Η θλίψη του φθινοπώρου εμφανίζεται όταν ακόμη όλα μοιάζουν καλοκαίρι. Τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου. Κορυφώνεται τον Οκτώβριο και μετά ατονεί βαθμιαία. Όσα στερεότυπα λέγονται, πως αυτή η θλίψη σχετίζεται με τη συννεφιά, τα γυμνά κλαδιά και τα πεσμένα φύλλα, πολύ λίγο ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Γύρω στο θερινό ηλιοστάσιο, ανάμεσα στο θερισμό και στη σπορά, βλέπουμε την έναρξη της νέας χρονιάς. Οι γυαλιστεροί ημεροδείκτες μπορεί να κάνουν άλλες σημειώσεις, όμως το σώμα και η ψυχή μας παραμένουν σταθερά και μυστικά στα αρχέγονα ημερολόγια. Κάπου εκεί, τον Σεπτέμβριο, δημιουργείται μια χαραμάδα ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Το κουλουριασμένο φίδι του χρόνου χαλαρώνει για λίγο τα δόντια και παίρνει μια ανάσα προτού ξαναπιάσει την ουρά του. Η θλίψη του φθινοπώρου είναι κάτι σαν το ταρακούνημα της ψυχής μας από αυτή την ανάσα.
Ο χρόνος μοιάζει με βασιλιά. Και οι άνθρωποι βιώνουν τα γυρίσματα του χρόνου σαν την αρχή και το τέλος μιας βασιλείας. Στην Ανατολή οι μονάρχες παραιτούνταν για μια στιγμή στο τέλος της χρονιάς και ανανέωναν την εξουσία τους με την αρχή της καινούργιας. Και στις ελληνικές πόλεις με την έναρξη κάθε νέου έτους αναδεικνύονταν οι νέοι άρχοντες.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη κοινό. Όπως συμβαίνει στη διαδοχή των βασιλιάδων, έτσι και στη διαδοχή των ετών μεσολαβεί ένα μεσοδιάστημα. Ένα μεσοδιάστημα κρίσης και διάλυσης όπου η εξουσία μένει μετέωρη και όλα είναι δυνατά και πιθανά.
Στην αρχή αυτό το μεσοδιάστημα ανταποκρινόταν σε μια πραγματική περίοδο αναταραχής που προκαλούσαν οι αγώνες για τη διεκδίκηση του θρόνου. Αργότερα, όταν επικράτησε ένα σύστημα κανονικότητας στη διαδοχή, το μεσοδιάστημα αυτό παρέμεινε και καθιερώθηκε ως πρακτική που σηματοδοτεί την τομή που επιτελεί κάθε νέα εξουσία. Έτσι οι νέοι ηγεμόνες έδιναν αμνηστία και νομιμοποιούσαν ό,τι είχε προηγηθεί της εκλογής τους, ενώ τον θάνατο του πέρση μονάρχη ακολουθούσαν πέντε ημέρες «ανομίας».
Μια παρόμοια περίοδος παρεμβαλλόταν και πριν από κάθε καινούργια χρονιά. Η γιορτή Σκίρα στην Αθήνα είναι χαρακτηριστική. Πρέπει να ήταν Ιούλιος - Αύγουστος όταν η ιέρεια της Αθηνάς και ο ιερέας του Ποσειδώνα, δηλαδή οι ιερείς των θεών-προστατών της πόλης, εγκατέλειπαν το άστυ μέσα στη ζέστη και στον ήλιο. Κρατώντας άσπρες ομπρέλες όδευαν προς το Σκίρον, έξω από την Ελευσίνα, όπου γινόταν μια γιορτή που σημαδευόταν από τη δική της «ανομία». Η καθιερωμένη τάξη είχε εορταστικά καταλυθεί. Οι άντρες έπαιζαν ζάρια αχαλίνωτα («σκιροφόρος... ο σημαίνει τον ακόλαστον και κυβευτήν»). Και οι γυναίκες βγαίνοντας από την απομόνωση του γυναικωνίτη απείχαν από τα συζυγικά τους καθήκοντα και έτρωγαν σκόρδα για να είναι απωθητικές («εν δε τοις Σκίροις τη εορτή ήσθιον σκόροδα ένεκα του απέχεσθαι αφροδισίων, ως αν μη μύρων αποπνέοιεν»).
