Το φεγγάρι πάνω από τα καταφύγιο Ασκύφου, λίγο πριν νυχτώσει στο κέντρο του κόσμου.
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά, λέει η παροιμία, και με αφήνει με την απορία τι να εννοεί άραγε. Εμείς οι ιστιοπλόοι πάντως και στα βουνά πάμε άμα λάχει, τώρα που τα σκάφη είναι τραβηγμένα στα καρνάγια και οι ιστιοπλοϊκές δραστηριότητες περιορίζονται στο διαδίκτυο μάλλον παρά στην πραγματική ζωή. Τα μέλη του σκληρού πυρήνα της Συντρίμ τημ, ο μαλακός μανδύας που τα περιβάλλει (δηλαδή εγώ) καθώς και κάποιοι φίλοι, αφήσαμε για την ώρα τη θάλασσα και τη μαγευτική διαδρομή Ηράκλειο-Δία και τανάπαλιν προς αναζήτηση της περιπέτειας στο αφιλόξενο έδαφος των Λευκών Ορέων, και συγκεκριμένα του οροπεδίου Ασκύφου. Αφιλόξενο για τους Ηρακλειώτες της παρέας, εννοείται, καθώς η περιοχή ανήκει στο νομό Χανίων - εμείς οι ξενομπάτες ουδεμία σκασίλα έχουμε.
Το ραντεβού ήταν Σάββατο πρωί στο Αμουδάρι - φυσικά τα ικαριακά γονίδια του γράφοντος εύκολα μετέτρεψαν το πρωί σε απομεσήμερο οπότε το ραντεβού μετετέθη για το καταφύγιο που βρίσκεται σε υψόμετρο 1200 μέτρα. Για να μην υπάρχει παρεξήγηση, εννοείται ότι η ανάβαση έγινε σε 4x4 με οδηγό, οπότε από την ευχάριστη θέση του συνοδηγού είχα την ευκαιρία να σέρνω τα εξ' αμάξης (κυριολεκτικά) με αφορμή διάφορα αρχιτεκτονήματα ή συμπεριφορές που συναντούσαμε δρόμο-δρόμο. Ατυχώς κάποτε η απόλαυση τελείωσε όταν φτάσαμε στο καταφύγιο και συναντήσαμε τους καμιά τριανταριά και βάλε νομάτους που γέμιζαν τα δωμάτια και το χώρο εστίασης, με τα ωραία μπουφάν και τα ωραιότερα φλις τους. Θα ταίριαζαν πολύ καλύτερα με ασορτί αρβυλάκια, αλλά ο κανονισμός προέβλεπε ότι τα άρβυλα βγαίνουν στον προθάλαμο και αντικαθίστανται από λαστιχένια σαγιονάρα σαν αυτές που δίνουνε στο στρατό, πράγμα που αφαιρεί ένα μέρος της κομψότητας που προσδίδει η ορειβατική εξάρτυση, αλλά είναι αναμφίβολα πολύ πρακτικότερο.
Για την περίσταση είχα βάλει κι εγώ το φλισάκι μου, επιτέλους για τη χρήση που προορίζεται κανονικά και όχι για μούρη στο γραφείο. Τα υπόλοιπα συμπράγκαλα που κουβάλαγα ήταν μάλλον ιστιοπλοϊκού ενδιαφέροντος, καθώς το υποτίθεται hiking πατούμενο ήταν λίγο μόλις καλύτερο από ένα κοινό αθλητικό παπούτσι, το αντιανεμικό, ο σκούφος και το κασκώλ ήταν εμφανώς για βαπορίσια χρήση, και το τζηνάκι απλό τζηνάκι. Ο καιρός ήταν μαζί μου βέβαια, καθώς είχε ήλιο άφθονο, μηδέν χιόνι γύρω γύρω, ελάχιστο ακόμα και στις βουνοκορφές που μας περιτριγύριζαν στο μικρό οροπέδιο της Ταύρης. Άλλοι, πιο προχωρημένοι, γκρίνιαζαν - θα προτιμούσαν κανέναν καραχιονιά, μάλλον. Αλλά οι περισσότεροι φαινόντουσαν ευχαριστημένοι, και κρίνοντας από το ότι ήξερα τους μισούς περίπου υπό ιστιοπλοϊκή ιδιότητα, δεν ανησύχησα για το ενδεχόμενο να μείνω χωρίς παρέα το πρωί της επομένης που οι ορειβάτες θα σηκωνόντουσαν χαράματα να κατακτήσουν τις κορφές.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω στους αναγνώστες τους ιστολογίου ότι δεν είμαι καθόλου άνθρωπος των κάμπων: λατρεύω τα βουνά - ειδικά να κάθομαι στην παραλία και να τα κοιτάω από μακριά. Όταν αρχίζει η ανηφόρα όμως, αρχίζω να θυμάμαι ότι (για να το πω αποφατικά) ΔΕΝ είμαι ακριβώς νέος, λεπτός και γυμνασμένος, χώρια το άσθμα. Επειδή όμως τα τελευταία δυο-τρία χρόνια έχω αρχίσει και κάνω πράγματα που τα προηγούμενα τριανταεννιά είτε ανέβαλλα διαρκώς είτε δεν είχα διανοηθεί ότι θα μπορούσαν να με αφορούν, κάποια στιγμή θα έφτανε και η ώρα της ανάβασης. Φυσικά ο καθένας έχει κάποια όρια - τα δικά μου σίγουρα δεν φτάνουν πολύ ψηλότερα από τα 1200 μέτρα. Όμως κάπου βρίσκονται, και είπα να σπεύσω να τα συναντήσω.
Η συνάντηση ήταν λίγο απότομη. Μετά από μια νύχτα με φαγητό, πολύ κρασί και τραγούδι, καθώς και μια απόπειρα εκμάθησης Χανιώτη (χορός είναι αυτό) σε ανεπίδεκτους Καριώτες (ευχαριστώ, κορίτσια), οι ορειβάτες ξύπνησαν χαράματα κι έφυγαν για ψηλά. Τα συντρίμμια της νύχτας και άλλοι θαλασσινοί ξεμείναμε στα πέριξ του καταφυγίου, με αργό και τελετουργικό ξύπνημα, λουκούλλειο πρωινό, καφέ και τσιγάρο χωρίς την αστυνόμευση του οδηγού από τον ΕΟΣ Χανίων που ήταν ο άρχων του χώρου. Με κάποια έκπληξη είδα ότι "ορειβάτες" ήταν μετά βίας οι μισοί, κι από τους άλλους μισούς εγώ ήμουν ο πιο πρωινός. Κάποτε όμως και οι άλλοι μισοί αποφασίσαμε να πάμε κάπου, αρχικά προς το οροπέδιο Νιάτου και μετά στο μονοπάτι Ε4 που οδηγεί εν τέλει στη Χώρα Σφακίων. Ο σκληρός πυρήνας και οι φίλοι τους επέλεξαν αυτή τη διαδρομή, με σκοπό να κάνουν περίπου τη μισή απόσταση, γύρω στις διόμιση ώρες (κι άλλο τόσο πίσω). Ο μαλακός μανδύας δυστυχώς σφήνωσε στο σαραντάλεπτο σε μια κατηφορική χαράδρα, και αναλογιζόμενος ότι στην επιστροφή θα ήταν ανήφορος είδε τα όριά του να πλησιάζουν απειλητικά, και πριν συναντηθούν βίαια είχε ήδη κάνει μεταβολή για την επιστροφή.
Ο σοφός Νέτος το είχε προβλέψει από την παραμονή, λέγοντας ότι η "Συντριμιών ανάβαση" θα εξελισσόταν εν τέλει σε "Κάθοδο των κακο-μοιρίων" (και στο τέλος θα φωνάζουμε "θάλαττα-θάλαττα"). Με συνόδεψε μέχρι το καταφύγιο, παρηγορώντας με ενόψει του ψησίματος πανσέτας που θα ακολουθούσε. Η Μανταλένα ήρθε μαζί μας - ξεπέρασα την επαπειλούμενη κρίση άσθματος συζητώντας με τους φίλους μου για το αν είναι προτιμότερο να γίνεσαι πρώτα φίλος και ύστερα εραστής κάποιου ή το αντίστροφο (στην περίπτωση που τα κάνεις και τα δύο διαδοχικά), ένα θέμα ύψιστου ορειβατικού ενδιαφέροντος. Κουβέντα στην κουβέντα η ανάσα μου επέστρεψε, και μετά από λίγο επέστρεψαν και οι κατακτητές της κορυφής. Τσιμπήσαμε και ήπιαμε, σβήσαμε το ακοίμητο τζάκι, μαζέψαμε και σκουπίσαμε μέχρι να επιστρέψουν τα υπόλοιπα συντρίμμια. Όταν έφτασαν ρωτήσαμε μέχρι πού πήγαν.
