ενοίκιο του Δεκεμβρίου ακόμα κι αν φύγω το Νοέμβριο, αυτό γράφει το συμβόλαιο, αυτό θα γίνει. Ας πρόσεχα· εκτός βέβαια αν βρω κάποιον άλλο να μείνει και τους απαλλάξω από τον κόπο να βρίσκουν αυτοί.
Πάνω στην ώρα ο καινούργιος μου συγκάτοικος ξεπροβάλλει κάτω από τον καναπέ. Τον κοιτάζω με ανανεωμένο ενδιαφέρον, σκεπτόμενος μήπως να πω στην ιδιοκτήτρια ότι το σπίτι μάλλον έχει βρει τον καινούργιο του ένοικο. Αλλά εκείνος από τη σκοπιά του μάλλον δε θα θέλει να μοιραστεί το νοίκι, σκέφτομαι, καθώς τον βλέπω να πηγαίνει αργά, τοίχο τοίχο, προς την κλειστή (εδώ και μήνες) τηλεόραση.
Αλλά ούτε από κει υπάρχει διέξοδος.
13/10/11
Παρεάκι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
νιααααααααου
(φιλαράκι)
Ο συγκάτοικος βγήκε τελικά από την έξοδο κινδύνου χωρίς φοβερό ζόρι και έκτοτε δεν έχει ξανακουστεί τίποτα - εικάζω ότι αρχικά είχε προσγειωθεί από τη σκεπή στο περβάζι κάποιου ανοιχτού παραθύρου και βρέθηκε ακολούθως μέσα.
Όχι, δε θα μου λείψει.
Δημοσίευση σχολίου