Πανηγύρι Ακαμάτρας, 15 Αυγούστου 2011.
Φέτος δεν πολυείχε γκρούβαλους· μάλλον κυκλοφόρησε η βρώμα ότι καταστράφηκε το φαράγγι της Χάλαρης και δεν παίζει πλέον κατασκήνωση κάτω από τα πλατάνια. Βέβαια αυτό δεν εμπόδισε μερικούς έμφοβους Καριώτες να πάρουν τα μέτρα τους, κατά το δοκούν. Έτσι, κάποιοι που θεώρησαν ότι ο γκρούβαλος ο σωστός πάει σετάκι με πωλήσεις αυτοσχέδιων κοσμημάτων και συνοδό σκύλο, έβαλαν στο πανηγύρι της Ακαμάτρας μια ταμπέλα που έγραφε: «Ικαριώτικο πανηγύρι - Όχι μικροπωλητές - Όχι σκυλιά». Κάποια στιγμή εμφανίζεται απόδημος (στην Εσπερία) Ακαματριώτης και μένει να κοιτάει εκστατικός την ταμπέλα. Τον πλησιάζει έτερος συγχωριανός και ρωτάει:
- Πώς σου φαίνεται η ταμπέλα μας;
- Ενδιαφέρουσα, δε λέω, επισημαίνει ο απόδημος, αλλά καλά οι μικροπωλητές· τα σκυλιά όμως ξέρουν να διαβάζουν;
Αγιορείτης μοναχός ικαριακής καταγωγής (ναι, υπάρχει αυτό) επισκέπτεται το νησί για πρώτη φορά μετά από 22 χρόνια. Πηγαίνει ένα μεσημέρι, περίπου δύο η ώρα, να προσκυνήσει στη Μονή της Οσίας Θεοκτίστης στην Πηγή (Αγία Λεσβία για τους ντόπιους), όπου διασταυρώνεται με διαδοχικές παρέες επισκεπτών. Τον χαιρετάνε, τους χαιρετάει, και μετά κάθεται στο υποτυπώδες καφενεδάκι μέσα στη Μονή όπου η κυρία που προσέχει το χώρο με την ανηψιά της τον κερνάνε σπιτική λεμονάδα και γλυκό του κουταλιού. Κουβεντιάζουν μεταξύ άλλων για το αν έρχονται συχνά επισκέπτες, και ο μοναχός επισημαίνει ότι συνάντησε ήδη δύο παρέες, μια Καριώτες και μια ξένοι (με την ικαριακή έννοια του όρου, δηλαδή όχι Καριώτες).
Ο συνοδός του μοναχού απορεί για το πώς ξεχώρισε ποιοι είναι οι Καριώτες και ποιοι οι ξένοι, οπότε ο μοναχός (που παρά τα τα 22 χρόνια απουσίας δεν έχει απωλέσει τα ικαριακά αντανακλαστικά του) εξηγεί το κριτήριο:
- Βρε ευλογημένε, δύο η ώρα το μεσημέρι είναι...
- Ε, και;
- Ε, όταν με χαιρέτησαν οι ξένοι μου είπαν "Καλησπέρα". Οι Καριώτες, βέβαια, "Καλημέρα".
Ο ανωτέρω μοναχός διηγείται (σε άλλη ομήγυρη) ιστορία που του διηγήθηκε προ πολλών ετών ο συχωρεμένος παπα-Νικόλας Μάζαρης από τον Εύδηλο. Ήτανε, λέει, στο χωριό παλιά ένας αρκετά ευκατάστατος αλλά και αρκετά ηλικιωμένος τύπος που είχε μείνει γεροντοπαλλήκαρο. Κάποια στιγμή άρχισε να ζαχαρώνει μια όμορφη και πεταχτή νεαρά, από φτωχή οικογένεια, και οι γονείς της το σκεφτόντουσαν σοβαρά να του τη δώσουν για προφανείς οικονομικούς λόγους (υπολογίζοντας μάλλον ότι ο τύπος δεν θα είχε και πολλά ψωμιά ακόμα, και η νεαρά κόρη με την κληρονομιά του θα είχε πιθανώς και μια δεύτερη ευκαιρία αργότερα). Οι φίλοι του γεροντομνηστήρος όμως ήγειραν σοβαρές αντιρρήσεις και προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν από αυτό το παράτολμο σχέδιο που διακινδύνευε ασφαλώς την καλή του φήμη:
- Βρε συ, είντα 'α το κάνεις το μικρό που 'α σε κερατώνει όλην την ώρα; Για δεν πέρεις καμμιά της σειράς σου που 'α σε προσέχει κιόλας;
Και ο μνηστήρ απαντούσε:
- Κάλλιο να τρώω κατσικάκι
Ο φίλος ικαριογαμβρός (κοινώς «μάζεμα») δεν είναι πολύ μεγάλος φαν της τρικυμισμένης θάλασσας, και με τα μελτέμια που είχε φέτος είναι ζήτημα αν έβρεξε το πόδι του δύο φορές όλο τον Αύγουστο. Τη μία από τις δύο πάντως τον πέτυχα στην πλατεία του Ευδήλου με μαγιώ.
