ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


28/2/11

Στοχοπροσήλωση

Το μπαλάκι στην τρύπα ή σημάδεψε το μυγάκι. Δημιουργική απασχόληση στα ουρητήρια του αεροδρομίου Σίπχολ (φωτό Ροβυθέ).

Όπως πάρα πολλοί ζωντανοί οργανισμοί, έτσι και οι άνθρωποι εμφανίζουν ένα χαρακτηριστικό που λέγεται φυλετικός διμορφισμός. Συγκεκριμένα, τα αρσενικά και τα θηλυκά του είδους δεν είναι πανομοιότυπα, αλλά διαφέρουν σε ορισμένα σημεία. Οι φυσικές διαφορές μεταξύ των φύλων δεν θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση ακριβώς επειδή είναι φυσικές, αλλά επειδή πολλά πράγματα στην πορεία γίνονται μεταφυσικά, καταλήγουμε να περνάμε χρόνια (κυριολεκτικά) κουβεντιάζοντας το γιατί οι άντρες είναι έτσι και οι γυναίκες είναι αλλιώς (ειδικά στο βαθμό που πάνω στις φυσικές διαφορές προστίθενται και διάφορα πολιτισμικά συμπαρομαρτούντα που όλοι γνωρίζουμε και δε χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε).

Εννοείται ότι η εν λόγω συζήτηση υπερβαίνει κατά πολύ τις φιλοδοξίες του παρόντος ιστολογίου, και βέβαια δεν πρόκεται να πατήσω την πεπονόφλουδα και να επεκταθώ σε αυτό (άλλωστε δεν επέλεξα το φύλο μου και δεν είμαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του κάθε αρσενικού του πλανήτη). Θα αναφέρω μόνο μια ειδική διαφορά που έχει σταθεί αφορμή για χοντρούς καβγάδες στην ευρύτερη εφηβική παρέα μου της Ικαρίας κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η επιχειρηματολογία της φίλης μου της Α. περί ισότητας των φύλων και του «τι δεν μπορούν να κάνουν οι γυναίκες το οποίο μπορούν οι άντρες» αντιμετωπιζόταν από μερικούς εκ των αρρένων της παρέας με το ειρωνικό πλην αμείλικτο ερώτημα «μπορείς να κατουρήσεις όρθια;» Το ερώτημα την εποχή εκείνη μου προκαλούσε γέλια μάλλον μέσα στη βλακεία του (καθότι μιλάμε ακριβώς για τις φυσικές διαφορές και όχι τίποτα άλλο) αν και προβληματίστηκα λίγο όταν διάβασα στην Παλαιά Διαθήκη μια περιγραφή του αρσενικού ως «ουρούντα προς τοίχον».

Βέβαια ούτε την Παλαιά Διαθήκη ούτε τα σπυράκια της εφηβείας μου σκέφτηκα όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στα ουρητήρια του αεροδρομίου του Σίπχολ, ενώπιος ενωπίω με το σημαιάκι από την τρύπα του γκολφ που βλέπετε στη φωτογραφία στη κορυφή της ανάρτησης. Και μη φαντάζεστε ότι με παραξένεψε η ύπαρξη ενός σχεδίου μέσα στους ουρητήρες - απλώς αυτό που ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένος να αντικρύσω ήταν μια ζωγραφιστή μεν πλην κοινή οικιακή μύγα Musca domestica και όχι το εν λόγω σημαιάκι. Είχα διαβάσει πριν από χρόνια την είδηση ότι από τότε που βάλανε κάτι ζωγραφιστές μυγούλες στους ουρητήρες, η «αστοχία» των επισκεπτών του Σίπχολ μειώθηκε κατά ένα εντυπωσιακό 80%. Η ιδέα αυτή (που προφανώς ξεκίνησε από κάποιον τύπο που έψαχνε τρόπους να μειώσει το κόστος καθαριότητας στα πλαίσια κάποιου είδους έξυπνου management) θεωρήθηκε πρότυπο μικρών αλλαγών με μεγάλο αντίκρυσμα (μπορείτε να δείτε εδώ ένα σχετικό σύνδεσμο). Μετά από αρκετές επισκέψεις στο Σίπχολ βέβαια, εντόπισα και τα μυγάκια, αλλά είναι αρκούντως διάσημα πλέον που να μη χρειάζεται να τα απαθανατίσω και εγώ.

Αυτό που κυρίως με προβλημάτισε όμως κοιτάζοντας το σύνδεσμο παραπάνω, είναι το συμπέρασμα της κυρίας που υπογράφει το σχόλιο: "you give men a target, they can’t help but aim at it" - έστω και με ποσοστό επιτυχίας 80%. Αναρωτήθηκα αρκετά για τη νομοτελειακή φύση του εν λόγω αφορισμού: είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι; Δεν υπάρχει περίπτωση να πορευόμαστε (ως φύλο και ως άνθρωποι) με έναν τρόπο τυχαίο και αποσπασματικό, δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την καταναγκαστική στοχοπροσήλωση; Ποιος εξελικτικός μηχανισμός μας κρατάει δεμένους, τι είναι αυτό που μας έχει διαμορφώσει ως βάσκανος μοίρα έτσι ωστε να σημαδεύουμε πάντα κάτι;

Μετά όμως θυμήθηκα μια άλλη εμπειρία στοχοπροσήλωσης, πάλι από το Ικαριακό μου περιβάλλον, αλλά κάμποσα χρόνια αργότερα από την προηγούμενη· πρέπει να ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αυτή τη φορά. Επιστρέφαμε μια παρέα με τα πόδια από τον Κάμπο στον Εύδηλο, μετά τη θάλασσα, και θυμάμαι ότι είχαμε πιάσει μια μυστήρια συζήτηση για τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο με τον Δείνα, έναν τύπο με κάπως ιδιάζον χιούμορ, ο οποίος δεν ήταν ικαριακής καταγωγής, αλλά ήταν μέγας φαν του νησιού και πρόσφατος γκόμενος της φίλης μου της Τάδε. Η Τάδε προπορευόταν με τις άλλες κοπέλες, με τα μπικίνια τους και τις σαγιοναρίτσες, κι εγώ με τον Δείνα ακολουθούσαμε μερικά βήματα πιο πίσω. Κάποια στιγμή η Τάδε γκρίνιαξε ότι καλύτερα να παρατάγαμε τη CNT και τις Διεθνείς Ταξιαρχίες και να πηγαίναμε δίπλα τους, αλλά ο Δείνα αφού απάντησε πρώτα «ναι, μωρό μου» συνέχισε να βαδίζει στο ίδιο τέμπο και μάλιστα με συγκράτησε όταν πήγα να επιταχύνω για να πλησιάσω.

Τον κοίταξα με μια ορισμένη απορία, αλλά αυτός συνέχισε να μιλάει για την Πασιονάρια κοιτάζοντας ολόισια μπροστά του. Μόνο μια στιγμή στο άσχετο με ρώτησε αν διάβαζα Αρκά. Διάβαζα βέβαια, ούτε λόγος. Με ρώτησε στη συνέχεια αν έχω δει ένα σκίτσο του Αρκά με κάτι πάπιες που πορεύονται σε σχηματισμό. Δεν το είχα δει. Μου το περιέγραψε χαμηλόφωνα (είναι αυτό εδώ παρακάτω).

Μία κατά Αρκά εκδοχή στοχοπροσήλωσης που ερμηνεύει αναδρομικά κάποιες συμπεριφορές μετα-κολυμβητικής πεζοπορίας.

Πάνω στην ώρα η Τάδε άρχισε να γκρινιάζει πάλι, αν και με κάπως ναζιάρικη φωνή αυτή τη φορά, ότι ο δικός της δεν της έδινε καθόλου σημασία.

- Σε προσέχω, μωρό μου, της είπε αυτός, σταθερά δέκα βήματα πίσω της, και κοιτάζοντας λίγο χαμηλά. Στιγμή δε σε χάνω από τα μάτια μου.

Φτάναμε πια στον Εύδηλο. Σουρούπωνε.

23/2/11

Μεθεόρτια

Καθηγητής Πανεπιστημίου με τήβεννο εργασίας, σε φοιτητική διαδήλωση. Χάγη, 21/1/2011. Η πορτοκαλί ομπρέλα είναι μέρος της εξάρτυσης.

Μιλούσα (διαδικτυακώς) χτες βράδι με μια κοπέλα στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή τη ρώτησα αν θα απεργούσε σήμερα· «ενημερωμένο σε βρίσκω», αποφάνθηκε. Της είπα ότι προσπαθώ να είμαι λίγο πιο ενημερωμένος από το μέσο τηλεθεατή· για άνθρωπο που δεν έχει τηλεόραση σπίτι του, δεν τα πάω και άσχημα, βοηθούντων και των νέων τεχνολογιών. Η κουβέντα ξεστράτισε μετά, αλλά μου έμεινε η απορία αν η γενική απεργία στην Ελλάδα είναι κάτι τόσο τετριμμένο ώστε να προκαλεί απορία η αναφορά του από Έλληνα στην Ολλανδία, καλή ώρα... Τέλος πάντων.

Δεδομένης της απεργίας και των δημοσιογράφων ωστόσο, δυσκολεύομαι σήμερα να μάθω νέα από την πατρίδα. Καταφεύγω σε διάφορα μπλογκ και σελίδες ελεγχόμενης αξιοπιστίας , καθώς και σε διεθνή μέσα (το Ρόιτερ, το BBC και τέτοια). Συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο καθώς διαβάζω ότι η πρόσληψη μερικών γεγονότων γίνεται με έναν τρόπο που συχνά αντανακλά περισσότερο τις, υποδόριες ενίοτε, αλλά υπαρκτές αντιλήψεις του μέσου που αναπαράγει την είδηση, παρά τη δυναμική του ίδιου του γεγονότος.

Ας πούμε, θυμάμαι - σε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή - την προ μηνός ολλανδική φοιτητική διαμαρτυρία (στην οποία οι αναγνώστες μου ξέρουν ότι συμμετείχα, αν και με τουριστική διάθεση μάλλον) που έφτασε στα ελληνικά ΜΜΕ, καθότι τη διάβασα σε ελληνικούς ιστοτόπους. Το κείμενο που είχα διαβάσει ήταν σχεδόν πανομοιότυπο παντού, προφανώς προερχόμενο από κάποιο ειδησεογραφικό πρακτορείο. Οι τίτλοι βέβαια (τους οποίους νομίζω βγάζουν επιτόπου αρμόδιοι συντάκτες ύλης) είχαν επιμείνει πάρα πολύ στα βίαια επεισόδια που ακολούθησαν. Με μια μικρή λεπτομέρεια: ότι στην πραγματικότητα τίποτα στ' αλήθεια βίαιο δεν συνέβη ποτέ. Αλλά επειδή στην Ελλάδα θεωρούμε περίπου αυτονόητη τη βία (ένθεν κακείθεν), προφανώς πιστεύουμε ότι είναι γενικός κανόνας, παντού.

Κοιτάζω εδώ κι εκεί βιντεάκια από τη σημερινή πορεία στην Αθήνα. Ομολογώ ότι ανεξάρτητα από τις φρυκτωρίες που ανάβουν μερικοί για να σηματοδοτήσουν τον ερχομό της (διαρκώς αναβαλλόμενης) εξέγερσης ή την μέχρι δακρύων (των διαδηλωτών κυρίως) προσπάθεια των οργάνων της τάξης να προκαλέσουν γενικευμένη αταξία, η εικόνα είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη. Αν και δεν είμαι πολύ τακτικός θαμών, διαδηλώνω από το 1983 περίπου και έχω την εντύπωση ότι από αισθητικής τουλάχιστον απόψεως, άμα έχεις δει μία διαδήλωση είναι σα να τις έχεις δει όλες. Ή σχεδόν όλες.

Παίζοντας λίγο με την έννοια "knowledge economy", στην ίδια διαδήλωση της 21ης Ιανουαρίου. Υποψιάζομαι ότι στα καθ' ημάς οι έννοιες «γνώση» και «οικονομία» δεν νοούνται στην ίδια πρόταση.

Από αυτή την άποψη βέβαια, η ολλανδική διαδηλωτική εμπειρία μου είχε αρκετές διαφορές από την προγενέστερη ελληνική. Ας πούμε για αρχή ότι κατεβήκαμε ντυμένοι με πορτοκαλί μπλουζάκια και ασορτί ομπρελίτσες και κονκάρδες, που μοίραζαν οι φοιτητές στο σταθμό του τραίνου. Ότι μπήκαμε στα τραίνα με τη βοήθεια ευγενών αστυνομικών που διευκόλυναν τον κόσμο που ήθελε να πάει προς τη Χάγη. Ότι ομάδες οργανωτών με ειδικά μπλε γιλεκάκια καθοδηγούσαν τον κόσμο προς το σημείο. Ότι επικρατούσε μια ατμόσφαιρα πάρτυ μάλλον, πάρα κονσερβοποιημένης οργής. Ότι σφύριζαν με κάτι σφυρίχτρες. Ότι όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα εμφανίστηκαν με τα σύμβολά τους, αλλά κανένα δεν πήγε να καπελώσει την ιστορία. Ότι όλοι οι ομιλητές (όχι και λίγοι) μίλησαν από 5 λεπτά, είτε ήταν κάποιος εκπρόσωπος φοιτητικού συλλόγου είτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ακόμα πιο πρωτότυπο, ότι έλαβε το λόγο και εκπρόσωπος της κυβέρνησης (εντάξει, υπό μερικά χλιαρά σφυρίγματα αποδοκιμασίας στο τέλος της τοποθέτησής του) και εξήγησε την άποψή του. Ότι υπήρχαν για δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες διαδηλωτές περίπου εκατό αστυνομικοί, επτά εκ των οποίων έφιπποι. Ότι δεν ασχολήθηκαν με τον κόσμο, ούτε ο κόσμος μαζί τους. Το καλύτερο ίσως: ότι πολύ πολύ σοβαρά μας είπαν ότι μπορούμε αν θέλουμε να ζητήσουμε να μας καλύψουν τα έξοδα μετακίνησης (3 ευρώ περίπου μέχρι τη Χάγη) από τον προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου.

Δεν τα ζήτησα βέβαια· κράτησα πάντως το πορτοκαλί μπλουζάκι και την ασορτί ομπρέλα και τη σφυρίχτρα και μερικές κονκάρδες. Κράτησα και την ατμόσφαιρα πάρτυ που επικρατούσε με τα παιδιά που χόρευαν στο λασπωμένο πάρκο. Δε νομίζω να εισακουστεί το αίτημά τους βέβαια, καθώς για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα η διαδήλωσή τους παρήταν φλώρικη ώστε να τους παρουν στα σοβαρά. Ίσως εδώ τα ήθη να είναι άλλα, σκέφτομαι, ενώ μιλάω με γνωστούς για τη σημερινή διαδήλωση της Αθήνας. Μου λένε ότι έπεσαν πολλά δακρυγόνα, κάτι κυνηγητά στην Πανεπιστημίου, μια μηχανή της αστυνομίας καμένη, κάδοι και παγκάκια στις φλόγες, κοντολογής «συνηθισμένα πράγματα, τίποτα ιδιαιτέρως βίαιο» ή εξαιρετικό.

Σκέφτομαι τους Ολλανδούς με τα επιδοτούμενα διαδηλωτικά εισιτήρια δίπλα στους Έλληνες του «Δεν πληρώνω-Δεν πληρώνω» και αναρωτιέμαι ποια στρατηγική είναι εν τέλει περισσότερο αποτελεσματική. Ίσως δεν είναι παρά θέμα πολιτισμικών αναφορών κάθε λαού, ίσως πάλι απευθύνονται σε ηγεσίες με διαφορετικό βαθμό κυνισμού ή χοντροπετσιάς. Εδώ μάλλον δεν τους είπανε ότι «μαζί τα φάγανε», εικάζω, αλλά δεν το παίζω και στοίχημα καθώς και δεν κατάλαβα και πολλά από τα ολλανδικά της διαμαρτυρίας.

Τουλάχιστον όμως χόρεψα μαζί με τους άλλους. Είναι κι αυτό κάτι, δεν είναι;


Σ.Σ. Προς αποφυγήν δημκουργίας λανθασμένων εντυπώσεων, να πω ότι στο τέλος της συγκέντρωσης της Χάγης, όντως καμμιά εκατοστή άτομα κινήθηκαν προς παρακείμενο κυβερνητικό κτίριο. Η κίνηση δεν εντασσόταν στο πλαίσιο στο οποίο οι οργανωτές είχαν συμφωνήσει με τις αρχές, ως εκ τούτου οι εκατό αστυνομικοί και τα εφτά αλόγατα (κυρίως) απέκοψαν τους εν λόγω και προσήγαγαν καμμιά εικοσαριά, χωρίς όμως καμμία φοβερή βία εκατέρωθεν. Από τους υπόλοιπους δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες διαδηλωτές ελάχιστοι πήραν είδηση και ακόμα πιο ελάχιστοι ενοχλήθηκαν. Δυστυχώς δεν ήμουν αυτόπτης, αλλιώς θα είχα βέβαια φωτορεπορτάζ από την επέλαση του ιππικού.

Δεν πειράζει, ίσως στην επόμενη διαδήλωση τα καταφέρω, φοβάμαι μόνο μην είναι μετά από δέκα-είκοσι χρόνια, διότι τούτοι εδώ δεν είναι σαν εμάς όπως αντιλαμβάνεστε...

20/2/11

Η περιφραστική πέτρα (Κική Δημουλά)

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - Το λίγο του κόσμου

17/2/11

Βασανάκι

Όργανα βασανιστηρίων μεταμοντέρνας τεχνολογίας, σε παράταξη.

Ο άνθρωπος κατέφθασε λίγο μετά τις δέκα. Για τα ολλανδικά δεδομένα μάλλον καθυστερημένος, για τα δικά του όχι και τόσο. Το βλέμμα του είχε μια έκφραση μεγάλης ταλαιπωρίας, βασανισμένη. Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν με νόημα· η αποφράδα μέρα είχε προφανώς φτάσει, και μάλλον τα νέα δεν ήταν καλά. Κανείς δε ρώτησε όμως, γύρισε ο καθένας στη δουλειά του. Τον άκουγαν πίσω τους καθώς άνοιγε το λάπτοπ, κάπως σαν να αφήνει κάθε τόσο έναν υποδόριο αναστεναγμό. Στις δεκάμιση σηκώθηκαν σαν συντονισμένοι για το coffee-break, με τις κούπες υπό μάλης. Σηκώθηκε κι αυτός· ήρθε στο τραπέζι βαδίζοντας αργά, ασταθώς. Με το ίδιο ταλαιπωρημένο ύφος.

Το πρωινό διάλειμμα ποτέ δεν φημιζόταν για την άνεση και τη χαλαρότητά του, όπως πολλά ολλανδικά πράγματα άλλωστε, αλλά αυτή τη φορά η σιωπή παραήταν βαριά. Αυτός κάθησε στην κεφαλή του τραπεζιού, με κάποιο τρόπο φαινόταν σαν όλοι να ήταν στραμμένοι πάνω του. Το πρόσεξε. Κοίταξε γύρω-γύρω για κάποια βοήθεια, το βλέμμα του στάθηκε λίγο στον Έλληνα (αλλά λίγο μόνο) και μετά στράφηκε στη συμπονετική νεαρή Πορτογαλίδα. Εκείνη του χαμογέλασε, αυτός πήγε να αντιγυρίσει το χαμόγελο, αλλά το βασανισμένο του βλέμμα τον πρόδιδε. Η κοπέλα είπε αυτό που όλοι περίμεναν:

- Τι έγινε με την υποτροφία;

Αυτός ανασήκωσε τους ώμους, αδιάφορα δήθεν.

- Δεν την πήρα, είπε.

Άλλοι κοίταξαν το πάτωμα, άλλοι το ταβάνι. Η κοπέλα επέμεινε.

- Και τώρα; Τι θα κάνεις;

Ο τύπος κοίταξε κι αυτός το πάτωμα, έκανε μάλλον ότι κοίταζε τα παπούτσια του, κάτι γιαλιστερά μποτάκια.

- Θα δούμε..., είπε στο τέλος και ήπιε μια γουλιά καφέ. Ύστερα κοίταξε την ομήγυρη που σφύριζε αδιάφορα.

Κάποιος αναφέρθηκε στις αδυναμίες του συστήματος επιστημονικής αξιολόγησης που άφηναν τόσο κόσμο ξεκρέμαστο. Η κουβέντα γύρισε για πολλοστή φορά στις δαπάνες για την έρευνα, μετά στην ολλανδική πολιτική σκηνή, μετά έσβησε. Όλοι σηκώθηκαν. Σηκώθηκε κι αυτός, αργά, έσυρε τα βήματά του αμίλητος μέχρι το γραφείο του.

Τον άκουγαν όλη μέρα να αναστενάζει χαμηλόφωνα. Αν και συνήθως έφευγε τελευταίος, τη μέρα εκείνη έφυγε από τους πρώτους, λίγο πριν τις πέντε, με αργά, κουρασμένα βήματα. Σταμάτησε στη στάση του λεωφορείου· πράγμα λίγο παράξενο γιατί πάντα με τα πόδια πηγαινοερχόταν εκτός αν είχε πολύ κακό καιρό. Η μέρα ήταν χαρά θεού για ολλανδικό χειμώνα. Κάποιος τον χαιρέτησε από μακριά· έγνεψε κι αυτός, με το ίδιο βασανισμένο ύφος. Λυπόσουνα στ' αλήθεια να τον βλέπεις. Ήρθε το λεωφορείο και τον μάζεψε.

. . . . .


Ο Έλληνας με χαιρέτησε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ίσα που πρόλαβα να τον χαιρετήσω κι εγώ πριν φτάσει το 232, αρκετά πριν την ώρα του. Κατέβηκα στο σταθμό. Δεν πρόλαβα το 12 που έφευγε διότι δεν άντεχα να τρέξω τα τριάντα μέτρα μέχρι εκεί και περίμενα το 45, αυτό που πάει στη Χάγη. Κατέβηκα στη Breestraat, μπροστά στο Δημαρχείο, και σύρθηκα με το ζόρι μέχρι το κανάλι που μενω. Σε κάθε σκαλί κρατούσα την αναπνοή μου. Γύρισα το κλειδί στην πόρτα με ανακούφιση, άφησα την τσάντα να πέσει κάτω και σωριάστηκα στον καναπέ.

Αργά αργά έλυσα τα κορδόνια στο αριστερό παπούτσι και μετά στο δεξί. Έβγαλα τα μποτάκια προσεκτικά, πάρα πολύ αργά, και μετά τα εκσφενδόνισα με λύσσα στην άλλη άκρη του δωματίου. Ύστερα έβγαλα και τις κάλτσες, εξέτασα τα πόδια μου που είχαν πληγιάσει στο κουντεπιέ και τέντωσα τα δάχτυλα με απέραντη ανακούφιση. Έψαξα τις παντόφλες και σκέφτηκα ότι είναι η τελευταία φορά που την πατάω με τις εκπτώσεις και παίρνω μικρότερο νούμερο παπούτσια όσο ωραία και φοβερή προσφορά και να είναι, και δε θα ξαναπιστέψω ποτέ υπάλληλο που διαβεβαιώνει
«θα ανοίξει μόλις το φορέσεις μια-δυο φορές και δε θα σε χτυπάει καθόλου» που να μου κοπεί το χέρι και του κοπεί η γλώσσα του μαλάκα...


. . . . .


Την άλλη μέρα στη δουλειά κατέφτασε μουσκεμένος από την καταρρακτώδη βροχή, αλλά εύχαρις και προσηνής όπως συνήθως, και με ένα ύφος σχεδόν ευτυχισμένο. Δε φάνηκε να τον ενοχλεί καθόλου που τα πάνινα παπούτσια του έσταζαν και δεν αναφέρθηκε στιγμή στη χαμένη υποτροφία. Η νεαρή Πορτογαλίδα αναρωτήθηκε κάποια στιγμή με έναν ορισμένο θαυμασμό πόση αληθινή δύναμη χαρακτήρα είχε ο άνθρωπος αυτός, ώστε ξεπέρασε το σοκ της απόρριψης μέσα σε ένα βράδι. Αλλά οι άλλοι παρευρισκόμενοι δεν είπαν τίποτα· άλλωστε, όπως όλοι καλά γνωρίζουν, οι Ολλανδοί δεν εκφράζουν και πολλά συναισθήματα εν γένει, πολλώ δε μάλλον σε κατάσταση κατά τεκμήριο νηφαλιότητας...

15/2/11

Πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε

Ποίηση και ουσίες (νόμιμες, ακόμα) σε ένα τραπεζάκι στις Βρυξέλλες, Φεβρουάριος 2011.

Τον καιρό που ως έφηβος άρχισα να πειραματίζομαι με τις λέξεις γράφοντας ποιήματα (με την ίδια ένταση ίσως που άλλοι συνομίληκοι πειραματίζονταν με ποτά και τσιγάρα ή με τα σώματά τους και με των άλλων τα σώματα), ένας φιλεύσπλαχνος σχολικός φιλόλογος που είχε την ατυχία να γίνεται παραλήπτης των πειραματισμών μου, με έβαλε να διαβάσω ένα βιβλίο του Ρίλκε που λεγόταν «Γράμματα σε ένα νέο ποιητή». Αν και την εποχή εκείνη είχα γεμίσει το βιβλίο με υπογραμμίσεις, σήμερα είναι ζήτημα αν θυμάμαι δυο αράδες από το περιεχόμενό του· θυμάμαι πάντως σίγουρα ότι μια «καταληκτική» συμβουλή του ώριμου ποιητή στο νέο ομότεχνο ήταν να μην γράφει ποίηση παρά μόνον αν του είναι αδύνατον να ζήσει εάν δεν γράφει.

Η συγκεκριμένη συμβουλή ήταν το πρώτο χτύπημα· το δεύτερο και πιο καθοριστικό ήταν ότι έπεσαν στα χέρια μου μερικά βιβλία γραμμένα από αληθινούς ποιητές, και γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήμουν στ' αλήθεια πλασμένος για στίχους. Άμα δεν μπορείς να κάνεις κάτι αξιοπρεπώς, καλύτερα μην το κάνεις καθόλου, οπότε έτρεξα να προλάβω λίγους από τους υπόλοιπους πειραματισμούς της γενιάς μου (όχι με τεράστια επιτυχία ομολογουμένως) και παράτησα τις λέξεις στην ησυχία τους.

Ωστόσο, όποιος έχει μάθει να μιλάει (δηλαδή σχεδόν όλοι) έχει μέσα στο κεφάλι του και μια γεννήτρια λέξεων η οποία έστω και στο ρελαντί, δουλεύει. Κανονικά πρέπει κάπου εκεί δίπλα να υπάρχει και ένα φίλτρο που να ελέγχει τι πρέπει να ειπωθεί και πότε, και τι αξίζει την αμφίβολη αιωνιότητα της γραφής: από τη λίστα με τα ψώνια του μπακάλη μέχρι την Οδύσσεια, κι από τον ορυμαγδό της διαδικτυακής πληροφορίας του καιρού μας μέχρι (ναι, καλά καταλάβατε...) τις αναρτήσεις του ιστολογίου που διαβάζετε. Δυστυχώς η ευτυχώς η δικιά μου γεννήτρια υφίσταται απότομες εξάρσεις υπερπαραγωγής, κι αν σώθηκα από το άγος να τυπώνω στιχουργήματα ιδίοις αναλώμασι (και οι φίλοι μου από την πληκτική υποχρέωση να τα διαβάζουν), η ανάπτυξη του ιστολογείν έδωσε μια κοινωνικά αποδεκτή διέξοδο στο λεκτικό περίσσευμα, καθώς και μια περιστασιακή διασκέδαση στους τέσσερις-πέντε φανατικούς της Ροβυθέ (σχεδόν όλοι εξίσου bloggers για να λέμε και του στραβού το δίκιο: βάστα με να σε βαστώ ν' ανεβούμε το βουνό).

Βέβαια τώρα που έκλεισα ησύχως τριετία στο διαδίκτυο, ρίχνω μια ματιά γύρω γύρω και με πιάνει μια μικρή ανησυχία. Έχω σχεδόν ένα μήνα να γράψω κάτι (χάρη σε έναν ατυχή συνδυασμό επαγγελματικής πίεσης, οικογενειακών ατυχημάτων και διαδοχικών ταξιδιών που εξαλείφει αν όχι το χρόνο, σίγουρα τη διάθεση) και σε όλο αυτό το διάστημα δεν είδα κάποια κίνηση αδημονίας από κανέναν, δε φαίνεται να έλειψα στ' αλήθεια. Φυσικά η γεννήτρια δουλεύει, οι ιστορίες αναμένουν τη σειρά τους για εκκόλαψη, αλλά ο παλιός εκείνος Ρίλκε μου ξανάρχεται, έστω και χωρίς την ποιητική αύρα: άραγε μπορώ να ζήσω χωρίς να γράφω; Κι αν ναι, τότε γιατί γράφω;

Φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος που έχει τέτοιους προβληματισμούς· κοιτάω δίπλα στης Γωγώς και βλέπω κάτι αντίστοιχο, ο Idom μας έχει αποχαιρετήσει από μακρού χρόνου, ο Χριστόφορος ανευρίσκεται πλέον ελάχιστα στο facebook και πιο πολύ στο tweeter, η Πόλυ αντιστέκεται αλλά εκείνη βγάζει και βιβλία αν μη τι άλλο, ο Άκης που θα έπρεπε να βγάζει βιβλία γράφει μια στήλη στο «Εντευκτήριο» με αντίτιμο ένα δωρεάν τεύχος, και μας επισκέπτεται μόνον αραιά και που, η Αόρατη το έχει ρίξει με θρησκευτικό ζήλο στον αντιθρησκευτικό ακτιβισμό, και κάποιοι άλλοι που σύχναζαν παλιά εδώ έχουν χρόνια να δώσουν σημεία ζωής ή να ενημερώσουν το ιστολόγιό τους.

Πριν κάποιο καιρό το blogspot άρχισε να δίνει και στατιστικά επισκεψιμότητας· αρχικά παρακολουθούσα με τεράστιο ενδιαφέρον τις επισκέψεις, ειδικά από διάφορα εξωτικά μέρη, προσπαθώντας να φανταστώ τον αόρατο αναγνώστη που με διαβάζει από τον Παναμά ή τις Φιλιππίνες. Γρήγορα το βαρέθηκα το παιχνιδάκι, ειδικά όταν κατάλαβα ότι ο εν λόγω αόρατος μάλλον ήταν μηχανή αναζήτησης ή ρομποτάκι (τον τελευταίο μήνα που δεν γράφω καθόλου ο αριθμός επισκεπτών είναι ελάχιστα μόνο μικρότερος από πριν). Αλλά και όταν έγραφα πιο τακτικά, ιδιαίτερες εξάρσεις επισκεψιμότητας δεν είχα παρά όταν κάποιος πόσταρε κάτι από δω στο Buzz ή το έβαζε ως σύνδεσμο σε καμμιά από αυτές τις σχοινοτενείς και μάλλον αδιέξοδες συζητήσεις περί εθνικού και παγκόσμιου γίγνεσθαι όπου η Ολλανδική εμπειρία μου χρησίμευε ως παράδειγμα ή αντιπαράδειγμα (στα σχόλια του Σαραντάκου κυρίως). Αν και μερικές φορές μπήκα στον πειρασμό να συμμετάσχω στην κουβέντα, τελικά ομολογώ ότι δε με τραβάει και πολύ η εν λόγω αντιπαράθεση, και άλλωστε έχω μάλλον αποφύγει ως τώρα την επικαιρικότητα.

Οπότε λοιπόν, το ερώτημα επανέρχεται: γιατί το κάνεις; Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό; Πώς έζησες μεταξύ γυμνασιακής ποίησης και προκλιμακτηριακού blogging, όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχες ούτε καν προσωπικό υπολογιστή και σύνδεση στο διαδίκτυο; Μήπως η μόδα πέρασε κι εσύ δεν πήρες είδηση, και περιμένεις να σου το πουν άλλοι (πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε...), όπως σου είπαν κάποτε ότι τα τζηνάκια 501 που αρέσκεσαι να φοράς έχουν πάψει να φοριούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έχουν γίνει κάτι σαν τις άσπρες κάλτσες, τα κουρέματα με φράντζα και τα πουκάμισα με λαχούρι που πάντα σάρκαζες; Μήπως έπρεπε να ακούσεις εκείνο το (απομακρυνθέν, σταδιακά) κομμάτι του κοινού σου που σε εκλιπαρούσε για σύντομες αναρτήσεις ή τα παιδιά του ikariamag που βάζουν όριο τις 350 λέξεις (μπας και σταματήσεις αισίως στις διπλάσιες);

Όμως η γεννήτρια κάθε τόσο πετάει φρασούλες και παραγράφους, αχτένιστες βέβαια και κακοσούσουμες, αλλά με λίγο γιάλισμα και λίγη περιποίηση σχεδόν συμπαθητικές καμιά φορά. Και το φίλτρο μάλλον έχει μπουκώσει από την ποσότητα, και προσχέδια και μισοτελειωμένα κείμενα και απλές κωδικές λέξεις που θυμίζουν μια αρχική ιδέα στριμώχνονται στα «Πρόχειρα» και περιμένουν πότε θα ασχοληθείς (πότε; ε; πότε;) και σε καλούν. Οι φωνές τους βέβαια δεν ταράζουν το ύπνο σου και αναρωτιέσαι ξανά, μετά από ένα μήνα σχεδόν χωρίς καινούργια ανάρτηση, αν η ζωή σου έχει αλλάξει ή αν έχει πάθει κάτι ή αν θα πάθει κάτι...

Όχι, δε θα πάθει μάλλον, ούτε η δική σου ούτε κανενός άλλου.

Πλην όμως έχει πιο πολύ πλάκα έτσι... οπότε, πού είχαμε μείνει;