Σήμερα δεν υπάρχουν τα Σκίρα, μεσοδιάστημα όμως γητευτικής διάλυσης υπάρχει. Αύγουστο μήνα λαός και κυβέρνηση εγκαταλείπουν την πόλη και πάνε για μπάνια. Η Βουλή συνεδριάζει μόνο με το θερινό της τμήμα. Τα δικαστήρια αργούν και προθεσμίες αναστέλλονται. Ολόκληρη η δημόσια ζωή ακολουθεί το ρυθμό της «ραστώνης». Και στις παραλίες οι άνθρωποι γδύνονται ρούχα και προκαταλήψεις. Ο μήνας Αύγουστος είναι κάτι σαν τη γιορτή Σκίρα και όλες τις γιορτές πριν από την καινούργια χρονιά. Ο Αύγουστος όμως οδηγεί σε ένα φθινόπωρο ίσως πιο πικρό από εκείνο των παλιών εποχών. Γιατί τότε οι άνθρωποι κάθε φθινόπωρο αγωνιούσαν για όσα άγνωστα θα έρχονταν στη ζωή τους. Τώρα, κάθε φθινόπωρο, οι άνθρωποι θλίβονται για τη γνωστή ζωή τους, που δεν άλλαξε. Τον Αύγουστο είχαν ελπίσει. Τον Αύγουστο τον είχαν πιστέψει πιο μαγικό.
Γιατί όπως και να ‘χει κάποια στιγμή θα σου αποκαλυφθεί η αυθεντική μαγεία του καλοκαιριού. Κάτι σαν άνωση των πάντων μέσα στο φως. Τότε αισθάνεσαι υπεράνω, δηλαδή δυνατός. Τον Σεπτέμβριο όμως μένεις αμήχανος και όλα ξαναγίνονται ίδια. Η θλίψη του φθινοπώρου δεν έχει σχέση με δέντρα και πεσμένα φύλλα. Είναι το πένθος για τη ζωή σου που δεν άλλαξες.
Ωστόσο σιγά σιγά θα αρχίσεις να αντιδράς: βάζεις καινούργιες κουρτίνες, εισπνέεις τη μυρωδιά της παρκετίνης στο πάτωμα και στα έπιπλα και μπαίνεις στο μπάνιο με αρωματικό αφρόλουτρο. Που σημαίνει πως σαν τους δερβίσηδες στροβιλίζεσαι στις γνώριμες τροχιές του οικείου και του ασφαλούς. Κάνεις τα ίδια που έκανες χθες και που θα ξανακάνεις αύριο. Και άλλωστε τι είναι η αιωνιότητα; Η ευδαιμονία να παρατηρείς μέσα από μια εκστατική απραξία τον στροβιλισμό του κόσμου.
Ακόμα μπορείς να εξορκίσεις το μέλλον: να αγοράζεις περιοδικά με κολεξιόν και να σχεδιάζεις τι θα φορέσεις, να οργανώνεις εκδρομές, να σχεδιάζεις δουλειές. Δηλαδή να δένεις το μέλλον με γραμμές, σημειώσεις, ημερολόγια.
Κατά τα λοιπά, όσα σχέδια είχες για τη ζωή σου, όσες δυνατότητες έμειναν άπραγες, όλα αυτά μπορείς να τα κάνεις ό,τι παλιά έκανες τις χρυσόμυγες που έπιανες το καλοκαίρι: να τις κλείσεις σε ένα σπιρτόκουτο και να τις βάζεις, πού και πού, στις δύσκολες στιγμές στο αφτί σου, για να ακούς τον βόμβο.
- Τι ακούς στο σπιρτόκουτο; Οι χρυσόμυγες ψόφησαν, σου είχε πει τότε ο διπλανός σου στο θρανίο.
- Το ξέρω, αλλά έτσι θα βγάλω το χειμώνα, είχες απαντήσει.
Πατρίτσια Αδαμοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 14/11/1999
1 σχόλιο:
Λευτεριά στις χρυσόμυγες!
Idom
Δημοσίευση σχολίου