αλλά αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία
Δ. Δημητριάδης
Τρομακτικό καλοκαίρι, τρομακτικές οι αλλαγές, αφανείς ή φανερές. Οι άνθρωποι διεκδικούν απελπισμένοι ό,τι η διαφήμιση της ευτυχίας τους υπόσχεται, λίγες ανέφελες δηλαδή διακοπές, ένα ταξίδι που θα ισοφαρίσει όλα τα προηγούμενα κακά, έναν άνθρωπο που θα έχει όλες τις αρετές των lifestyle περιοδικών και καμιά, ανθρώπινη, αδυναμία, μια ευκαιρία να ξεφύγουν από την εγκλωβισμένη ζωή τους, τον παγιδευμένο τους εαυτό. Ο Αύγουστος καθίσταται έτσι ένας περιφραγμένος ιδιωτικός παράδεισος, στον οποίο ο καθένας θέλει να τρυπώσει. Έστω για λίγο. Φυγή, απόδραση, απομάκρυνση, άγονη γραμμή, κατασκευή του «εξωτικού», αντικατοπτρισμός του μακρινού ορίζοντα που παρασύρει και ελευθερώνει. Προσωπικά, κάνω τον Αύγουστο τις σκέψεις ή τους απολογισμούς που οι άλλοι πραγματοποιούν την Πρωτοχρονιά. Αυτόν το μήνα είναι όλες μου οι επέτειοι, οι επιτυχίες και οι ήττες. Αύγουστο κλαίω τους νεκρούς μου. Αύγουστο αποφασίζω ν’ αλλάξω, κι όσο πιο σοφός, δηλαδή πιο μεγάλος γίνομαι, συνειδητοποιώ ακόμα πιο βαθιά πόσο ανώφελες είναι όλες αυτές οι αλλαγές. Είμαστε οι επιθυμίες και οι αδυναμίες μας, είμαστε οι κερδισμένες στιγμές που όμως κάποτε θα πληρωθούν με το παραπάνω, είμαστε κάτι χαρακωμένοι ανάποδοι καθρέφτες, μάσκες πληγωμένες, ατελείς υποκριτές που οφείλουν, πάντως, να υποδυθούν τέλειους ρόλους. Κι οι αγάπες μας πάντα αρχίζουν και τελειώνουν τον Αύγουστο, την εποχή των ορίων που παραβιάζονται και του κρεσέντο που διεκδικεί για μια στιγμή και μόνη την ένταση της αιωνιότητας. Μισές οι χαρές, κολοβές οι λύπες, εφόσον το κακό σέρνεται υπόγειο και ανεξέλεγκτο. Κάθε φορά που τολμάς να δεις έξω απ’ το καβούκι σου, το home-castle του χειμώνα, το σκάφανδρο των διακοπών το καλοκαίρι, ο τρόμος του πραγματικού σε συντρίβει. Στις κοινωνίες των μαζικών ατομισμών η ζωή η ίδια είναι πρόβλημα μέγα, γι’ αυτό και επισημοποιούνται τα λογής υποκατάστατα. Οι μοναξιές βαφτίζονται σχέσεις, οι ευκαιριακές συνευρέσεις δύο φιδιών κάτω απ’ το ίδιο ξερολίθαρο οικογένειες, τα παραισθητικά παιχνίδια που δημιουργεί ο κάθετος ήλιος όταν φωτίζει έκκεντρα τα πρόσωπα έρωτες, κ.ο.κ. Μεγαλωμένοι με μελό και happy end και με πάθη τόσης διάρκειας όση χωράει ένα σήριαλ, καταθλιβόμαστε αθεράπευτα όταν βλέπουμε πόσο άσχημη είναι η ζωή όταν την ομορφιά την ψάχνεις σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, κάπου πέρα μακριά κι όχι σε όσα εσωτερικά πράγματα σου επιτρέπουν να την δικαιούσαι. Άνθρωποι σε δίπολα, σε τρίγωνα, σε ασύμπτωτες ευθείες, σε φαύλους κύκλους, υποκρίνονται πως αγαπάνε χαζεύοντας απλώς τον καθρέφτη τους, και τότε η ίδια τους η εικόνα ετοιμάζεται να τους κατασπαράξει.
Να τι είναι η τηλεόραση: Το απορροφητικό γυαλί που μας προστατεύει από την αδήριτη πραγματικότητα και, κυρίως, από την αναπόφευκτη έκλειψή της. Κοιτάμε μέσα απ’ αυτό σαν από δίχτυ ασφαλείας και προσομοιώνουμε τις όποιες απόψεις μας για τα πράγματα που μας βομβαρδίζουν σύμφωνα με τα μέτρια μέτρα και τα υπονομευμένα σταθμά της. Η εξάρτηση όλων από το ληθαργικό γυάλινο μάτι της δεν είναι απλώς μια παραδοχή αδυναμίας. Είναι η «ζώνη αγνότητας» που επιτηρεί τις δυτικές, κυρίως, κοινωνίες ώστε να μην έλθουν σ’ επαφή με τον αληθινό κόσμο και τα προβλήματά του. Τη σκηνοθεσία της απάτης ανέλαβαν όσοι νέμονται της εξουσία των ΜΜΕ. Μια δράκα πολιτικοοικονομικών συμφερόντων που αφορούν σ’ όλο τον πλανήτη, που τον χειραγωγούν και τον εξανδραποδίζουν. Κι ας μην ξεχνάμε: ο «ολόκληρος κόσμος» αρχίζει πάντα απ’ τον διπλανό μας. Από τον ξένο του πεζοδρομίου που αγνοήσαμε, αγνοώντας κυρίως πόσο ξένοι είμαστε όλοι μας σ’ έναν αφιλόξενο κόσμο. Δος μοι τούτον τον ξένον, ζωντανό όμως, έστω κι αν είναι ρυπαρός ή πληγιασμένος, κι όχι το αποστειρωμένο είδωλο της θλίψης μέσα από τη μικρή οθόνη (δες, Λάμπρου Καμπερίδη, «Δος μοι τούτον τον ξένον», Ίνδικτος 2006, στην εύγλωττη σειρά «Εκτός Συνόρων»).
Εμπρός μου κινείται αργά ένας ταξιτζής, το γνωστό μπαφιασμένο οδήγημα και το χέρι να κρέμεται έξω. Τον προσπερνάω βιαστικά και με κοιτάει σαν να μου λέει «εσύ πας κάπου, εγώ πουθενά». Λίγο πιο κάτω νεαρός οδηγεί μηχανή μεγάλου κυβισμού και μιλάει στο κινητό. Τον παρακολουθώ όσο μπορώ να ελίσσεται ταχύτατα ανάμεσα στις λωρίδες. Σαν να με κατάλαβε, χάνεται στην ανηφοριά με μια θριαμβευτική σούζα. Στα ρείθρα των πεζοδρομίων, στα διαχωριστικά των λεωφόρων, στα κάγκελα των δρόμων πληθαίνουν τα καρφιτσωμένα μπουκέτα in memoriam. Ο βλακώδης, ο άδικος θάνατος χιλιάδων (!) ανθρώπων, κυρίως νέων, έχει καταντήσει ο εθνικός μας παροξυσμός. Τα λύτρα της ευμάρειας και της ανίας. Ναρκωτικά και τροχαία, η θλιβερή μας πρωτιά. Πολύστροφα αυτοκινητάκια και μηχανές enduro διακοσμούν, αναποδογυρισμένα, σαν τεράστιες κατσαρίδες που τις έλιωσε ελέφαντας, κυρίως την παραλιακή, κυρίως τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Στανική, καθ’ υπαγόρευσιν, τυποποιημένη διασκέδαση και ο ανάλογος φόρος της. Και μη μου πείτε τις ανοησίες περί αστυνόμευσης, μέτρων, ανάλγητης πολιτείας και τα ρέστα. Σε κάθε ηλίθιο ή κτηνώδη φόνο οπουδήποτε στον πλανήτη είμαστε όλοι ανεξαιρέτως παρόντες· θύματα μαζί και θύτες. Απωθήσαμε τον ορθό λόγο, καταπνίξαμε το ένστικτο, κάναμε αλγόριθμο το συναίσθημα και κουρελού τη συλλογικότητα. Ιδού τα επίχειρα των επιτευγμάτων μας. Κάθε Αύγουστο κηδεύω τον νεκρό που σκότωνα έναν ολόκληρο χρόνο πριν. Μην περιμένετε λοιπόν χαρούλες.
Μάνος Στεφανίδης – Γυάλινο Μάτι
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (τηλεοπτικό ένθετο ON-OFF), Αύγουστος 2006
Σ.Σ. Από τον καιρό που γράφτηκε το κείμενο κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, τα λύτρα της ευμάρειας και της ανίας πληρώνονται πανάκριβα, ο κ. Στεφανίδης απολύθηκε από την εφημερίδα (και άλλοι πολλοί αργότερα), συνολικά ο έντυπος λόγος συρρικνώθηκε και παρόμοια κείμενα σπανίζουν στα τηλεοπτικά ένθετα, σαν ταξιτζήδες στους δρόμους της Αθήνας από ό,τι μου λένε οι φίλοι μου από την Ελλάδα για τούτον εδώ τον Αύγουστο.
Οπότε όντως, μην περιμένετε χαρούλες, ούτε λόγος...
4 σχόλια:
Πολύ ωραίο κείμενο.
Και θυμήθηκα,αναπόφευκτα,τον "Αύγουστο",του Παπάζογλου.
Εκκωφαντικές αλήθειες που περιγράφονται με υπέροχη έκφραση.
Οταν συνειδητοποιείς πως ακόμα κι ο έρωτας έχει γίνει εμπόρευμα τηλεοπτικό απογοητεύεσαι.Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι να επηρεάζονται καταλυτικά απο τα αισχρά και φτηνα πρότυπα, που μας πετάνε στα μούτρα χωρίς αιδώ ;
Νιώθω σαν να έκλεισαν την ζωή μας σε κουτάκια, σε οθόνες, σε κουμπιά πληκτρολογίου, σε πλαστικές σακούλες. Ολοι όμοιοι θέλουν να μαστε. Τα όμοια. Τα θλιβερά όμοια. Μιζέρια. Να νιώθουμε, όπως πρέπει,να ντυνόμαστε όπως πρέπει, να πάμε διακοπές όπου επιβάλλεται.
βαρέθηκα να βλέπω ανθρώπους που ασπάζονται αυτό το πρότυπο ανθρώπου χωρίς αξίες, του κενού ανθρώπου...
"σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος."
Είναι Κυριακή πρωί, έξω έχει σύννεφα, οι φίλοι μου από την Ελλάδα έχουν καιρό να μου μιλήσουν, κι εγώ, μετά από αυτό το κείμενο, καθώς και μετά από αυτή την κίνηση, δεν ξέρω τι να κάνω...
Δυσκολεύομαι να περιγράψω τα συναισθήματα που μου δημιούργησε αυτό το κείμενο. Συγκλονιστικά μελαγχολικό. Να σαι καλά που το ανάρτησες.
Λ
Δημοσίευση σχολίου