ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


7/9/08

Αποχαιρετισμός


Την πρώτη φορά που άκουσα να μιλάνε για το Νικήτα πρέπει να ήταν το 1986 ή ίσως το 1987. Το πρώτο αξιοπερίεργο ήταν ότι αν και «Αθηναίος» (ως προς την ανατροφή) είχε επιλέξει να ζήσει εκείνους τους χειμώνες στο νησί της καταγωγής του, δηλαδή στην Ικαρία. Το δεύτερο ήταν ότι χρησιμοποιούσε ένα μέρος του χρόνου του για να διδάσκει στα πιτσιρίκια του Ευδήλου ιστιοπλοΐα – το είδος που μαθαίνουν εύκολα τα παιδάκια με εκείνα τα μικρά σκαφάκια που λέγονται Όπτιμιστ και Λέιζερ. Δεν ξέρω από πού είχε ξετρυπώσει τα σκαφάκια, αλλά για λίγο καιρό υπήρχε μια (ξεχασμένη σήμερα) ταμπέλα στο λιμάνι που έγραφε «Ναυταθλητικός Όμιλος Ευδήλου» ή κάτι τέτοιο. Θυμάμαι αμυδρά ένα-δυο τέτοιες βαρκούλες με τα πανάκια τους να κόβουν βόλτες μέχρι το Φλες και πάλι πίσω, όταν το επέτρεπε ο καιρός και οι διελεύσεις των επιβατικών και των φορτηγών πλοίων.

Τον γνώρισα προσωπικά ένα βράδι του Αυγούστου του ’88 μάλλον, όταν η ικαριακή του περιπέτεια είχε λάβει πλέον τέλος. Η αφορμή δόθηκε από ένα πάρτυ που ετοιμάζαμε (δηλαδή ετοίμαζε ο Πύραυλος δίνοντας διαταγές στους λοιπούς ακούσιους «εθελοντές») με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τη δημιουργία δανειστικής βιβλιοθήκης στον Εύδηλο. Ο φίλος μου ο Χρήστος, μόνιμος εθελοντής ο ίδιος, με αγγάρεψε να πάμε στις Ράχες και τον Αρμενιστή για να κολλήσουμε αφίσες που θα διαφήμιζαν το πάρτυ. Αν και είχα μια εγγενή δυσανεξία προς την αφισοκόλληση, δέχτηκα την πρόσκληση ώστε να κερδίσω σε αντιστάθμισμα τη βόλτα – φημολογείτο ότι υπήρχαν ωραία κορίτσια στις Ράχες. Την κρίσιμη ώρα ωστόσο ο φίλος δεν μπόρεσε να απαλλοτριώσει το οικογενειακό Triumph – σε αντιστάθμισμα βρεθήκαμε στον «Κίτσο», ένα αρχαιοπρεπές Fiat 127 που επιστρατεύτηκε την τελευταία στιγμή και που οδηγούσε ο Νικήτας. Είχε ορίστει εθελοντής κι αυτός χωρίς να το καταλάβει, και βρέθηκε (τριαντάρης ων, άρα «μεγάλος» για τα γούστα μας) να οδηγεί δύο μουτρωμένους ψιλοάγνωστους εικοσάχρονους που κράταγαν δύο μονάκριβες αφίσες και λίγο σελοτέιπ με προορισμό το Χριστό και τον Αρμενιστή. Δεν πτοήθηκε πάντως – μας διηγήθηκε περιστατικά από τη ζωή του με τον Κίτσο στη διάρκεια του αντίξοου ικαριακού χειμώνα, και ειδικά ένα πέρασμα φουσκωμένου χειμάρρου εντός του χωματόδρομου που πήγαινε στο Καρκινάγρι, χάρη στο οποίο ορκίστηκε να μην ξανακάνει ποτέ την ίδια διαδρομή ξεμέθυστος.

Έκτοτε χαιρετιόμασταν, χωρίς ωστόσο να κάνουμε ιδιαίτερη παρέα. Θυμάμαι πάντως ένα περιπετειώδες κοινό ταξίδι προς τον Πειραιά, τον Ιούλιο του ’91. Χώθηκα τελευταία στιγμή στο ΝΑΞΟΣ, του οποίου είχε κολλήσει ο καταπέλτης και δεν άνοιγε. Είχε βρωμόκαιρο για την εποχή – το πλοίο κουνιόταν και έτριζε άσχημα μεταξύ Ικαρίας και Μυκόνου και οι λιγοστοί επιβάτες τα χρειάστηκαν. Έκατσα μαζί με το Νικήτα που ήταν ο μόνος που ήξερα από μια παρέα αγνώστων που περιελάμβανε εκτός από τον ίδιο μια οικογένεια μάλλον. Οι άγνωστοι είχαν πανικοβληθεί παρά τις διαβεβαιώσεις του Νικήτα ότι ο καιρός ήταν τοπικός και μετά τη Μύκονο θα έστρωνε. Όταν φτάσαμε στη Σύρο, η οικογένεια εγκατέλειψε το πλοίο αφήνοντάς του τα κλειδιά του αυτοκινήτου της με την εντολή να το βγάλει στον Πειραιά – μάταια προσπαθούσε να τους πει ότι είχε ήδη να βγάλει το δικό του.

Το δεύτερο μισό του ταξιδιού ήταν σαφώς γαλήνιο και πολύ πιο ενδιαφέρον. Με ρώτησε αν ξέρω να οδηγάω (δεν ήξερα) και τον ρώτησα αν μπορούσε να με πάει σπίτι με ένα από τα δύο του πλέον αυτοκίνητα (μπορούσε). Μιλήσαμε για τα πλεονεκτήματα που είχε το κάπνισμα πίπας έναντι των τσιγάρων, μετά η κουβέντα πέρασε στο γιατί δεν ζαλιζόμασταν από τα κύματα - ο ίδιος δεν ζαλιζόταν ως έμπειρος ιστιοπλόος. Μου ανέφερε τα σχέδιά του να φτιάξει ένα καΐκι για να ψαρεύει τούνες που θα εξήγαγε στην Ιαπωνία για να γίνουν σούσι. Κάπου εκεί μπήκε στην κουβέντα ένας παρατυχών μεσήλιξ που τσίμπησε από την κουβέντα με τα σκάφη και άρχισε μια ιστιοπλοϊκή συζήτηση που κράτησε ώρες και επεκτάθηκε στη βιομηχανία εκτροφής κοτόπουλων, τα χαρίσματα των Γερμανίδων (πολλά) και τα ελαττώματά τους (πιο πολλά), την Ολυμπιακή Αεροπορία επί Ωνάση και άλλα διάφορα, μέχρι που κάπου έξω από το Σούνιο το πλοίο άρχισε να κόβει βόλτες γύρω από ένα μηχανοκίνητο cruiser που η μηχανή του δεν έπαιρνε μπρος και είχε μείνει ακυβέρνητο και προφανώς είχε εκπέμψει mayday. Σε βοήθειά του είχαν σπεύσει δύο ιστιοπλοϊκά και εμείς – ο μεσήλιξ καταφέρθηκε αποφασιστικά εναντίον της ασχετοσύνης διαφόρων νεόπλουτων που παίρνουν τα cruiser για τις γκόμενες (το τόνισε) και δε νιώθουν να βάλουν μπρος τη μηχανή. Κάπου τότε η μηχανή πήρε μπρος και το σκάφος έφυγε υπό τα θυμωμένα βλέμματα (και ορισμένα φάσκελα) των επιβατών του ΝΑΞΟΣ που είχαν χάσει μια-μιάμιση ώρα για το τίποτα. Ο μεσήλιξ κορδώθηκε όλο ικανοποίηση («βλέπετε, σας τα ‘λεγα εγώ») και άρχισαν μια ακόμα ιστιοπλοϊκή συζήτηση που έληξε με θερμό αποχαιρετισμό στον Πειραιά. Ο Νικήτας με πήγε σπίτι όπως μου υποσχέθηκε, με σοβαρό κίνδυνο να μείνει από βενζίνη στη μέση της παραλιακής.

Από όσο ξέρω, τα αλιευτικά του σχέδια δεν ευοδώθηκαν. Κάτι οι προστριβές με το συνεταίρο του στον οποίο κατέληξε το καΐκι, κάτι οι τούνες που εξαφανίστηκαν από το Αιγαίο πρόωρα, κάτι η οικογένεια που είχε φτιάξει στο μεταξύ, το γεγονός ήταν ότι τα σχέδια ναυάγησαν και οι επισκέψεις του πλέον σπάνιζαν ή τέλος πάντων δε συντονιζόμασταν και τόσο και τον έβλεπα αραιά και που. Αρχίσαμε να συμπίπτουμε μόνο σχετικά πρόσφατα – θυμάμαι να επιστρέφουμε ως άσχετες παρέες μισομεθυσμένοι από μια μάζωξη της ευρείας οικογένειας Μαυρογιώργη στο Δρούτσουλα (κανείς μας δεν έχει αυτό το επίθετο, αλλά πάντα υπάρχει μια αφορμή να πιεις καλό κρασί) και να σμίγουμε στην κατηφόρα ψάχνοντας τα παρκαρισμένα μας αυτοκίνητα. Κάπου τότε είπαμε (βοηθούντος και του κρασιού) ότι αφού συμπαθιόμαστε τόσο ώστε να είμαστε «παρ’ ολίγον φίλοι», θα έπρεπε να κάνουμε πιο πολύ παρέα, δεν θα έπρεπε;

Δεν ήταν και πολύ εύκολο τελικά. Βρεθήκαμε μερικές φορές (η φωτογραφία είναι από μία απ’ αυτές), πιο πολύ τυχαία παρά σχεδιασμένα. Θυμάμαι που τον είχα συναντήσει οικογενειακώς στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις του 2003, καθώς και κάτι μικροπολιτικές ψευτοκοντρίτσες με τις οποίες τον πείραζα, καθώς υποστηρίζαμε μάλλον τα ίδια πράγματα αλλά από διαφορετικές αφετηρίες. Θυμάμαι τη διαρκή μυρωδιά του καπνού της πίπας του και κάμποσες διάσπαρτες κουβέντες για την Ικαρία, για την ιστιοπλοΐα, για τον πρώτο και το δεύτερο κύκλο του σήριαλ Lost και τον τρίτο που κατέβαζε από το Διαδίκτυο και έβλεπαν οικογενειακώς. Θυμάμαι την περιγραφή ενός ταξιδιού με ένα (παρατημένο) σκάφος που τον έστειλαν να περιμαζέψει (κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ναυτικό το 1981) και πως έφτασε σε έναν ερημωμένο ναύσταθμο την επομένη των εκλογών, καθώς και την υπόσχεσή μου ότι μόλις μάθω ιστιοπλοΐα θα νοικιάσουμε ένα σκάφος μαζί για να κάνουμε βόλτες. Θυμάμαι και μια νύχτα του 2006 μάλλον, όπου συνάντησα την κόρη του στην πλατεία του Ευδήλου κατά τις δυόμιση, η οποία αναφώνησε «α, εδώ είστε;» (ο πληθυντικός με ισοπέδωσε), «θα φωνάξω το μπαμπά, είναι σπίτι και δουλεύει». Αναρωτήθηκα τι δουλειά μπορεί να κάνει κανείς καλοκαιριάτικα, μεταμεσονυκτίως, σπίτι του.

Ο Νικήτας κατέφθασε τρεις παρά τέταρτο και μου εξήγησε ότι τα τελευταία χρόνια έκανε μεταφράσεις. Ρώτησα τι μετέφραζε – μου είπε κάποιους άγνωστους σε εμένα τίτλους και συγγραφείς. Μου διευκρίνησε ότι ήταν Επιστημονική Φαντασία. Το είδος με άφηνε (και με αφήνει) αδιάφορο – ο Νικήτας αφιέρωσε κάμποσο χρόνο και επιχειρήματα στο να με πείσει για τη λογοτεχνική αξία του Ασίμωφ, του Άρθουρ Κλαρκ και της Ούρσουλα Λε Γκεν. Λίγες μέρες αργότερα κατέφθασε στην Ικαρία ο φίλος μου ο Θανάσης, μέγας θαυμαστής των παραπάνω. Τακιμιάσανε με το Νικήτα σε δευτερόλεπτα, αντάλλαξαν απόψεις και email και ο Νικήτας δεσμεύτηκε να του στείλει κάποιες αδημοσίευτες μεταφράσεις του να τις δει.

Ήταν ο Θανάσης που με ψύλλιασε κάτι μήνες αργότερα. Είχαν ανταλλάξει μερικά μηνύματα το φθινόπωρο, αλλά κάποια στιγμή η ροή σταμάτησε μονομερώς – ο Νικήτας δεν απαντούσε. Ο Θανάσης με έβαλε να το ψάξω, και ρώτησα κάποιους κοινούς γνωστούς όταν βρέθηκα στην Αθήνα (είχα αρχίσει πια να ζω στην Κρήτη). Τα νέα ήταν άσχημα – ο Νικήτας ήταν άρρωστος, πολύ άρρωστος. Ρώτησα από τι – πήρα εκείνες τις μπερδεμένες απαντήσεις που δίνουν οι άνθρωποι όταν δε θέλουν να πουν μια απευκταία λέξη.

Μετά δεν έμαθα πολλά νέα - ή τα μάθαινα σαν το «σπασμένο τηλέφωνο», ανάκατα και αποσπασματικά. Πάντως γύρω στο Πάσχα μου είπαν ότι ο Νικήτας είναι καλά και ότι το έχει ξεπεράσει. Έμεναν μόνο κάτι λεπτομέρειες, μια μικρολοίμωξη στο αναπνευστικό από άσχετη αιτία. Μόλις γινόταν καλά και απ’ αυτό θα έκανε μια μεταμόσχευση και θα συνέχιζε τη ζωή του φυσιολογικά. Κάπου τότε έκανα τα μαθήματα ιστιοπλοΐας – σκέφτηκα ότι ίσως εκείνο το παλιό σχέδιο για το ταξίδι να μην ήταν οριστικά ματαιωμένο τελικά. Το καλοκαίρι ξαναρώτησα – μου είπαν τα ίδια πράγματα που μου είχαν πει το Πάσχα. Μόνο που χρόνιζε εκείνη η λοίμωξη.

Σήμερα το πρωί τηλεφώνησε η μάνα μου από τον Εύδηλο. Ανάμεσα στα νέα της οικογένειας, τις ευχές και τις συμβουλές, μου είπε και το μαντάτο. Ο πιο καλός «παρ’ ολίγον φίλος» μου είχε σαλπάρει, οριστικά πια. Ήταν 52 χρονών.

Αντίο, φίλε. Καλό σου ταξίδι.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Λυπάμαι πάρα πολύ.

Ήταν ωραία εκείνη η βραδιά.
Ναι, θυμάμαι το σέβας που έδειχνε η κόρη του στον Β (μετέπειτα Ροβιθέ).
Και έχω τα δοκίμια που μού έστειλε.

Καλό ταξίδι.
Ας είναι καλά η γυναίκα του και η κόρη του.

Θανάσης

Ανώνυμος είπε...

Καλό ταξίδι κι από μένα...
Τα χρόνια που δεν του περίσσεψαν, ας περισσέψουν στην Ελένη και στη μικρή κι ας είναι όσο γίνεται χαρούμενα, μετά από αυτήν την πίκρα, τον καημό και τον πόνο.

Noname είπε...

Καλό ταξίδι!!
Να είστε καλά όλοι σας , φίλοι και παραλίγο φίλοι...να τον θυμάστε και γιατί όχι να συνεχίσετε το έργο του...