ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


15/1/12

Φοβού τους Δαναούς

Ένα από τα καρεδάκια στο «Ο Αστερίξ λεγεωνάριος» στα οποία αναφέρεται η επίμαχη φράση. Ο μεταφραστής ή ο επιμελητής της έκδοσης κάνει φιλότιμη προσπάθεια να καταστρέψει το νόημα μεταφράζοντας από κάτω «Φοβού τους Δανούς», οι οποίοι προφανώς με αρχηγό τον Άμλετ θα πήγαν κι αυτοί στον Τρωικό πόλεμο... (Δε φαντάζομαι να επηρεάστηκε από έναν πρώην, πλέον, πρωθυπουργό μας, που έβλεπε την Ελλάδα ως «Δανία του νότου»).

Η έννοια «βαρύς χειμώνας» δεν έχει εφευρεθεί ακόμα στην Πορτογαλία, από ό,τι φαίνεται, αλλά εξίσου δεν έχει εφευρεθεί και η έννοια «κεντρική θέρμανση» ή έστω «θέρμανση» με κάτι άλλο εκτός από τζάκι (που δεν έχουμε) ή σόμπα (ομοίως). Βέβαια κρύο αληθινό δεν κάνει (άμα έχεις περάσει τον προηγούμενο χειμώνα στην Ολλανδία σιγά μη μασήσεις άλλωστε) και σχεδόν όλες οι μέρες ως τώρα είναι ηλιόλουστες, έστω και με έναν χλωμό χειμωνιάτικο ήλιο. Ωστόσο, τα σπίτια στάζουν από την υγρασία άμα δεν τα ζεστάνεις κάπως, και το δικό μου φυσικά δεν είναι εξαίρεση, ειδικά στο παραποτάμιο ή παραθαλάσσιο Oeiras πάνω στο λοφάκι και δίπλα στο δασάκι.

Όπως ήρθα και κρυωμένος από την Ελλάδα το πράγμα ήρθε κι έδεσε, καθώς το πρώτο βράδυ στο καινούργιο σπίτι έστρωσα να κοιμηθώ σε μια κατάσταση γενικευμένης αποσύνθεσης και περίπου τρέμοντας από το κρύο. Ευτυχώς είχα προνοήσει να κουβαλήσω το πάπλωμα που προανέφερα (εδώ) από την Ελλάδα (και που στην Κρήτη το είχα σχεδόν διακοσμητικό) και κάτι σεντόνια από αυτά που ονομάζω «του σχεδίου Μάρσαλ»: κάτι αμερικάνικα που ο πατέρας μου κουβάλαγε ως ναυτικός πριν τριάντα-σαράντα χρόνια από το Κόρπους Κρίστι στο Τέξας και τη Τζάκσονβιλ στη Φλόριντα και άλλα εξωτικά μέρη, και η μάνα μου τα στοίβαζε στα πατάρια για «την προίκα των παιδιών».

Τα παιδιά μεγάλωσαν και την εν λόγω προίκα δεν την χρειάστηκαν αλλά ακόμα και με καθυστέρηση 40 ετών καλό είναι να μην πηγαίνουν χαμένα τα πράγματα· έφερα λοιπόν τα σεντονάκια στη Λισσαβώνα, ίσα για να ανακαλύψω ότι οι 54 ίντσες που γράφουν απάνω δεν αντιστοιχούν απόλυτα στα 140 εκατοστά που είναι το στρώμα μου, και η μικρή διαφορά (τρεις πόντοι περίπου) είναι επαρκής για να καταστήσει τουλάχιστον τα κατωσέντονα άχρηστα. Έβαλα λοιπόν πανωσέντονα πάνω-κάτω, άσχετα βέβαια μεταξύ τους από πλευράς σχεδίου και χρώματος αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, στρίμωξα κάνα-δυο μαξιλάρια του καναπέ σε μια μαξιλαροθήκη, τσόνταρα και το πάπλωμα και έπεσα ξερός μετά την ολονυχτία στα αεροπλάνα και την ολοήμερη ταλαιπωρία στη δουλειά βήχοντας και κουτουλώντας από τη νύστα.

