ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


25/11/09

Κλυταιμνήστρα

Η Κλυταιμνήστρα εκφράζει προς την Κασσάνδρα το γήινο και χοϊκό στοιχείο της προσωπικότητάς της.

Είχαμε δέσει ήδη κάνα δίωρο και καθόμασταν αραχτοί στην παραλία, εξουθενωμένοι από το πολύωρο ταξίδι. Η Ξανθίππη εμφανίστηκε με ανοιγμένα πανιά και προσέγγισε το λιμανάκι της Ηρακλειάς αργά, ψάχνοντας για αγκυροβόλιο. Είχαμε συναντηθεί ξανά το πρωί στη Σαντορίνη, αλλά εμείς περάσαμε μέσα από την καλδέρα, δίπλα από τη Θηρασιά, χωρίς στάση, ενώ εκείνοι έστριψαν προς τη Βλυχάδα για να παραλάβουν μερικούς εξτρά επιβάτες που είχαν ταξιδέψει με το ταχύπλοο από Ηράκλειο για να αποφύγουν την ολονύχτια ταλαιπωρία στα κύματα. Ύστερα συνέχισαν πίσω μας, πέρασαν την Ίο και τη Σχοινούσα, και νάτοι τώρα έτοιμοι να πλαγιοδετήσουν στην εξωτερική πλευρά της προβλήτας, καθώς μέσα ο χώρος ήταν ήδη υπερπλήρης.

Με το που πετάχτηκαν τα σκοινιά προς τις δέστρες και το σκάφος ψευτοακούμπησε με τα μπαλόνια του στο μώλο, μια γαλάζια μορφή καβάλησε τα ρέλια και όρμησε στη στεριά. Άκουσα από μακριά το Νώε να της φωνάζει "Στάσου μια στιγμή" αλλά η γαλάζια μορφή με γρήγορα αποφασιστικά βήματα απομακρύνθηκε από το σκάφος, τη θάλασσα, την προκυμαία και όλη την παραθαλάσσια ανθρωπότητα και όρμηξε προς τον οικισμό πιο αποφασιστικά από όσο ο προφήτης Ηλίας με το κουπί στην πλάτη.

"Τι έπαθε αυτή, μύγα την τσίμπησε;" αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως κοιτάζοντας προς τη Μαρίστρα η οποία έτρωγε τα νύχια της επιμελώς (λόγω πρόσφατης διακοπής καπνίσματος - αλυσιτελούς ως απεδείχθη). Η Μαρίστρα σήκωσε τους ώμους και έμεινε να κοιτάζει τη γαλάζια μορφή που πλησίαζε. Όσο πιο κοντά έφτανε, τόσο πιο αναγνωρίσιμη γινόταν, μέχρι που έγινε η Σ., γνωστή ως φάτσα (είχαμε συμπέσει σε κάποιες παρέες) αλλά άγνωστη ως ιστιοπλόος και παντελώς αγνώριστη με το συσπασμένο πρόσωπο και το κενό βλέμμα που εμφάνιζε καθώς περνούσε από δίπλα μας. Κούνησα το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού και αποπειράθηκα να ψελλίσω κάτι αλλά δεν κατάφερα και πολλά - εκείνη πέρασε σφαίρα χωρίς να κουνήσει βλέφαρο και ανέβηκε τάχιστα προς κάτι καφετέριες - εστιατόρια που δέσποζαν στον κολπίσκο.

Αποφασίσαμε να πάμε κι εμείς για καφέ. Μαζέψαμε με το Νέτο και τη Μαρίστρα αργά αργά μαγιώ και πετσέτες και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε νωχελικά (η Μαρίστρα λιγότερο νωχελικά, καθώς μασουλούσε μερικά νύχια καθ' οδόν). Μπήκαμε σε ένα από τα μαγαζιά με θέα στο λιμανάκι. Κάτσαμε σε ένα από τα τραπεζάκια με την καλύτερη θέα. Η Ξανθίππη είχε δέσει για τα καλά πια και ένας ένας οι επιβάτες της κατέβαιναν στη στεριά. Από τους δικούς μας, ο Σαρανταεφτά και ο Ίμερος είχαν πάει κοντά και κουβέντιαζαν με το Νώε και τους άλλους, χαζεύοντας και ένα θηριώδες δικάταρτο κρουαζιέρας με τούρκικη σημαία που είχε δέσει δίπλα - η κατά τα λοιπά χοντρούλα Ξανθίππη έμοιαζε καχεκτική δίπλα στο θηρίο. Η Βιντσιρέλλα λιαζόταν ακόμα στην παραλία όπως και η Κάντυ. Στο διπλανό τραπέζι εντόπισα τη Σ. την ώρα που αποτέλειωνε μια μακαρονάδα.