- Μέχρι να δούμε τη θάλασσα, είπε η Κάντυ, και η προφητεία του Νέτου εκπληρώθηκε.
Φορτώσαμε τα αμάξια και αποχωρήσαμε σε φάλαγγα, εμείς μπροστά και η Μαρίστρα πίσω. Στο Αμουδάρι χωριστήκαμε, ο σκληρός πυρήνας έμεινε για ρακές κι εμείς πήραμε το δρόμο για τη Χώρα Σφακίων, περάσαμε το φαράγγι της Ίμπρου και χαζέψαμε τη Γαύδο από απέναντι. Ύστερα, όσο ήταν ακόμα μέρα περάσαμε από το Φραγκοκάστελλο, αλλά είναι νωρίς ακόμα για Δροσουλίτες. Φτάσαμε στο Ροδάκινο και είδαμε τα βράχια που κοκκίνιζαν από τον ήλιο. Λίγο πριν σουρουπώσει περάσαμε το φαράγγι Κοτσυφού (τα φαράγγια που περνάς εποχούμενος είναι πολύ ευχάριστα) κι ύστερα βγήκε ένα τεράστιο, πανέμορφο φεγγάρι που μας πήγε μέχρι το Ηράκλειο και μας άφησε απαλά στην πόρτα.
Πριν κοιμηθώ, θυμήθηκα μια ιστορία που είχα διαβάσει παλιά, για ένα γέρο Σφακιανό που έλεγε:
"Όλος ο κόσμος, είναι η Ευρώπη,
κι όλη η Ευρώπη είναι η Ελλάδα,
κι όλη η Ελλάδα είναι η Κρήτη,
κι όλη η Κρήτη είν' τα Σφακιά,
κι όλα τα Σφακιά είν' τ' Ασκύφου,
κι όλο το Ασκύφου είμαι εγώ".
Δεν συμφωνώ βέβαια, κι άλλα έξι-εφτά δισεκατομμύρια κόσμος επίσης, φαντάζομαι. Αλλά όπως έγραψα σε κάτι (αληθινούς) ορειβάτες φίλους μου από το καταφύγιο, "πλάκα έχει". Όσο έχει πλάκα και μια παρέα ιστιοπλόων σε ένα ορειβατικό καταφύγιο, κι ένας ξενομπάτης που τους ακούει μαζί με τις παγωμένες ριπές του αέρα, ρίχνοντας και μια κλεφτή ματιά στις μισοχιονισμένες πλαγιές που λάμπουν ήρεμα στο φως της πανσελήνου.
Δεν είναι το φως της πανσελήνου, αλλά είναι το λίγο χιόνι δίπλα στην κορυφογραμμή σε μια φωτογραφία που τράβηξε η Ε., (μια πραγματική ορειβάτισσα - "σκυλί", κατά τον οδηγό του ΕΟΣ Χανίων που ηγείτο της ανάβασης) όση ώρα τα συντρίμμια κάπνιζαν δίπλα στο τζάκι.
Σ.Σ.: Την ιστορία με το γέρο-Κρητικό που είναι το κέντρο του κόσμου, την πρωτοδιάβασα σε ένα βιβλίο ενός κυρίου Τ. Καλονάρου που λέγόταν "Η ευτυχία του να είσαι Έλληνας" και αντέγραφε ή παρωδούσε το βιβλίο του (γνωστού) Νίκου Δήμου "Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας" κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Κανένα από τα δύο βιβλία δεν είναι του γούστου μου. Στην Κρήτη η ιστορία αυτή είναι νομίζω γενικά γνωστή, με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους.
1/3/10
Εις το βουνό ψηλά εκεί
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Αχ, βρε Ροβιθέ!...
Από την παρούσα αλλά και τις ως τώρα αναρτήσεις σου, αντιλαμβάνομαι ότι εσένα θα σού ταίριαζε να ζήσεις σε μια χώρα:
α) επίπεδη
β) χωρίς πεύκα και άλλα φυτά που εξακοντίζουν αλλεργιογόνα
γ) με ελεύθερα και προχωρημάνα ήθη (με την καλή έννοια)
δ) με υψηλής ποιότητας ερευνητικά κέντρα
ε) κοντά σε θάλασσα και με ανθρώπους που να ενδιαφέρονται για την διαχείρηση των παραθαλάσσιων εκτάσεων
στ) με απείραχτη αλλά όχι ιδιαίτερα άγρια φύση
ζ) μάλλον όχι πολύ μακριά από την Ικαρία, αλλά ταυτόχρονα κοσμοπολίτικη - να μπορεί να σε συνδέει με τον κόσμο...
Άραγε υπάρχει τέτοια χώρα;
Μακάρι... :-)
Idom
Πρώτα φίλοι ή πρώτα εραστές;
Τι ψευδεπίγραφα διλήμματα είναι αυτά; Στις σχέσεις δεν υπάρχουν αδιέξοδα!
Ζήτω η ποικιλία!
Idom
Αγαπητέ κ. Idom,
η χώρα που περιγράφετε δε μου μοιάζει πολύ πραγματική. Μπορεί να είναι επίπεδη, αλλά το τοπίο θα διασπάται από άλλα ανθρώπων έργα π.χ. ανεμόμυλους. Ακόμα κι αν δεν έχει πεύκα (στα οποία δεν είμαι αλλεργικός, παρεμπιπτόντως) σίγουρα θα έχει άλλα άνθη (π.χ. τουλίπες) που τρέχα γύρευε τι γύρεις βγάζουν. Τα ελεύθερα και προχωρημένα ήθη δεν πάνε με τη χώρα αλλά με τον άνθρωπο - εγώ δεν είμαι και πολύ προχώ. Υψηλής ποιότητας ερευνητικά κέντρα έχει σε πολλά μέρη του κόσμου - μέχρι και στην Κρήτη. Το θέμα είναι να βρούμε την κατάλληλη δουλειά για μας, που να συνδυάζει αυτά που ξέρουμε με αυτά που θέλουμε (π.χ. πεταλούδες). Κοντά στη θάλασσα καλά είναι, αλλά συνολικά το υδάτινο στοιχείο είναι σημαντικό, για φανταστείτε να έχει και ποτάμια, κανάλια, φράγματα... Απείραχτη φύση δεν ξέρω αν υπάρχει πουθενά πια (εκτός Αμαζονίου ίσως), αλλά αν είναι πειραγμένη με κάποιο σεβασμό... αν π.χ. οι πόλεις είναι φιλικές, οι μετακινήσεις οικολογικές, με τραίνα, πολδήλατα κλπ. Αν πάλι θες να συνδέεσαι με τον κόσμο, πήγαινε μείνε δίπλα σε κάνα μεγάλο αεροδρόμιο, σε καμιά πολυεθνική χώρα, σταυροδρόμι πολιτισμών. Αλλά θα είναι μακριά από την Ικαρία, σε κάθε περίπτωση...
Όχι, δε νομίζω να υπάρχουν τέτοιες χώρες... Αλλά αν προκύψουν θα σας ενημερώσω...
Όσο για τα διλήμματα, είναι όντως ψευδεπίγραφα, αυστηρώς χρονολογικό είναι το πρόβλημα... Αλλά μη λέτε ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στις σχέσεις, φωτιά θα πέσει να μας κάψει...
....πελαγοδρόμησα.....στην Κρήτη....με όπλο τη φαντασία....
μα πέρασαν χρόνια πολλά...
.....και βρέθηκα....κοντά της.....
η εικόνα της παιδικής ψυχής....αλαργεύει....που και που ......ματώνει....άλλαξε...η εικόνα......με τα χρόνια....στο κράτει οι μηχανές ..και η ψυχή....κάτι ακόμη...από την παιδική φαντασία...να κρατά.....σαν θησαυρό....
......''σε ψηλό βουνό'' [ριζίτικο]
..σε ψηλό βουνό ..σε ριζιμιό χαράκι..κάθεται ν΄αητός βρεμμένος χιονισμένος, ο καημένος..και παρακαλεί τον ήλιο ν΄ανατείλει..
-..'ηλιε, ανάτειλε.
-..ήλιε , λάψε και δόσμου.
..για να λύσουνε τα χιόνια απ' τα φτερά μου..και τα κρούσταλλα απ' τα' ακράνυχά μου.
....να είστε καλά.
Σίρο Ρεδόνδο.
Δημοσίευση σχολίου