Δυο ιστιοπλόες από το Ηράκλειο φωτογραφίζουν την Ολλανδία - μεταξύ της πύλης του Λέιντερντροπ και ενός ποιήματος της Σαπφούς στην Oude Singel, η μία τους εντοπίζει σε ένα παράθυρο ένα βάζο με καρότα, κρεμμύδια κι πατάτες, που είναι και η αφορμή για την ανάρτηση (φωτογραφία Μ.Β., aka Μαρίστρα).
Ο πόλεμος κράτησε πάνω-κάτω ογδόντα χρόνια. Ξεκίνησε το 1568, όταν οι 17 περιοχές των Κάτω Χωρών επαναστάτησαν εναντίον της αυταρχικής εξουσίας που ασκούσε ο Δούκας της Άλβα εν ονόματι του βασιλιά της Ισπανίας, κληρονόμου της "Αγίας Ρωμαϊκής" αυτοκρατορίας των Αψβούργων, στα πλαίσια μάλλον των θρησκευτικών πολέμων του 16ου αιώνα στην Ευρώπη. Η επανάσταση προχώρησε υπό την (χαλαρή) αρχηγία του Γουλιέλμου της Οράγγης, του λεγόμενου και "Σιωπηλού", ενός από τους ελλάσσονες ευγενείς της περιοχής, και σύντομα οδήγησε στην αυτονόμηση των 7 βόρειων περιοχών που μέσες-άκρες αποτελούν τη σημερινή Ολλανδία. Επισήμως ο πόλεμος έληξε το 1648 με την υπογραφή της συνθήκης του Μύνστερ, που αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας (ναι, δεν είχε κληρονομικό ηγεμόνα). Στην πραγματικότητα η χώρα ήταν de facto αυτονομημένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1580, αλλά για να φτάσει εκεί μεσολάβησαν σφοδρές μάχες, σφαγές μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών (διαφόρων τύπων), και εκτεταμένες πολιορκίες πόλεων. Καλή ώρα, της πόλης του Λέιντεν.
Η πρώτη πολιορκία ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1573. Τα ισπανικά στρατεύματα τα βρήκαν λίγο σκούρα στην αρχή, καθώς οι έγκλειστοι υπερασπιστές διέθεταν πληθώρα τροφίμων, και το υγρό, σαθρό έδαφος δεν προσφερόταν για την κατασκευή πολιορκητικών ορυγμάτων (την εποχή εκείνη τα τείχη έπεφταν με λαγούμια τα οποία έσκαβαν και ανατίναζαν οι πολιορκητές). Ο Γουλιέλμος ξεκίνησε να βοηθήσει τους πολιορκημένους, οι Ισπανοί αποχώρησαν προσωρινά για να τον αντιμετωπίσουν, ωστόσο ο ετερογενής επαναστατικός στρατός ηττήθηκε στη μάχη του Mookerheyde, και η πόλη ξαναβρέθηκε πολιορκημένη στις 26 Μαΐου του 1574. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για τους Λεϊντενιώτες, καθώς οι φίλιες δυνάμεις είχαν ηττηθεί και οι προμήθειες ήταν πια περιορισμένες.
Ο Γουλιέλμος έστειλε ένα ταχυδρομικό περιστέρι (!) στην πόλη, ζητώντας από τους κατοίκους να αντισταθούν για τρεις μήνες. Σκόπευε να λύσει την πολιορκία δια της υδάτινης οδού: καθώς η πόλη, και η κοιλάδα στην οποία βρίσκεται, είναι 2-3 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, η ιδέα ήταν ότι σπάζοντας τα φράγματα θα έθετε εκτός μάχης το ισχυρό ισπανικό ιππικό και μέσω των ελαφρών πλοίων που διέθετε ο στόλος των επαναστατών (οι λεγόμενοι "Επαίτες της θάλασσας") θα έφερνε βοήθεια στους πολιορκημένους. Ωστόσο, η ιδέα δεν άρεσε στους ανθρώπους των οποίων η γη θα πλημμύριζε (και θα καταστρεφόταν) και του πήρε αρκετό χρόνο να τους πείσει (ή να τους "πείσει") - στο μεταξύ η κατάσταση στην πόλη χειροτέρευε.
Γύρω στις 10 Σεπτεμβρίου, κάτι που ο Γουλιέλμος αρρώστησε, κάτι που οι Ισπανοί που υπεράσπιζαν κάποια φράγματα αντιστέκονταν σθεναρά, κάτι που φυσούσε από τα ανατολικά με αποτέλεσμα τα νερά να σπρώχνονται προς τη Βόρεια Θάλασσα, τα πλημμυρισμένα χωράφια είχαν πολύ λίγο νερό και ακόμα και τα ελαφρά σκάφη είχαν προσαράξει. Οι πολιορκημένοι είχαν απελπιστεί - είχαν κρατήσει παραπάνω από τρεις μήνες, τους δύο τρώγοντας και κάτι, τον τελευταίο μήνα και βάλε εντελώς νηστικοί. Ο Δήμαρχος van der Weeff πρόσφερε τα μέλη του ως τροφή σε μια κίνηση απελπισίας - αν και η σκληρότητα του Δούκα της Άλβα που εγγυόταν το θάνατο σε περίπτωση παράδοσης υπήρξε μάλλον ισχυρότερο κίνητρο αντίστασης.
Γύρω στην 1η Οκτωβρίου, κάτι άρχισε να αλλάζει. Ο άνεμος γύρισε δυτικός, και η θάλασσα άρχισε κατά κύματα να εισβάλλει στην κοιλάδα. Ο επαναστατικός στόλος άρχισε πάλι να πλέει. Δύο ισπανικά οχυρά βρίσκονταν ανάμεσα στην πλημμυρισμένη κοιλάδα και την πολιορκημένη πόλη - η φρουρά του ενός εξαφανίστηκε μόλις είδε το στόλο να πλησιάζει. Τη νύχτα της 2 προς 3 Οκτώβρη και η δεύτερη φρουρά αποφάσισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια αντί να ρισκάρει ένα πόλεμο χωρίς ιππικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, τα νερά υπέσκαψαν το έδαφος κάτω από ένα σημείο των τειχών, τα οποία έπεσαν: η πόλη θα μπορούσε να είναι στο έλεος των πολιορκητών, μόνο που αυτοί είχαν φύγει χωρίς να το πάρουν είδηση.
Η παράδοση λέει ότι οι πολιορκημένοι έστειλαν ένα ορφανό αγόρι με το όνομα Cornelis Joppenszoon να δει αν όντως οι Ισπανοί είχαν φύγει και δεν κρύβονταν εκεί κοντά. Το παιδί γύρισε από το ισπανικό οχυρό κρατώντας ένα καζάνι με "Hutspot", ένα φαγητό που παράτησαν φεύγοντας οι πολιορκητές και που περιείχε καρότα, κρεμμύδια και πατάτες. Λίγο αργότερα κατέφτασαν οι "Επαίτες της θάλασσας" με ρέγγες και άσπρο ψωμί. Η πολιορκία είχε λυθεί, το Λέιντεν είχε σωθεί. Έκτοτε, την 3η Οκτωβρίου γιορτάζουν τη λύση της πολιορκίας, με ένα τελετουργικό που περιλαμβάνει τζάμπα ρέγγες και άσπρο ψωμί, και μαγείρεμα "Hutspot".
Ή τέλος πάντων, αυτά περιλαμβάνει το άρθρο της wikipedia που κανιβαλλίζω ασυστόλως σε σχέση με την πολιορκία. Η πραγματικότητα όμως που βίωσα την περασμένη εβδομάδα, μαζί με μια παρέα συγγενών και φίλων, ήταν λίγο παράξενη, καθώς το Λέιντεν βρισκόταν στ' αλήθεια υπό πολιορκία, όχι από ισπανικά στρατεύματα αλλά από ένα απίστευτης πυκνότητας μεθυσμένο πλήθος. Η πόλη είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο λούνα-παρκ, καθώς όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, τα κανάλια και οι πλατείες είχαν καταληφθεί από πάγκους μικροπωλητών, πίστες για συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, καρουζέλ, αγώνες σκοποβολής με τόξο, αεροβόλο ή με τα χέρια, ποπκόρν, βάφλες, μαλλί της γριάς, τραινάκια του τρόμου και γαϊτανάκια, υπαίθριους πωλητές μπύρας, μπύρας και μπύρας, αυτοσχέδιες ή όχι-και-τόσο-αυτοσχέδιες μουσικές σκηνές, συχνά η μία απέναντι από την άλλη ώστε να μη μπορείς να ακούσεις καμμία, αγώνες διάβασης καναλιών επί κοντώ (με θεαματκά πλαφ στις αποτυχημένες προσπάθειες), τσίκνα από κεμπάπ και σουβλάκια (σουβλάκια!), κι άλλη μπύρα, παρατημένα ποδήλατα, χιλιάδες, εκατομμύρια ποδήλατα και αντίστοιχο κόσμο που εισέβαλλε από όλες τις εισόδους της πόλης, από το Λέιντερντροπ και το Κάτγουϊκ και τη Χάγη και το σταθμό των τραίνων και το ποτάμι που κατ' ευφημισμόν ονομάζουν Ρήνο.
