ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/3/13

Τώρα;

Τὸ  θέμα  εἶναι   τ ώ ρ α   τί   λὲς
Καλὰ φάγαμε καλὰ ἢπιαμε
Καλὰ τὴ φέραμε τὴ ζωή μας ὣς ἐδῶ
Μικροζημιὲς καὶ μικροκέρδη συμψηφίζοντας

Τὸ  θέμα  εἶναι   τ ώ ρ α   τί   λὲς.


Μανόλης Αναγνωστάκης - Ο Στόχος (1971)

27/3/13

Δεν ήταν δικό σου


Φωτό κλαδεμένου αμπελιού, © Δέσποινα Σ.

Το χέρι της είχε βγάλει φούσκες.

- Πώς το έπαθες αυτό;
- Ε, από το κλάδεμα. Πήγα με τον πατέρα μου να κλαδέψουμε το αμπέλι.
- Και τι δουλειά είχες εσύ, να κατέβεις τριήμερο κάτω κι αντί για καρναβάλι να κλαδεύεις αμπέλια;
- Μα ήθελα να μάθω πώς γίνεται. Αύριο μπορεί να πρέπει να το κλαδεύω εγώ.
- Κι έμαθες;


Γελάει.

- Όχι και πολλά πράγματα. Ρώταγα τον πατέρα μου τι να κάνω, και μου έλεγε «Βλέπε». Έβλεπα κι εγώ, κι έκοβα όπως νόμιζα. Μετά μου έλεγε πως ‘εν τα κανα σωστά. Άγνωστο πως είναι το «σωστά» στο μυαλό του μέσα.
- Μα εσύ μένεις στην Αθήνα τόσα χρόνια, για αμπέλια είσαι;
- Το αμπέλι θέλει τον αμπελουργό, έτσι λέει ο πατέρας μου. Μόνο του δεν κάνει.


Σειρά μου να γελάσω.

- Να ‘πινες και κρασί, να πω «μάλιστα»...
- Εσύ που πίνεις κρασί, έχεις κάνα αμπελάκι; Να το κλαδέψουμε άμα έρτει η ώρα...


Δεν έχω, καθότι «αστός» (ο Θεός να το κάνει...) τριών γενεών πλέον. Ο παππούς είχε ένα αμπέλι στον Κοσκινά που καταστράφηκε από φυλλοξήρα το 1926, λίγο πριν τα μαζέψει και ξενιτευτεί στον Πειραιά. Έκτοτε αγνοούνται οι συντεταγμένες του, φοβούμαι... Ο πατέρας μου φύτεψε κάτι κλήματα σε ένα χωράφι στην Ακαμάτρα προ εικοσαετίας, αλλά μια μέρα προσγειώθηκε ένα κατσικάκι του γείτονα μέσα και δεν άφησε ούτε πράσινο φύλλο. Δεν ξαναφύτρωσε τίποτα μετά.

Βέβαια αναμενόμενο ήταν· πήγε ο φουκαράς και φύτεψε το αμπέλι μέσα στη φωλιά των κατσικάδων. Το εκ μητρός σόι μου ήταν εκ παραδόσεως κτηνοτρόφοι· κάποιοι μάλιστα λένε ότι το επίθετό τους (Καρναβάς) σχετίζεται με το κρέας (carna) που έφερναν, αν και έχω ακούσει και εκδοχή με καρναβάλι, δεν το έχω ψάξει επισταμένως. Το σίγουρο είναι ότι οι παππούδες και οι προπαππούδες μου βοσκούσαν ασυστόλως τα κοπάδια τους εδώ κι εκεί, συχνά σε καλλιεργημένα χωράφια. Ουδεμία έκπληξις που το αμπέλι μας πήγε υπέρ των οικογενειακών παραδόσεων, λοιπόν.

Πάντως μια χαριτωμένη ιστοριούλα βόσκησης που είχα ακούσει μικρός στην Ακαμάτρα μου τη θύμισε ο ο αδελφός μου τις προάλλες. Μας είχαν δείξει έναν συχωριανό που άφηνε τα κατσίκια του να βόσκουν αμολατά, μέχρι που μια μέρα τα αμόλησε στο αμπέλι του πεθερού του, όπου φυσικά δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο. Ο πεθερός φυσικά εκνευρίστηκε τα μάλα, και ο αμελής γαμπρός πήγε να του ζητήσει συγγνώμη.

- Μα ‘εν ήξερα πως ήταν δικό σου το χωράφι, είπε.
- Μα ‘εν ήξερες πως ήταν δικό μου, απάντησε ο πεθερός. Mα πώς ‘εν ήταν δικό σου ‘εν το ‘ξερες;

Κάπως έτσι πρέπει να τρωγόντουσαν γεωργοί και κτηνοτρόφοι από τον καιρό του Κάιν και του Άβελ. Αλλά τι τα θες, ας πιούμε ένα κρασάκι μέχρι να σου περάσουν οι φουσκάλες.

Και ο Θεός να την πολυχρονεί την αμπελοκουτσούρα...



Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 22/3/2013, με διαφορετική συνοδευτική φωτογραφία (από τον angeloska @ flickr). Η Αμπελοκουτσούρα είναι τραγούδι πάνω σε παραδοσιακά ικαριακά δίστιχα (ρίβες), εδώ από το CD «Ικαρία Μέθεξις» σε επιμέλεια Alexander Spietzing (2010)

25/3/13

Άμφω


Φωτό από εδώ.

Ξεκίνησα σχετικά απληροφόρητος για το τι με περίμενε και με ένα ορισμένο δέος, ομολογουμένως. Ο Μήτσος με είχε διαβεβαιώσει ότι τις πρώτες μέρες δε μπορείς να κοιμηθείς, κι ακούς όλη νύχτα το τρίξιμο των κρεβατιών των άλλων που επίσης δε μπορούν να κοιμηθούν. Τον διαβεβαίωσα ότι δε θα ακούω τίποτα, καθότι είμαι κουφός από το ένα, και το άλλο το βάζω στο μαξιλάρι. «Μια χαρά», είπε, «μπορεί να σου βγει σε καλό, πες το οπωσδήποτε όταν πας». Το σημείωσα.

Μάρτης ήτανε, καλή ώρα, αμέσως μετά του Ευαγγελισμού. Ο πατέρας μου με συνόδεψε μέχρι το σταθμό της Λιοσίων, εμφανώς συγκινημένος που ο γιος του πήγαινε φαντάρος, έστω και τόσων χρονών πια. Στο λεωφορείο σκεφτόμουν περισσότερο το άθλιο κούρεμα παρά οτιδήποτε άλλο. Όταν πέρασα την πύλη, αυτό που περισσότερο μου στοίχισε ήταν ότι μου πήραν τα φάρμακα για το άσθμα· με τα λουλούδια να ανθίζουν σιγά σιγά δεν ήταν ό,τι καλύτερο για ευαίσθητα αναπνευστικά επιθήλια σαν το δικό μου.

Τώρα βέβαια που έχουν περάσει τόσα χρόνια δεν έχει σημασία πια, έχω ξεχάσει και τους κοριούς και τη μπίχλα και – εν μέρει – τη γενικευμένη βλακεία. Ωστόσο μελαγχολώ αναδρομικά για το ότι στην ερώτηση «μήπως θέλεις να πας Κύπρο;» απάντησα απλώς «όχι». Στην πραγματικότητα η ερώτηση θα έπρεπε να είναι διατυπωμένη ως «Κύπρο, Έβρο ή νησιά;» οπότε θα έπρεπε να δηλώσω εντοπιότητα Ικαρίας (αν και δεν προέκυπτε από το Α-Σι-Μι). Δε με ρώτησε κανείς όμως (αν και προβλεπόταν) και η μοίρα μου σφραγίστηκε άνευ άλλων διατυπώσεων. Όχι ότι θα γλύτωνα αναγκαστικά τον Έβρο βέβαια σε άλλη περίπτωση, αλλά μου έκανε εντύπωση που μετά με ρώταγαν διάφοροι «καλά, όταν σε ρώτησαν πού θες να πας γιατί δεν είπες ότι είσαι από Ικαρία;». Διότι δεν με ρώτησαν, παιδιά μου, τέλος.

Δεν ήταν το μόνο πράγμα που δε με ρώτησαν, βέβαια. Χρειάστηκε να πω τετράκις στον τύπο που συμπλήρωνε τα ιατρικά στοιχεία ότι ακούω μόνο από το ένα αυτί· εκ των υστέρων έχω την εντύπωση ότι είχε εντολές να μην τείνει ευήκοα ώτα σε οποιοδήποτε παράπονο αφορούσε ώτα εν γένει. Διότι από τα ώτα πας στα γιώτα, και μετά τρέχα γύρευε, ωστόσο με βαριά καρδιά συμπλήρωσε το παραπεμπτικό για να με στείλει για εξέταση στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας. Όταν πήγα παρακάτω για να με ντύσουν, κοίταξαν τα χαρτιά με εμφανή απογοήτευση.

- Α, δε γίνεται να πάρεις στολή.
- Γιατί;
- Έχεις παραπεμπτικό, μπορεί να μη σε κρατήσουν.
- Με δεν είναι τίποτα, γιώτα τρία, το πολύ τέσσερα. Θα με κρατήσουν.
- Α, δεν ξέρω, έχεις παραπεμπτικό. Μετά την εξέταση ξαναέλα.


Κι έτσι κυκλοφορούσα με πολιτικά μέσα στους ένστολους δυο-τρεις μέρες, μέχρι που με φώναξαν. Μας πήγαν στη Λάρισα, ένα μπουλούκι ορθοπεδικά περιστατικά για ακτινογραφίες κι εμένα για ΩΡΛ. Δώσαμε τα παραπεμπτικά μας, το μπουλούκι ακτινογραφήθηκε και εξετάστηκε εξ’ ολοκλήρου (ορισμένοι είχαν κατενθουσιαστεί που λόγω βιδών, λαμών, και άλλων αντικειμένων που είχαν αποκομίσει από τροχαία με μηχανάκι θα έπαιρναν αναβολή για κάνα εξάμηνο τουλάχιστον), αλλά εγώ περίμενα ώρες κατηφής και μόνος έξω απ’ το ωριλάδικο περιμένοντας να με φωνάξουν, χωρίς να συμβαίνει τίποτα.

Κάποια στιγμή μια αδελφή νοσοκόμα βγήκε και μου έδωσε το παραπεμπτικό πίσω, και ξανάκλεισε την πόρτα. Του έριξα μια ματιά· προς μεγάλη μου απορία ο αρμόδιος ιατρός διαβεβαίωνε ότι ακούω εξαιρετικά κι από τα δύο αυτιά (πράγμα που ειρήσθω εν παρόδω δεν μου έχει συμβεί ποτέ από γεννησιμιού μου). Δεν έχασα την ψυχραιμία μου και χτύπησα (όχι πολύ διακριτικά) την πόρτα. Το κεφάλι της νοσοκόμας ξεπρόβαλλε.Με κοίταξε καχύποπτα.

- Τι θες;
- Έχει γίνει κάποιο λάθος.
- Τι λάθος;
- Εδώ λέει ότι ακούω άμφω.
- Αμ... τι;
- Άμφω. Κι από τα δύο αυτιά.
- Ε, και δεν ακούς;
- Όχι, μόνο από το ένα.
- Α, δεν ξέρω, αφού το λέει ο γιατρός που σε εξέτασε...
- Μα δε με εξέτασε κανείς.
- Ε, και τι θες τώρα;
- Να με εξετάσει.
- Να σε εξετάσει;


Με κοίταζε. Είχε κοκκινήσει. Την κοίταζα κι εγώ. Συνέχισε να με κοιτάζει και να ροδίζει ολοένα. Σκέφτηκα ότι πιθανώς ήταν μειωμένης αντίληψης. Θυμήθηκα τον καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο που επέμενε ότι πρέπει να απευθύνεται κανείς στις Αρχές με Α κεφαλαίο, όχι στα αρχί-δια με α μικρό, οπότε αποφάσισα να την απαλλάξω από το βάσανο.

- Μπορώ να δω το γιατρό;
- Μισό λεπτό...
είπε ψιθυριστά και χώθηκε σε ένα δωματιάκι πιο μέσα.

Ατυχώς άφησε την πόρτα μισάνοιχτη οπότε χώθηκα κι εγώ πίσω της. Την άκουσα να λέει «Γιατρέ, έχουμε ένα πρόβλημα...» και με ένα αλματάκι βρέθηκα μέσα στο δωματιάκι. Ένας τύπος με άσπρη μπλούζα που κρατούσε μια Αθλητική Ηχώ με κοιτούσε απορημένος. Του χαμογέλασα.

- Με γνωρίζετε;
- Όχι.
- Δεν με έχετε ξαναδεί ποτέ;
- Όχι, και απορώ με ποιο...
- Εδώ λέει ότι όχι μόνο με έχετε ξαναδεί, αλλά με έχετε εξετάσει και με βγάλατε και υγιέστατο
, του είπα ανεμίζοντας το παραπεμπτικό.

Κοίταξε τη νοσοκόμα που είχε πάρει πλέον ένα χρωματάκι εκρού. Μετά εμένα. Μετά ξανά τη νοσοκόμα. Εκρού, το χρώμα του νεκρού. Μετά άφησε κάτω την εφημερίδα και είπε:

- Και δεν σε εξέτασα;
- Όχι.
- Ε, και τι θες τώρα;


Πήρα μια βαθιά ανάσα. Μάλλον όλοι μειωμένης αντιλήψεως ήταν εδώ μέσα.

- Να με εξετάσετε.
- Δε μπορώ να σε εξετάσω. Δεν έχω ακουoγράφο. Πρέπει να πας αλλού.
- Εδώ λέει ότι είμαι μια χαρά.
- Και δεν είσαι;
- Όχι.
- Και τι πρόβλημα έχεις;
- Μονόπλευρη κώφωση.
- Για φέρτο εδώ αυτό.


Του το έδωσα. Κούνησε το κεφάλι, έβγαλε ένα μπλάνκο από ένα συρτάρι, κι έσβησε τη διάγνωση (εκτός από την υπογραφή και το σφραγιδάκι). Ύστερα έγραψε από πάνω ότι δεν ακούω από το ένα αυτί και καλύτερα να με εξετάσουν στο 401. Ξανάπιασε την εφημερίδα. Ευχαρίστησα (γιατί άραγε;) κι έφυγα να ενωθώ με τους αδημονούντες με τις λάμες και τις βίδες που τους είχε πιάσει ντελίριο.

Στο Κέντρο έδωσα το χαρτί πίσω· το είδαν με εμφανή απογοήτευση, και κάποια καχυποψία λόγω μπλάνκο. Μου είπαν ότι όταν μαζευτούμε κάμποσοι προβληματικοί θα βγει ομαδικό φύλλο πορείας για Αθήνα. Συνέχισα να κυκλοφορώ με πολιτικά για μέρες (και μερικοί από τους εν λόγω «προβληματικούς» επίσης), πράγμα βέβαια που με απάλλασσε από ορισμένες παρενοχλήσεις, καθότι δεν ήταν εκ του μακρόθεν εμφανές αν είμαι παραπεμπόμενος για παθολογικούς λόγους ή αν τυχόν είμαι κάνας ψυχάκιας που μόλις πιάσω όπλο θα θερίσω τους πάντες που μου μπαίνουν στο ρουθούνι.

Από την άλλη, ήμουνα εκευριστικά ορατός, ωσάν τη μύγα μες στο γάλα, ειδικά στην πρωινή αναφορά. Δεν κάνει να δίνεις στόχο στο συγκεκριμένο περιβάλλον, όπως και να ‘ναι. Ήρθαν και οι δικοί μου επίσκεψη το Σαββατοκύριακο, που είχα και γενέθλια, για να με δουν με στολή, αλλά ατυχώς ήμουνα ακόμα με πουκαμισάκι και τζην. Μου άφησαν κάτι τυροπιτάκια που είχε μαγειρέψει η μάνα μου· θεώρησα καλό λόγω της γενικευμένης ορατότητας που λέγαμε, να τα μοιραστώ με το λοιπό θάλαμο. Κάποιος κάρφωσε ένα σπίρτο εν είδει κεριού σε ένα τυροπιτάκι, το άναψε, κι άρχισαν να τραγουδάνε:

- Να ζήσεις Β. και χρόνια πολλά, φαντάρος να γίνεις με άσπρα μαλλιά...

Κυριακή βράδι, μετά το γόπιγκ, μάρκαρα στην ατζέντα τις ημερομηνίες κατάταξης και (πιθανής) απόλυσης, μέτρησα το σύνολο των ενδιάμεσων ημερών, κι έσβησα όσες είχανε ήδη περάσει (ούτε δέκα). Οι εναπομείνασες φαινόντουσαν άπειρες, αλλά σκέφτηκα τα «Κεριά» του Καβάφη (μάλλον θλιβερή σκέψη κλείνοντας τα εικοσιεννιά, τώρα που το ξανασκέφτομαι) και πήρα κουράγιο.

- Πεντακόσιες σαράντα εφτά και σήμερα, είπα, και γύρισα να κοιμηθώ.

Είχα ψιλοσυνηθίσει τα τριξίματα, και όχι μόνο λόγω βαρηκοΐας.

(συνεχίζεται)


Σ.Σ. ΑΣΜ (προφέρεται α-σι-μι) είναι ο αριθμός στρατολογικού μητρώου. Τα πρώτα τρία ψηφία δηλώνουν το στρατολογικό γραφείο (δηλαδή χοντρικά την περιφέρεια) από την οποία προέρχεται ο στρατεύσιμος. Γιώτα είναι το υποκοριστικό της κατηγορίας ικανότητας, συνοδευόμενο από ένα δείκτη κλίμακας 1-5. Ι1 με Ι2 είσαι μάχιμος, Ι3 με Ι4 είσαι μάλλον άοπλος, Ι5 (ή γιώτα-ευτυχία, για μερικούς) απαλλάσσεσαι της στράτευσης. Ακουογράφος είναι ένα μάλλον απλό μηχάνημα που παράγει ήχους σε διάφορες συχνότητες και εντάσεις μέσα σε κάτι ακουστικά, ενίοτε παράγοντας παράλληλα ένα θόρυβο υποβάθρου στο απέναντι αυτί για να μη μπερδεύεται η αντίληψη ανάμεσα στα δύο αυτιά, και χρησιμεύει στην κατασκευή ακουογραμμάτων (διαγραμμάτων επί τοις εκατό οξύτητας ή εν προκειμένω απώλειας της ακοής). Η Αθλητική Ηχώ ήταν μια ιστορική - παναθηναϊκών φρονημάτων - αθλητική εφημερίδα που έχει κλείσει εδώ και κάποια χρόνια.

20/3/13

Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας (Γιώργος Σεφέρης)

                  ...Nicosia e Famagosta
per la lor bestia si lamenti e garra...

PARADISO

...ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον
πλημμελᾶ τὸν ἐκόμπωσε τὸν ρήγαν καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν...

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ


Ὁ Τζουὰν Βισκούντης εἶχε γράψει τὴν ἀλήθεια.
Πῶς πλέρωσε μαυλίστρες ὁ κούντη Τερουχᾶς
πῶς βρέθηκαν ἀντάμα αὐτὸς κι ἡ ρήγαινα
πῶς ἄρχισε τὸ πράμα, πῶς ξετέλειωσε,
ὅλα τῆς Λευκωσίας τὰ κοπέλια
τὸ διαλαλοῦσαν στὰ στενὰ καὶ στὶς πλατεῖες.
Πῶς ἦταν ἡ γραφὴ σωστὴ ποὺ ἔστειλε στὴ Φραγκιὰ στὸ ρήγα
τὸ ξέραν οἱ συβουλατόροι.
                                          Ὅμως τώρα
συνάχτηκαν καὶ συντυχαῖναν γιὰ νὰ συβουλέψουν
τὴν Κορόνα τῆς Κύπρου καὶ τῶν Ἱεροσολύμων·
τώρα ἦταν διαταμένοι γιὰ νὰ κρίνουν
τὴ ρήγαινα Λινόρα ποὺ κρατοῦσε
ἀπ᾿ τὴ μεγάλη τὴ γενιὰ τῶν Καταλάνων·
κι εἶναι ἀνελέημονες οἱ Καταλάνοι
κι ἂν τύχαινε κι ὁ ρήγας ἐκδικιοῦνταν
τίποτε δὲ θὰ τό ῾χαν ν᾿ ἀρματώσουν καὶ νὰ ῾ρθοῦνε
καὶ νὰ τοὺς ξολοθρέψουν αὐτοὺς καὶ τὸ βιό τους.
Εἶχαν εὐθύνες, τρομερὲς εὐθύνες·
ἀπὸ τὴ γνώμη τους κρέμουνταν τὸ ρηγάτο.

Πὼς ὁ Βισκούντης ἦταν τίμιος καὶ πιστὸς
βέβαια τὸ ξέραν· ὅμως βιάστηκε,
φέρθηκε ἀστόχαστα ἄμοιαστα ἄτσαλα.
Ἦταν ἁψὺς ὁ ρήγας, πῶς δὲν τὸ λογάριασε;
καὶ μπρούμυτα στὸν πόθο τῆς Λινόρας.
Πάντα μαζί του στὰ ταξίδια τὸ πουκάμισό της
καὶ τό ῾παιρνε στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμοῦνταν·
καὶ πῆγε νὰ τοῦ γράψει ὁ ἀθεόφοβος
πῶς βρῆκαν μὲ τὴν ἄρνα του τὸ κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ᾿ ἕναν ἄρχοντα;
Ἦταν μωρός. Τουλάχιστο ἂς θυμοῦνταν
πὼς ἔσφαλε κι ὁ ρήγας· ἔκανε τὸ λιγωμένο
μὰ εἶχε στὸ πισωπόρτι καὶ δυὸ καῦχες.

Ἀναστατώθη τὸ νησὶ σὰν ἡ Λινόρα
πρόσταξε καὶ τῆς ἔφεραν τὴ μιά, τὴ γκαστρωμένη
κι ἄλεθαν μὲ τὸ χερομύλι πάνω στὴν κοιλιά της
πινάκι τὸ πινάκι τὸ σιτάρι.
Καὶ τὸ χειρότερο - δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς -
ἀφοῦ τὸ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος πὼς ὁ ρήγας
γεννήθηκε στὸ ζώδιο τοῦ Αἰγόκερω,
πῆρε στὰ χέρια του ὁ ταλαίπωρος καλάμι
τὴ νύχτα ποὺ ἦταν στὸν Αἰγόκερω ἡ σελήνη
νὰ γράψει τί; γιὰ κέρατα καὶ κριάρια!
Ὁ φρόνιμός τη μοίρα δὲν τηνε ξαγριεύει.
Ὄχι· δὲν εἴμαστε ταγμένοι γιὰ νὰ ποῦμε
ποῦ εἶναι τὸ δίκιο. Τὸ δικό μας χρέος
εἶναι νὰ βροῦμε τὸ μικρότερο κακό.
Κάλλιο ἕνας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ ριζικό του
παρὰ σὲ κίντυνο νὰ μποῦμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρηγάτο.

Ἔτσι συβουλευόντουσαν ὅλη τὴ μέρα
καὶ κατὰ τὸ βασίλεμα πῆγαν στὸ ρήγα
προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Τζουὰν Βισκούντης
εἶναι ἕνας διαστρεμμένος ψεματάρης.

Κι ὁ Τζουᾶν Βισκούντης πέθανε ἀπ᾿ τὴν πείνα σὲ μιὰ γούφα.
Μὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ρήγα ὁ σπόρος τῆς ντροπῆς του
ἅπλωνε τὰ πλοκάμια του καὶ τὸν ἐκίνα
τό ῾παθε νὰ τὸ πράξει καὶ στοὺς ἄλλους.
Κερὰ δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ βουληθεῖ νὰ τὴν πορνέψει·
τὶς ντρόπιασε ὅλες. Φόβος κι ἔχτρα ζευγαρῶναν
καὶ γέμιζαν τὴ χώρα φόβο κι ἔχτρα.

Ἔτσι, μὲ τὸ «μικρότερο κακό», βάδιζε ἡ μοίρα
ὡς τὴν αὐγὴ τ᾿ Ἁγι᾿ Ἀντωνιοῦ, μέρα Τετάρτη
ποὺ ἦρθαν οἱ καβαλάρηδες καὶ τὸν ἐσύραν
ἀπὸ τῆς καύχας του τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἐσφάξαν.
«Καὶ τάπισα παρὰ οὕλους ὁ τουρκοπουλιέρης
ἧβρεν τὸν τυλιμένον τὸ αἵμαν» λέει ὁ χρονογράφος
«κι ἔβγαλεν τὴν μαχαίραν του καὶ κόβγει
τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλὸν καὶ τοῦ εἶπε:
Γιὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!».
                                               Αὐτὸ τὸ τέλος
ὅρισε γιὰ τὸ ρήγα Πιὲρ ὁ δαίμων τῆς πορνείας.


Σ.Σ. Σκεφτομαι, μέρες που είναι, πως έτσι με «το μικρότερο κακό» φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.

Παλιά βέβαια, πολύ παλιά, επί Φραγκοκρατίας...


17/3/13

Ντελίβερι ραφιέρας



καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἓν ὕπαγε μετ' αὐτοῦ δύο
(Ματθ. 5:41)

Έφτασα σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Είχα ρίξει τα πίσω καθίσματα και είχα τραβήξει τα μπροστινά ώστε τσίμα τσίμα να χωρέσουνε οι κούτες που περιείχαν τη wannabe βιβλιοθήκη μου· την πιο κλασικη ραφιέρα του ΙΚΕΑ, που αναζήτησα αρχικά στον Κηφισό (ανεπιτυχώς) και αργότερα στο αεροδρόμιο (επιτυχώς). Τώρα αναρωτιόμουνα πώς σκατά θα κουβάλαγα τις κούτες απάνω, καθότι ασανσέρ δεν υφίσταται και η wannabe είναι επιεικώς γκουμούτσα. Πάρκαρα πρόχειρα μπροστά στην πόρτα, και πάλευα να τραβήξω τη μια κούτα στο πεζοδρόμιο χρησιμοποιώντας το πορτ μπαγκαζ ως υπομόχλιο χωρίς να μου σκάσει κάτω και συντριβεί, όταν εμφανίστηκε το μηχανάκι.

Ο ντελιβεράς σταμάτησε, είπε «μισό λεπτό, να σας βοηθήσω» και με λύτρωσε από το αγκομαχητό κουβαλώντας πρώτα τη μία κούτα και μετά την άλλη μέσα από την πόρτα. «Κι εγώ εδώ πηγαίνω», είπε, και χτύπησε το κουδούνι του δεύτερου. Εικοσάρης, μελαχροινός κάπως, στυλ δυτικών προαστείων. Ανέβασε το φαγητό στο Γιώργο ενώ εγώ πήγα να παρκάρω λίγο πιο πέρα και πιο κανονικά. Έφτασα σερνάμενος στην πόρτα την ώρα που εκείνος κατέβαινε.

- Σε ευχαριστώ και πάλι πάρα πολύ, είπα.
- Στον πρώτο πάτε; ρώτησε. Να σας βοηθήσω.
- Βρε παράτα τα εδώ πέρα αγόρι μου, τι να τα κάνω νυχτιάτικα, κι αύριο μέρα είναι.
- Μπα, σε μεταφορές δουλεύω, δεν είναι τίποτα.

Άρπαξε τη μία κούτα (την πιο βαριά) και όρμησε στα σκαλιά. Τον ακολούθησα ξέπνοος και άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος. Στο πιτς φιτίλι είχε κατέβει στο ισόγειο, είχε πάρει και τη δεύτερη και την είχε ανεβάσει. Ίσα που πρόλαβα να βρω κάτι ψιλά να του δώσω για τον κόπο του.

- Μα όχι, είπε, δε θέλω λεφτά.
- Μα βρε αδελφέ, έτσι, να πιεις έναν καφέ.
- Τι λέτε τώρα, πείτε πως αύριο θα με δείτε στο δρόμο να χρειάζομαι βοήθεια, δε θα με βοηθήσετε; Τότε θα πατσίσουμε.


Κατέβηκε τρέχοντας· έμεινα με το χέρι προτεταμένο. Ίσα που πρόλαβα να του ευχηθώ καλό δρόμο. Ύστερα έσυρα τις κούτες λίγο πιο μέσα· ήταν στ' αλήθεια βαριές.

Έμεινα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω αν τον δω αύριο στο δρόμο.