- Τι έγινε, ηκολούμπησες;
- Ηκολούμπησα, απαντάει ο γαμβρός, στη Μαμακίτα.
Το όνομα της εν λόγω παραλίας μου φάνηκε παράξενο, αλλά με τις διάφορες Σεϋχέλλες και Μαλδίβες που μας έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Αναρωτήθηκα μήπως αναφερόταν στις καινοφανείς παραλίες του Καρκιναγρίου ή του Τραπάλου, αν και μου φάνηκαν υπερβολικά εξωτικοί προορισμοί, οπότε δεν κρατήθηκα και ρώτησα. Μου έδειξε την εναπομείνασα (μετά την κατασκευή της ανισόπεδης γέφυρας) μισή παραλία που λεγόταν διαχρονικά «Σπάσματα»· βρίσκεται σχεδόν μέσα στο λιμάνι του Ευδήλου και ο λιμενοβραχίονας την καλύπτει επαρκώς από το κύμα όταν φυσάει μαΐστρος (καλή ώρα), οπότε είναι προσφιλής προορισμός οικογενειών με μικρά παιδιά και των αντίστοιχων παππούδων (οι ενδιάμεσες ηλικίες πάνε αλλού).
- Και το όνομα πώς προέκυψε;
- Επειδή μαζεύονται να κολυμπήσουν όλα τα πιτσιρίκια με τις μανάδες τους και φωνάζουνε συνέχεια «Μαμά, κοίτα! Μαμά, κοίτα!»
Η παρέα κάθεται στο καφενείο του Αυγά παρά θιν' αλός και το έχει μετατρέψει σε μπαρ παραγέλλοντας ποτάκια. Μαζί με τα ποτάκια η Γεωργία φέρνει και ένα μπωλ φυστίκια. Στην προσπάθειά του να βάλει χέρι στα φυστίκια γνωστός μπλόγκερ (που είναι κάπως ευτραφής, να λέγεται...) συναντάει τη σθεναρή αντίσταση παιδιόθεν φίλης (εκπάγλου καλλονής) που απολαμβάνει το τζιν τόνικ της με πολλές φουσκάλες.
- Κάτω τα χέρια, παλιοχοντρέ. Αυτά παχαίνουν.
- Μα...
- Δεν έχει μα και ξεμά. Πρώτα θα χάσεις είκοσι κιλά και μετά θα φας φυστίκια.
Λίγη ώρα αργότερα, εκμεταλλευόμενος την παιδιόθεν φιλία τους και τα μαγικά του δάχτυλα (κι αυτό επίσης να λέγεται...), ο ευτραφής κάνει στην εκπάγλου ένα μασαζάκι-χαδάκι μαλλιών-κεφαλής που την έχει λύσει εντελώς πάνω στην πολυθρόνα σκηνοθέτη που κάθεται και την κάνει να παραληρεί από ενθουσιασμό.
- Αααααχ, αγόρι μου, άμα δεν ήταν η κρίση και είχα λεφτά θα σου έκοβα μισθό να το κάνεις αυτό.
- Μπα, λέει με προσποιητή αδιαφορία ο μπλόγκερ, δε χρειάζεται λεφτά, μπορείς να με ανταμείψεις σε είδος.
- Δηλαδή; ρωτάει κάπως αυστηρά η εκπάγλου, καθότι η παιδική φιλία τους και μερικά ακόμα πράγματα δεν αφήνουν περιθώρια για πολλά-πολλά υπονοούμενα.
Τότε ο τύπος (χαϊδεύοντας ακόμα) σκύβει στο αυτί της καλλονής και της λέει χαμηλόφωνα, ερωτικά σχεδόν:
- Φυστικάκι;
Η κοπέλα, μεγάλη φαν της Ικαρίας και εμποτισμένη με την ικαριακή νοοτροπία αν και τύποις «ξένη», αφηγείται πώς πέρασε το χειμώνα της στον Καριώτη φίλο της τον οποίο συναντάει μια φορά το χρόνο (λίγο τυχαία και λίγο εξεπίτηδες) στο Να. Μεταξύ άλλων περιπετειών διηγείται πώς έπαθε αλλεργικό σοκ κατά τη διάρκεια μια ιατρικής εξέτασης ρουτίνας και παραλίγο να τη χάσουνε (ευτυχώς ήταν μέσα σε νοσοκομείο και τη γλύτωσε). Έκπληκτος και στεναχωρημένος ο φίλος λέει διαφορα «αμάν» και «πω πωωω» και «αααα» καθώς η διήγηση εκτυλίσσεται και η φίλη περιγράφει ότι η τελευταία φράση που άκουσε πριν χάσει τις αιθήσεις της ήταν «ένα ψαλίδι, φέρτε ένα ψαλίδι».
- Και τι σκέφτηκες; ρωτάει το άκρον άωτον της κοινοτοπίας ο φίλος.
- Ε, σκέφτηκα «Όχι ρε γαμώτο, πάει το καινούργιο το πουκάμισο... Θα μου το κόψουν...».
Κάπου στο μακρινό Παπιστάν, χωρίς τυροτούρτα και μαύρα δάση...
Στην αυτοσχέδια ταβέρνα που λειτουργεί στον Αη-Σίδερο (στο Πέζι), καταφτάνουν πεινασμένοι τέσσερις εξερευνητές των Νέων Παραλιών της Δύσεως (δηλαδή του Καρκιναγρίου και του Τραπάλου). Ρωτάνε τι έχει για φαγητό και το ευγενές ζεύγος Παπιστάνων που δουλεύει την ταβέρνα απαντάει «παϊδάκια». Οι εξερευνητές ρωτάνε τι άλλο έχει και οι άνθρωποι συμπληρώνουν «τηγανιά» (εννοώντας όμως και πάλι παϊδάκια, αλλά στο τηγάνι). Ζητάνε και τηγανητές πατάτες, αλλά επειδή υπάρχει μόνο ένα μάτι για τηγάνισμα, θα πρέπει να γίνουν μετά την τηγανιά. Συνηθισμένοι στα ικαριακά χούγια, οι ατρόμητοι εξερευνητές της Δύσεως την αράζουν με σαλατούλα και μπύρες μέχρι να γίνουν τα παϊδάκια, και συζητάνε χαμηλόφωνα πως είναι τυχεροί που πρόλαβαν και έφτασαν πρώτοι και ίσως καταφέρουν να φάνε εντός τριώρου, πριν πλακώσει κανένα πλήθος από την θεατρική παράσταση που εξελίσσεται λίγο ψηλότερα, στα βράχια του Αη-Σίδερου, όπου ο γνωστός πρωτοποριακός Ικάριος σκηνοθέτης του διαδραστικού (interactive) θεάτρου Νίκος Παροίκος εξασκεί τη γνωστή στους παροικούντες τέχνη του να μεταφέρει το κοινό και το θίασο αντάμα από ραχούλα σε κορφοβούνι και τανάπαλιν (και με χιόνια και με κρύα...).
Όντως, λίγο αργότερα εμφανίζεται κλιμάκιο θεατών της παράστασης και καταλαμβάνει το (λιγοστό, οπωσδήποτε) χώρο της αυλής. Δύο κυρίες κάποιας ηλικίας, προφανώς όχι πολύ σχετικές με τους τρόπους της νήσου, απευθύνονται στη χαμογελαστή κοπέλα που προθυμοποιείται να πάρει παραγγελία, την ώρα που ο σύντροφός της κόβει παϊδάκια από ένα κρεμασμένο σφαχτάρι παραδίπλα:
- Μήπως έχετε τσηζ κέικ;
Η κοπέλα κοιτάει αμήχανα τη σκηνή κρεοπωλείου που εκτυλίσσεται στο background ενώ τα μεγάφωνα παίζουν σκυλονησιώτικα στη διαπασών και οι τέσσερις εξερευνητές τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους.