Ξαναπροσπάθησα το κόλπο με την κίνηση του κεφαλιού και ένα πιο ηχηρό "γεια". Αυτή τη φορά έπεσα μέσα στο οπτικό πεδίο και το πλαίσιο ενδιαφερόντων της και ο χαιρετισμός ανταποδόθηκε, μαζί με κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο. Έβγαλε ένα τσιγάρο και κοίταξε γύρω της για φωτιά. Βούτηξα τον αναπτήρα που έκρυβε ο Νέτος στην τσέπη μου για τον φόβο των Ιουδαίων και προσφέρθηκα να της το ανάψω. Τράβηξε μια λαίμαργη ρουφηξιά και με κοίταξε με ένα γεμάτο βλέμμα τώρα. Είχε μεγάλα, όμορφα μάτια, που ήθελες να σε κοιτάζουν. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο (μεγάλα, όμορφα χείλη που ήθελες να σου χαμογελάνε). Είπε "ευχαριστώ" - η φωνή της ήταν βαθειά και καθαρή.

Τη ρώτησα αν την πείραξε η θάλασσα στο σκάφος - και μόνο η αναφορά στη θάλασσα της προκάλεσε μια ανησυχία. Την παρηγόρησα ότι όλοι μας είχαμε ταλαιπωρηθεί να χτυπιόμαστε τη νύχτα στο κύμα και μόνο το πρωί που ησύχασε... Με έκοψε ότι εκείνη το πρωί μπήκε. Από Σαντορίνη. Οι τάχα-μου-δήθεν έμπειροι ιστιοπλόοι κοιταχτήκαμε με νόημα: το πρωί ο καιρός ήταν μια χαρά. Ρωτήσαμε αν είχε ξαναπάει ταξίδι - μας εξήγησε ότι ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε σκάφος. Και η τελευταία, κατά πάσα πιθανότητα, καθώς είπε ορθά-κοφτά ότι δεν θα ξανάμπαινε μέσα ο κόσμος να χαλάσει. Σιγά μην καθόταν δέκα μέρες σε εκείνο τον εφιάλτη.

Ο εφιάλτης Ξανθίππη λικνιζόταν ήρεμος και από μέσα του ξεπρόβαλλαν η Αμπιγιέζ και η Κατερίνα. Ήρθαν να συμπαρασταθούν στην κακοπαθισμένη φίλη τους και να την ψήσουν να επανακάμψει στο σκάφος - εις μάτην. Κάποια στιγμή παράτησαν την προσπάθεια και πήγαν για μπάνιο. Η Σ. έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο κι εγώ σκέφτηκα ότι πρέπει να επανέλθω στο ρόλο μου. Αλλά με τη σκέψη στο ρόλο θυμήθηκα κάτι. "Ηθοποιός δε είσαι;" ρώτησα τη Σ. καθώς πρότεινα τον αναπτήρα. Με ξανακοίταξε με εκείνο το βλέμμα. Ήτανε. Τη ρώτησα πού θα έπαιζε το επερχόμενο καλοκαίρι. Μου είπε ότι θα συνεργαζόταν με ένα θίασο (δε θυμάμαι από πού, αλλά εκτός Κρήτης) και θα ανέβαζαν Αγαμέμνονα από την Ορέστεια του Αισχύλου. Τη σκέφτηκα στη διανομή - ήταν μάλλον πάνω από την ηλικία της Ηλέκτρας ή της Ιφιγένειας ή της Κασσάνδρας. Ρώτησα αν θα ήταν στο χορό. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. "Κλυταιμνήστρα", είπε.

Της είπα ότι ο ρόλος είναι άχαρος - αυτός ο παλιοχαρακτήρας που σκοτώνει τον άντρα της για ανεβάσει στο θρόνο το γκόμενο... Τα μάτια της άστραψαν. Υπερασπίστηκε την Κλυταιμνήστρα με πάθος (που ο γελοίος της θυσίασε την κόρη για να υπηρετήσει τη μωροφιλοδοξία του, της κουβάλησε και τη γκομενίτσα από την Τροία...). Σχολίασα ότι οι χαρακτήρες είναι πολύ πιο ανεπτυγμένοι στον Ευριπίδη από ό,τι στον Αισχύλο, αλλά μου αντέταξε ότι ο Αισχύλος είναι πιο κοντά στην αρχαϊκή εποχή και στο χοϊκό στοιχείο από το οποίο οι μύθοι αυτοί προέρχονται. Ύστερα γυρίσαμε στην Κλυταιμνήστρα - μου είπε ότι η Κλυταιμνήστρα ήταν τίγκα στο γήινο και το χοϊκό που λέγαμε. Μια γυναίκα με πάθη και επιθυμίες, και με μια σκοτεινή πλευρά που πηγάζει ακριβώς από αυτά τα πάθη. Ωστόσο, είναι η πρώτη μονάρχις που βγάζει το λαό (το χορό) επί σκηνής και διαλέγεται μαζί του.

Η Μάρθα Γκράχαμ ως Κλυταιμνήστρα στην ομώνυμη παράσταση μπαλέτου της δεκαετίας του '50 που θεωρήθηκε πρότυπο φεμινιστικής ανάγνωσης του μύθου.