Κοιμήθηκα έντεκα ώρες, αλλά ξύπνησα εξίσου παγωμένος όπως είχα πέσει. Έριξα κάμποσο ζεστό νερό πάνω μου για να επανέλθω (το μόνο ζεστό πράγμα στο σπίτι, άλλωστε), και ξαναπήγα στη δουλειά, όπου έμπλεξα για πολλές ώρες, μέχρι που ήρθε και με μάζεψε η φίλη μου η Σ. (επονομαζόμενη έκτοτε και «Αγία Σ.») που κουβάλαγε τις ενισχύσεις: μια ηλεκτρική σομπίτσα περιστρεφόμενη και κάτι κουβερτούλες και χαλάκια περίσσευμα από το σπίτι της. Μου κουβάλησε και τα δύο κιβώτια που κατέφθασαν από το Λέιντεν με κάτι επιπλέον μικροπράγματα, και με πήγε σε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίσουμε κουζινικά και παραφερνάλια. Σαν καλό κορίτσι επέμενε να πάρουμε χαριτωμένα σκεύη, σαν καλό αγόρι επέμενα ότι αρκεί να είναι χρηστικά. Διαφωνήσαμε για λίγη ώρα για μια υγρή παρκετίνη και ένα καθαριστικό επιφανειών μπάνιου-κουζίνας, και σπαταλήσαμε κάνα δεκάλεπτο για το αν θέλουμε μαξιλάρια αντιαλλεργικά, βιοδυναμικά ή απλώς οικολογικά (τη διαφορά δεν την κατάλαβα ποτέ, πάντως εν τέλει πήρα τα ακριβότερα για να μη με πει τσίπη κι αν κάποιος ξέρει τι είναι βιοδυναμικό μαξιλάρι να μου το πει να 'χω κι εγώ να λέω).

Έψαξα μάταια στα ράφια για κανένα ηλεκτρικό καλοριφέρ – βγήκαμε από το μαγαζί την ώρα που έκλεινε και σπρώχναμε το καρότσι μας χαζεύοντας ρολά να κλείνουν μπροστά μας. Κάποια στιγμή το μάτι μου εντόπισε το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου σε ένα παραδίπλα κατάστημα πίσω από ένα ημίκλειστο ρολό. Ένας σεκιουριτάς καθόταν στην πόρτα και μας κοιτούσε που κοιτούσαμε. Του έδειξα ότι θέλω να μπω. «Κλείσαμε», είπε. Μετά απευθύνθηκα σε έναν υπάλληλο παραμέσα που κατέβαζε τα διπλανά ρολά. Ένα ταμείο ήτον ανοιχτό, με έναν πελάτη να πληρώνει. Ο υπάλληλος μου έδειξε το σεκιουριτά: «ό,τι σου πει».

«Τι κρίμα», είπε η Αγία Σ. «Κλείσανε και τώρα δε μπορώ να ξανάρθω πριν την Κυριακή». Σκέφτηκα τον εαυτό μου να παγώνει για μέρες, καθώς εμφανώς δε μπορούσα να κουβαλήσω τη γκουμούτσα άνευ οχήματος ακόμα κι αν έσκαγα πρώτος-πρώτος το χάραμα. Απευθύνθηκα ξανά στο σεκιουριτά, αυτή τη φορά με το πιο παρακαλετικό πορτογαλικό ύφος που μπορούσα να πάρω. Κούναγα χέρια και κεφάλια, έβηχα και για λίγο εφέ, ανέβασα λίγο μελοδραματικούς τόνους. Η φουκαριάρια η Σ. είχε σοκαριστεί καθώς προσπαθούσε να μεταφράσει τα λεγόμενα στον εμβρόντητο κυριούλη, καθώς έβλεπε τον καλό της φίλο να καταρρέει λες και τον είχε πιάσει κρίση ελονοσίας.

Τους είπα ότι κρυώνω, ότι είμαι άρρωστος, ότι το σπίτι είναι παγωμένο και δεν έχω τίποτα (η Σ. έκανε μια γκριμάτσα καθώς στο πορτ μπαγκαζ της ήταν η ηλεκτρική της σομπίτσα) και ότι χρειάζομαι να πάρω «να, αυτό εκεί πέρα το καλοριφεράκι» προς σαραντατρία ευρώ και δέκα λεπτά, αυτό μόνο και τίποτα άλλο, που αν ήξερα βέβαια πόρτογαλικά θα του έλεγα και να κάνει ψυχικό, να τον χαίρονται τα παιδάκια του, να τον καμαρώνει η μανούλα του και άλλα τινά σπαραξικάρδια. Από το βήχα η φωνή μου έσπαγε, και προφανώς το μάτι μου γυάλιζε παράξενα. Φαντάζομαι πιο πολύ επειδή τρόμαξε παρά επειδή με λυπήθηκε, ο σεκιουριτάς είπε «καλά, αυτό μόνο, και γρήγορα, ε;», οπότε εγώ κόλλησα τρία obrigado στη σειρά, βούτηξα θριαμβευτικά το σώμα και το πήγα στο ταμείο όπου η ταμίας ήθελε να μας δώσει και εγγύηση υπογεγραμμένη και της πήρε κάνα πεντάλεπτο επιπλέον, πράγμα που έκανε έξαλλο το σεκιουριτά, αλλά εγώ είχα ηρεμήσει πια καθώς μάλλον μου είχε περάσει η μαλάρια και είχε κολλήσει σε εκείνον.

Βγήκαμε έξω και το ρολό έπεσε αμέσως πίσω μας εμφατικά, σχεδόν ένα ολόκληρο τέταρτο μετά την επίσημη λήξη ωραρίου του μαγαζιού, και σύραμε νωχελικά το καρότσι μέχρι το πάρκιγκ, γεμάτο μαξιλάρια και πετσετάκια και κουζινικά και ηλεκτρικά καλοριφέρ λαδιού και παρκετίνες και λεμονοστίφτες. Η Σ. που είχε κοκκινήσει από ντροπή στην αρχή, τώρα γελούσε.

- Μα πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; μου είπε στο τέλος. Εγώ δε θα μπορούσα να πω ψέμματα.
- Δεν είπα ψέμματα, εξήγησα. Απλά δεν είπα όλη την αλήθεια, και χρησιμοποίησα λίγο πιο δραματικούς τόνους.
- Μα εσύ του έλεγες αυτά κι εγώ ήξερα πως τα πράγματα δεν είναι έτσι και μου φαινόταν κάπως... εγώ να ξέρω κι αυτός να μην ξέρει...
- «Τραγική ειρωνία» λέγεται αυτό. Είναι ελληνική εφεύρεση. Δεν είναι «ψέμματα», είναι θέατρο. Μια μορφή τέχνης.

Η Αγία Σ. κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία.

- Πάντως εγώ δε θα μπορούσα να το κάνω. Είναι κόλπο.
- Timeo Danaos et dona ferentes, είπα με όσα λατινικά μου επέτρεπαν τα Αστερίξ μου. Αν οι Έλληνες δεν έκαναν και κάνα κόλπο, ακόμα δε θα είχε τελειώσει ο Τρωικός πόλεμος.

Σταμάτησε να γελάει όταν φτάσαμε πια στο σπίτι. Με βοήθησε να τα κουβαλήσω, δώσαμε ραντεβού για επιδρομή στο ΙΚΕΑ το σαββατοκύριακο, κι έφυγε για να κάνει όλη την τέράστια διαδρομή μέχρι την άλλη πλευρά του ποταμού όπου ζει. Ο καλός της θα την περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα, τον είχε ήδη στημένο κάμποση ώρα με τους Δαναούς και με τους Τρώες. Πριν φύγει πάντως μου άναψε την ηλεκτρική σομπίτσα και έριξε ένα χαλάκι στο πάτωμα του (σχεδόν άδειου) σαλονιού. Ύστερα άναψα κι εγώ το ηλεκτρικό καλοριφεράκι στην κρεββατοκάμαρα, έβαλα τα λουξ μαξιλαράκια στις μαξιλαροθήκες του σχεδίου Μάρσαλ (που φυσικά περίσσευαν), κι έπεσα να κοιμηθώ με το ερώτημα αν είναι πια αργά για μένα να ξεκινήσω καριέρα στο θεατρικό σανίδι.

Για λίγη ώρα, το δωμάτιο είχε μια γλυκειά ζεστασιά.


Σ.Σ. Η λατινική φράση που προσωπικώς ξεσήκωσα από το «Ο Αστερίξ λεγεωνάριος» κανονικά προέρχεται από την Αινειάδα του Βιργίλιου και συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά ως «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες» (ή κατά τη συμβολή της Γ. στο πρώτο σχόλιο παρακάτω «φέροντας»).

4 σχόλια:

ολα θα πανε καλα... είπε...

Αν δε λυπόμουν για την όλη ταλαιπωρία που τραβάς στα...ξένα με το κρύο,το κρύωμα και τις μετακομίσεις,θα είχα τρελαθεί στο γέλιο από την παραστατική αφήγησή σου!(όχι πως δε γέλασα).
Μια φιλολογική παρατήρηση στο φοβού τους Δαναούς:η μετοχή,συμφωνώντας με το αντικείμενο,μπαίνει κι αυτή στην αιτιατική:και δώρα φέροντας,λοιπόν,είναι το σωστό.Συχνά όμως το βλέπουμε "φέροντες".
Καλημέρα,ελπίζω ηλιόλουστη,για να ζεσταθείς λιγάκι!

αράπης είπε...

Ααααχ... Περαστικά τα βάσανα...

(για ηθοποιός δεν ξέρω αλλά, η αφηγηματική σου ικανότητα είναι αδιαμφισβήτητη)

karagiozaki είπε...

Σουπίτσες, τσαγάκια και μια καλή συντροφιά. Συνήθως η συνταγή πιάνει. Όπως και να'χει, περαστικά.

Idom είπε...

Χμμμ...
Περαστικά βρε Ροβυθέ!
Λυπάμαι για την ασθένεια και τις αντίξοες συνθήκες. Ευχές για περαστικά και να βελτιωθούν τα υπόλοιπα.

Καλού κακού τσέκαρα σε εγκυκλοπαίδειες και διαδίκτυο, το σχέση έχουν οι Δανοί με τους Δαναούς. Το μόνο που βρήκα είναι μία αόριστη δήλωση ότι και οι δύο έτρωγαν - ή τρώνε - κρέας μόνο μία φορά την εβδομάδα...

Τα κατωσέντονα, όσο είσαι μόνος σου μπορείς να τα χρησιμοποιείς ως πανωσέντονα. Τούλάχιστον για να μην χρειάζεται να βάζεις μπουγάδες με μισογεμάτο πλυντήριο.

Σχετικά με τα βιοδυναμικά μαξιλάρια δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι εκπέμπουν θατικούς κραδασμούς.
Για να είσαι πιο σίγουρος, πάρε και από τα άλλα δύο είδη και κοιμήσου μία εβδομάδα με το καθένα, ώστε να βρεις για πιο είσαι φτιαγμένος.

Δεν μού φάνηκε να είπες ψέμματα στον στοργκαρντ, πέρα από το ότι δεν διέθετες άλλο θερμαντικό σώμα στο σπίτι σου. Φαίνεται ότι η προστάτιδά σου είναι πολύ αγνή και άδολη.
Όπως και να 'ναι είναι φανερό ότι μεταλαμπαδεύεις νέα ήθη στις χώρες που πηγαίνεις. Σάματις έτσι δεν κάναμε πάντα οι Έλληνες; Μοιράζαμε πολιτισμό!

Βέβαια ΠΡΕΠΕΙ να προσέχουνε τα δώρα μας, γιατί μπορεί να γίνουν σαν και μάς!!! :-)))

Σιδερένιος και πάλι.

Idom