- Εεε, όχι, δεν έχουμε τσηζ κέικ, λέει στο τέλος.
Οι κυρίες κουνάνε το κεφάλι με κατανόηση, αλλά μια έκλαμψη έρχεται στη μία από τις δύο και το ξαναπροσπαθεί:
- Μπλακ φόρεστ τότε;
Σ.Σ. Ρασκό είναι το (πάλαι ποτέ) άγριο κατσίκι του βουνού. Μάζεμα αποκαλείται ενίοτε σκωπτικά ο ξένος γαμβρός ή νύφη που έχει παντρευτεί δικό μας (τέτοια τιμή...). Μαΐστρος είναι ο βορειοδυτικός άνεμος. Παπιστάνος ονομάζεται ο κάτοικος των χωριών της περιοχής του Κάβου-Πάπα στη δυτική Ικαρία (η οποία καλείται σε μια ορισμένη αργκό και Παπιστάν...). Για την ιστορία, το καλύτερο κομμάτι του μενού ήταν οι πατάτες στο τέλος.
Υ.Γ. 2013: Ενίοτε κάνει θαύματα η Παναγία η Παναφωνήτρια (νυν Βονταφωνήτρια) και οι μοναχοί του Αγίου Όρους αποκτούν πρόσβαση στο διαδίκτυο (3G κιόλας) και διαβάζουν και μπλογκς, οπότε συνεισφέρουν τις εξής διορθώσεις: Το κατσικάκι σε αντιδιαστολή με τη γεροντοκατσίκα δεν ήτο ρασκό, δηλαδή ελευθέρας βοσκής, αλλά οικόσιτο, όπως άλλωστε και η νεαρά της ιστορίας. Επίσης, είναι προφανές ότι τα παιδάκια στη Μαμακίτα ήταν αθηναϊκού ή τέλος πάντων αστικού υποβάθρου, καθότι η αυτόχθων εκδοχή θα έπρεπε να ήταν «'αμάαα, βλέπε!»
6 σχόλια:
Ωραία περνάτε στην Ικαρία! Γι' αυτό άλλωστε δεν εννοείτε να τα τινάξετε εάν δεν πατήσετε τα εκατό.
Υ.Γ. Πανηγύρι χωρίς μικροπωλητές;;;
Διάβαζα τις ιστορίες και τις άκουγα στο μυαλό μου στην καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη... Αυτή την αίσθηση μου άφηναν διαρκώς...
Έτσι...χαρούμενα, χωρίς συννεφιές και βροχάρηδες καιρούς. Καλώς ήρθες στη σφαίρα τη διαδικτυακή, ξανά.
Καλό μήνα και καλό φθινόπωρο με αναμνήσεις ηλιόλουστες...
@Αταίριαστο: Φυσικά χωρίς μικροπωλητές - είναι εντελώς άλλο το concept. Δείτε εδώ.
Δυστυχώς τα τινάζουμε πολύ νωρίτερα - και μερικοί πολύ νέοι. Μην πιστεύετε ό,τι διαβάζετε.
Αλλά ωραία περνάμε...
@gazakas: Με τιμά αφάνταστα η παρομοίωση... Φευ, δεν το "έχω", ευχαριστώ πάντως. Καλώς ήρθατε στην παρέα.
@Δρ: Περίμενε εσύ, θα σε φτιάξω...
Α, Β. επιτέλους γύρισες, πάνω που με νικούσε η απελπισιά!
Ενάμιση μήνα που έλειπες, έμπαινα στο ιστολόγιο (σου) πρωί, μεσημέρι και βράδυ, πριν και μετά το φαγητό αλλά εις μάτην.
Έπηξα να διαβάζω τις παλιές σου αναρτήσεις (ως πλασέμπο).
Λοιπόν, γουέλκαμ μπακ, εύχομαι καλές εμπνεύσεις, οξεία ματιά και νηφάλια κρίση, για να ανθίσει και φέτος η Ροβυθέ.
Idom
@ Gazaka!
Εμένα μού θύμιζε Κολοκοτρώνη...
Πάντως, γενικά, μην τού λέμε τέτοια - να τα λέμε μεταξύ μας - γιατί θα γίνει σαν τον Σταύρο τον κυρ Σταύρο τον αφέντη τσουτσουλομύτη!
:-))
Idom
Δημοσίευση σχολίου