Το πανηγύρι ξεκίνησε για τα καλά το βράδι της περασμένης Παρασκευής - το Σάββατο καταφέραμε να δραπετεύσουμε για το Άμστερνταμ και την Κυριακή κρυφτήκαμε στο Ντελφτ. Κάθε φορά που γυρίζαμε πέφταμε στο ίδιο μανιασμένο πλήθος, και φτάναμε εξουθενωμένοι στο σπίτι που τρανταζόταν από τα ντεσιμπέλ της παρακείμενης πλωτής σκηνής. Αυστηρά μέχρι τις 2 το βράδι - ένα λεπτό αργότερα οι έφιπποι αστυνομικοί έπειθαν και τους πιο δύσπιστους ότι το πάρτι είχε τελειώσει για σήμερα και έπρεπε να πάνε σπίτι. Τη Δευτέρα είχα μια ελπίδα ότι τα πράγματα θα ήταν πιο φυσιολογικά, μάταιη όμως. Σε μια επίδειξη μεσογειακής μάλλον μεγαλοψυχίας, η μέρα ήταν αργία, εκ μεταφοράς από την "κανονική" ημερομηνία της Κυριακής (για να μη λέμε ότι αυτά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν κλπ.). Τρέξαμε πάλι να κρυφτούμε στο Άμστερνταμ - γυρίσαμε σε κακό χάλι κατά τα μεσάνυχτα.
Τα νερά είχαν υπονομεύσει πια τις αντιστάσεις μας, τα τείχη μας είχαν πέσει, και είμασταν έτοιμοι να υποστούμε τη μοίρα των κατακτημένων. Όμως μόλις ξεμυτίσαμε από το σταθμό, είδαμε την πολιορκία να λύνεται: οι πάγκοι ξεμοντάρονταν πια, οι μουσικές είχαν σχεδόν παντού σταματήσει, ο κόσμος είχε αραιώσει τόσο που μπορούσες σχεδόν να περπατήσεις φυσιολογικά, χωρίς ζιγκ-ζαγκ, και μόνο μερικά περαστικά πιτσιρίκια που μύριζαν ακόμα μπύρα , καθώς και το περιφερόμενο ιππικό της αστυνομίας θύμιζαν το πανηγύρι που είχε προηγηθεί. Το πρωί της Τρίτης πήγα την αδελφή μου μέχρι το σταθμό για να πάρει το τραίνο για το αεροδρόμιο - με εξαίρεση μερικά διάχυτα σκουπίδια στους δρόμους και τα φορτηγά που κουβαλούσαν τα ξεμονταρισμένα τραινάκια του τρόμου, η πόλη έμοιαζε φυσιολογική. Το πρωί της Τετάρτης έκανα την ίδια διαδρομή με την Κάντυ και τη Μαρίστρα - τα σκουπίδια είχαν πια μαζευτεί και σκόρπια συνεργεία επιδιόρθωναν το τούβλινο δάπεδο της Haarlemstraat.
Η πολιορκία είχε λυθεί για φέτος.
(Ο πόλεμος όμως δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει ακόμα...)
Σ.Σ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Γουλιέλμος θέλησε να ανταμείψει τους Λεϊντενιώτες για την αφοσίωσή τους και τις κακουχίες που υπέστησαν, προτείνοντάς τους φοροαπαλλαγές ή εναλλακτικά την ίδρυση ενός Πανεπιστημίου. Οι ζαλισμένοι από την πείνα κάτοικοι προφανώς υπέθεσαν ότι η ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να τους δώσει ψωμί να φάνε ακόμα σε συνθήκες πολέμου ή πολιορκίας και διάλεξαν το Πανεπιστήμιο - η εκτίμησή τους προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τις επιλογές της καθ' ημάς ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας (+ μερικών ακόμα πραγμάτων) που προτιμά να κλείσει μερικά Πανεπιστήμια ως περιττά. Αλλά οι Υπουργοί μας δεν είναι τόσον ζαλισμένοι από την πείνα και κάνουν έξυπνες και σύγχρονες επιλογές, ενώ οι Ολλανδοί του 1574 με μια ρέγγα κι ένα καρβέλι ανά χείρας μάλλον χαζοί ήτανε, φαίνεται...
Το ποιον θα κλαίνε οι ρέγγες θα φανεί στο τέλος.
9/10/10
Η λύση της πολιορκίας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου