ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/10/08

Χύμα στο κύμα


Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στη Δία το καλοκαίρι. Αχνά φαίνεται στο βάθος η παραλιακή ζώνη στα ανατολικά της πόλης του Ηρακλείου. Για τα σημερινά δεδομένα όμως η εικόνα είναι παραπειστική - αυτή την εποχή ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος και η θάλασσα δεν είναι "λάδι". Κι εμείς δεν είμαστε πια η Sea'n'dream (ή Συντρίμ...) team. Έχουν υπάρξει κάποιες αλλαγές.

Κατ' αρχήν, τυπικά δεν είμαστε πλέον αρχάριοι - έχουμε όλοι πάρει το δίπλωμα ιστιοπλοΐας, και αρκετοί πέρασαν και κάποιες βδομάδες σε εκπαιδευτικού χαρακτήρα εκδρομές και ταξίδια. Εγώ δεν ανήκω στους τελευταίους, καθώς τα καλοκαίρια μου είναι δοσμένα αλλού όπως όλοι γνωρίζουμε. Ωστόσο, επειδή για τα φθινόπωρα δεν ισχύει το ίδιο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαραλλέος, μάζεψα εγκαίρως τα απαιτούμενα φράγκα και γράφτηκα στο τμήμα προχωρημένων του ΙΟΗ για την 36η Σχολή Ιστιοπλοΐας Ανοιχτής Θαλάσσης, από μέσα Οκτώβρη μέχρι αρχές Δεκέμβρη.

Την ίδια έμπνευση είχαν κάμποσα από τα μέλη της Συντρίμ, κι έτσι όλο χαρά ξαναβρεθήκαμε με τη Μανταλένα, τη Μαρίστρα, την Κάντυ, το Λάζαρο και το Νέτο επί του σκάφους "Οδυσσέας", με καπετάνιο-εκπαιδευτή αυτή τη φορά το Νώε (που το συνηθέστερο παράγγελμά του είναι "πόδισε" εξ' ου και το σκάφος ενίοτε καλείται "Ποδισσέας"). Στην ομάδα προστέθηκαν ο Ίμερος (παλιός εξωτερικός συνεργάτης της Συντρίμ από το ιστιοφόρο Χριστίνα, ή κακεντρεχώς "Αχρηστίνα"), ο Σφίχτης (άρτι υποδειχθέν παρατσούκλι για το συνάδελφο που έσφιξε το μαντάρι της μαΐστρας τόσο που κάναμε μία ώρα πάνω κάτω στο λιμάνι μέχρι να το ξεσφίξουμε) και μια κοπέλα που ακόμα δεν έχει υποστεί ονοματοθεσία, αλλά δεν τη βλέπω να αντέχει για πολύ.

Η σχολή προχωρημένων δεν έχει τίποτα φοβερά καινούργιο να μάθει κανείς, πέραν της εκμάθησης της χρήσης μπαλονιού στα πρίμα και κάπως πιο εξεζητημένων χειρισμών αγκυροβολίας και του ότι το σκάφος έχει κάπως διαφορετικά χειριστήρια (λαγουδέρα αντί τιμόνι, κάποιες μικροαλλαγές στα σχοινιά και τα βαρδάρια). Το βασικό είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις οχτώ ακόμα εβδομάδες εκπαίδευσης, και μάλιστα - λόγω εποχής - σε συνθήκες αρκετά πιο σκληρές από αυτές που συναντήσαμε το περασμένο καλοκαίρι.

Έτσι, την περασμένη εβδομάδα βγήκαμε με ένα εξάρι μποφώρ που στην πορεία έγινε εφτάρι. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε τρεις-τέσσερις κρεμασμένους σταβέντο (σ.σ. υπήνεμα) να μοιράζονται με τη θάλασσα τον εσωτερικό τους κόσμο (κυρίως το εσωτερικό του στομαχιού τους) και τους λοιπούς να τρέχουμε πανικόβλητοι γύρω-γύρω, δεμένοι πάνω στο σκάφος με ζώνες ασφαλείας και σχοινιά, για να διασφαλίσουμε τα απαραίτητα. Φυσικά τα καταφέραμε άψογα - μάλιστα χάρη στους ακριβείς χειρισμούς στη λαγουδέρα ενός μέλους του πληρώματος που κάνει καριέρα και ως blogger, όλη η ομάδα λούστηκε στα γαλανά νερά του Αιγαίου καθώς τα κύματα ανηφόρισαν πολλάκις κατά το σκάφος και κατέβρεξαν το σύμπαν όταν ο συμπαθής τιμονιέρος έμπλεξε τα "όρτσαρε" με τα "πόδισε", τη λαγουδέρα με το τιμόνι και το δεξιά με το αριστερά.

Φυσικά, ό,τι μάθει κανείς σ' αυτή τη ζωή καλό είναι, οπότε το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι ο καλός ιστιοπλόος κουβαλάει πάντα μια καλή νιτσεράδα από την κορφή ως τα νύχια - ή μια δεύτερη αλλαξιά ρούχα, καλού κακού. Είμαι σίγουρος ότι οι αγαπημένοι μου συμμαθητές θα εμφανιστούν πάνοπλοι στο αυριανό μάθημα, αν και δεν προβλέπονται πάνω από τρία-τέσσερα μποφώρ. Είμαι επίσης σίγουρος ότι στην επόμενη απόπειρά μου να πιάσω τιμόνι το λοιπό πλήρωμα ενδέχεται να στασιάσει. Αλλά δεν πτοούμαι βέβαια - γι' αυτό υπάρχει η εκπαίδευση, για να μαθαίνουμε από τα λάθη μας.

Μάλιστα, αυτή τη φορά θα είμαι κατάλληλα προετοιμασμένος. Επειδή η παραδοσιακή συνταγή με το σκόρδο και το κρεμμύδι είναι καλή μόνο για σάλτσες, βρήκα τους κατάλληλους ανεξίτηλους (λέμε τώρα...) μαρκαδόρους, και αύριο πρωί πρωί θα φροντίσω το δεξί μου χέρι να έχει πράσινο σημαδάκι και το αριστερό κόκκινο. Όχι, παίζουμε...

Κι όπως είπαμε, η Συντρίμ τημ δεν υπάρχει πια. Τώρα ένα νέο αστέρι γεννιέται: η ομάδα "Χύμα στο κύμα".

Εμπρός για νέες περιπέτειες, γενναίοι μου...

28/10/08

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά

Κάπως μου συμβαίνει στις εθνικές επετείους και μου έρχονται μνήμες από το στρατό. Κοιτούσα νωρίτερα την παραπλεύρως εικονιζόμενη φωτογραφία της Nelly's που έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Life το Δεκέμβριο του 1940 και κάπως ξεκίνησε μια διαδικασία συνειρμών που με έφερε σε μια επιθεώρηση που μας έκανε ο Σχης (ΠΖ) Αθανάσιος Χ., κάπου προς το τέλος της θητείας μου, προ δεκαετίας περίπου. Ο Σχης ήταν ο φόβος και ο τρόμος της μονάδας (των αξιωματικών και υπαξιωματικών κυρίως, καθώς σπάνια ασχολείτο με φαντάρους) διότι αρέσκετο να εξευτελίζει τον κόσμο, αλλά εμένα μου ενέπνεε μια απροσδιόριστη συμπάθεια, μάλλον επειδή ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που συνάντησα στις ένοπλες δυνάμεις και μπορούσα να τους κοιτάζω στα μάτια, ου μην και αφ' υψηλού - μετά βίας έφτανε το ένα εξήντα με το πηλίκιο.

Είμασταν ένας λόχος γιωτάδων από διάφορα όπλα και σώματα, αγγαρειομάχοι πολυτελείας σε δεύτερη μετάθεση στην Αθήνα, κάπου μεταξύ δεκάτου τρίτου και δεκάτου ογδόου (καταληκτικού) μηνός θητείας. Βέβαια, ορισμένοι στη μονάδα είχαν μαζέψει τόση φυλακή που υπηρετούσαν ήδη πάνω από είκοσι μήνες, κάποιος μάλιστα ήδη εικοσιπέντε με ένα στρατοδικείο τουλάχιστον στην πλάτη. Η είδηση της επιθεώρησης έθεσε ορισμένα ανυπέρβλητα προβλήματα προς αντιμετώπιση, καθώς ορισμένοι δεν ήταν σίγουροι πού ακριβώς βρισκόταν η στολή τους, ίσως μάλιστα και τα όπλα τους, όσοι είχαν χρεωθεί όπλα ως ικανοί. Ενόψει της κρίσιμης μέρας, κάναμε κάτι στοιχειώδεις καθαριότητες, στρώσαμε κρεβάτια, βρήκαμε τσάτρα πάτρα τα σχετικά συμπράγκαλα του καθενός, κρύψαμε στο αναρρωτήριο έναν συστρατιώτη που ήταν τόσο έμφανώς gay που έβγαζε μάτι, και το κρίσιμο πρωινό παραταχθήκαμε, οι ένοπλοι μπροστά, οι άοπλοι πίσω, ζυγισμένοι - στοιχημένοι καθ' ύψος, "Λόχος - άκυρον! Λόχος, προοοοσχή!", περιμένοντας την άφιξη του τιμωμένου προσώπου.

Όλοι διακατέχοντο από έναν αδιόρατο εκνευρισμό, ιδιαίτερα οι πάλιουρες, καθώς η φήμη του Σχη ήταν κάκιστη και οι περισσότεροι είχαν να περάσουν επιθεώρηση μήνες ατελείωτους και φυσικά είχαν ξεχάσει και τον όρκο και την προσευχή και την ιεραρχία και όλα τα ιερά φετίχ που αποστήθιζαν ως στραβάδια προ μηνών. Ορισμένοι πάντως ήταν ιδιαίτερα ψύχραιμοι, όπως ο εξ' αριστερών μου Στρ (ΤΘ) Μιχαήλ Δ., που έλεγε ότι στους μαύρους (τεθωρακισμένα) είχε περάσει τόσο άθλιες μέρες που τώρα στα μετόπισθεν δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Φορούσε καμαρωτός το μπερεδάκι του και ξεχώριζε με άνεση, ενώ τα τζόκεϋ ημών των υπολοίπων χλώμιαζαν ελαφρώς μέσα στο πλήθος. Δεξιά μου, ο Στρ (ΠΒ) Κωνσταντίνος Β. ήταν υπερβολικά ανήσυχος, παρά τους δύο απανωτούς μπάφους που είχε πιει πρωί πρωί για να χαλαρώσει (η μονάδα ήταν κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, συν τοις άλλοις). Είχε ήδη τρεις τέσσερις μήνες φυλακή και κάθε επιπλέον μέρα σήμαινε παράταση θητείας - κανονικά έπρεπε να είχε απολυθεί προ μηνός και βάλε. Αν έφευγε από την επιθεώρηση με καμιά εικοσάρα ακόμα τα πράγματα θα δυσκόλευαν πολύ, και ήθελε να το αποφύγει πάση θυσία. Έτσι, είχε ντυθεί, ξυριστεί και κομβιώθεί προσεκτικά, και οι αρβύλες του άστραφταν από το πολύ γιάλισμα. Κάθε τόσο γύριζε δεξιά-αριστερά και ρωτούσε:

- Πώς με βλέπετε;
- Μια χαρά είσαι.
- Σίγουρα;
- Ναι, ρε μαλάκα, χαλάρωσε, δεν τρέχει μία.


Πάνω στην ώρα κατέφθασε ο Σχης συνοδευόμενος από τον Διοικητή μας Τχη (ΠΖ) Γεώργιο Μ. και μια κουστωδία κατώτερων αξιωματικών και υπαξιωματικών. Οι επιλοχίες διέταξαν να παρουσιάσουμε όπλα, και όσοι λίγοι δεν ήταν γιωτάδες και βρίσκονταν στην πρώτη σειρά παρουσίασαν κουτσά στραβά. Οι λοιποί χτυπήσαμε μια ασυντόνιστη προσοχή. Ο Σχης έριξε μια ματιά στους οπλοφόρους και μουρμούρισε κάτι στον Τχη. Ο Τχης είπε μεγαλοφώνως κάτι σαν "Πολλοί γιωτάδες, κύριε Συνταγματάρχα". Ο Σχης κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία. Ύστερα προχώρησε βιαστικά κατά μήκος της παράταξης (στη μεριά των ψηλών) και έκανε διάφορες γενικές παρατηρήσεις τύπου "Αγυάλιστος", "Είναι στολή αυτή;", "Κοίτα χάλια!", "Αξύριστος" και γύριζε στον Τχη και του έκανε διάφορες γκριμάτσες αηδίας. Ο Τχης κοκκίνιζε όλο και περισσότερο.

Κάποια στιγμή κι ενώ ο Τχης είχε γίνει πλέον μελιτζανί χρώματος, προσγειώθηκαν στη μεριά των κοντών. Προφανώς ο Σχης αισθάνθηκε πιο άνετα σε αυτό το οικείο περιβάλλον και επιβράδυνε, μέχρι που σταμάτησε εντελώς μπροστά στον κακόμοιρο Στρ (ΠΒ) Κωνσταντίνο Β. που είχε κοκκαλώσει - ίσως και να τον είχαν πιάσει επιτέλους οι μπάφοι. Ο Σχης τον περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια και γύρισε στον Τχη εμφανώς ικανοποιημένος: "Ξυρισμένος, γιαλισμένος, μια χαρά. Επιτέλους, ένας που μοιάζει με στρατιώτη". Ο Τχης ξανάγινε λίγο πιο ρόδινος, μέχρι που ο Σχης ξαναγύρισε στον τύπο που έμοιαζε με στρατιώτη και τον ρώτησε χαμογελαστός:

- Πώς λέγεσαι, παιδί μου;

Ο τύπος που έμοιαζε με στρατιώτη χτυπησε μια προσοχή που ακούστηκε μέχρι την Ακρόπολη και άρχισε να αναφέρεται γκαρίζοντας:

- Στρατιώτης Πυροβολικού Β. Κωνσταντίνος, 96Δ ΕΣΣΟ.

Ο Σχης συνέχισε να χαμογελάει μέχρι που κάτι θυμήθηκε και πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Γύρισε στον Τχη και ρώτησε απορημένος:

- Καλά, δεν έχει απολυθεί η 96Δ;
- Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχα.
- Κι αυτός τι παριστάνει εδώ;


Ο Τχης ξανάγινε μελιτζανί, ο Σχης ξαναγύρισε στο φαντάρο και του ξανάσκασε κάτι σαν χαμόγελο.

- Δε μου λες, παιδί μου, έχεις πάει γυμνάσιο;
- Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχα, και Λύκειο έχω πάει.


Ο Σχης κούνησε το κεφάλι και ξαναχαμογέλασε. Δυστυχώς φαίνεται ότι οι μπάφοι είχαν πιάσει για τα καλά και ο φαντάρος χαμογέλασε κι αυτός, ως μη όφειλε, καθώς αναπτυσσόταν η μεταξύ τους οικειότητα. Μάλιστα του ξέφυγε κι ένα πνιχτό γελάκι. Ο Σχης δεν έπιασε αμέσως το υπονοούμενο, και συνέχισε τις ερωτήσεις:

- Για πες μου, παιδί μου, τι έχουμε την 28η Οκτωβρίου;
- Παρέλαση, κύριε Συνταγματάρχα.
- Ναι, αλλά γιατί κάνουμε παρέλαση, τι γιορτάζουμε;


Ο Κωνσταντίνος Β. έμεινε λίγο σκεφτικός, μετά κοίταξε λίγο τις γιαλισμένες του αρβύλες, μετά κάπου στο υπερπέραν και τελικά μουρμούρισε "Δεν ξέρω".

Σιωπή παγερή έπεσε. Ο Διοικητής από μελιτζανί είχε γίνει κατάχλωμος με τάσεις λιποθυμίας. Ο Σχης γύρισε σε εμένα. Τον κοίταξα στα μάτια (ελαφρά χαμηλότερα από τα δικά μου). Το βλέμμα του ήταν παγωμένο, γυάλινο. Με ζύγιζε - ήμουν περασμένα τριάντα και φαινότανε, άρα κατά πάσα πιθανότητα θα είχα πάει και πάνω από Λύκειο.

- Εσύ ξέρεις τι γιορτάζουμε;
- Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχα.


Ετοιμάστηκα να απαντήσω αλλά ο Σχης με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε στον εξ' αριστερών μου μαυροσκούφη που ήταν καταφανώς νεώτερος καμιά δεκαετία:

- Λέγε, εσύ, τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου;

Ψύχραιμος ο Μιχάλης Δ. χτύπησε μια ικανοποιητική προσοχή και απάντησε προς γενική ανακούφιση:

- Την επέτειο του "ΟΧΙ" κύριε Συνταγματάρχα.

Ο Σχης χαμογέλασε πλατιά. Ο Διοικητής μας ξαναβρήκε λίγο από το χρώμα του. Ο Μιχάλης Δ. και ο Κωνσταντίνος Β. χαμογέλασαν κι αυτοί - ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Προς στιγμήν επικράτησε γενική ευθυμία, μέχρι που ο Σχης είχε μια άλλη φαεινή ιδέα και στράφηκε ξανά στο Μιχάλη Δ. για να κάνει κι άλλη ερώτηση-μαχαιριά:

- Και την 25η Μαρτίου τι γιορτάζουμε;

Τότε ο Στρ (ΤΘ) Μιχάλης Δ., 97Α ΕΣΣΟ, κατέβασε ρολά. Έμεινε να κοιτάζει τον Σχη άφωνος για μερικά μαρτυρικά δευτερόλεπτα, μέχρι που απρόσμενα σωριάστηκε στο έδαφος λιπόθυμος. Στην πτώση του παρέσυρε και τον παρακείμενο Διοικητή - που κι αυτός έδειχνε πολύ κοντά στη λιποθυμία, έτσι κι αλλιώς. Ο Διοικητής έδωσε μια ακούσια σπρωξιά στον Σχη που προσγειώθηκε πάνω μου, αλλά δεδομένου του μεγέθους του ανδρός, κατάφερα και τον κράτησα όρθιο, ενώ ούρλιαζε "Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Πάρτε τους από δω να μην τους βλέπω!".

Η επιθεώρηση διελύθη κακήν κακώς μέσα σε ανάμικτες αμήχανες διαταγές. Οι ένοπλοι έτρεξαν να αποθέσουν, οι άοπλοι σκορπίστηκαν άναρχα, ο Μιχάλης Δ. μεταφέρθηκε στο αναρρωτήριο από τον Κωνσταντίνο Β. και εμένα, ενώ ο τσαλακωμένος και σκονισμένος Τχης άκουγε τα ανήκουστα από έναν έξαλλο Σχη στο δρόμο για το Διοικητήριο μουρμουρίζοντας "Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχα, θα το φροντίσω κύριε Συνταγματάρχα, δεν πρόκειται να επαναληφθεί κύριε Συνταγματάρχα".

Στο δρόμο για το αναρρωτήριο ο "λιπόθυμος" ανέκτησε τις αισθήσεις του ταχύτατα, και μας έκλεισε το μάτι.

- Λοιπόν, μαλάκες, τώρα που θα ξαναλιποθυμήσω μέσα θα πείτε στο γιατρό ότι έχω "ορθοστατική υπόταση", εντάξει; Και πες του να μη με βάλει στο ίδιο δωμάτιο με την αδερφή, εντάξει;
- Τι λες ρε, μας δούλευες τόση ώρα; έκανε ο Κωνσταντίνος Β.
- Τι σας δούλευα, μωρή λούγκρα, σε έσωσα. Τζάμπα ήμουνα στους μαύρους τόσους μήνες; Εικοσάρα θα έτρωγες, μωρή χασίκλα, και παριστάνεις και τον πάλιουρα.

Ύστερα γύρισε σε εμένα.
- Ακούς εκεί ο μαλάκας να μην ξέρει την 28η Οκτωβρίου...
- Καλά ρε, κι εσύ δεν ήξερες την 25η Μαρτίου.


Και τότε ο σωτήρας του λόχου, γύρισε και με κοίταξε με ειλικρινή απορία:

- Γιατί ρε μαλάκα, τι σκατά έγινε την 25η Μαρτίου και πρέπει να το ξέρω κιόλας;


Σ.Σ. Τα ονόματα Κωνσταντίνος Β. και Μιχάλης Δ. προέρχονται από τα αντίστοιχα ψευδώνυμα των μελών του παλιού συγκροτήματος Στέρεο Νόβα, αστέρων της καθ' ημάς electronica. Σχης και Τχης είναι οι συντομογραφίες για το Συνταγματάρχης και το Ταγματάρχης αντίστοιχα. "Γιωτάς" σημαίνει κατηγορία ικανότητας Ι3 ή Ι4 που δεν φέρει όπλα κανονικά. ΠΖ = Πεζικό, ΠΒ = Πυροβολικό, ΤΘ = Ιππικό/Τεθωρακισμένα (κοινώς "μαυροσκούφηδες" λόγω του χρώματος του μπερέ ή "μαύροι" λόγω της γενικής μαυρίλας που επικρατεί στις αντίστοιχες μονάδες.

24/10/08

Το τέλος του κόσμου

Πανσέληνος Οκτωβρίου στη Βίγλα Μεγίστης Λαύρας

Πού βρίσκεται το τέλος του κόσμου; Οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρίσκεται κάπου στις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ), και η πίστη αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη μέχρι την (επανα-)ανακάλυψη της Αμερικής στα τέλη του 15ου αιώνα, ώστε ο θυρεός του βασιλικού οίκου της Ισπανίας (που κατείχε τις εν λόγω στήλες) να γράφει "Ne plus ultra" που σημαίνει κάτι σαν "δεν έχει άλλο". Λίγο μετά βέβαια ο θυρεός άλλαξε (μέχρι και σήμερα) και πλέον γράφει "Plus ultra" που όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε σημαίνει "έχει κι άλλο", χώρια που το Γιβραλτάρ το 'χουν τσιμπήσει οι ανταγωνιστές. Το σίγουρο είναι ότι το τέλος του κόσμου μετακινήθηκε πιο πέρα, έτσι ώστε στην ταινία Μέχρι το τέλος του κόσμου του Βιμ Βέντερς, η αγαπημένη του ήρωα να τον ψάχνει κάπου στην Αυστραλία πριν καταλήξει περιστρεφόμενη σε δορυφόρο στο happy-end. Φυσικά, η ανερμάτιστη αυτή ταινία - την οποία είχα τη χαρά να θάψω και παλαιότερα σε τούτο το ιστολόγιο - αναφέρεται σε τέλος του κόσμου στο χρόνο μάλλον παρά στο χώρο, αλλά αυτό δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Άλλωστε το τέλος του κόσμου στο χώρο υπάρχει - αυτό που χρειάζεται για να το εντοπίσουμε είναι ένας κάπως διαφορετικός ορισμός της έννοιας "κόσμος".

Για αυτόν τον παράξενο ορισμό πρωτοάκουσα μέσα στο λεωφορείο Θεσσαλονίκη-Ουρανούπολη Χαλκιδικής, τον Ιούλιο του 1981. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο Άγιο Όρος, με μια ετερόκλητη παρέα μάλλον άσχετων με το μοναχισμό ανθρώπων. Κάποιος που ήταν ή νόμιζε πως ήταν πιο σχετικός μοίραζε αφειδώς πληροφορίες στους υπόλοιπους - ανάμεσα στις μπερδεμένες κουβέντες που είχα καταφέρει να συγκρατήσω ήταν ότι χαιρετάμε λέγοντας "Ευλογείτε" (και ο χαιρετώμενος απαντά "Ο Κύριος"), καθώς και ότι ο υπόλοιπος πλανήτης εκτός Όρους λέγεται απλά "ο κόσμος", είτε είσαι στην Ουρανούπολη, είτε στην Αθήνα, είτε στην Ανταρκτική. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μας, μπαίνοντας στο πορθμείο Ουρανούπολης-Δάφνης (η Δάφνη είναι το λιμανάκι της χερσονήσου) οι μοναχοί λένε χαμηλοφώνως "τέλος κόσμου". Από κει και πέρα, αρχίζει το Όρος. Ο κόσμος είναι πια πίσω.

Έκτοτε έχω επισκεφτεί το Όρος κάμποσες φορές, όχι πάντα για τους ίδιους λόγους. Έχω μιλήσει με γέροντες και επισκέπτες, με ανοιχτόμυαλους ανθρώπους και με φανατικούς, με σοφούς και ανόητους, με χριστιανούς και άθεους, με δίκαιους και αμαρτωλούς, έχω μιλήσει και έχω σιωπήσει, έχω συμφωνήσει και έχω διαφωνήσει. Τις πληροφορίες που μετέδιδε ο αρχικός μας πληροφοριοδότης τις θυμάμαι με διασκεδαστική σχεδόν συγκατάβαση - περισσότερο για το εμβριθές ύφος τους παρά για την όποια ακρίβειά τους. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ειδικός της αγιορείτικης ζωής, ούτε μπορώ να επικαλεστώ καμιά ιδιαίτερη πνευματική σχέση με το χώρο και τους ανθρώπους. Από την άλλη, αν και άνθρωπος "του κόσμου" ο ίδιος, δεν είμαι και παντελώς άσχετος με τα του Όρους.

Ωστόσο, δυσκολεύομαι πάντα να μιλήσω σοβαρά για το Όρος με ανθρώπους "του κόσμου" που δεν έχουν κάποιο σχετικό υπόστρωμα στην παιδεία τους (και φυσικά δεν αναφέρομαι στα διεκπεραιωτικά μαθήματα θρησκευτικών του σχολείου) - κυρίως γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό της κουβέντας θα το φάω προσπαθώντας να λύσω (ανεπιτυχώς, εν τέλει) διάφορες παρεξηγήσεις που ανακύπτουν. Όταν συζητάς με κάποιον στα σοβαρά (ανεξάρτητα από το αν συμφωνείτε επί της ουσίας ή όχι), απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει μια ελάχιστη συμφωνία ως προς το αντικείμενο της κουβέντας: αν μιλάτε για τη θέση ενός τασακιού πάνω στο τραπέζι, πρέπει να συμφωνείτε καταρχήν στο τι είναι τασάκι και τι τραπέζι - αν κάποιος νομίζει ότι το τασάκι έχει πόδια και το τραπέζι είναι για να ρίχνεις τη στάχτη, υπάρχει κάποιο πρόβλημα συναντίληψης τέτοιο που ακυρώνει το διάλογο.

Καμιά φορά μου συμβαίνει να βρεθώ στην αμήχανη θέση να κουβεντιάζω με κάποιον χωρίς αυτή την ελάχιστη συναντίληψη - αν το ζήτημα δεν είναι πολύ προσωπικό, μπορώ και να το αντιμετωπίσω ως εν τέλει διασκεδαστική εμπειρία. Σε ζητήματα που άπτονται της αγιορείτικης ζωής όμως, διαπιστώνω ότι τα τασάκια με τα τραπέζια τελούν σε μόνιμη σύγχιση. Αυτό δεν έχει να κάνει με τις μεταφυσικές προτιμήσεις του καθενός - συχνά οι θρησκευόμενοι είναι σε χειρότερη σύγχιση από τους άθρησκους ως προς το μοναχισμό. Αυτό που με αφήνει όμως συχνά κατάπληκτο είναι η ευκολία καταφυγής σε διάφορα διαδεδομένα κλισέ ακόμα και από ανθρώπους που γενικά δεν είναι καθόλου "της ευκολίας".

Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση για τις οικονομικές δοσοληψίες ενός ηγούμενου είναι ενδεικτική του πνεύματος αυτού. Πάνω στη σύγχιση ανασύρονται οι επιστολές των καλόγερων προς το Χίτλερ, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Γρηγόριος ο Ε' και ο αφορισμός του Υψηλάντη, οι ανθενωτικοί της Άλωσης, οι Σταυροφορίες (άσχετο), η Ιερά Εξέταση (πιο άσχετο), οι διωγμοί των Μπογκόμιλων (σχετικό), ο λιθοβολισμός της Υπατίας, η πιθανή ή απίθανη ομοφυλοφιλική συμπεριφορά του ιερατείου, η τετραϋδροκανναβινόλη στο λιβάνι, οι Ελοχίμ και οι εξωγήινοι, ο Ρίτσαρντ Ντώκινς (αλλά όχι και ο Θεοδόσιος Ντομπζάνσκι), η ζώνη της Παναγίας και της Παναγιάς τα μάτια.

Ως τυπικός ξερόλας, έχω άποψη για όλα τα παραπάνω (εκτός από τα της Παναγίας) - το πρόβλημά μου είναι ότι δεν τα θεωρώ σχετικά με την κουβέντα για το πλέγμα σχέσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στο σύγχρονο καπιταλισμό που εκτιμώ ότι είναι η ρίζα του προβλήματος. Επίσης, δεν τα θεωρώ και ιδαιτέρως σημαντικά per se, και ως εκ τούτου αποφεύγω γενικά τις σχετικές επικαιρικού χαρακτήρα διαδικτυακές κουβέντες. Ξέρω ότι αν εμπλακώ θα αρχίσω μια αέναη διαδικασία στην οποία θα φάω τα όποια νιάτα μου έχουν απομείνει στο να εξηγώ ότι δεν είπα αυτό αλλά το άλλο και δεν υποννοούσα εκείνο αλλά τούτο και όχι, ο Θεός δεν είναι Έλληνας ούτε Βούλγαρος και το τραπέζι δεν είναι τασάκι και τανάπαλιν.

Αντ' αυτού λέω απλώς να μεταφέρω μια κουβεντούλα που άκουσα από κάποιον καλόγερο τις προάλλες για τα χρυσόβουλα (ναι, φυσικά, στο Άγιο Όρος ήμουνα), ο οποίος αν και μάλλον δεν ενέκρινε καθόλου τις επίμαχες οικονομικές δοσοληψίες και την προσκόλληση στο χρήμα εν γένει, εξηγούσε στους παριστάμενους ότι οι νόμοι και οι διοικητική οργάνωση του Όρους βρίσκονται στον περίφημο "Τράγο" (περγαμηνή από δέρμα τράγου) του Ιωάννη Τσιμισκή. Και θυμήθηκα τότε μια άλλη κουβεντούλα που είχα υποκλέψει πριν καμμιά δεκαετία ανάμεσα σε δύο καλόγερους, στον περίβολο της Μονής Μεγίστης Λαύρας, σχετικά με την μεταθανάτια τύχη δύο ανθρώπων: οι καλόγεροι ήταν σοβαρά προβληματισμένοι για το αν το μνημόσυνο που τους έκαναν είχε κάποιο αντίκρυσμα, δεδομένου ότι και οι δύο ήταν (παρανόμως) διαδοχικοί εραστές κάποιας κυρίας, ο δε δεύτερος ετύχγανε και δολοφόνος του πρώτου. Μου πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι μιλούσαν για τους κτίτορες της Μονής, κατά συνθήκη αυτοκράτορες Νικηφόρο Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή, που έζησαν κάπου το 10ο αιώνα.

Βρήκα την εν λόγω συζήτηση ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την ιεράρχηση των σημαντικών ή μη πραγμάτων στο Όρος, όπου κατά κάποιο τρόπο αντιμετωπίζονται τα πράγματα "υπό το πρίσμα της αιωνιότητας". Στην αντίληψη των περισσοτέρων γύρω μας όμως, αυτά είναι από ψιλά γράμματα έως μεσαιωνικές μπούρδες και γι' αυτό σκέφτομαι ότι τελικά η απόσταση Όρους και κόσμου (του πνεύματος του κόσμου) είναι στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω από τα δυο βηματάκια του πορθμείου της Ουρανούπολης, ακόμα και μετά το άνοιγμα των δρόμων για τα 4x4 και τις καλυμμένες κεραίες της κινητής τηλεφωνίας που οι καλόγεροι σάρκαζαν παλαιότερα ως ναούς της "Παναγίας της Παναφονήτριας".

"Και τι μας νοιάζουν εμάς αυτές οι αρχαίες ιστορίες", θα μου πείτε...

Δεν σας αδικώ - από εδώ που βρισκόμαστε, το τέλος του κόσμου μοιάζει εξαιρετικά μακρινό.

( Δυο βήματα από το τέλος του κόσμου, το κεφάλι μιας φώκιας Monachus monachus ξεπροβάλλει από το νερό κάπου αριστερά στην εικόνα για να αναρωτηθεί προς τι τόση φασαρία.)


Σ.Σ. Την ιστορία με το βασιλικό θυρεό της Ισπανίας αναφέρει ενίοτε στις πανεπιστημιακές διαλέξεις του ο παλιός μου καθηγητής Γιώργης Ρ. (αν και δεν έχω ποτέ καταλάβει για ποιον ακριβώς λόγο), και από εκεί τη μάζεψα. Η λέξη "κόσμος" σημαίνει κυριολεκτικά κόσμημα, στολίδι - μια παρατήρηση που παρόλα τα ελληνικά που ξέρω δεν είχα κάνει μέχρι που κάποτε παλιά είδα τις ομώνυμες εκπομπές του Carl Sagan. Η βιβλιογραφία για το Όρος περιλαμβάνει άπειρα κείμενα επαίνου και αναθέματος - στις προσωπικές μου προτιμήσεις περιλαμβάνονται τα σχετικά βιβλία του νυν Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου (Χατζηνικολάου), το αφήγημα του γνωστού ως "εκφωνητή του Πολυτεχνείου" Δημήτρη Παπαχρήστου με τίτλο "Το Άγριον Όρος της ψυχής" και τα σχετικά αποσπάσματα από τα βιβλία του Ζακ Λακαριέρ "Το ελληνικό καλοκαίρι" και "Το ερωτικό λεξικό της Ελλάδας", όλα τους κείμενα προσιτά στο μέσο "κοσμικό" άνθρωπο. Τις φωτογραφίες τις τράβηξα μέσα Οκτώβρη του 2008.

20/10/08

Ανώτατες σπουδές

Μια φορά κι έναν καιρό, ο λαγός καθόταν κάτω από ένα δέντρο και σημείωνε κάτι σε ένα τετράδιο. Περνάει η αλεπού από δίπλα, τον παρατηρεί με απροσποίητο ενδιαφέρον, και τον ρωτάει:

- Τι γράφεις ρε λαγέ εκεί πέρα;
- Κρατάω σημειώσεις για τη διατριβή μου, απάντησε ο λαγός.
- Σοβαρά; ρώτησε ειρωνικά η αλεπού. Και σαν τι θέμα έχεις αν επιτρέπεται;
- Η υπεροχή των φυτοφάγων ζώων έναντι των σαρκοφάγων.

Η αλεπού δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια. Τότε ο λαγός της είπε:

- Δε με πιστεύεις; Έλα μέχρι τη σπηλιά στο ξέφωτο παραδίπλα να σου δείξω το υλικό που έχω συγκεντρώσει.

Η αλεπού τσίμπησε, μπήκε μαζί με το λαγό στη σπηλιά και μετά από λίγο ακούστηκαν ήχοι φριχτής βίας. Μετά έπεσε σιωπή, μέχρι που η αλεπού σύρθηκε έξω από τη σπηλιά σε άθλια κατάσταση, ενώ ο λαγός ατσαλάκωτος ξαναπήγε κάτω από το δέντρο του και συνέχισε να κρατάει σημειώσεις.

Μετά από λίγο, πέρασε ο λύκος. Είδε το λαγό και ρώτησε όλο ενδιαφέρον:

- Τι νέα, λαγέ;
- Τα ίδια, απάντησε ο λαγός, ετοιμάζω το διδακτορικό μου.
- Το ποιο;
- Το διδακτορικό μου, με θέμα την υπεροχή των φυτοφάγων ζώων έναντι των σαρκοφάγων.

Ο λύκος χασκογέλασε, και τότε ο λαγός προσφέρθηκε να του δείξει το υλικο που είχε συγκεντρώσει. Ο λύκος τον ακολούθησε χαχανίζοντας στη σπηλιά, όπου διαδραματίστηκαν σκηνές φριχτής βίας μέχρι που ο λύκος σύρθηκε καταματωμένος έξω από τη σπηλιά και ο λάγός ατσαλάκωτος έπιασε τη συνηθισμένη του θέση κάτω από το δέντρο, κρατώντας σημειώσεις.

Μετά από λίγο, πέρασε και η αρκούδα. Χαιρέτησε το λαγό, αλλά μετά κοντοστάθηκε και εξέφρασε την απορία της για την απασχόλησή του. Ο λαγός, με κάπως μπλαζέ ύφος, εξήγησε ότι κάνει διδακτορικό με θέμα την υπεροχή των φυτοφάγων κλπ. Η αρκούδα αντέδρασε κάπως υποτιμητικά και ο λαγός προσφέρθηκε να της δείξει το υλικό του στη σπηλιά. Ακολούθησαν σκηνές φριχτής βίας, μέχρι που αρκούδα σύρθηκε έξω από τη σπηλιά σε άθλια κατάσταση. Πίσω της βγήκε ο γνωστός ατσαλάκωτος λαγός, ακολουθούμενος αυτή τη φορά από το λιοντάρι.


Το λιοντάρι έριξε μια αφηρημένη ματιά στα λιπόθυμα ζώα που κοίτονταν στο ξέφωτο. Ύστερα στράφηκε στο λαγό πιάνοντάς τον προστατευτικά από τους ώμους, και του είπε:

- Και όπως σου έλεγα λοιπόν λαγέ, δεν έχει και τόση σημασία το θέμα της διδακτορικής σου διατριβής. Αυτό που έχει σημασία είναι ο επιβλέπων καθηγητής.


Το ανεκδοτάκι αφηγήθηκε προ ετών ο συνάδελφος Παναγιώτης Π. κατά την παρουσίαση της διατριβής του. Τις εικόνες αλίευσα από μια άλλη ανάρτηση με τους ίδιους πρωταγωνιστές στο ιστολόγιο του γεροντάκου Sting (http://gerontakos.blogspot.com/)

9/10/08

Αυτό το φθινόπωρο... (Άννα Δαμιανίδη)

Αυτό το φθινόπωρο δοκίμασα τη θάλασσα μέσα στον Οκτώβρη και τη βρήκα ζεστή. Ανάσανα τη μυρωδιά του κρασιού και νοστάλγησα βαθιά τις γιορτές του τρύγου που ποτέ δεν είδα. Περπάτησα δίπλα στη θάλασσα και μίλησα με μοναχικούς καραβοκύρηδες που ζητούσαν αδελφή ψυχή στα λιμάνια. Ανακάλυψα για μια ακόμα φορά το τσιγάρο και την ευτυχία της εξάρτησης. Έψαξα λέξεις παλιές και τους βρήκα καινούργια νοήματα.

Αυτό το φθινόπωρο ήρθαν να με βρουν όλα τα πράγματα καινούργια. Ένιωσα μεγάλη και δυνατή και είπα, θα τα δοκιμάσω και θα προχωρήσω. Εκείνα με κράτησαν και αποδείχτηκαν πιο δυνατά από μένα. Ξανάγινα πρωτάρα και ανώριμη. Η πείρα μου μόνο ένα πράγμα μου επέτρεψε. Να παραδεχτώ ήρεμα την ανωτερότητά μου.

Αυτό το φθινόπωρο άλλαξα ονόματα σ' όλα τα φυτά του μπαλκονιού μου. Άλλαξα χώμα και άλλαξα βλέμμα. Κατάλαβα πως ήταν αλλιώς η ζωή τους απ' ότι νόμισα. Σεβάστηκα εκείνα που πέθαναν και λυπήθηκα όσα επέζησαν. Παρατήρησα τα άλλα, που 'χει φυτέψει στην Αθήνα ένας φίλος μου παλιός και είδα ότι μεγάλωσαν και μάθανε να περνάνε το φως του απογεύματος από τα φυλλαράκια τους, όπως κάνανε οι μακρινοί τους πρόγονοι με κείνο το φως το άλλο.

Αυτό το φθινόπωρο πέρασα τα φράγματα. Είδα πως είναι πολύ απλό να το κάνεις και πως δε χρησιμεύει σε τίποτα. Ωστόσο δε μετάνοιωσα και δε γύρισα πίσω.

Αυτό το φθινόπωρο εγκατέλειψα και τα τελευταία μου μπαγκάζια, τις τελευταίες μου σημαίες, τα τελευταία μου σύμβολα. Πέταξα τα όπλα μου όλα. Στην άκρη ξαναβρήκα τη γλώσσα μου, αλλά δε με κράτησε, δε μου άνοιξε την αγκαλιά της, δε μου δείχνει το δρόμο. Παραπαίει σα μικρό καντηλάκι. Ώρες ώρες σβήνει εντελώς. Ισως κάποτε γίνει μια τρανή φωτιά. Όμως τώρα οδηγώ δε θέλω.

Αυτό το ωραίο φθινόπωρο όλα τα εγκατέλειψα. Θησαυρούς μαζεμένους με κόπο, τους σκόρπισα. Κράτησα μόνο το βλέμμα. Ίσως γιατί τα μάτια ξέρουν να κλείνουν μόνα τους τις πιο ωραίες στιγμές.

Αυτό το φθινόπωρο κοίταξα τα ρούχα μου και είδα ότι δε μου κάνουν. Όμως για πρώτη φορά πρόσεξα το ύφασμά τους. Είδα μέσα από τις κλωστές τα φυτά της Αιγύπτου που βγάλανε τις πρώτες ίνες του κόσμου. Ταξίδεψα νοερά στα ποτάμια και τα πόδια μου γέμισαν λάσπη.

Αυτό το φθινόπωρο η πραγματικότητα δεν κατάφερε να με βρει. Τόσο μου έλειψε που την ονειρεύομαι. Βλέπω στον ύπνο μου τη βαθιά ουσία της ασφάλτου, τα μόρια της ανόργανης ύλης σε μεγέθυνση και το θάνατο των κυττάρων.

Ξυπνάω και τυλίγομαι στα όνειρα. Δεν έχει τρέξει ούτε σταγόνα αίμα πάνω στην πόλη που με φιλάει. Δεν έχει ακουστεί ούτε μια κραυγή. Βουβά αναβοσβήνουν τα φώτα, κυλούν οι λεωφόροι, περπατούν οι άνθρωποι κι ο πόνος είναι σα γλυκό λικέρ που χωρίς φωνή χτυπά τις φλέβες.

Αυτό το φθινόπωρο έχω μόνο δάχτυλα και καθώς ανοίγουν κατάπληκτα, πέφτει και το μολύβι που κρατούν και χάνεται. Μένει εδώ λευκό κενό στο χαρτί, το κείμενο δεν ολοκληρώνεται. Αυτό το φθινόπωρο δε θα τελειώσουν τα κείμενα. Θα μένουν όλα λίγο αμήχανα σαν απορημένα παιδιά. Γιατί πρέπει να κοιτάνε. Πρέπει να μπορούν να κοιτάνε.

Αυτό το φθινόπωρο η Αθήνα είναι αλλιώτικη. Κάτι υπόσχεται τα δειλινά το αεράκι αλλά τι είναι; Σταθείτε σταθείτε και μη βιάζεστε να μάθετε. Αν φύγετε θα ξαναγυρίσετε. Αν προσπεράσετε, θα κρατηθείτε, ανύποπτοι στα δίχτυα του. Πού πάτε; Πού νομίζετε ότι μπορείτε να πάτε;

Αυτό το φθινόπωρο η νύχτα και η μέρα, η άσφαλτος και τα πλακάκια, το πράσινο (που το πατάμε πια) το μπλε (που το 'χουμε καταπατήσει) τα χρήματα και οι μπογιές, τα ξύλα, το γυαλί και τσιμέντο, τα περίπτερα και οι βιτρίνες, οι λακούβες, τα δενδρύλια, τα πρωινά καταβρέγματα, οι μικρές μπόρες, ο ακούραστος ήλιος, οι λαμπερές λαμαρίνες των αυτοκινήτων, οι τροχοί τους που σε μεταφέρουν μαγικά, οι κινητήρες τους που καταπίνουν βενζίνη, οι αίθουσες του σινεμά, οι είσοδοι των αιθουσών, οι στοές, οι φωτεινές επιγραφές, το χαμόγελο που έχουν οι κούκλες στις βιτρίνες, όλα, όλα κάτι υπόσχονται.

Τι υπόσχονται; Θα μου το δώσουν; Θα το πάρω αυτό το καινούργιο δώρο που η πόλη μου ετοίμασε;

Η υπόσχεση δεν έχει τίποτα πέρα από τον εαυτό της. Θέλω αυτή να κρατήσω μόνο, αλλά είναι σαν το αεράκι που τη φέρνει και ολοένα ξεγλιστρά.


Άννα Δαμιανίδη
ΑΥΓΗ της Κυριακής, 9/10/1988

6/10/08

Του Κα-Γληγόρη


Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Δρούτσουλα της Ικαρίας το καλοκαίρι του 2006. Το βράδι εκείνο γινόταν ένα ανεπίσημο "αντάμωμα" των μελών της οικογένειας Μαυρογιώργη (ή Μαυρογεώργη, ή Μαυρογεωργίου, ή κάτι άλλο παραπλήσιο), στο προγονικό τους χωριό που πλέον έχει μείνει σχεδόν ακατοίκητο. Αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία είναι ένα οικογενειακό δέντρο που έχει σχεδιάσει ένα μέλος της οικογένειας, το οποίο φιλοδοξεί να περιλάβει όλους τους προγόνους και απογόνους εδώ και δυο-τρεις αιώνες. Κατάφερα το βράδι εκείνο να εντοπίσω στο δέντρο την προγιαγιά μου την Καλή (το βαφτιστικό είναι Καλλιόπη αλλά στα Καριώτικα είναι Καλή ή Καλίτσα), παρότι αναφέρεται λανθασμένα ως "Πόπη" στο δέντρο και παρότι το δέντρο καταγράφει τους απογόνους μόνο των αρρένων, που είναι οι φορείς του ονόματος της οικογένειας.

Η μάνα μου πάντα ανέφερε με καμάρι τη γιαγιά της και την καταγωγή της από εκείνο τον κλάδο της οικογένειας Μαυρογιώργη που ήταν γνωστοί ως τα "Κατσιμετάκια". Για κάποιο λόγο οι παλιοί φαίνεται πως πίστευαν ότι η καλωσύνη στους ανθρώπους μεταβιβάζεται μέσω κάποιου γονιδίου ("άνθρωπον από γενιά και σκύλον από μάντρα", έλεγε παροιμιακώς ο παππούς σύμφωνα με τη μάνα μου). Τα Κατσιμετάκια φαίνεται πως το είχαν το γονίδιο - όλα τα μέλη της οικογένειας θεωρούντο συλλήβδην "καλά". Διάφοροι άνθρωποι μου έχουν αφηγηθεί χαρακτηριστικές ιστορίες για κάποια "Σοφκιά" (Σοφία) που ήταν τόσο συμπαθής στα παιδάκια της γειτονιάς ώστε ήθελαν όλη μέρα να είναι σπίτι της και να παίζουν μέχρι αργά το βράδι. Εκείνη, αντί να στείλει το καθένα στη μάνα του, τα τάιζε όλα μοιράζοντας τις (περιορισμένες) μερίδες της δικής της οικογένειας και μετά τα κοίμιζε μαζί με τα δικά της παιδιά (όχι και λίγα) πάνω σε κάτι κουρελούδες ή καμπάδες τρίχινους. Αργά τη νύχτα ερχόντουσαν οι μανάδες με κάτι κλεφτοφάναρα ψάχνοντας καθεμιά το παιδί της, κι η Σοφκιά τους έλεγε "αφήκετέ τα βρε, εμ' με πειράζουν εμένα". Την άλλη μέρα τα μικρά ξαναμαζευόντουσαν πρωί πρωί.

Αν διαβάζω σωστά το δέντρο, αυτά πρέπει να συνέβαιναν στις αρχές του εικοστού αιώνα, και η επίμαχη Σοφία (σύζυγος ενός συνεπώνυμου Ν. Μαυρογιώργη που έχει ημερομηνία γέννησης 1874) είναι ένα από τα παιδιά μιας θρυλικής μορφής της εποχής, του Κα-Γληγόρη. Για τους μη εισηγμένους στην ικαριακή ντοπιολαλιά να διευκρινίσουμε ότι στην Ικαρία δεν υπάρχει Γρηγόρης αλλά Γληγόρης - με κάπως παχύ λάμδα. Επίσης, το πρόθεμα "Κα" δεν δηλώνει ούτε καλοσύνη ούτε κακοσύνη, απλά ειρωνεύεται (ως παρατσούκλι) το τρόπο που μιλούσε ο άνθρωπος αυτός, προσθέτοντας εμβόλιμα το συγκεριμένο φθόγγο στην ομιλία του. Όσες ιστορίες του αφηγούνται οι νεώτεροι (και δεν είναι λίγες), διανθίζονται με άφθονα "κα" όποτε ο Γληγόρης παίρνει το λόγο.

Το Γληγοράκι ήταν αδελφός της προγιαγιάς μου της Καλής. Σύμφωνα με τη μάνα μου, που μεταφέρει έναν αιώνα μετά της αφηγήσεις της γιαγιάς της, είχε χηρέψει πολύ νέος, εικοσιτεσσάρων-εικοσιπέντε χρονών. Η γυναίκα του πρέπει να ήταν περίπου συνομίληκη, όμως σύμφωνα με τα ήθη της εποχής είχαν μικροπαντρευτεί και είχαν πέντε παιδιά. Στην κτηνοτροφική κατά βάση τότε κοινωνία της Ικαρίας, το μεγάλο κοπάδι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του (το γέρο-Κατσιμέτη) θα εθεωρείτο επαρκής πόρος για να ζήσει άνετα. Ωστόσο ο Γληγόρης δεν είχε το μυαλό του στα ζώα - το είχε στα γλέντια και τα τραγούδια (και μάλλον στους έρωτες, λένε...). Τα ζώα έμεναν αφημένα στην τύχη τους, που ήταν βέβαια κακή, καθώς το αφύλακτο κοπάδι ήταν συχνά στόχος ζωοκλοπής, και σε ορισμένες περιπτώσεις οι κλέφτες καλούσαν και τον ίδιο τον ιδιοκτήτη να του κάνουν το τραπέζι. Αφού έτρωγαν, του ανακοίνωναν ότι ήταν δικό του, κλεμμένο. Ατάραχος ο Κα-Γληγόρης, σχολίαζε:

-Κα, γι' αυτό ήταν και νόστιμο.

Έτσι, το κοπάδι αραίωνε μέχρι που έφτασε σε ένα σημείο ευσταθούς ισορροπίας όπου περίπου όσα ζώα γεννιόντουσαν τόσα χάνονταν από διάφορες αιτίες. Ο γέρο-Κατσιμέτης κόντευε να τρελαθεί, αλλά ψύχραιμος ο Γληγόρης σχολίαζε το γεγονός τραγουδιστά:

Όρτσα-λα-μπάντα το 'φερε Γληγόρης το κοπάδι
Να το πληθύνει δε μπορεί, μήτε να το ξεκάμει
Το παραπάνω δίστιχο αναφέρει, μαζί με τη συνοδευτική ιστοριούλα, και ο Αλέξης Πουλιανός στο βιβλίο του "Λαογραφικά Ικαρίας". Πριν λίγα χρόνια, σε ένα εκπαιδευτικού χαρακτήρα CD ("Τα τραγούδια της Ικαρίας") που επιμελήθηκε για το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο καθηγητής Δημήτρης Θέμελης, έβαλε κάποιους γερόντους (συμπτωματικά ή όχι Μαυρογιώργηδες ως επί το πλείστον) να το τραγουδήσουν ως "το τραγούδι του Κα-Γληγόρη" (δείτε τη μελωδία στην εικόνα παρακάτω, από το πληροφοριακό υλικό του δίσκου). Ωστόσο, νομίζω ότι το πιο γνωστό τραγούδι του είναι άλλο, τελικά.


Ο θρύλος λέει ότι αφότου χήρεψε, το Γληγοράκι γλήγορα παρηγορήθηκε σε αγκαλιές διάφορες - παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής - εκμεταλλευόμενο την παροιμιώδη του ευφράδεια, το γενναιόδωρο χαρακτήρα του και το ταλέντο του στη στιχοπλοκή και το τραγούδι. Ο μεγάλος του έρωτας φαίνεται πως ήταν κάποια για την οποία όσα ξέρουμε προέρχονται μάλλον από το τραγούδι που της έγραψε, παραλλαγή πάνω σε παραδοσιακά μοτίβα, που είναι γνωστά με τον τίτλο "Η Μαυρομάτα". Δεν είμαι σίγουρος ποιο κομμάτι ανήκει στην παράδοση και ποιο στον ήρωά μας, φαντάζομαι όπως πως αυτή η εκδοχή του τραγουδιού θα ξεκινούσε ίσως με το στίχο:

Παίξε τη λύρα δυνατά και το βιολί γεμάτα
μήπως και την πλανέψωμε κι αυτή τη μαυρομάτα
Και μετά θα έμπαινε στο επαναλαμβανόμενο:

Όρτσα μια-και-δυο γεμάτα
για τα σένα μαυρομάτα
όρτσα μια και δυο σου λέω
μη με τυραννείς και κλαίω
Και μια και η κόπέλα ήταν από το Καραβόσταμο, θα της παίνευε και τον τόπο της

Στον Εύδηλο ψιλή βροχή και στο Φανάρι μπόρα
μα μες στο Καραβόσταμο ήλιος επαρηγόρα

Διότι φώτιζε σαν ήλιος και τον έκανε να λέει

Έλα έλα περδικά μου
στα αγκαλάκια τα δικά μου
έλα έλα που σου λέω
μη με τυραννείς και κλαίω
Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου είχε και σύζυγο

Και η φτωχή μου η καρδιά είναι σαϊτεμένη
που μου την εσαΐτεψε μια μικροπαντρεμένη
Αν και μπορεί να κακοπερνούσε τελικά, αν δεχτούμε ως ειρωνικό το

Έλα-έλα με τα μένα
να περνάς χαριτωμένα
(το ψωμί να σου κλειδώνω
και στο ξύλο να σε στρώνω)
Και ίσως γι' αυτό να είχε και μια ορισμένη ανοχή στις επιθυμίες του άλλου φύλου

Έρχομαί σε τοίχο-τοίχο
δε μπορώ να σε πετύχω
έρχομαί σε φράχτη-φράχτη
και σε βρίσκω μ' ένα ναύτη


Με τούτα και μ' εκείνα, με τραγούδια κι έρωτες, το Γληγοράκι έμεινε στην ιστορία του τόπου και στη μνήμη των ανθρώπων. Πέθανε, όπως ήταν φυσικό, φτωχός - δεν ξέρω ακριβώς πότε. Πάντως, ο πατέρας μιας φίλης μου (γεννημένος στη δεκαετία του '20) μου έχει πει ότι τον θυμάται, γέρο και μισοπαράλυτο, να βόσκει τα απομεινάρια του άλλοτε κραταιού κοπαδιού του. Με έναν φίλο του εξίσου πιτσιρικά είχαν σκεφτεί να του κλέψουν κανένα ζώο (για εκπαιδευτικούς λόγους, μάλλον), καθώς σκέφτηκαν ότι δεν θα μπορούσε να τους κυνηγήσει, αλλά ο γνωστικός Γληγόρης κατάλαβε τις προθέσεις τους και τους αποθάρρυνε λέγοντας γελαστά:

- Κα, έχω και ντουφεκάκι.

Κυκλοφορούν διάφορες ιστορίες, καθώς και διάφορες παραλλαγές στίχων που αποδίδονται σε αυτόν. Από στόμα σε στόμα τροποποιούνται, ανακυκλώνονται, μεταβάλλονται και καταλήγουν σε μια τελείως διαφορετική εκδοχή που κανείς δεν ξέρει πόσο αντικατοπτρίζει τα πραγματικά περιστατικά. Αλλά τι σημασία έχει; Άλλωστε κάπως έτσι λειτουργεί η παράδοση της οποίας το Γληγοράκι υπήρξε τμήμα - άλλο αν σήμερα φθίνει ή εξαφανίζεται εντελώς, καθώς η ζωή του χωριού έχει αλλάξει και οι μνήμες των ανθρώπων ξεθωριάζουν σιγά σιγά. Φαντάζομαι όμως ότι ακόμα κι αν τελικά δεν τους έχει γράψει ο ίδιος, θα του άρεσε αν άκουγε κάποιες παρέες να τραγουδάνε κάπου στον εικοστό πρώτο αιώνα τους στίχους:

Ελιές-ελιές μαζεύγετε, κουκούτσια μην πετάτε
κορίτσια των παλληκαριών χατίρια μη χαλάτε
Άμα τα κορίτσια είναι και μαυρομάτες, ακόμα καλύτερα...


Σ.Σ.: Η αστήρικτη βιολογικώς ιδέα ότι οι άνθρωποι κληρονομούν μαζί με το επώνυμο και κάποια κοινά χαρακτηριστικά υποβόσκει μάλλον και στο ετήσιο αντάμωμα της οικογένειας Μαυρογιώργη στο Δρούτσουλα, είναι όμως μια καλή αφορμή να ζωντανέψει λίγο το χωριό και να πιούμε κάνα κρασί και εμείς οι απόξω, εξ' αιτίας της προγιαγιάς μου. Η ραθυμία του Γληγορακιού σε σχέση με τα κτηνοτροφικά του καθήκοντα έχει μείνει παροιμιώδης - η μάνα μου ισχυρίζεται ότι η ρήση "με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα βάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν" είναι δική του και μάταια έχω προσπαθήσει να την πείσω ότι είναι διάσημη ρήση και εκτός Ικαρίας. Πάντως όταν ανέφερα την ιστορία με το κλεμμένο ζώο κάπου στην Κρήτη, οι Ανωγειανοί της παρέας άρχισαν να με κερνάνε ρακές μόλις αντιλήφθηκαν την ικαριακή παράδοση στη ζωοκλοπή (που έχει εκλείψει σήμερα, σε αντιθεση με την Κρήτη, βέβαια).

Η φράση "όρτσα-α-λα-μπάντα" ιστιοπλοϊκώς είναι η στροφή ενενήντα μοιρών της πλώρης στην αντίθετη κατεύθυνση ως προς τον άνεμο (Tack στην αργκό), αλλά στο τραγούδι του Κα-Γληγόρη σημαίνει περίπου "ίσα βάρκα-ίσα νερά". Ο δίσκος βέβαια γράφει "Ως-a-la-banda" που είναι άνευ νοήματος, ο Πουλιανός πάντως το γράφει σωστά. Ο καθηγητής Θέμελης είναι εκ μητρός Καριώτης και αν και δεν τον γνωρίζω, έχει παίξει κάποιο ρόλο σε μια οικογενειακή ιστορία που σχεδιάζω να αφηγηθώ με κάποια άλλη αφορμή. Η "Μαυρομάτα" όπως και όλα τα παραδοσιακά δίστιχα από τα οποία προέρχεται τραγουδιέται σε έναν κλασικό ρυθμό που διασώζεται δισκογραφικώς (εκτός από το αναφερόμενο CD και μερικές νεώτερες εκτελέσεις), στο δίσκο "Ελληνικά Κάλαντα" της Δόμνας Σαμίου, σε μια (ταχύτερη) εκδοχή από τους Φούρνους. Αυτή την εκδοχή έχει πάρει ο Διονύσης Σαββόπουλος και την έχει χρησιμοποιήσει στο έργο "Αχαρνής", στο σημείο ("Κήρυκες") που τραγουδάνε:

Έχουμε κρασί καινούργιο
και γιουβέτσι μες στο φούρνο
ξεχασμένα τραγουδάκια
και φρεσκότατα ψωμάκια
Για κάποιο λόγο, έχω την αίσθηση ότι του Γληγορακιού θα του άρεσε κι αυτή η εκδοχή.

ΥΓ. 20/10/2008: Διόρθωσα μια-δυο ανακρίβειες και άλλαξα την εικόνα του εξωφύλλου του δίσκου με μια κατάλληλη σελίδα από το πρόσθετο πληροφοριακό υλικό - ελπίζω ο καλός κ. Θέμελης να μου συγχωρήσει το κλοπυράιτ. Από το δίσκο θυμήθηκα και ένα ακόμα δίστιχο που ίσως εκφράζει καλύτερα τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ανθρώπου:

Σαν αποθάνω και χρωστώ, χρωστούσαν μου κι εμένα
χαλάλιν να 'ναι κι αυτωνών, χαλάλι μου κι εμένα


Κι επειδή αυτό μου θύμισε λίγο το Πάτερ Ημών (άφες ημείς τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέτες ημών), διατηρώ την ελπίδα ότι, μακρόθυμος ων και πολυέλεος ο Κύριος, θα έχει βάλει το Γληγοράκι κάπου που να μπορεί να τραγουδάει...