Σχολίασα, ελαφρώς χολερικά, ότι το αποτέλεσμα του διαλόγου ήταν η ανάρρηση στο θρόνο του γκόμενου, που προφανώς κάλυπτε τη γήινη πλευρά της Κλυταιμνήστρας και με το παραπάνω. Αντέκρουσα τη φεμινιστική ανάγνωση της Κλυταιμνήστρας ως αρχετυπικού συμβόλου με την αναφορά στην Ηλέκτρα και την Κασσάνδρα, εξίσου γυναίκες αλλά η καθεμιά σε σύγκρουση με την πρωταγωνίστρια. Συμφωνήσαμε ότι η Κασσάνδρα δεν έφταιγε σε τίποτα (αιχμάλωτη και να μην την πιστεύει άνθρωπος), αλλά μου αντέτεινε ότι η Ηλέκτρα είναι υστερική και ζηλόφθων, καθώς οπλίζει το μικρό αδελφάκι και το στέλνει να εκδικηθεί.

Διαφωνήσαμε λίγο ακόμα, μέχρι που εμφανίστηκε δεύτερο κλιμάκιο από την Ξανθίππη, με γιατρό κιόλας, και μας έκοψε. Η γιατρός εξέτασε την Σ. και τη βρήκε περδίκι (είχε φουντώσει και λίγο από την κουβέντα μας και είχε βρει το χρώμα της σχεδόν τελείως). Μετά η Σ. κατέβηκε στην παραλία για μπάνιο. Μείναμε με το Νέτο και τη Μαρίστρα που τσακωνόντουσαν για το κάπνισμα, μέχρι που κατέβηκαν κι αυτοί προς το σκάφος. Εγώ έμεινα λίγο με τη γιατρό μέχρι να πιει τον καφέ της. Όταν σηκωθήκαμε είδα παρατημένο στο δίπλα τραπέζι ένα τσαντάκι και κάτι τσιγάρα, προφανώς της Κλυταιμνήστρας. Τα μάζεψα και της τα πήγα στην παραλία - τη βρήκα κουλουριασμένη στην άμμο ως γαλάζια ωραία κοιμωμένη, γήινη και χοϊκή. Άφησα αθόρυβα τα πράγματα δίπλα της αλλά μάλλον με κατάλαβε και μουρμούρισε ένα ευχαριστώ χωρίς να ανοίξει τα μάτια.

Την άλλη μέρα ξαναβρεθήκαμε με την Ξανθίππη σε έναν άλλο κόλπο της Ηρακλειάς, λίγο νοτιότερα. Η Κλυταιμνήστρα έκανε βουτιές από το σκάφος και κολυμπούσε σα δελφίνι. Τη ρώτησα αν ειχε συμφιλιωθεί με την ιστιοπλοΐα - μου είπε ότι μάλλον τα πήγαιναν καλά σήμερα. Ύστερα πήρε μια μάσκα και ένα διχτάκι και άρχισε να μαζεύει αχινούς. Δεν την ξαναείδα.

Πρόσφατα είδα τη γιατρό στο Ηράκλειο και ρώτησα πώς πέρασαν τις υπόλοιπες ιστιοπλοϊκές τους μέρες. Μου είπε ότι είχε βρωμόκαιρο και κλείστηκαν για κάμποσες μέρες στα Κουφονήσια. Ρώτησα πώς πέρασε η Κλυταιμνήστρα με τον καιρό - η γιατρός μου έδωσε να καταλάβω ότι η κοπέλα μάλλον θα ανηφόριζε με το ίδιο αποφασιστικό βήμα με ένα κουπί στην πλάτη ψάχνοντας τον τόπο που το εν λόγω αντικείμενο θα είναι άγνωστο. Όπως ο Οδυσσέας, μετά το τέλος της περιπέτειας.

Σ.Σ. Κατεβαίνοντας στον Άδη, ο Οδυσσέας συναντάει τον μάντη Τειρεσία που του προφητεύει τι πρέπει να κάνει στο τέλος της περιπέτειας: να πάρει ένα κουπί και να αρχίσει να ανεβαίνει μέχρι να φτάσει σε έναν τόπο που οι άνθρωποι δεν θα ξέρουν τη χρήση του. Η λαϊκή παράδοση αποδίδει αυτή την ιστορία στον Προφήτη Ηλία (φυσικά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στη Παλαιά Διαθήκη), γι' αυτό τα εκκλησάκια του βρίσκονται στις κορυφές των βουνών.

Για τη βόλτα στις Μικρές Κυκλάδες και τις τότε τσιγαροεμμονές της Μαρίστρας (τώρα το ξανάρχισε και βρήκε την υγειά της) έχω γράψει ήδη μια ανάρτηση με τίτλο Αάπη μου, λατρεία μου. Η τρέχουσα ιστορία διαδραματίζεται εν παραλλήλω, όπως τόσα και τόσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: