ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/9/09

(Γ)κρούβαλοι

"Rock and the girl", στην παραλία του Φάρου στην Ικαρία, φωτογραφία δανεισμένη από τον brightoutside στο flickr.

Οι πιο πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο "γκρούβαλοι" αλλά εγώ νομίζω ότι η σωστή προφορά είναι "κρούβαλοι" και το αρχικό "γ" μπαίνει λόγω ικαριακής ευφωνίας. Φυσικά μπορεί και να κάνω λάθος, δεδομένου ότι κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος για την προέλευση του όρου - ορισμένες υποθέσεις επ' αυτού θα αναφέρω στη συνέχεια. Πάντως ο όρος δεν πρέπει να είναι πολύ παλιός - αν και ήταν στα χείλη όλων στα τέλη της δεκαετίας του '90, στις αρχές της δεν τον χρησιμοποιούσε κανείς. Οι άνθρωποι τους οποίους χαρακτηρίζει πάντως ήταν σίγουρα παρόντες στα μακριά ικαριακά καλοκαίρια των εφηβικών μου χρόνων, στις αρχές της δεκαετίας του '80, ίσως και νωρίτερα. Απλά οι ονομασίες ήταν άλλες - ίσως ο απλός όρος "φρικιά" της εποχής να τους κάλυπτε απόλυτα.

Αλλά από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και δεν μιλάμε απλώς για "τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα" και άλλα τέτοια παλιομοδίτικα. Ο όρος τσουβαλιάζει (σε μια γενικά αρνητική νοηματοδότηση) πολύ ετερογενή κόσμο, από mainstream φοιτητές που κάνουν φτηνές εναλλακτικές διακοπές, μέχρι μέλη συνδέσμων ποδοσφαιρικών ομάδων, new age freaks και ποικίλης απόχρωσης ακτιβιστές της ευρείας αριστεράς. Στους παγκοσμιοποιημένους καιρούς μας μπορείς να είσαι με διάφορους τρόπους "εναλλακτικός" (από βιολογικές μπανάνες και φυτικές κρέμες προσώπου μέχρι μεταφυσικό μασάζ και μαγικά λυχνάρια). Μπορείς να έχεις μακριά μαλλιά ή καθόλου μαλλιά ή κατά τόπους μόνο μαλλιά. Μπορεί να φοράς μαύρα ή απλώς "έξυπνα" Τ-shirt με ακτιβιστικό περιεχόμενο ή πολύχρωμα έθνικ ρούχα. Μπορείς να κάνεις ελεύθερο κάμπιγκ στο Να ή κάπου αλλού στην Ικαρία αλλά μπορεί και να είσαι μια χαρά σε δωμάτιο στον Αρμενιστή ή σε φίλους στην Ακαμάτρα. Μπορεί να χορεύεις μια χαρά καριώτικο στα πανηγύρια ή μπορεί να αυτοσχεδιάζεις τον λεγόμενο κρουβαλιώτικο (μια χοροπηδηχτή εκδοχή με ολίγη από σαμανιστικές τελετουργίες και διαπολιτισμικά χαρακτηριστικά κάπως υποσαχάρια). Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι καλοκαίρι, είσαι στην Ικαρία, και ακούς τους ντόπιους να αναφέρονται σε εσένα με τον επίμαχο όρο.

Για τυχόν αμύητους στα ικαριακά πράγματα, διευκρινίζω ότι διακρίνονται ειδικές κατηγορίες κρούβαλων (Αμμουδίτες, Αλάδωτοι, Μοντεχρήστοι κ.ά.), κάθε μια με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι Αμμουδίτες π.χ. χαρακτηρίζονται από το στήσιμο σκηνών στην άμμο της παραλίας. Οι Μοντεχρήστοι δεν ονομάστηκαν έτσι από το ομώνυμο ποντίκι στον Ισοβίτη του Αρκά, αλλά από μια μάλλον ηθελημένη παραφθορά του όρου "χρήστης" που την εποχή εκείνη δεν αναφερόταν στο Διαδίκτυο αλλά στην ινδική κάνναβη, μάλλον. Όσο για τους φοβερούς και τρομερούς Αλάδωτους, που είναι κυρίως υπεύθυνοι κατά τα φαινόμενα για τις προστριβές της φυλής με τον ιθαγενή ικαριακό πληθυσμό, έλκουν την ονομασία τους από τις ντομάτες και τα λαχανικά που κλέβουν από τα περιβόλια, και τα τρώνε βέβαια ωμά (χωρίς λάδι).

Είναι προφανές ότι καθένας μπορεί να ανήκει σε παραπάνω από μία κατηγορίες, με μεταβαλλόμενη συμπεριφορά ανάλογα με τη χρονική στιγμή (π.χ. ένας χορτάτος κρούβαλος μάλλον δεν θα δώσει εμφανή σημεία αλαδωτισμού μέχρι να πεινάσει και να την πέσει στο ψητό της διπλανής παρέας στο πανηγύρι, άσε που αρκετοί Μοντεχρήστοι βρίσκονται σε μια κατάσταση μακαριότητας που προσομοιάζει μέχρι παρεξηγήσεως με αυτή στην οποία βρίσκονται πολλοί ιθαγενείς καριώτες). Το ενδιαφέρον είναι ότι παρά την προφανώς υποτιμητική σημασία του χαρακτηρισμού στα στόματα των καριωτών, αρκετοί ενδιαφερόμενοι τον υιοθέτησαν με ενθουσιασμό. Φέτος άκουσα κάμποσους να δηλώνουν υπερηφάνως "γκρούβαλοι" και είχα βρει παλιότερα στο Διαδίκτυο και ένα φόρουμ "γκρούβαλοι Ικαρίας" που τώρα έχει κατέβει, νομίζω.

Σε ένα πρόσφατο ντοκυμαντέρ περί Ικαρίας στους "Πρωταγωνιστές" του Σταύρου Θεοδωράκη, άκουσα τη φίλτατη ηθοποιό Τζένη Μπότση να πραγματεύεται γλωσσολογικώς το θέμα της προέλευσης του όρου στην καθημερινή ομιλία. Η μία εκδοχή που μετέφερε η Τζένη εξηγούσε τον όρο από το αγγλικό "groovy" (που δηλώνει κάποιον που είναι σε κατάσταση ευφορίας), ενώ η άλλη από τη λέξη "κουτρούβαλος" (δηλ. κάποιος που παραπατάει κατερχόμενος ταχέως το επικλινές ικαριακό έδαφος, κοινώς κουτρουβαλάει). Αμφότερες οι ερμηνείες μου φαίνονται κάπως επιφανειακές. Λέω να συνεισφέρω στη δημόσια συζήτηση με δυο άλλες εκδοχές. Την μία την άκουσα προ ετών από μια παρέα Μαγγανιωτίνες, που έλεγαν ότι κρούβαλα λέγανε οι παλιοί κάποια έντομα (σκαθάρια μάλλον) που διπλώνουν τα φτερά τους με τρόπο που μοιάζει σα να κουβαλάνε ένα σακκίδιο στην πλάτη (τυπική εικόνα για ελεύθερους κατασκηνωτές). Ωστόσο όσους γέρους καριώτες ρώτησα σχετικά δεν είχαν ιδέα περί τέτοιου εντόμου και είμαι λίγο διστακτικός να υιοθετήσω τη θεωρία χωρίς επιβεβαίωση από ανεξάρτητες πηγές.

Μια άλλη πιο πιθανή εκδοχή άκουσα το φετινό καλοκαίρι, σύμφωνα με την οποία τα παλιά χρόνια υπήρχε ένας περιφερόμενος μικροπωλητής (πραματευτής) που έστηνε πάγκους στα χωριά και πουλούσε διάφορα μπιχλιμπίδια και μικροπράγματα, όπως κάνουν σήμερα οι κρούβαλοι με διάφορα κοσμηματάκια και αξεσουάρ (κοινώς "λαλάκια") στις παραλίες και τα πανηγύρια. Το επίθετο του ανθρώπου αυτού ήταν Κουρούβαλος ή κάπως έτσι (το επίθετο είναι υπαρκτό, το τσέκαρα στον τηλεφωνικό κατάλογο) και προφανώς όταν οι γεροντότεροι είδαν για πρώτη φορά τα φρικιά να στήνουν πάγκο με μπιχλιμπίδια, τους παρομοίωσαν με το γνωστό τους από παλιά πραματευτή.

Σε κάθε περίπτωση, οι κρούβαλοι είναι πια ένα εποχιακό πλην χαρακτηριστικό είδος της ικαριακής πανίδας. Αν και κατά καιρούς εμφανίζονται μερικοί πιο πρώιμοι (από την άνοιξη) ή πιο έψιμοι (κατά το φθινόπωρο), είναι ένας αποδημητικός καλοκαιρινός πληθυσμός που διεκδικεί τη θέση του στο ικαριακό οικοσύστημα - καμμιά φορά σε αντιπαράθεση με άλλους τοπικούς πληθυσμούς, οπότε μπορεί να ανακύψουν μερικά προβληματάκια σαν αυτά που περιγράφει με χιούμορ ο Νάσος Μπράτσος εδώ ή τα άλλα που διεκτραγωδούν κάποιοι στο indymedia και σε μερικές αυτοσχέδιες μπροσούρες που κολλήθηκαν εδώ κι εκεί φέτος. Αυτή η αλλότρια πανίδα είναι λίαν επιρρεπής σε ορισμένες πρακτικές μάλλον αντιπαθείς (πολλοί μπάφοι, πολλή new age κουλτούρα, πολύ κακή διαχείριση της φύσης από τα "φυσιολατρικά" πλήθη κατασκηνωτών στο φαράγγι του Χάλαρη, πολύ στριμωξίδι στη Λαγκάδα, την Προεσπέρα και - αλίμονο - στην Ακαμάτρα), είναι ωστόσο κοινός τόπος πια ότι οι άνθρωποι ήρθαν για να μείνουν. Και είναι προφανές ότι δεν ήρθαν επειδή τους άρεσαν οι ραδιοπηγές ή το ρασκό ή το μπισκοτόγλυκο - ήρθαν επειδή τους άρεσε ο τρόπος που ζουν και διασκεδάζουν οι καριώτες.

Παρόλη τη γκρίνια που συνεπάγεται για τους ντόπιους (και για μένα) αυτή η κάπως αναγκαστική συμβίωση, νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε μερικά πράγματα (ένα κάμπιγκ, π.χ. ή κάποιες δημόσιες υποδομές υγιεινής) που να διευκολύνουν λίγο την κατάσταση και να περιορίσουν κάποιες από την αρνητικές συνέπειές της. Και με μερικές εξαιρέσεις ακραίου αλαδωτισμού, νομίζω πως μια χαρά παρέα μπορούμε να κάνουμε με τα παιδιά. Είναι άλλωστε πολλές φορές που νομίζω πως μάλλον ομορφαίνουν τον τόπο παρά τον λερώνουν - και δεν εννοώ μόνο την κοπέλα της φωτογραφίας.

Εύχομαι πάντως για το καλύτερο - και του χρόνου να 'μαστε καλά.

19/9/09

...μα αυτό δε φτάνει (Αρσένι Ταρκόφσκι)

Πάει πια το καλοκαίρι
θαρρείς και δεν υπήρξε.
Στη λιακάδα είναι ζεστά,
μα αυτό δε φτάνει.

Όλα γίναν τελικά,
πέσαν όλα στα χέρια μου
σαν φύλλο πενταπλό,
μα αυτό δε φτάνει.

Ό,τι κακό δε χάθηκε,
ό,τι καλό δεν ήταν μάταιο,
όλα λαμποκοπούν μες στο καθάριο φως,
μα αυτό δε φτάνει.

Η ζωή με περιμάζεψε
σώο μέσα στη φτερούγα της,
κι η τύχη μου πάντα βαστάει,
μα αυτό δε φτάνει.

Φύλλο δεν κάηκε,
κλαδί δεν τσάκισε…
Καθαρή σαν το γυαλί είναι η μέρα,
μα αυτό δε φτάνει.


Σ.Σ. Το ποίημα του Αρσένι Ταρκόφσκι απαγγέλλει ο "Στάλκερ" σε μια σκηνή της ομώνυμης ταινίας του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, γιου του ποιητή. Αν θυμάμαι καλά τη σκηνή, ο Στάλκερ (ο οδηγός, ένας "απλός άνθρωπος") προσπαθεί να δείξει στους άλλους δύο ταξιδιώτες, έναν Επιστήμονα και έναν Συγγραφέα ότι υπάρχουν πιο πολύτιμα πράγματα στη ζωή από την εξουσία ή τη δικαίωση που αναζητούν - φυσικά όχι μόνο δεν τους πείθει αλλά τον ειρωνεύονται.

Παρακολουθούσαμε συστηματικά τις ταινίες του Ταρκόφσκι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80 με τον τότε φίλο μου Σ.Γ., ο οποίος εδώ και χρόνια ζει στη Νότια Αμερική και έχω χάσει τα ίχνη του. Μου έγραψε το ποίημα με την καινούργια του γραφομηχανή (οι υπολογιστές είχαν εφευρεθεί, αλλά όχι ακόμα για κοινούς θνητούς σαν εμάς) σε ένα φύλλο χαρτί που κάπου το έχω ακόμα, με μια αφιέρωση. Ξαναδιαβάζοντάς την, έχω αναδρομικά την εντύπωση ότι απλώς δοκίμαζε τη γραφομηχανή χτυπώντας τα πλήκτρα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό - δεν βγαίνει και πολύ νόημα.

Όπως και να 'χει όμως, πάει πια το καλοκαίρι.

16/9/09

Οι περιπέτειες του κάπτεν-Νέτου στη Θάλασσα των Σαργασσών


Το σκάφος πήγαινε ορθόπλωρα, με αναμμένη μηχανή και τη μαΐστρα τραβηγμένη μέσα. Ο Σαρανταεφτά είχε βάλει τον αυτόματο και καθόταν στο chart table για να κάνει ναυτιλία κοιτάζοντας τους χάρτες και το GPS. Οι κοπέλες ήταν στις καμπίνες τους, ταλαιπωρημένες από την ολονύχτια τρικυμία, ο Ίμερος είχε αράξει στην πρύμη, ο Keel Bill αριστερά και ο Νέτος είχε μείνει ακίνητος, ξαπλωμένος για ώρες στο δεξί πάγκο του κόκπιτ, τυλιγμένος με μια θεόχοντρη νιτσεράδα. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια, ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του και δήλωσε με πολύ σοβαρή φωνή:

- Από αυτή τη στιγμή, αναλαμβάνω τη διακυβέρνηση του σκάφους.


Η θάλασσα των Σαργασσών είναι η μόνη θάλασσα που δεν έχει ακτές γύρω της. Στη μέση του Ατλαντικού, καθώς το Γκολφ Στριμ κατεβαίνει προς την Καραϊβική, άλλα ρεύματα ανεβαίνουν από τον Ισημερινό δημιουργώντας μια αργή περιδίνηση ρευμάτων γύρω από ένα κεντρικό «μάτι» που φυσάει σπάνια. Στα ήρεμα νερά που ζώνονται από τα θαλάσσια ρεύματα, αφθονεί ένα είδος φυκιού που λέγεται Sargassum, και μεγάλες συστάδες φυκιών του είδους αυτού επιπλέουν στα νερά που μοιάζουν με θαλάσσιο λιβάδι. Μεγάλες φουσκάλες αέρα από την αναπνοή των φυκιών ανεβαίνουν στην επιφάνεια, δίνοντας της εντύπωση μιας θάλασσας που κοχλάζει.

Αλλά ο κάπτεν Νέτος τα κοιτούσε αδιάφορα – είχε δει θάλασσες που κόχλαζαν στ’ αλήθεια, και που ήταν βαμμένες κόκκινες όχι από φύκια αλλά από το αίμα. Τα μάτια του είχαν δει πράγματα που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Κοίταξε το τσούρμο του: οι πιο πολλοί ήταν ναυτικοί ψημένοι στις εφτά θάλασσες και τα σαράντα κύματα, αλλά παρόλα αυτά τον κοιτούσαν με φόβο καθώς περιέφερε το βλέμμα του πάνω τους και πάνω στο γέρικο σκαρί που τους κουβάλαγε.


- Μα τους χίλιους καρχαρίες! ούρλιαξε ο κάπτεν Νέτος. Όλοι στα πόστα τους!

Σοκ και δέος κατέλαβε τους ναύτες, που άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες, άλλος στις γάμπιες, άλλος στις μετζάνες, άλλος στους φλόκους κι άλλος στους παπαφίγγους. Μόνο ο χοντρός λοστρόμος έμεινε στη θέση του, πάνω στο κασσάρο, δίπλα στο μεσιανό κατάρτι. Ήταν πιστός σύντροφος, από την πρώτη μέρα στη θάλασσα, αλλά πού και πού του άρεσε να κάνει τον έξυπνο στα ναυτόπουλα και ο κάπτεν-Νέτος δεν τα σήκωνε αυτά.

- Καπετάνιο... είπε ο λοστρόμος.
- Τι θες; γρύλισε ο κάπτεν Νέτος απότομα.


- Ρε μαλάκα Νέτο, δε βγάζεις τη νιτσεράδα; Θερμοπληξία θα πάθεις, αγόρι μου, μουρμούρισε ο Keel Bill και γύρισε από το άλλο πλευρό.

Ο Νέτος έβγαλε το πάνω της νιτσεράδας, και μετά το κάτω. Έβγαλε επίσης τα παπούτσια και τις κάλτσες, το πουκάμισο και το παντελόνι, το οποίο άλλαξε με μια βερμουδίτσα. Τώρα με το κοντομάνικο ήταν πολύ πιο κοντά στις θερμοκρασιακές απαιτήσεις της μέρας. Ο ήλιος άρχιζε να ψηλώνει, και μια ανάλαφρη ριπή αέρα θύμιζε ότι μπορεί και να ήταν Ιούλιος και να είχαμε μελτέμια. Η μαΐστρα τεντώθηκε ελαφρά.


Μια ανάλαφρη ριπή αέρα τάραξε τα φύκια στην επιφάνεια των νερών. Είχαν ένα καφετί χρώμα – λίγο πιο κάτω όμως άρχιζε το πιο βαθύ μπλε που είχε δει ο κάπτεν-Νέτος στην πολυταξιδεμένη ζωή του. Μια δεύτερη ριπή, λίγο πιο δυνατή ακολούθησε. Ο κάπτεν-Νέτος έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης – ήξερε πως αν η άπνοια συνεχιζόταν, τα πράγματα θα σκούραιναν. Έπρεπε να ξεκολλήσουν από αυτό το ακύμαντο λιβάδι πριν τους θερίσει η δίψα και το σκορβούτο. Δεν είχε σημασία πού θα πήγαιναν – κατά τα Κανάρια νησιά και τη Τζιμπεράλντα ή κατά τις Αντίλλες και την Καραβαϊκή.

- Καραϊβική, διόρθωσε ο λοστρόμος.
- Σκασμός. Στο πόστο σου, τον έκοψε ο κάπτεν-Νέτος, κι ο λοστρόμος βάλθηκε έντρομος να ντουκιάζει τους κάβους.

Μια τρίτη ριπή, ακόμα πιο δυνατή, φούσκωσε στιγμιαία τους κόντρα-φλόκους. Το σκαρί έτριξε, το σκάφος τραμπαλίστηκε ανάλαφρα κι έκανε μια μικρή κίνηση προς τα εμπρός.

- Όρτσα α λα μπάντα, πρόσταξε ο κάπτεν-Νέτος. Εμπρός γενναίοι μου!

Το πλήρωμα άρχισε να τρέχει αλαφιασμένο δεξιά κι αριστερά. Ο κάπτεν-Νέτος έπιασε το τιμόνι και το έστριψε απότομα. Το σκάφος γύρισε αργά προς τον άνεμο, για μια στιγμή τα πανιά κρέμασαν τελείως – μια στιγμή που έμοιαζε αιώνας. Ο κάπτεν-Νέτος ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη:

- Σταβέντο! Όλοι σταβέντο!


- Σταβέντο, παλληκάρια, όποιος θέλει να κάνει εμετό, να κατουρήσει, να φτύσει, σταβέντο. Προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος, μην έχουμε ατυχήματα, διευκρίνισε ο Σαρανταεφτά πιάνοντας πάλι το τιμόνι.
- Μην κάνεις έτσι, δε θα σου λερώσουμε το σκαφος. Δεν είμαστε και χτεσινοί, του απαντησε κάποιος.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με αμφιβολία. Ο άερας δυνάμωσε κι άλλο – άνοιξαν τη τζένοα και έσβησαν τη μηχανή. Έπεσε ησυχία ξαφνικά - ακουγόταν μόνο ο ήχος του νερού καθώς γλυστρούσε γύρω από το σκάφος.


Ακουγόταν μόνο ο ήχος του νερού καθώς γλυστρούσε γύρω από το σκάφος. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Το σκάφος έστριψε αργά καθώς γυρνούσε το άλλο πλευρό στον αδύναμο άνεμο – μια ακόμα ριπή ήρθε και φούσκωσε τα τριγωνικά πανιά. Το σκάφος κινήθηκε ανάλαφρα αλλά αποφασιστικά προς τα μπρος. Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Η πλώρη έσχιζε στα δύο το κόκκινο στρώμα των φυκιών και στην πρύμη φαινόταν πια η γαλάζια επιφάνεια του Ατλαντικού. Οι ναύτες άρχισαν να τραγουδάνε το τραγούδι του καπετάνιου:

Όλοι καλάρουνε μα δε βγάζουν ψάρια
Καλάρει ο Νέτος και βγάζει καλαμάρια
Καπετάν Μανώλη Νέτο, χαίρομαι όταν σε βλέπω



- Δε σε βλέπω καλά εκεί, γκρίνιαξε ο Σαρανταεφτά.
- Γιατί, τι τρέχει; ρώτησε ο Νέτος
- Δε γίνεται να τριμάρουμε έτσι, έχεις ξαπλώσει πάνω στο βιντσιρέλλο.
- Και πού να πάω;
- Έλα εδώ και κράτα λίγο τιμόνι μέχρι να φτιάξω τα πανιά. Κράτα πορεία.


Άλλαξαν θέσεις. Ο σκίπερ γύριζε τη μανέλα μαζεύοντας λίγο πιο μέσα τη τζένοα. Ο Νέτος κοίταξε την ψευδοπυξίδα του GPS – έδειχνε 0 μοίρες. Εντελώς βόρεια. Η Βιντσιρέλλα ξεμύτισε από τις καμπίνες και το ωραίο κεφάλι της φάνηκε στη φάλκα. Κοίταξε το Νέτο στο τιμόνι λίγο παραξενεμένη.

- Εσύ τιμονεύεις τόση ώρα;
- Εγώ βέβαια, ποιός άλλος;
- Α, αναρωτιώμουνα ποιος ήταν, γιατί πήγαινε πολύ γλυκά και δεν καταλαβαίναμε καθόλου το κύμα, κοιμόμασταν,
είπε η κοπέλα και ξαναμπήκε μέσα.

Ο Νέτος χαμογέλασε πλατιά. Ο σκίπερ του έριξε ένα βλέμμα απογοήτευσης υπό γωνία. Σχεδόν μελαγχολικό.

(Συνεχίζεται...)


Σ.Σ. Ο Νέτος και ο κάπτεν-Νέτος δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, όπως κανένα αρχετυπικό σύμβολο δεν είναι το ίδιο με καθένα από τα επιμέρους πρόσωπα που συνέβαλαν στη δημιουργία του. Σε αντίθεση πάντως με τον κάπτεν-Νέτο, ο Νέτος (σκέτος) έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ - γι' αυτό του αφιερώνω την ιστοριούλα αυτή και τις άλλες που θα ακολουθήσουν (στον Ειρηνικό, στη Μεσόγειο, στη Γη του Πυρός ή όπου αλλού τύχει), έχοντας την πεποίθηση ότι δεν θα παρεξηγηθεί καθόλου και θα τις βρει και του γούστου του.

Άλλωστε τα ταξίδια της φαντασίας είναι πιο συναρπαστικά από τις βόλτες με ιστιοπλοϊκό σκάφος - και κρατάνε και κάπως παραπάνω.

Καλά ταξίδια, λοιπόν, Μάνο...

10/9/09

Αχρείαστες επέτειοι

"Κάτι" μάρμαρα πάνω στη γρανιτένια βάση του ναού της Ταυροπόλου Αρτέμιδος στο Να. Τα υπόλοιπα μάρμαρα έγιναν ασβέστης στο παρακείμενο ασβεστοκάμινο, μάλλον.

Ήταν καλοκαίρι του 1999, ίσως 23 ή 24 Αυγούστου. Πηγαίναμε στο πανηγύρι στους Βρακάδες (που τότε ακόμα ήταν μια δύσκολη διαδρομή σε στενό χωματόδρομο) κι επειδή δεν είχαμε ξαναπάει νύχτα πηγαίναμε αργά και ψαχτά. Σε μια διασταύρωση συναντήσαμε τον Ανδρέα - πήγαινε κι εκείνος αργά και ψαχτά. Είχε στο αμάξι μια φίλη του που έκαναν μαζί διακοπές και τρεις άγνωστες γυναίκες, πιο μεγάλης ηλικίας. Φτάσαμε μαζί και καθήσαμε παρέα. Γνωριστήκαμε με τις άγνωστες - ήταν μια Γερμανίδα, μια Αγγλίδα και μια Ελληνίδα (όπως στα ανέκδοτα). Τους είπαμε ότι κι ο οδηγός τους ήταν Ολλανδός (κατά το ήμισι, βέβαια). Μιλήσαμε κάμποσο, κυρίως με την Ελληνίδα (ας την πούμε Σ.) που μου εξήγησε ότι είχαν πάει στις Ράχες από το Να, και βρήκαν τον Ανδρέα (ωτοστόπ φυσικά, στην Ικαρία είμαστε) που πήγαινε Βρακάδες και τον ακολούθησαν στο πανηγύρι. Οι δύο ξένες κυρίες ήταν λιγάκι έξω από τα νερά τους, η Σ. ακόμα περισσότερο. Τη ρώτησα αν πήγαινε συχνά σε πανηγύρια.

- Είναι το πρώτο μου.
- Α, έτσι εξηγείται... Δεν έχεις ξανάρθει στην Ικαρία;
- Πολλές φορές. Εικοσιδύο χρόνια έρχομαι, κάθε καλοκαίρι.
- Και δεν έχεις πάει σε πανηγύρι;
- Ποτέ.
- Καλά, πού πηγαίνεις;
- Στο Να.
- Μόνο στο Να;
- Μόνο.
- Γιατί.
- Γιατί... γιατί έχει "κάτι".


Μου είπε μερικά πράγματα για το "κάτι" του Να - της είπα μερικά πράγματα για το "κάτι" του νησιού, ή καλύτερα του κόσμου όλου. Δεν είμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Μου είπε ότι οι άλλες κυρίες είχαν έρθει για meditation και ότι ήταν πιστές του Osho. Δεν μου έλεγε κάτι το όνομα, ρώτησα πάντως αν ήταν κι εκείνη πιστή του Osho. Δεν ήταν, αλλά είχε κι αυτός "κάτι". Μιλήσαμε κάμποσο ακόμα, για διάφορα άλλα λιγότερο μεταφυσικά πράγματα. Στα πλαίσια της παραδοσιακής ικαριακής φιλοξενίας, τους δείξαμε καριώτικο, αργότερα χορέψαμε και "τανγκουδάκι" και άλλα "ευρωπαϊκά" προς μεγάλη έκπληξη των Ευρωπαίων, κυρίως. Φύγαμε όλοι μαζί πρωί πια - ο Ανδρέας ως γνήσιος τζέντλεμαν ανέλαβε να τις ξαναπάει στο Να. Πριν φύγουν τους είπαμε ότι μια και είχαν μάθει το δρόμο για τα πανηγύρια ίσως κατάφερναν να πάνε και στο Μάραθο στις 27, ε;

Το κατάφεραν. Και μάλιστα τόσο καλά το κατάφεραν, που δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει χρονιά έκτοτε που να έχασε η Σ. το πανηγύρι στο Μάραθο. Αν με ρωτήσει κάποιος, δεν ξέρω το επίθετό της, πού και πώς ζει και τι κάνει τον υπόλοιπο χρόνο, σε τι θεό πιστεύει. Την πρώτη χρονιά μου σύστησε το σύζυγό της - "είναι το παιδί που σου 'λεγα". Αισθάνθηκα λίγο αστεία ως "παιδί" στα 31 μου, αλλά ίσως το δικαιολογούσε η διαφορά ηλικίας μας. Δυο χρόνια μετά τους πέτυχα στο Να - η Σ. διάβαζε ένα βιβλίο του Carlos Castaneda. Τους είπα τα νέα του Ανδρέα του Ολλανδού, αλλά τα ήξεραν ήδη.

Τα τελευταία χρόνια τη συναντάω στο Μάραθο και χορεύουμε οπωσδήποτε μαζί ένα τανγκουδάκι. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν έχει περάσει διάφορα από όσο ξέρω, αλλά διατηρεί μια αισιοδοξία και μια διάθεση για ζωή που βρίσκω εξαιρετική. Έχει πάει πια σε πολλά πανηγύρια. Σιωπηλά ανανεώνουμε το ραντεβού για την επόμενη χρονιά, αν είμαστε καλά. Θα λείπει βέβαια ο Ανδρέας, θα λείπει ο άντρας της, σιγά σιγά θα λείψουν κι άλλοι πολλοί, θα 'ρθουν άλλοι. Αλλά αν είμαστε καλά, θα ξαναβρεθούμε.


ΥΓ. Ο Ανδρέας Μηλαΐτης, ο λεγόμενος και "Ολλανδός" λόγω καταγωγής της μητέρας του σκοτώθηκε στο σεισμό της Αθήνας, το Σεπτέμβριο του 1999, στα ερείπια της Ρικομέξ. Ο Νάσος Μπράτσος αναφέρει περισσότερα και πιο επίκαιρα εδώ. Χρησιμοποίησα αυτή την παράλληλη ιστορία της Σ. για να αποφύγω να κάνω άλλο ένα μνημόσυνο, αλλά η αμηχανία του κειμένου είναι μάλλον πρόδηλη.

Αναθρεμμένος με ένα ανισομερές μίγμα "παραδοσιακής" θρησκευτικότητας και επίκτητου ορθολογισμού, αντιμετωπίζω με σοβαρή επιφύλαξη το "κάτι" που σύμφωνα με ορισμένους έχει ο Νας, το Κάστρο ή (θου Κύριε...) η Ακαμάτρα, εφόσον το "κάτι" αυτό μετριέται με όρους vibes και "θετικής ενέργειας".

Ο Castaneda και ο Osho είναι θεωρητικά εντελώς διαφορετικές κατηγορίες αντιλήψεων, αλλά μέσα στο γενικό συγκρητισμό του new age χώρου δεν είναι και πολύ παράλογη η ανάμιξή τους. Ο μακαρίτης Osho πριν γίνει Osho ήταν γνωστός ως γκουρού Σρι-Ραζνίς ή κάπως έτσι και θυμάμαι αμυδρά κάτι σκηνικά αρχές δεκαετίας του '80 μάλλον που είχε σκάσει μύτη στην Κρήτη (στη βίλα του Κούνδουρου κάπου στα Χανιά) όπου θα έδινε διαλέξεις και θα έκανε meditation σε διάφορους πιστούς και απίστους. Δεν είμαι βέβαιος αν έγιναν όλα αυτά τελικά, καθώς είχε ξεσηκωθεί μια χλαπαταγή μάλλον δυσανάλογη - και εν τέλει δυσάρεστη. Αντιθέτως, στην Ικαρία υπάρχει αρκετή ανοχή για όλο τον κόσμο κατά πως φαίνεται (και καλά κάνει), ελπίζω όμως να μην πλακώσει ακριβώς όλος ο κόσμος.

7/9/09

Υποδομές


Η Μαρία σκέφτηκε ότι χρειαζόταν λίγο νερό ακόμα. Ήταν πρόβλημα, βέβαια, για την ώρα. Ήταν μόνη της - οι υπόλοιποι είχαν πάει να βρουν δωμάτια η τριγύριζαν στο χωριό. Εκείνη είχε προτιμήσει να μείνει στο σκάφος, δεν την πείραζε η ρεστία. Βέβαια, για δεμένο σε λιμάνι, το σκάφος παρακουνούσε. Χάρη σε κάποιο περίεργο λιμενικό σχεδιασμό, το «αλιευτικό καταφύγιο» στο οποίο είχαν δέσει μέσα στο λιμάνι του Ευδήλου ήταν υπερβολικά απροστάτευτο στους βόρειους ανέμους. Αύγουστο μήνα ωστόσο, δεν συναντάς παρά βόρειους ανέμους. Μελτέμια, κοινώς. Κάθε μέρα 4-5 μποφώρ, όχι πάρα πολύ και όχι όλη μέρα (από τις δέκα το πρωί περίπου ως το απογεματάκι). Αλλά αρκετό για να βγάζει ένα φουσκωμένο κύμα που έμπαινε ανενόχλητο στο λιμάνι, έκανε μια μεγάλη βόλτα γύρω-γύρω στην κυκλική προκυμαία και ερχόταν ακριβώς στη μπούκα του «καταφυγίου», ενισχυμένο κιόλας κάπως από το αντιμάμαλο που προκαλούσαν τα τυφλά ανοίγματα στα μπλόκια, όπου το σκάσιμο κάθε κύματος επέστρεφε με διαφορά φάσης, δημιουργώντας ένα μόνιμο κοχλασμό στα νερά, ακόμα κι όταν έξω ο καιρός ήταν σχετικά καλός.

Αλλά η Μαρία ήταν συνηθισμένη, αρκετά χρόνια ιστιοπλόος, κάθε καλοκαίρι έτρωγε την άδειά της στο σκάφος, σε ταξίδια και αγώνες - αγώνες που γινόντουσαν για τη χαρά του ταξιδιού, κυρίως. Ζούσε άνετα εκεί μέσα, χωρίς εξάρσεις και πολυτέλειες, κοιμόταν στις σταβέντο κουκέτες, χρησιμοποιούσε την τουαλέτα του σκάφους και πλενόταν στο εξωτερικό ντους. Και τώρα φορούσε απλώς το μαγιώ της και έκανε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν, και σκεφτόταν ότι χρειαζόταν λίγο νερό ακόμα. Όμως το λιμάνι είχε μεταξύ άλλων ένα πρόβλημα υποδομών – το νερό ήταν εξαιρετικά δυσεύρετο. Υποτίθεται ότι η εκκίνηση του αγώνα, της Ρεγκάτας Αιγαίου 2009 ήταν για τις 24 Αυγούστου. Σήμερα ήταν 19, τα σκάφη είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται (το δικό τους ήταν από τα πρώτα), αλλά οι κολώνες με τις βάνες για το νερό και το ρεύμα είχαν μόλις τοποθετηθεί δίπλα στις δέστρες και το τσιμέντο στη βάση τους δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Ίσως είχαν νερό αύριο, τους είχαν πει. Ή μεθαύριο – φημολογείτο ότι στην Ικαρία δεν πρέπει να παίρνεις πολύ σοβαρά τις διαβεβαιώσεις σχετικά με το χρόνο. Οι κάτοικοι δεν έχουν και πολύ ισχυρή αντίληψη του χρόνου, λένε.

Πάντως τα σκάφη συνιστούσαν φαίνεται ένα κάπως αξιοπερίεργο θέαμα για τους ντόπιους. Το «αλιευτικό καταφύγιο» συνόρευε με ένα υπαίθριο αυτοσχέδιο πάρκιγκ-εργοτάξιο που μάλλον επρόκειτο κα γίνει αποβάθρα για μεγάλα πλοία σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Η Μαρία σκέφτηκε ότι μάλλον σε αυτό θα χρησίμευε κάτι σαν ανισόπεδος κόμβος που έβλεπε να χτίζεται πενήντα-εκατό μέτρα πιο κάτω και έβγαζε στον κεντρικό δρόμο. Κάμποσοι ερχόντουσαν να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους στο εργοτάξιο, και με την ευκαιρία χάζευαν και «τα κότερα». Ένας τύπος με κοιλιά και μαλλιά κοντοστάθηκε μπροστά στο σκάφος. Η Μαρία δεν κατάλαβε αν πίσω από τα στρογγυλά αλλά Τζον Λένον γιαλιά ηλίου κοιτούσε το σώμα της (το μαυρισμένο, όμορφο σώμα της) ή το σκάφος. Δεν είχε σημασία άλλωστε, το βασικό ήταν να βρει νερό. Υπήρχε μια βρύση κάπου μέσα στο εργοτάξιο, αλλά ο λαστιχένιος σωλήνας δεν έφτανε ως εδώ. Χρειαζόταν ένα δεύτερο λάστιχο, σαν αυτό που είχε μόλις νετάρει και τακτοποιήσει στο ταμπούκι – μαζί ίσως έφταναν εδώ. Ξετρύπωνε το νεταρισμένο λάστιχο όταν άκουσε το χοντρό Τζον Λένον να ρωτάει:

- Από πού έρχεστε;
- Ήμασταν σε διάφορα μέρη, είπε η Μαρία αδιάφορα.
- Ναι, αλλά πού είναι η βάση σας;

Η Μαρία σκέφτηκε ότι θα ήταν υπερβολή να πει «στο ΝΟΠΦ» και είπε απλώς «στην Αθήνα», ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει το λάστιχο έξω. Ο τύπος όμως συνέχισε:

- Πασαρέλα δεν έχετε;

Α, ήξερε και την πασαρέλα. Την είχαν βγάλει, όπως και τη σκάλα. Ήθελαν το σκάφος να είναι όσο γίνεται πιο ελαφρύ, ενόψει αγώνα. Άλλοι αφήνανε άγκυρες, άλλοι μη απαραίτητα μέλη του πληρώματος... Αυτοί είχαν απλώς ξεφορτωθεί τα βασικά, με τίμημα μια κάπως προβληματική επικοινωνία με τη στεριά.

- Να σας βοηθήσω; είπε ο τύπος κι έσκυψε προς το σκάφος για να πιάσει το λάστιχο.
- Με άφησαν μόνη... γκρίνιαξε λίγο η Μαρία. Κι έχουμε ένα σωρό δουλειές. Χρειάζομαι νερό.
- Δε δουλεύουν οι βάνες;
- Όχι, μόλις τις έβαλαν. Ίσως αύριο, μας είπαν.
- Πάντως είστε σε καλή θέση. Οι άλλοι που δένουν απέναντι δεν έχουν καθόλου νερό.
- Γι αυτό ήρθαμε από τους πρώτους, να βρούμε καλή θέση. Δεν είναι και πολύ έτοιμη η μαρίνα σας.
- Είναι τριών ημερών μόλις. Την περασμένη εβδομάδα δεν υπήρχε ακόμα. Θα φτιάξει...


Ο τύπος στήριξε το σανίδι που είχαν αντί για πασαρέλα και έδωσε το χέρι του στη Μαρία για να βγει έξω. Εκείνη τον ευχαρίστησε και πήγε να φέρει το λάστιχο από τη βρύση του εργοταξίου. Όπως φανταζόταν, έφτανε μέχρι τη μέση. Ξαναπήγε να φέρει το υπόλοιπο – οι περαστικοί και οι οδηγοί που πάρκαραν γύριζαν να κοιτάξουν την όμορφη μελαχροινή με το μαύρο μπικίνι που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους με ένα λάστιχο ποτίσματος. Χρειαζόταν κάτι να γεφυρώσει τα δύο λάστιχα – είχε κάτι κατάλληλο στο σκάφος. Πήγε ξανά προς τα εκεί, αλλά δυσκολεύτηκε να μπει, καθώς το σκάφος κλυδωνιζόταν έντονα και η σανίδα δε στεκόταν. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε πάλι ο από μηχανής χοντρός που περιεργαζόταν άλλα σκάφη στο μεταξύ. Στήριξε τη σανίδα και η Μαρία μπήκε και ξαναβγήκε, δίνοντάς του πάλι το χέρι.

- Σαν πολύ ρεστία έχει το λιμάνι σας, του είπε.
- Λοίπουν διακόσια μέτρα κυματοθραύστης ακόμα. Όταν φτιαχτεί δεν θα έχει πια. Αλλά μια και βρήκατε το δρόμο, να έρχεστε.

Η Μαρία κούνησε το κεφάλι σκεφτική. Το υπόλοιπο πλήρωμα έψαχνε ακόμα για δωμάτια είτε γιατί δεν άντεχαν το κούνημα είτε την ολονύχτια φασαρία της πλατείας (μα δεν κοιμούνται αυτοί οι ντόπιοι;). Στα διπλανά σκάφη έδεναν μετά φόβου θεού μήπως χτυπήσουν τα κατάρτια τους ή μήπως ξεσύρει καμμιά άγκυρα και τους πετάξει στον τσιμεντένιο ντόκο. Μια και βρήκατε το δρόμο... Μια κουβέντα είναι. Αλλά ο κόσμος ήταν εν τέλει συμπαθητικός, το χωριό φαινόταν ωραίο. Και το νερό επιτέλους έτρεχε από το λάστιχο και της επέτρεπε να ξεπλύνει τα σπιράγια και την κουβέρτα.

Ο τύπος την αποχαιρέτησε ρωτώντας το όνομά της. Του το είπε, ρώτησε και το δικό του. Είχε το ίδιο όνομα με τον κυβερνήτη του σκάφους και άλλον έναν αρσενικό του πληρώματος.

- Γεμάτο Β. είναι το σκάφος μας, σχολίασε γελώντας.
- Και το δικό μας, μια χαρά πάει από Μαρίες, είπε ο άλλος.

Της ευχήθηκε καλή επιτυχία στη Ρεγκάτα. Ύστερα πλησίασε ένα άλλο σκάφος που ερχόταν να δέσει και προσφέρθηκε να πάρει το σκοινί που θα του πέταγαν.

- Πέρνα το στη δέστρα και δώστο πίσω, του φώναξαν από το σκάφος.
- Πεντένι; ρώτησε ο τύπος.

«Ίσως να ξέρει κάτι από σκάφη» σκέφτηκε η Μαρία.


Σ.Σ Μπορεί και να μην το σκέφτηκε ποτέ, αλλά γράφοντας την ιστορία μάλλον αυτό θα ήθελα να έχει σκεφτεί. Η Μαρία είναι πραγματική, όπως πάνω κάτω και οι διάλογοι – οι σκέψεις που της αποδίδω είναι βέβαια φανταστικές. Το σκάφος δεν ήταν ανάμεσα στους νικητές σε καμμιά ιστιοδρομία της Ρεγκάτας, οπότε ίσως τζάμπα πήγε η πασαρέλα. Αλλά πάλι, οι αγώνες είναι για να δίνονται, όχι μόνο για να κερδίζονται – και δεν εννοώ μόνο οι ιστιοπλοϊκοί.

Πάντως πίσω απ’ τα στρογγυλά γιαλιά ηλίου – πιστέψτε με – ο τύπος κοιτούσε τον Εύδηλο πίσω από τα σκάφη, όπως στη φωτογραφία στην κορυφή.