tag:blogger.com,1999:blog-8998423356298751842024-03-13T23:37:13.132+02:00Στοιχεία προσωπικής μυθολογίας και άλλες ιστορίεςΡοβυθέ (ρεβυθιά στην παλαιο-ικαριακη διαλεκτο) δεν ειναι μονο ριζες, ειναι οι πρωτες αναμνησεις. Ακολουθουν πολλες ακομα.
Αν δε βαριεστε, τις μοιραζομαστεΒ.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.comBlogger442125tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-50548033653073708772022-07-04T22:48:00.002+03:002022-07-04T22:48:17.929+03:00Το ωραίο καλοκαίρι (Αργύρης Χιόνης)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://tvxs.gr/sites/default/files/article/2013/20/128523-argyrisxionisdpfhsifghig.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://tvxs.gr/sites/default/files/article/2013/20/128523-argyrisxionisdpfhsifghig.jpg" height="285" width="400" /></a></div><br />
<br />
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι<br />
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο<br />
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα<br />
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο<br />
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες<br />
Σηκώσαν το καπέλο του<br />
Δεν ήταν από κάτω<br />
Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά<br />
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο<br />
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες<br />
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο<br />
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν<br />
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού<br />
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός<br />
Αν τους βαστάει τώρα<br />
Ας με ξαναδείρουν, είπε<br />
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά<br />
Μαχαίρι και πιρούνι<br />
Και χωρίς να τρυπηθούν<br />
Του φάγαν την καρδιά<br />
Ένα σκυλί κυνηγημένο<br />
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε<br />
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του<br />
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα<br />
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο<br />
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο<br />
Ακίνητο ένα καλοκαίρι<br />
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά<br />
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;<br />
Κανείς δεν ξέρει<br />
<p></p>
<span style="font-size: 85%;"><em>Αργύρης Χιόνης - Η φωνή της σιωπής<br />
</em></span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-41006890267945821202021-05-23T23:19:00.036+03:002021-05-25T00:03:40.947+03:00The bringers of wonder<div class="separator" style="clear: both;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-VKJHzyypOwI/YKqs9q9q-lI/AAAAAAAAD7o/XBHnV5T3l3kLZtgmQzv3U6Xg_xDleBrFACLcBGAsYHQ/s596/05.jpg" style="display: block; padding: 1em 0px; text-align: center;"><img alt="" border="0" data-original-height="451" data-original-width="596" src="https://1.bp.blogspot.com/-VKJHzyypOwI/YKqs9q9q-lI/AAAAAAAAD7o/XBHnV5T3l3kLZtgmQzv3U6Xg_xDleBrFACLcBGAsYHQ/s400/05.jpg" width="400" /></a><span style="font-size: 85%;"><div style="text-align: center;">Αμοιβαδοειδή ζελέ με πλοκάμια που πλανεύουν ανυποψίαστους γήινους.</div></span></div><div><br /></div>
Δεδομένου ότι δεν είμαι και κανένας φαν της τηλεόρασης, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για τα Νέτφλιξ και τα διάφορα, ωστόσο πολλοί φίλοι μου (μην πω οι περισσότεροι) μια παραφορά με τις σειρές την έχουνε. Θυμάμαι κάτι σχοινοτενείς συζητήσεις στο επιστημονικό μας flyroom (όπου μεγαλώναμε τις Δροσόφιλες) σχετικά με το Game of Τhrones, το συγκάτοικο να εκθειάζει (και να με βάζει να παρακολουθήσω) το Peaky Blinders και μετά το Casa de Papel, τα βλέμματα αποδοκιμασίας που δεν είχα ιδέα τι είναι το Big Bang Theory ή το How I met your mother και τη <i>φρίκη</i> την ίδια στα μάτια μιας κοπέλας (λίαν συμπαθούς, πρέπει να παραδεχτώ) όταν της είπα ότι δεν έχω δει ούτε ένα (αριθμός 1) επεισόδιο από «Τα Φιλαράκια». Περιττό να πω ότι η δήλωση αυτή ήταν καταλυτική για τη συνέχεια της γνωριμίας μας: δε μου ξαναμίλησε ποτέ. <div><br /></div><div>Ωστόσο έχει ο καιρός γυρίσματα κι ο χρόνος πανδημίες, και περιμένοντας κάνα-ενάμισι χρόνο το εμβόλιο σε σόλο κατάσταση σε άγνωστη πόλη και με βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας και καραντίνα, αφού έφτιαξα όλα τα μαθήματα της χρονιάς, έγραψα εφτά-οχτώ επιστημονικά άρθρα, ξεροστάλιασα στα σόσιαλ μήντια και βαρέθηκα τη ζωή μου όσο δεν πήγαινε, βρέθηκα ένα βράδυ να χαζεύω στα ίντερνετς όπου κάποιος ανέφερε μια ταινία που θα ήθελα ίσως να δω για κάποιους λόγους, και έδινε ένα λινκ για κάποιο σάιτ. Τότε έκανα το μοιραίο κλικ, και βρήκα (αφού ξεπέρασα σχετικά εύκολα κάτι διαφημιστικά τείχη και παραπλανητικά ποστ) μια πολύ μεγάλη σειρά από ταινίες (αρχικά) και σειρές (αργότερα), σε αποδεκτή ποιότητα. Όσο η χώρα μέτραγε κρούσματα, εγώ άρχιζα να μετράω τίτλους. Δεν ήταν και λίγοι. </div><div><br /></div><div>Πιστός στις παραδόσεις, ξεκίνησα από τις ιστορικές μου καταβολές, βλέποντας ψαγμένο ευρωπαϊκό σινεμά. Δεν είχε τα πάντα, είχε όμως αρκετά που ταίριαζαν στα γούστα μου, οπότε ξαναείδα Νοσταλγία του Ταρκόφσκι, μετά είδα Κουστουρίτσα, είδα Αλμοδοβάρ, είδα Φελλίνι, πέρασα τον Ατλαντικό με όλους τους Νονούς του Κόπολα, είδα πολύ Τζάρμους, σιγά σιγά πήγα σε πιο μέινστριμ και είδα τα άπαντα του Ταραντίνο, είδα Σέρτζιο Λεόνε, είδα Χίτσκοκ, είδα όλες τις γκράντε ταινίες επιστημονικής φαντασίας της τελευταίας δεκαετίας που δεν είχα δει στο σινεμά (τύπου Martian, Interstellar και δεν ξέρω τι άλλο), βαρέθηκα τα ψαγμένα και άρχισα να βλέπω ψιλομπλοκμπάστερ μιας άλλης εποχής τύπου Ocean’s 11, 12, 13, είδα όλες τις ταινίες με ήρωα το Jason Bourne σε βαθμό που ακούω πλέον Ματ Ντέημον και παθαίνω δύσπνοια, ξαναέζησα νοερά μια εμπειρία που δεκαεννιάχρονοι τρέχαμε με κάτι μηχανάκια στην Ικαρία φωνάζοντας «Σβαρ-τζε-νέ-γκερ, πρη-ντέι-τορ» και ξαναείδα αυτή τη φοβερή κωμωδία (εννοείται μόνο ως κωμωδία μπορεί να ιδωθεί) που ο Άρνι τσακίζει το εξωγήινο τέρας μόνο με τις γροθιές του και την απαράμιλλη ευφυία του, το Πάσχα το πέρασα βλέποντας και τα εννέα επεισόδια του Πολέμου των Άστρων που δεν είχα δει ποτέ (και δεν είχα χάσει και πολλά εδώ που τα λέμε, πέρα από ορισμένα cultural references), είδα και την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και κάτι μου έκανε κλικ και πάτησα στο παραθυράκι της αναζήτησης το μακρινό απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας. </div><div><i><br /></i></div><div><i>- «Διάστημα 1999»</i> </div><div><br /></div><div>Μου έβγαλε μια σειρά από ταινίες που είχαν γυριστεί το 1999, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Νο πρόμπλεμ, το καλό τα παλληκάρι έχει πάρει και λόουερ. Δεύτερη προσπάθεια. </div><div><br /></div><div><i>- “<a href="" target="https://en.wikipedia.org/wiki/Space:_1999">Space 1999</a>”</i> </div><div><br /></div><div>Έβγαλε τρία πράγματα. Tο ένα ήταν Muppets in Space – ενδιαφέρον, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Το άλλο δεν το θυμάμαι τώρα, αλλά ούτε αυτό έψαχνα. Το τρίτο όμως· α, το τρίτο, ήταν αυτό που γύρευα. Ολόκληρη η σειρά που θυμόμουν αμυδρά από τα παιδικάτα μου (τέλη δεκαετίας 70, φανταστείτε), δύο κύκλοι είκοσι τεσσάρων επεισοδίων, σύνολο σαράντα οκτώ. Με πρωταγωνιστικό ζεύγος το Μάρτιν Λαντάου και την τότε σύζυγό του Μπάρμπαρα Μπέιν, αμφότεροι Αμερικανοί σε μια σειρά που βρώμαγε Αγγλία των 70ς από χιλιόμετρα. Το γενικό κόνσεπτ είναι με τα σημερινά δεδομένα αστείο – μια αποφράδα μέρα του (πολύ μελλοντικού) 1999 μια αποθήκη πυρηνικών στη Σελήνη ανατινάζεται, η Σελήνη «εκτροχιάζεται» και αντί να πέσει πάνω στη Γη ή να γίνει θρύψαλα όπως προβλέπουν οι νόμοι της φυσικής αρχίζει να ταξιδεύει στο αχανές διάστημα μαζί με τους καμμιά τρακοσαριά γήινους που φιλοξενεί στη βάση Άλφα.
Οι επιβάτες της εν λόγω Σελήνης διαθέτουν κάτι διαστημικά σκάφη, ένα ευαίσθητο σύστημα διατήρησης ζωής, ντύνονται με φουτουριστικά (για την εποχή) συνολάκια, έχουν ένα κομπιούτερ που επικοινωνεί με χαρτάκια και πιάνει τρία δωμάτια, έχουν όπλα λέιζερ που συνήθως τους είναι άχρηστα, και συναντάνε διάφορους εξωγήινους που όλως παραδόξως όχι μόνο είναι εντελώς ανθρωπόμορφοι κατά κανόνα αλλά μιλάνε και χαρακτηριστικά αγγλικά με προφορά του Γιορκσάιρ. </div><div><br /></div><div>Στον πρώτο κύκλο έχουν ένα σοφιστικέ επιστήμονα-σύμβουλο που τον λένε Βίκτορ (και την εποχή εκείνη τον είχα συνδέσει με το σκακιστή Βίκτορ Κορτσνόι) που ανταλλάσσει φιλοσοφικές ατάκες για τη σκοπιμότητα της ύπαρξης με με τον πρωταγωνιστή κάπτεν Κένιγκ (Λαντάου). Σκέφτομαι αναδρομικά ότι ο εν λόγω Βίκτορ μπορεί να με επηρέασε υποσυνείδητα να γίνω επιστήμονας για να ανταλλάσσω κι εγώ ψαγμένες ατάκες γύρω από το <i>είναι</i> και το <i>γίγνεσθαι</i> και άλλα απαρέμφατα (απεδείχθη βέβαια στην πορεία ότι η ζωή του επιστήμονα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα παραπάνω, αλλά τέλος πάντων). Σε κάθε περίπτωση, στο δεύτερο κύκλο τον ξεφορτώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες το Βίκτορ και τον αντικατέστησαν με τη Μάγια (όχι τη μέλισσα), μια εξωγήινη υπεργκόμενα με φαβορίτες και τσιγκελωτό φρύδι από τον πλανήτη Ψύχωνα (ναι, έτσι τον λένε) που ειρήσθω εν παρόδω μπορεί και παίρνει ό,τι μορφή ζώου (και φυτού ενίοτε) θέλει, πράγμα που ξεμπλέκει συχνά την κατάσταση για την αποικία (άλλο βέβαια που καταφανώς κλέβει την ιδέα του εξωγήινου μέλους του πληρώματος από το παλιότερο ανταγωνιστικό Σταρ Τρεκ και τον κύριο Σποκ). </div><div><br /></div><div>Εννοείται ότι η σειρά είναι εντελώς εκτός κλίματος 21ου αιώνα (και εικοστού, να λέγεται), όταν όμως πρωτοπροβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση το 1978 ή 79 εγώ ήμουν δέκα-έντεκα χρονών και δεν είχα ακόμα διαμορφώσει κριτήριο ούτε για σενάρια ούτε για σκηνοθεσίες, παρακολουθούσα λοιπόν ανελλιπώς κάθε βδομάδα τα νέα (αυτοτελή) επεισόδια, μέχρι που κάποια φορά συνέβη κάτι παράξενο. Ήταν Παρασκευή πριν την Κυριακή των Απόκρεω (πιθανώς το 1979 αλλά δεν παίρνω και όρκο) που έβλεπα ένα επεισόδιο που στη βάση Άλφα έχει προσγειωθεί ένα σκάφος που υποτίθεται φέρνει γήινους από τη Γη που στην πραγματικότητα όμως είναι μασκαρεμένοι εξωγήινοι με τερατώδη μορφή σαν αμοιβάδα με πλοκάμια και έχουν καταφέρει να πείσουν τους πάντες εκτός από τον ατρόμητο κάπτεν που όμως θεωρείται τρελός και τον κλείνουν στο ιατρείο, και ακριβώς τη στιγμή που η εξωγήινη αμοιβάδα με πλοκάμια πάει να τον ξεπαστρέψει, κόβεται το επεισόδιο και γράφει από κάτω “to be continued”.</div><div><br /></div><div>«<i>Μικρό τα κακό</i>», σκέφτηκα αθώα το μακρινό 1979 ή 1980, «<i>θα το δω την άλλη βδομάδα</i>». Αμ δε. Είπαμε πλησίαζαν Απόκριες, και την ερχόμενη εβδομάδα ήταν η Τυρινή και ακολουθούσε Καθαρή Δευτέρα, που ως γνωστόν τα παιδάκια πετάνε χαρταετούς. Το εν λόγω παιδάκι λοιπόν είχε προμηθευτεί χαρταετό, έλα όμως που ο χαρταετός πέρα από το ευμεγέθες σήμα του Ολυμπιακού έπρεπε να έχει και ουρά. Και την ουρά (και τα «ζύγια») έπρεπε να τα φτιάξει κάποιος που να ξέρει. Ο πατέρας μου όμως ήταν μπαρκαρισμένος, ο μεγάλος αδελφός αγρόν ηγόραζε (ή μπορεί και να μην ήξερε κι αυτός, δεν καλοθυμάμαι τώρα), οπότε η γιαγιά που με άκουγε να μουρμουράω παρενέβη αποφασιστικά ακριβώς το απόγευμα της Παρασκευής πριν την Τυρινή. </div><div><br /></div><div><i>- Πήγαινε στο θείο τον Τάσο να σου κάνει το χαρταετό.</i> </div><div><br /></div><div>Ο «θείος» δεν ήταν ακριβώς θείος, ήταν κολλητός του πατέρα μου παιδιόθεν και είχαν χτίσει τα σπίτια μεσοτοιχία στο ίδιο οικόπεδο. Την περίοδο εκείνη είχε ένα μαγαζί από κάτω με είδη προικός-εσώρουχα και δε θυμάμαι τι άλλο (αφού είχαν φαλιρίσει συνεταιρικά με τον πατέρα μου κάποιες προσπάθειες να στήσουν ένα με υπεραυτόματα πλυντήρια-στεγνωτήρια-σιδερωτήρια που πήγε άπατο, αλλά αυτή την ιστορία θα τη διηγηθώ κάποτε άλλοτε). Κανονικά στο μαγαζί καθόταν η γυναίκα του, η «θεία» Βούλα. Εκείνη τη μέρα ήταν αυτός. Σκέφτηκα ότι δε μπορεί, πόση ώρα να πάρει ο χαρταετός, μισή, μία το πολύ. Θα προλάβαινα και ουρά, και ζύγια, και Διάστημα 1999. Κατέβηκα με φόρα με το χαρταετό ανά χείρας. </div><div><br /></div><div>Ο θείος Τάσος με υποδέχτηκε προβληματισμένος. Κάτι δεν του άρεσε στα σκουλαρίκια του αετού, κάτι στους σπάγγους. Με έστειλε και κουβάλησα όλη την καλούμπα, χαρτιά διάφορα, ψαλίδια, κόλλες. Δεν βιαζόταν καθόλου. Μα καθόλου όμως. (Λογικό, δε σταύρωνε πελάτη το μαγαζί γενικά, οπότε είχε άφθονο χρόνο). Κάθε τόσο μέτραγε, ξαναμέτραγε, σάλιωνε, κόλλαγε, ξεκόλλαγε, ξανακόλλαγε, ξανά από την αρχή. Σκεφτόμουνα να του πω «άστο θείε, το κάνουμε αύριο» την ώρα που θα άρχιζε το σήριαλ, όταν γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρά και μου είπε: </div><div><br /></div><div><i>- Δε μου λες ρε... </i></div><div><i>- Ναι, θείε. </i></div><div><i>- Γκόμενα έχεις;</i> </div><div><br /></div><div>Κόλλησα. Για τον λιγότερο προφανή λόγο από όλους: δεν ήξερα τη λέξη. Μπορούσα να φανταστώ από το συνωμοτικό υφάκι του θείου ότι η υποκρυπτόμενη έννοια πρέπει να ήταν κάπως ασυνήθιστη για τις μέχρι τότε παραστάσεις μου. Δεν ήξερα αν πρέπει να κάνω ότι ξέρω ή ότι δεν ξέρω. Στο τέλος παραδέχτηκα την ήττα και το ξεφούρνισα. </div><div><br /></div><div><i>- Δεν κατάλαβα. </i></div><div><i>- Γκόμενα ρε. Φιλενάδα.</i> </div><div><br /></div><div>Τώρα κατάλαβα. Σκέφτηκα να του πω «<i>τι να την κάνω;</i>» καθότι φιλενάδες είχαν οι μεγάλοι, από όσο ήξερα, κι αυτό πάλι δεν ήταν και φοβερά σωστό, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Έτσι μου είχαν πει, ή τέλος πάντων έτσι είχα καταλάβει από κάτι μισόλογα και κάτι συμφραζόμενα. Αλλά πάλι, από το υφάκι του θείου είχα καταλάβει τσακ μπαμ ότι στη δική του λογική το σωστό ήταν να <i>έχεις</i> γκόμενα, αναμφίβολα. Για κάποιο χαζό λόγο θεώρησα ότι αν είχα γκόμενα μπορεί να τελειώναμε με το χαρταετό μια ώρα αρχύτερα και να έβλεπα σήριαλ, ενώ αν δεν είχα θα ακολουθούσε στιχομυθία τι και πώς και γιατί δεν έχω και θα μπλέκαμε. Είπα λοιπόν ένα ξέπνοο «ναι, βέβαια». </div><div><br /></div><div>Λάθος κίνηση. Ο θείος έβαλε τα γέλια. Προφανώς δεν το έφαγε, αλλά μάλλον το βρήκε διασκεδαστικό και άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις. </div><div><br /></div><div><i>- Έλα ρε! Για πες. Την ξέρω; Από τη γειτονιά; Από το σχολείο; Και τι της κάνεις; Και πώς την έπιασες γκόμενα, τι της είπες; Κι αυτή τι σου είπε; Και τη φιλάς; Της βάζεις και χέρι;</i> </div><div><br /></div><div>Από ερώτηση σε ερώτηση τα έκανα όλο και πιο μαντάρα, απαντώντας άλλα αντί άλλων. Η ώρα περνούσε αργά αργά και βασανιστικά. Είχα γίνει μπλε από τη ντροπή μάλλον, γιατί κάποια στιγμή με λυπήθηκε, κόλλησε μια κάπως παράταιρη ουρά από γαλάζιο χαρτί στον κατά τα λοιπά ερυθρόλευκο αετό και μου τον πάσαρε. </div><div><br /></div><div><i>- Αυτός ο αετός δε θα πέσει ποτέ.</i> </div><div><br /></div><div>Ανέβηκα σπίτι την ώρα που έδειχνε τους τίτλους του τέλους – δεν θα μάθαινα τι έγινε με τις αμοιβάδες με πλοκάμια. Τη Δευτέρα πήγα να πετάξω τον αετό – σηκώθηκε κάτι λίγα μέτρα κι ύστερα έκανε μια μεγαλοπρεπή βουτιά και καρφώθηκε σε κάτι καλώδια. Δε μπορούσα να τον ξεκολλήσω, περιορίστηκα να κόψω όση καλούμπα απόμεινε (θα βρίσκεται ακόμα η καημένη πουθενά). Ξέχασα και τους χαρταετούς και τους αμοιβαδοειδείς εξωγήινους για χρόνια – μόνο γκόμενες απασχολούσαν το μυαλό μου. Για καμμιά δεκαετία τουλάχιστον. Ή και για πολλές. </div><div><br /></div><div style="text-align: center;"> -. - . -</div><div><br /></div><div>Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1990, έπαιρνα πτυχίο υποτίθεται, και διάβαζα τα τελευταία μαθήματα της τελευταίας εξεταστικής με την αγαστή συμπαράσταση της Α., ένα έτος παρακάτω αλλά σχεδόν εξίσου κοντά στο πτυχίο καθότι ασύγκριτα πιο οργανωμένη στο διάβασμα και ικανή να θέσει στόχους (εγώ μια ζωή όσα πάνε κι όσα έρθουν είμαι, αλλά μην ξύνουμε πληγές τώρα). Με την Α. είχαμε μια σχέση που συνοδευόταν από διάφορες φοβερές ερωτικές εξάρσεις κατά περιόδους (αλλά και τρομερούς καβγάδες κατά άλλες περιόδους, οπότε είχα εκπαιδευτεί μερικώς να προσέχω να μη δίνω αφορμές για εκρήξεις). Κάποια στιγμή ετέθη ένα ζήτημα να μου επιστρέψει κάποια βιβλία ή να μου φέρει κάποιες σημειώσεις που είχαν ξεμείνει στο σπίτι της φίλης της της Β. στην Ηλιούπολη. </div><div><br /></div><div><i>- Έλα από το σπίτι τότε, της είπα. Κοντά είναι. </i></div><div><i>- Και οι γονείς σου; </i></div><div><i>- Ναι, τι; </i></div><div><i>- Δεν θα είναι εκεί οι γονείς σου; </i></div><div><i>- Θα είναι, λογικά. </i></div><div><i>- Και τι θα τους πεις; </i></div><div><i>- Ότι θα έρθεις να μου φέρεις τις σημειώσεις. </i></div><div><i>- Και δεν θα με αντιμετωπίσουν «κάπως»; </i></div><div><i>- Δεν δαγκώνουν. </i></div><div><br /></div><div>Δεν ήμουνα εντελώς σίγουρος για το τελευταίο, αλλά δε χρειαζόταν να της βάζω ιδέες. Και μόνο το γεγονός ότι αντιμετώπιζε τους γονείς μου ως εν δυνάμει πεθερικά ήταν αρκούντως τρομακτικό για να το επιβαρύνουμε κι άλλο. Την ορισμένη μέρα ανέφερα «εν παρόδω» το μεσημέρι στο τραπέζι ότι θα περάσει κάποια ώρα η Α. να μου φέρει κάτι. Οι γονείς μου αλαφιάστηκαν με την απρόσμενη επίσκεψη της κατ' αυτούς υποψήφιας «νύφης», με καταχέσανε που δεν ενημέρωσα εγκαίρως (σιγά και μην...), η μάνα μου έπιασε να ξεσκονίζει και να τακτοποιεί, έστειλε τον πατέρα μου να ψωνίσει διάφορα κεράσματα και μέχρι να πεις κύμινο είχε κάνει το σαλόνι βιτρίνα και είχε βάλει και τα καλά της. Ο πατέρας μου έβαλε κι αυτός πουκαμισάκι και παντελονάκι (δηλαδή τα καλά του) κι έκατσε να χαζέψει τηλεόραση. Είχαν ξεκινήσει τα δορυφορικά και τα ιδιωτικά κανάλια και εμπεδωνόταν η έννοια του ζάπινγκ, άγνωστη νωρίτερα με τα δύο κρατικά.
Χτύπησε το τηλέφωνο (το σταθερό, εννοείται, τα χρόνια εκείνα). Πήγα να το σηκώσω – ήταν η Α. </div><div><br /></div><div><i>- Έλα, είμαστε έτοιμες. Ερχόμαστε. </i></div><div><i>- Ποιες ερχόσαστε; </i></div><div><i>- Θα φέρω και τη Β. Δε μπορώ μόνη μου, έχω πολύ άγχος. </i></div><div><i>- Ρε άσε την κοπέλα ήσυχη, έλα, έναν καφέ θα πιούμε. </i></div><div><br /></div><div>Είδα μέσα από τον καθρέφτη στην οθόνη της τηλεόρασης να περνάει ένα αμοιβαδοειδές πλάσμα με πλοκάμια. Έγχρωμο – στην αντίστοιχη εικόνα στη μνήμη μου ήταν ασπρόμαυρο. Αλλά δε μπορεί να ήταν τίποτα άλλο. </div><div><br /></div><div><i>- Μη βιαστείτε</i>, είπα κάπως επιτακτικά στην Α. </div><div><i>- Τι να μη βιαστούμε; Αφού δίπλα είμαστε, σε πέντε λεπτά θα είμαστε εκεί. </i></div><div><i>- Αποκλείεται</i>, επέμεινα. <i>Πιο αργά. </i></div><div><i>- Τρελάθηκες; </i></div><div><i>- Αυτό που σου λέω. Αργά. </i></div><div><br /></div><div>Βούτηξα το τηλεκοντρόλ από τον απορημένο μπαμπά και βρήκα το κανάλι (κάποιο ιδιωτικό) που έπαιζε σε επανάληψη το σήριαλ. Ήταν εντυπωσιακότερο έγχρωμο, ομολογουμένως. Η δράση εξελισσόταν ακριβώς από εκεί που το είχα αφήσει έντεκα χρόνια πριν – μόνο που τώρα δεν ήμουν έντεκα χρονών. Μου χτύπησε αμέσως η απιθανότητα της υπόθεσης, η αφέλεια του σεναρίου, η ποοοολύ μέτρια ηθοποιία, το χάλι των ειδικών εφέ, το απίστευτο εξωγήινο ον που πήγαινε κόντρα σε κάθε αρχή βιολογίας που είχα σπουδάσει μόλις. Δεν πτοήθηκα όμως, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα μου που δε με είχε συνηθίσει μπροστά στην οθόνη αν δεν είχε αθλητικά ή έστω πολιτικά. Είχα να ξεπληρώσω ένα <i>χρέος</i>, κι όσο εξελισσόταν το επεισόδιο άκουγα από μέσα μου να αντηχεί η πονηρή ερώτηση του θείου. <i>Γκόμενα έχεις;</i> </div><div><br /></div><div>Κατά φωνή, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα να ανοίξω με το ένα μάτι στην οθόνη. Εμφανίστηκαν η Α. με ένα κουτί γλυκά και η Β. με τα βιβλία και τις σημειώσεις. Ο πατέρας μου σηκώθηκε να χαιρετήσει, λίγο αναποφάσιστος καθότι μία περίμενε, δύο του προέκυψαν. Στο τέλος κατευθύνθηκε αποφασιστικά στη Β. και της είπε «<i>καλώς το κορίτσι</i>». Στα καπάκια εισέβαλε η μάνα μου, βρήκε το μπαμπά σε χειραψία με τη Β. και συμπλήρωσε εμφατικά «<i>καλώς ήρθες σπίτι μας, σα στο δικό σου</i>». Εκεί αποφάσισα ότι έπρεπε να παρέμβω και έκανα τις επίσημες συστάσεις «<i>από δω η Α., ξέρετε... η Α.</i>» και μετά «<i>και η φίλη της η Β.</i>». </div><div><br /></div><div><i>- Δεν κάθεστε στο μπαλκόνι να πάρετε έναν καφέ, κάτι;</i> είπε η μαμά. </div><div><i>- Ναι, αμέ, </i>είπαν οι ΑΒ. </div><div><i>- Όχι, μέσα θα κάτσουμε διότι έντεκα χρόνια περιμένω να δω το επεισόδιο αυτό</i>, πετάχτηκε ο ενδιαφερόμενος. </div><div><br /></div><div>Κανείς δεν με κατάλαβε. Κανείς δεν ήθελε να με καταλάβει. Προσπάθησα να εξηγήσω ότι μια Παρασκευή πριν πολλά χρόνια με ένα χαρταετό ανά χείρας κλπ., αλλά δεν έβγαινε νόημα. Με βαριά καρδιά έκλεισα την τηλεόραση και πήγαμε (η νεολαία) στο μπαλκόνι. Ο πατέρας μου πάρκαρε σε μια πολυθρόνα του σαλονιού και μας κοίταζε. Η μάνα μου έφερνε πορτοκαλάδες, γλυκά και ξηροκάρπια που «τυχαία» βρέθηκαν. Τα κορίτσια δεν έμειναν πολύ, κάνα μισάωρο και κάτι. </div><div><br /></div><div><i>- Πολύ όμορφη κοπέλα η φιλενάδα σου</i>, σχολίασε ο πατέρας μου αποχαιρετώντας από το μπαλκόνι τα κορίτσια που έμπαιναν στο αμάξι. <i>Και οδηγάει κιόλας, ε;</i> </div><div><i>- Δεν οδηγάει. Της φίλης της είναι το αυτοκίνητο.</i> </div><div><i>- Μα για στάσου, η κοκκινομάλλα δεν είναι η φίλη σου; </i></div><div><i>- Όχι. Η ξανθιά.</i> </div><div><i>- Α... κρίμα, νόμιζα ήταν η κοκκινομάλλα.</i> </div><div><br /></div><div>Κανονικά έπρεπε να πω θιγμένος «<i>τι εννοείς κρίμα;</i>» αλλά αντελήφθην ότι μάλλον εννοούσε κρίμα που δεν κοίταγε αυτήν αντί για την άλλη αλλά δε βαριέσαι κιόλας, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, δεν είναι να κάνεις τέτοιες συζητήσεις με πατεράδες. Ίσα ίσα πρόλαβα μόλις ξανάνοιξα την τηλεόραση κι έπεσα στους τίτλους του τέλους. Ξανά. </div><div><br /></div><div style="text-align: center;">-. - . - </div><div><br /></div><div>Πέρασαν τριάντα (και βάλε) χρόνια. Είδα τις προάλλες διαδοχικά κάμποσα επεισόδια του Space: 1999 (ήταν να πάω καμμιά βόλτα να γιορτάσω τη λήξη της καραντίνας αλλά έβρεχε κάμποσο στα Γιάννενα), μεταξύ αυτών και τα <a href="https://en.wikipedia.org/wiki/The_Bringers_of_Wonder,_Part_One" target="_blank">The bringers of wonder, parts I</a> & <a href="https://en.wikipedia.org/wiki/The_Bringers_of_Wonder,_Part_Two" target="_blank">II</a>, όπου κάτι αμοιβαδοειδείς εξωγήινοι με πλοκάμια κοντεύουν να καταλάβουν τις συνειδήσεις των κατοίκων του Άλφα (ακόμα και της σέξι «δικιάς μας» εξωγήινης). </div><div><br /></div><div>Μέσα στη γενική ελαφράδα της σειράς, σκέφτομαι ότι ειδικά τα επεισόδια αυτά έχουν κάποια φιλοδοξία σεναριακού βάθους: στην τελική σκηνή σύγκρουσης, η φωνή του εξωγήινου διερωτάται απευθυνόμενη στους παραπλανημένους γήινους αν δεν είναι στ’ αλήθεια πιο χαρούμενοι σε μια ψευδαίσθηση που τους παρέχει μια ζωή χαράς σε μια στιγμή του χρόνου κι αν δεν είναι προτιμότερο αυτό από μια μίζερη επιβίωση και ένα θάνατο στο αχανές διάστημα; Ο ήρωάς μας βέβαια δεν πτοείται και κερδίζει τη μάχη, εισπράττοντας την ειρωνική αποστροφή του εξωγήινου ζελέ με πλοκάμια ότι έτσι καταδικάζει τους ανθρώπους σε μια σκληρή και ανέλπιδη ύπαρξη. Καθώς οι εξωγήινοι διαλύονται στο τίποτα, ο ήρως απαντά αγέρωχα «<i>καλύτερα να ζεις ως αυθύπαρκτο ον παρά σαν ένας ηλίθιος στο όνειρο κάποιου άλλου</i>». </div><div><br /></div><div>Ηρωικό βέβαια, δε λέω. Από την άλλη πάλι δεν είμαι και εντελώς σίγουρος. Ας είναι, τώρα βλέπω «<a href="https://en.wikipedia.org/wiki/I,_Claudius_(TV_series)" target="_blank">Εγώ, ο Κλαύδιος</a>» (1976 νομίζω) με το Ντερεκ Τζάκομπι στον ομώνυμο ρόλο και τον Τζων Χαρτ ως Καλιγούλα, κι αναρωτιέμαι αυτό το κοριτσάκι που έπαιζε τη Μεσσαλίνα πού αλλού να έπαιξε άραγε...</div><div><br /></div><div><br /></div>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-76250882822576790632020-02-24T16:06:00.002+02:002020-02-24T16:07:54.357+02:00Κρίση (Γιάννης Δάλλας)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://parallaximag.gr/wp-content/uploads/2020/02/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%94%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%82-768x629.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="629" data-original-width="768" height="262" src="https://parallaximag.gr/wp-content/uploads/2020/02/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%94%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%82-768x629.jpg" width="320" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Γιάννης Δάλλας (1924-2020)</span></div><br />
Τι κρίση κι αυτή<br />
που μας απειλεί!<br />
Ώς τώρα ξέραμε<br />
τις συνήθεις απώλειες<br />
που έφταναν το πολύ<br />
ώς τα μάτια μας:<br />
εξηφανίσθη ή απεδήμησε<br />
Οι φευγαλέες!<br />
Μα αυτή ʽναι πανόλεθρη<br />
κατακλυσμός και τυφώνας<br />
Καμιά κιβωτός<br />
δεν μας σώζει<br />
Καιρός νʼ ακουστεί<br />
φωνή απʼ τα έγκατα:<br />
αναδασμός και απόσβεση!<br />
Κάψτε τα χρεολύσια<br />
κι αγκαλιάστε τη γη<br />
να καρπίσει<br />
Ανεβείτε στο άρμα<br />
που εξόκειλε<br />
να γίνει φαλλός<br />
η δικέλλα<br />
τροχονόμος ο ήλιος<br />
και τινάξτε απʼ τους ώμους<br />
-οικτρή φρεναπάτη<br />
για υπέρβαση του είδους-<br />
τα ικάρεια φτερά<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">[δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΑΥΓΗ», 11-3-12. Η φωτό από <a href="https://parallaximag.gr/epikairotita/pethane-giannis-dallas">εδώ</a>.]</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-48516674467328280932019-12-30T00:08:00.001+02:002019-12-30T00:09:35.364+02:00Διαλαθὼν ὑπεχώρησεν<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-WXaElaOd9AE/XgkXC-vheUI/AAAAAAAADwA/f-NIIyNqiuI7D4UUmHnp28zbA-oLztDxgCLcBGAsYHQ/s1600/5th_lion.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1080" data-original-width="1440" height="300" src="https://1.bp.blogspot.com/-WXaElaOd9AE/XgkXC-vheUI/AAAAAAAADwA/f-NIIyNqiuI7D4UUmHnp28zbA-oLztDxgCLcBGAsYHQ/s400/5th_lion.jpg" width="400" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Το 5ο λιοντάρι, Πανσέληνος Μαΐου 2019 (Φωτό Ροβυθέ)</span></div><br />
<br />
<div style="text-align: right;"><span style="font-size: 85%;">«<i>Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεμφανίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.</i>»</span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-size: 85%;"><br />
</span> <span style="font-size: 85%;">Καρλ Μαρξ – <i>Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη</i></span></div><br />
Πριν δέκα χρόνια έφευγα από την Κρήτη για πρώτη φορά. (Εντάξει, εννιά χρόνια και οχτώ μήνες, δε θα τα χαλάσουμε τώρα επ’ αυτού.) Φεύγοντας δεν πίστευα ότι θα ξαναγυρίσω ποτέ, τουλάχιστον για μόνιμη εγκατάσταση. Την εποχή εκείνη ήμουν φυσικά νεώτερος, αν και όχι πια νέος – έκλεινα τα 42, έναν αριθμό που όπως ξέρουν οι φαν του Ντάγκλας Άνταμς είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα*. Μπορεί στα 42 να μην είσαι νέος ακριβώς, αλλά μπορεί να σε απασχολεί η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα με έναν τρόπο πιο άμεσο ή επείγοντα από ό,τι στα 22, τα 32 ή τα 52 κι ίσως κάπου εκεί να βρίσκεται η αιτία που τότε η αναχώρησή μου με είχε επηρεάσει συναισθηματικά σε αρκετά μεγάλο βαθμό· οι παλιοί αναγνώστες του ιστολογίου (δηλαδή ο Θανάσης μέσες-άκρες) θα θυμούνται ότι εκείνη την περίοδο πόσταρα διάφορα αποχαιρετιστήρια, από <a href="http://rovithe.blogspot.com/2010/04/blog-post_16.html" target="_blank">Τρύπες </a>μέχρι <a href="http://rovithe.blogspot.com/2010/03/blog-post_07.html" target="_blank">Ψαραντώνη </a>και από <a href="http://rovithe.blogspot.com/2010/04/blog-post_24.html" target="_blank">Μουντάκη μέχρι διάφορα εξομολογητικά </a>σε τόνο όχι ακριβώς σπαραξικάρδιο αλλά με κάποιες αποχρώσεις όχι εντελώς απαλλαγμένες από μελόδραμα.<br />
<br />
Η εποχή βέβαια ήταν πιο μεστή γεγονότων και με διάφορες εναλλαγές, σε συνθήκες ιδιαίτερης αβεβαιότητας τόσο προσωπικής όσο και γενικότερα για τη χώρα, βάλε και μια σχετική καταπόνηση λόγω παρατεταμένης ανεργίας ή τέλος πάντων εργασιακής ανασφάλειας, περιστασιακής διαμονής εδώ κι εκεί, κάτι ανεκπλήρωτων ερωτικών επιθυμιών ή έστω ματαιωμένων προσδοκιών, βάλε και την ταξιδιάρικη διάθεση που μου υπέβαλλε η ιστιοπλοΐα και η όλη φάση προσωρινότητας, χώρια (<a href="https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%BF%CE%AF_%CE%B4%CE%B5_%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B9%CF%8C%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD" target="_blank">σοφοὶ δὲ προσιόντων</a>)** η κρίση, αν και η λέξη «μνημόνιο» δεν ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση. Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες διαφορές ακόμα αν το σκεφτείς· οι γονείς μου ακόμα ζούσαν και για κάποιους ήμουν «το παιδί», οι φίλοι μου ήταν ακόμα ένας σχετικά μεγάλος κύκλος κι όχι όπως σήμερα πολλά διαφορετικά μικρά κυκλάκια. Ας είναι…<br />
<br />
Γύρισα στην Κρήτη πριν εξίμισι χρόνια και σε άλλη φάση. Σ’ αυτά τα εξίμισι χρόνια συνέβησαν επίσης διάφορα (μια εισέτι ανεξήγητη επαγγελματική πρόοδος, κάτι ακυρωμένοι a posteriori έρωτες, οιονεί διαζύγια, κάτι ξαφνικές αναλαμπές φωτός σε ένα κάπως μουντό εν γένει υπόβαθρο). Μερικοί από τους ανθρώπους που συναπαντηθήκαμε την πρώτη περίοδο έφυγαν, γεωγραφικά ή κοινωνικά (ορισμένοι, αλίμονο, έφυγαν από τη ζωή ολότελα), άλλοι ήρθαν, ή ήρθαν κι έπειτα έφυγαν πάλι, άλλοι άλλαξαν ρόλους. Άλλαξα βέβαια κι εγώ, όπως έλεγε κι ο Ηράκλειτος, <i>δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι</i>. Κάποιοι ήταν πάντα εκεί και χαίρομαι που τους έχω μαζί μου και τώρα, ακόμα κι αν δε ζούμε πια στην ίδια πόλη (το «μαζί» είναι έννοια που υπερβαίνει τη γεωγραφία). Ο χρόνος κύλησε, ήρθε καιρός να φύγω πάλι. <br />
<br />
Έφυγα πριν δεκαπέντε μέρες για δεύτερη φορά. Δε λέω «οριστικά» γιατί η πρότερη εμπειρία διδάσκει ότι πολύ λίγα πράγματα είναι εν τέλει οριστικά. Αλλά κακά τα ψέματα, εκεί που πάω δεν πάω για λίγο, πάω για να μείνω. Καλού κακού πάντως είπα να αποφύγω τους συναισθηματισμούς της προηγούμενης αναχώρησης. Όταν πρωτοπήγα με είχε προειδοποιήσει κάποιος (από τους πρώτους αποχωρήσαντες) ότι η Κρήτη είναι για τρία χρόνια μάξιμουμ, μετά ανακυκλώνεσαι. Εγώ συμπλήρωσα τριάμισι συν εξίμισι, δέκα χρόνια (χώρια μια ενδιάμεση τριετία στο εξωτερικό). Είναι μάλλον πολλά. Όχι γιατί είδα όλα όσα υπάρχουν να δει κανείς αλλά επειδή η γοητεία της ανακάλυψης μειώνεται προϊόντος του χρόνου, κι ας έχω αφήσει απάτητα διάφορα σημεία της κρητικής γεωγραφίας (ειδικά δυτικότερα του Ψηλορείτη), καθόλου δεν με πειράζει. Ας έμειναν ημιτελείς οι σπουδές μου στις χορευτικές παραλλαγές του συρτού (συγγνώμη, δάσκαλε, ραντεβού στην Ικαρία τώρα) και στην άγνωστη ιστορία του Μεγάλου Κάστρου (σταμάτησα και το κυνήγι του θησαυρού τα τελευταία χρόνια). Θα έχουμε την ευκαιρία σε άλλες επισκέψεις, ίσως. <br />
<br />
Την πρώτη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τότε ήταν το κατεξοχήν στέκι της εναλλακτικής νεολαίας της πόλης. Αυτή τη φορά έκανα ένα αποχαιρετιστήριο «πάρτι» στο Guernica Bar – τώρα είναι στοχοποιημένο από μια ικανή μερίδα της εναλλακτικής νεολαίας ως <i>κέντρο σεξιστικής κουλτούρας και οιονεί άντρο βιαστών</i> (τόσο που μερικές από τις φοιτήτριές μου χρειάστηκε να κάνουν άτυπη συνέλευση για το αν θα έρθουν, κι όταν τελικά ήρθαν ζήτησαν να μη μαθευτεί παραέξω). Και τις δύο φορές ήρθαν εικοσικάτι-τριάντα άτομα, αλλά ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο δύο ή τρεις ήταν παρόντες και στα δύο αποχαιρετιστήρια, με διαφορά μιας δεκαετίας.<br />
<br />
Αυτό βέβαια είναι αρκετά λογικό: σήμερα πολλοί από τους «παλιούς» καλεσμένους μου έχουν φύγει από το νησί ή εμμέσως από τη ζωή μου, ενώ πριν δέκα χρόνια πολλοί από τους σημερινούς μου καλεσμένους θα πήγαιναν ακόμα Λύκειο ή και Γυμνάσιο, πολύ πριν μαζευτούν στην Κρήτη για σπουδές ή μεταπτυχιακά. Ορισμένοι πάντως έδειχναν αρκετά συγκινημένοι που με αποχωρίζονταν, και για κάποιο λόγο θεωρούσαν ότι πρέπει να είμαι κι εγώ εξίσου συγκινημένος. Κάπως βέβαια το πράγμα δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην προσδοκία, διότι κάτι που δέκα χρόνια μετά δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, κάτι που άμα έχεις ξαναζήσει παρόμοια σκηνή δεν σου φαίνεται και τόσο τρομερό, κάτι που τέλος πάντων <a href="http://rovithe.blogspot.com/2010/05/blog-post_07.html" target="_blank">αυτή τη φορά δεν φεύγω μετανάστης</a> αλλά πάω σε έναν τόπο εξίσου οικείο ή ξένο με όσο ήταν η Κρήτη όταν πρωτοπήγα στο νησί, οι αντιδράσεις μου τους φαινόντουσαν ίσως υπερβολικά χλιαρές.<br />
<br />
<i>- Μα δεν είσαι συγκινημένος που φεύγεις;</i><br />
<i>- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω ξαναφύγει.</i><br />
<br />
Μετά από λίγο:<br />
<br />
<i>- Μα δεν είσαι ενθουσιασμένος που πας σε ένα νέο μέρος;</i><br />
<i>- Εεεε, εντάξει, ξέρω γω… Έχω πάει σε κάμποσα.</i><br />
<i><br />
</i> Στο τέλος μια νεαρή φοιτήτρια σχεδόν εκνευρίστηκε.<br />
<br />
<i>- Μα δε μου λες, </i>αισθάνεσαι <i>τίποτα ποτέ;</i><br />
<br />
Η απάντησή μου («<i>μια ορισμένη κούραση</i>») μάλλον δεν την ικανοποίησε. Έχει βέβαια τα δίκια της· άμα είσαι εικοσικάτι χρονών, ο κόσμος είναι ακόμα φρέσκος, άμα είσαι τα διπλάσια όλα έχουν πάρει λίγο να μπαγιατεύουν, ακόμα και τα αισθήματα. Η αλήθεια είναι ότι με κατατρέχει χρόνια αυτό το φαινόμενο, να μη με πιάνουν ούτε φοβερές εξάρσεις ούτε τρομερές καταβυθίσεις, ειδικά για πράγματα τόσο τετριμμένα όσο μια ακόμα μετακόμιση από τις (δεκαπέντε; δεκαεφτά;) που έχω ήδη κάνει. Ακόμα πιο ακριβές θα ήταν να πω ότι με κατατρέχει η εναρκτήρια φράση της 18ης Μπρυμαίρ – αν και δεν έχω καμία σχέση βέβαια με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη, η αίσθηση της γελοιότητας στην επανάληψη της ίδιας ιστορίας με φοβίζει κάπως. Μου θυμίζει τον ήρωα στα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» του Σουρούνη που πάει να καταταγεί στην επιστράτευση το '74 σε περίπου καθημερινή βάση· στην αρχή αντιμετωπίζεται ως ο ήρωας που θα πάρει την Πόλη, στο τέλος απλώς βρίσκει ένα σημείωμα ότι το φαΐ είναι στο φούρνο και να μην κάνει φασαρία το πρωί και ξυπνήσει τους άλλους. <br />
<br />
Τι τα θέλετε, άλλοι είναι πλασμένοι για τα υψηλόφωνα, για τελετές και πανηγύρεις, άλλοι είμαστε κάπως του χαμηλόφωνα, μην πω και του ψιθυριστά ολότελα. Κάπως αταίριαστα μου έρχεται στο νου «<a href="https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82" target="_blank">Ο Βασιλεύς Δημήτριος</a>» του Καβάφη που μπροστά στην επικείμενη ήττα δεν φέρθηκε διόλου σαν βασιλεύς, αλλά «Κάμνοντας ὅμοια σὰν ἠθοποιὸς ποῦ ὅταν ἡ παράστασις τελειώσει, ἀλλάζει φορεσιὰ κι ἀπέρχεται», <i>διαλαθὼν ὑπεχώρησεν</i>. <br />
<br />
Από το Λουδοβίκο Βοναπάρτη καλύτερα πάντως.<br />
<br />
<br />
ΥΓ. Πέρα από τους φίλους, χρωστάω μια αποχαιρετιστήρια κουβέντα ακόμα για ανθρώπους που αν και δεν είμαστε «φίλοι» με την τυπική έννοια του όρου, υπήρξαν εν αγνοία τους «σηματωροί» κατά έναν τρόπο της παρουσίας μου στην Κρήτη, είτε την πρώτη περίοδο είτε τη δεύτερη, είτε και τις δύο. Το συχωρεμένο τον κυρ-Νίκο στο Σκαλάνι, ας πούμε. Το σφο Μήτσο τον Καγιαμπή, διαχρονικά. Τη Ράνια (όχι μόνο για τη ρακή, ξέρει εκείνη). Τον Κωστή τον Αβυσσινό (που σίγουρα δεν ξέρει). Και τη Μαρία Φασουλάκη, βέβαια, το απόλυτο σάουντρακ της ζωής μου στην Κρήτη. <br />
<br />
Καλή αντάμωση, παιδιά.<br />
<br />
<iframe width="560" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/qEZ0IdFPLwQ" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe><br />
<span style="font-size: x-small;">Η Μαρία Φασουλάκη τραγουδάει Κορακάκη στην ταβέρνα του Βαρδή το 2017. Vintage video by yours truly.</span><br />
<br />
<br />
<span style="font-size: x-small;"><br />
*Το ερώτημα βέβαια δεν ξέρουμε, και η διαδεδομένη εικασία «πόσο κάνει εννιά επί έξι» είναι προδήλως λανθασμένη.<br />
<br />
**Σιγά τη σοφία, φως φανάρι ήτανε πού πάει το πράγμα τους πρώτους μήνες του 2010.</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-55800832313221060092019-12-08T19:27:00.000+02:002019-12-08T23:41:08.236+02:00ΜΓΔ<p><div style="text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-dHCfXocG72w/Xe0nOYWBdHI/AAAAAAAADtI/KKcRqWtzDt81i3WRaHuJYwX5tqIwshjywCLcBGAsYHQ/s1600/DSC01894.JPG" imageanchor="1"><img border="0" data-original-height="1200" data-original-width="1600" height="300" src="https://4.bp.blogspot.com/-dHCfXocG72w/Xe0nOYWBdHI/AAAAAAAADtI/KKcRqWtzDt81i3WRaHuJYwX5tqIwshjywCLcBGAsYHQ/s400/DSC01894.JPG" width="400" /></a><span style="font-size: 85%;">Σύνηθες σκηνικό αρχών δεκαετίας 2010 (Φωτό Ροβυθέ, Ιούλιος 2010)</div></span><br />
<br />
Η ιστορία έχει παλιώσει κάπως τώρα, αλλά με έναν τρόπο επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα. Κατά καιρούς σκεφτόμουν να την καταγράψω και να την αναρτήσω, αλλά με συγκρατούσε – πέραν της συνήθους ικαριακής ραθυμίας – κι ένας αδιόρατος φόβος μη μπλέξω πουθενά έναν από τους πρωταγωνιστές, καλή του ώρα, και βρει κάνα μπελά. Βέβαια είναι δύσκολο να μπλέξεις κάποιον που δεν θυμάσαι ούτε το όνομά του ούτε τη φάτσα του, παρά μόνο ότι φορούσε καρώ σακάκι και γιαλιά. Εικάζω μετά από τόσα χρόνια θα έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί δόξη και τιμή και ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάποιος κακόβουλος διαβάσει τούτες τις γραμμές δεν θα υπάρξουν ντράβαλα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.<br />
<br />
<div style="text-align: center;">- . - . -</div><br />
Γενικά δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις. Όσοι με ξέρουν από παλιά, ξέρουν ότι είμαι ένας μάλλον μετριοπαθής άνθρωπος (μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος που έλεγαν οι Φατμέ το πάλαι ποτέ), πράγμα που θα μπορούσε κάποιος να μου το πιστώσει ως προσόν ή να μου το προσάψει ως ελάττωμα, ανάλογα με την περίσταση. Πολιτικά είναι γνωστό ότι οι συμπάθειές μου διαχρονικά κινούνται μεν προς τη μία πλευρά του φάσματος (μεταξύ μας είμαστε, αντιλαμβάνεστε προς ποια), αλλά αρκετά μακριά από την άκρη-άκρη. Στα πολύ νιάτα μου που συνδικαλιζόμουν βέβαια, μιλούσα στις φοιτητικές συνελεύσεις (ω, ναι, μου αρέσει να μιλάω στα αμφιθέατρα, μάλλον κάπως έτσι κατέληξα πανεπιστημιακός τώρα στα στερνά) και εμφανιζόμουν ενίοτε και σε διάφορες διαδηλώσεις, πότε για τη σίτιση και τη στέγαση, πότε για τον επικείμενο νόμο τάδε, κάποτε και πιο σοβαρά θέματα όπως για το Τσερνομπίλ ή τη δολοφονία του Καλτέζα. <br />
<br />
Δεν μπορώ να πω ότι το καταδιασκέδαζα (ψιλοβαριέμαι το περπάτημα και σιχαίνομαι τις αλύσίδες/μπλοκ και τα ελαφρώς προκάτ συνθήματα «μία η ντουντούκα – τέσσερις εμείς») αλλά με τούτα και με κείνα είχα ανεβοκατέβει το κέντρο της Αθήνας κάμποσες φορές, μια-δυο από τις οποίες κάπως περιπετειώδεις. Το μακρινό 1987, επί Αρκουδέα, είχα μια ατυχή ακούσια συνάντηση με κάτι ΜΑΤ, για τα οποία δεν έτρεφα ως τότε κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα (ξέρετε, <i>καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, ένα μεροκάματο βγάζουν οι άνθρωποι</i>) μέχρι που έσκασε πάνω μου (κυριολεκτικά) το πρώτο δακρυγόνο και αναθεώρησα ελαφρώς. Από τότε, και για πολλά χρόνια, η γραμμή ήταν «μακριά κι αγαπημένοι», με την έμφαση στο «μακριά». <br />
<br />
Από τη μια λοιπόν δεν πολυπάω σε διαδηλώσεις, από την άλλη ώρες ώρες με πιάνει μια τσαντίλα όταν έχω την αίσθηση ότι με δουλεύουνε χοντρά και παίρνω τους δρόμους. Βλέπετε άλλο ο επαναστάτης (κατά ιδεολογία ή οιονεί επάγγελμα) κι άλλο ο επαναστατημένος. Επαναστατημένος μπορεί να γίνει ο οποισδήποτε αισθάνεται ότι του πατάνε τον κάλο: εμένα με είχε πιάσει ας πούμε πριν καμμιά δεκαετία, τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, που το δούλεμα πήγαινε σύννεφο (αφού μαζί τα φάγαμε, γιατί μερικοί είναι χορτάτοι και μερικοί είμαστε θεονήστικοι;). Αλλά τότε διαδήλωνε το σύμπαν, αντιμνημονιακός ήταν και ο Αντώνης Σαμαράς ξέρω γω, οπότε δεν είναι και φοβερή είδηση. <br />
<br />
Η προηγούμενη φορά που με είχε πιάσει τσαντίλα στα σοβαρά κάπως ήτανε γύρω στο 2003, όταν ο τότε πλανητάρχης και το εξ’ Αλβιώνος πρόθυμο pet του μας είχαν ανακοινώσει περιχαρείς από τηλεοράσεως ότι θα επέμβουν στο Ιράκ για να εξασφαλίσουν την ειρήνη. Η ιστορία έχει ήδη γράψει τι ακριβώς εξασφάλισαν (η ίδρυση και η άνοδος του ISIS είναι απόρροια αυτής της επέμβασης εν πολλοίς), αλλά σε ό,τι μας αφορά οδήγησε κι εμένα μαζί με κάποσους άλλους σε επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες έξω από την Πρεσβεία (μία είναι η Πρεσβεία με κεφαλαίο, οι άλλες όλες είναι με μικρά). Δεν ήμασταν μια δράκα επαναστατών – το αίτημά μας το συμμεριζόταν όλος ο νουνεχής κόσμος, και ο Σιράκ και η Μέρκελ ακόμα. Ήταν ένα μετριοπαθέστατο αίτημα: Όχι στον πόλεμο.<br />
<br />
Στις διαδηλώσεις εκείνες πήγαιναν κυρίως διάφοροι μετριοπαθείς σαν κι εμένα, μαμάδες με παιδάκια στο καρότσι, φιλειρηνικά ΚΑΠΗ, τέτοια πράγματα. Υπήρχαν βέβαια και τα συνήθη μπλοκ, το θεσμικότατο ΚΚΕ βεβαίως, διάφορες αριστερίστικες ομάδες και ομαδούλες, ένας προδρομικός Σύριζα ως «Ενιαίο Κοινωνικό Φόρουμ», αλλά αναιμικά πράγματα εν γένει. Και καμμιά εκατοστή αντιεξουσιαστές, τίποτα φοβερό. Το μετριοπαθές μας αίτημα το συμμεριζόταν όλος σχεδόν ο κόσμος, αλλά τότε ήταν εποχή λελογισμένης ευμάρειας, επί «εκσυγχρονισμού» και ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, πού να τρέχουνε τώρα στους δρόμους οι άνθρωποι να ξεποδαριάζονται. <br />
<br />
Ήμασταν πάντως χαριτωμένοι, είχαμε κάτι πολύχρωμες σημαιούλες σαν ουράνιο τόξο που γράφανε «Ειρήνη» (σήμερα οι ίδιες σημαίες θα πέρναγαν ως σύμβολο του gay pride, οπότε μία που μου έχει ξεμείνει κάπου δεν την ανεμίζω πουθενά μην τυχόν μας παρεξηγήσουν). Πηγαίναμε Πρεσβεία σε τακτική βάση, μπορεί και δις εβδομαδιαίως. Το χειρότερο που μπορεί να συνέβαινε ήταν να πετάξει κάποιος κανένα ζαρζαβατικό προς το κτίριο (θυμάμαι ένα λάχανο που είχε σκαλώσει στα καλώδια του τρόλεϊ και επικρεμόταν για μέρες), ρίχναμε κι ένα παλλαϊκό «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» και διαλυόμασταν ησύχως να πάμε σε καμμιά ταβέρνα να συγχαρούμε εαυτούς και αλλήλους. Μετριοπαθή πράγματα.<br />
<br />
Μια μέρα όμως, Σάββατο ήτανε, είχε και καλό καιρό, είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος στο Σύνταγμα, κι όπως αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τη Βασιλίσσης Σοφίας κατά το έθος, έπεσα πάνω σε μια κάπως γνωστή, που μου ήταν ιδιατέρως συμπαθής εκ του μακρόθεν, αλλά δεν την είχα και για πολύ διαδηλωτικό τύπο. Κρατούσε το πολύχρωμο σημαιάκι και βημάτιζε περήφανα, κι εμένα μου ήρθε το τραγουδάκι που έλεγε «Η πλατεία ήταν γεμάτη» και ειδικά ο στίχος «<i>κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή</i>» οπότε να μην τα πολυλογώ, σε μια ασυνήθιστη παρέκκλιση από τη μετριοπάθεια παράτησα την παρέα μου και πλασαρίστηκα δίπλα και ανηφορίσαμε μαζί κάμποσα τετράγωνα μέχρι το Πάρκο Ελευθερίας περίπου (τώρα πια το λένε Μέγαρο Μουσικής το σημείο), διότι ναι μεν δεν ήταν ακριβώς «<i>σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή</i>» αλλά καθώς περνάγανε τα χρόνια – ήμουνα τριανταπεντάρης ήδη τότε – οι γιορτές είχαν αρχίσει να αραιώνουν κι όταν σου σκάνε δεν πρέπει να αφήνεις την ευκαιρία να περνάει ανεκμετάλλευτη. Κουβέντα στην κουβέντα ανταλλάξαμε τηλέφωνα, της πρότεινα να πάμε κάπου μαζί μετά ίσως, μου είπε ότι την περίμεναν κάποιοι γνωστοί αλλά να πάμε όλοι μαζί, χάρηκα και συμφώνησα, αλλά με έπιασαν οι τύψεις που είχα αφήσει την παρέα μου πίσω και είπαμε να βρεθούμε σε λίγη ώρα απέναντι από την Πρεσβεία, αφού πρώτα έβρισκα τους δικούς μου και τους ενημέρωνα.<br />
<br />
<iframe width="400" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/Pj4ZDWSAark" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe><span style="font-size: 85%;"><br />
<i>Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί.</i></span><br />
<br />
Άρχισα να κινούμαι λοιπόν αντίστροφα από τη ροή της διαδήλωσης εκτιμώντας βάσιμα ότι οι – καριώτες – φίλοι μου θα πήγαιναν αργά αργά και με το πάσο τους και θα τους βρω πιο πίσω, όταν στα καλά του καθουμένου άρχισε μια μανούρα με μια διμοιρία ΜΑΤ που έσκασε από ένα στενό και ξαφνικά μύρισε δακρυγόνο και το πλήθος κινήθηκε ασυνάρτητα προς όλες τις κατευθύνσεις κι αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε κι εγώ έπιασα έναν τοίχο κι έκανα να πάω προς Μιχαλακοπούλου αλλά από εκεί ερχόντουσαν άλλα ΜΑΤ και σκέφτηκα ότι μέχρι να τους εξηγήσω ότι εγώ είμαι μετριοπαθής μπορεί να είχα βρεθεί με ανοιγμένο κεφάλι σε καμιά κλούβα για τη ΓΑΔΑ, και τέλος πάντων του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ που λέει η παροιμία και πάνω στη σύγχιση χτύπησε το τηλέφωνο με το άρτι αποκτηθέν νούμερο της κοπέλας την οποία ρώτησα με απροσποίητη αγωνία αν είναι καλά και μου απάντησε χαλαρότατα «<i>ναι, μια χαρά, έλα στην τάδε διεύθυνση, είμαστε πολλοί</i>».<br />
<br />
Η διεύθυνση ήταν μια κάθετη λίγο πιο πέρα, πήγα τοίχο-τοίχο και εντόπισα μια είσοδο πολυκατοικίας, έξω από την οποία στεκόταν μια γιαγιά και χειρονομούσε σε όποιον περνούσε απέξω. «<i>Απο δω, παιδάκι μου</i>» είπε, και μπήκα στην είσοδο μαζί με μια μαμά που έσπρωχνε ένα καροτσάκι με ένα μωρό που ούρλιαζε, δικαίως μάλλον. Χωθήκαμε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου ήταν εκεί και έλαμπε ως συνήθως, αν και κάπως αναμαλλιασμένη. Μαζί μας πρέπει να ήταν πακτωμένοι άλλα εβδομήντα άτομα περίπου. Το σπίτι ήταν δυάρι, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι πιο τυχεροί ημιλιπόθυμοι σε καναπέδες, καρέκλες, κρεβάτια. Κάποιοι είχαν πιάσει παράθυρο και μας έλεγαν τι γίνεται έξω. Κάποιοι έκαναν ουρά στην τουαλέτα να ξεπλύνουν το δακρυγόνο. Οι υπόλοιποι έβριζαν βήχοντας το Μπους, το Μπλαίρ, την κυβέρνηση και τους μπάτσους. <br />
<br />
Ρώτησα την κοπέλα πώς βρέθηκε εκεί. «<i>Με μάζεψαν οι φίλοι μου</i>» είπε και μου έδειξε ένα ζευγάρι μεσηλίκων δίπλα. (Σήμερα θα έλεγα απλώς «ένα ζευγάρι» αλλά τότε μου φαινόντουσαν μεσήλικες, πενήντα πάνω κάτω). Μου συστήθηκαν – έχω ξεχάσει τώρα πια τα ονόματά τους. Μου είπαν ότι είναι γιατροί. Ψυχίατροι, για την ακρίβεια. Τους ρώτησα πώς βρέθηκαν εκείνοι εδώ. Μου υπέδειξαν έναν τύπο που φύλαγε σκοπιά στο παράθυρο. «<i>Ο Τάδε, συνάδελφος, εδώ είναι το πόστο του</i>». Σκέφτηκα ότι είχα πέσει σε φωλιά ψυχιάτρων. «<i>Το διαμέρισμα είναι της κυρίας έξω</i>», συμπλήρωσαν. Παραμέρισα μερικούς και πλησίασα τον Τάδε, που κοιτούσε προς τη γιαγιά η οποία εξακολουθούσε να χειρονομεί στο πεζοδρόμιο, βάζοντας μέσα όποιον περνούσε απέξω. Έμπαιναν συνεχώς, κυριολεκτικά είμασταν σαν σε παραγεμισμένο λεωφορείο.<br />
<br />
Η φίλη μου (αν μπορώ να την πω έτσι) ανέλαβε το μωρό ενόσω η μαμά του προσπαθούσε να ξεπλυθεί στην τουαλέτα. Παραδόξως τα πήγε αρκετά καλά, το μωρό κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει. Όταν βγήκε η μαμά πρόσεξα ότι ήταν πολύ νέα, πολύ όμορφη και προφανώς ξένη. Μιλούσε άσχημα αγγλικά, η φίλη τη ρώτησε από πού είναι. Είπε «<i>από το Μπιλμπάο</i>». «<i>Α, Ισπανίδα</i>» της είπε η φίλη στα Ισπανικά. «<i>Βάσκα</i>» τη διόρθωσε η άλλη. Συνέχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα Ισπανικά, που δεν καταλάβαινα. Γύρισα στον Τάδε.<br />
<br />
<i>- Είναι ασφαλής η κυρία εκεί έξω;</i><br />
<i>- Μια χαρά είναι, ξέρει καλά από αυτά. Αλλά την έχω το νου μου.</i><br />
<br />
Έξω είχε σταματήσει το νταβαντούρι, τα ΜΑΤ δε φαινόντουσαν πουθενά, ο κόσμος ξεμύτιζε από διάφορες γωνίες. Κάποιος είπε ότι πήγανε να αποκόψουν τους μπαχαλάκηδες στην ουρά, αλλά ως συνήθως την πέσανε στον απλό κόσμο.<br />
<br />
<i>- Κοίτα ένα μπαχαλάκια</i>, είπε κάποιος, δείχνοντας το μωρό, που είχε επιστρέψει στην αγκαλιά της μαμάς του.<br />
<br />
Η γιαγιά μπήκε στο διαμέρισμα με φόρα.<br />
<br />
<i>- Εντάξει, ησύχασαν τα πράγματα</i>, είπε ανακουφισμένη. Και συμπλήρωσε «<i>Βγείτε ήσυχα ήσυχα, μην ξυπνήσει το μωρό</i>». Ύστερα άρχισε να λέει διάφορες ευχές και κανακέματα στη μαμά, που δεν καταλάβαινε φυσικά. Η φίλη μου μετέφραζε, η μαμά έλεγε «ευχαριστώ» σε διάφορες γλώσσες.<br />
<br />
<i>- Ε, τι να κάνουμε, να αφήσουμε να χτυπάνε τα παιδιά του κόσμου; Όπως στο Πολυτεχνείο... Και τότε είχα μαζέψει τόσα παιδιά...</i><br />
<br />
Κάποιος της πρόσφερε μια καρέκλα – μια από τις δικές της καρέκλες. Κάποιοι άρχισαν να βγαίνουν, με προφυλάξεις. Η γιαγιά συνέχισε.<br />
<br />
<i>- Τότε μέναμε Στουρνάρη. Μετά που έμεινα μόνη μου ήρθα εδώ. Και τότε έτσι ήταν, μόνο που ήταν νύχτα. Τι να κάνεις, να αφήσεις να χτυπάνε τα παιδιά; Είχα κρύψει πόσα παιδιά, τότε... Ίδια είναι τα παιδιά και τώρα.</i><br />
<br />
Και συμπλήρωσε δείχνοντας προς το παράθυρο:<br />
<br />
<i>- Κι αυτοί ίδιοι είναι.</i><br />
<br />
Σιγά σιγά έφυγαν οι περισσότεροι. Έμεινα εγώ, η φίλη, οι τρεις ψυχίατροι και η μαμά με το μωρό που είχε ξυπνήσει. Η μαμά έβγαλε από μια θήκη του καροτσιού ένα μπιμπερό. Η γιαγιά την πήρε από το χέρι και την πήγε στην κουζίνα να ζεστάνει το γάλα. Η φίλη ακολούθησε. Έμεινα με τους ψυχίατρους γύρω από ένα τραπέζι.<br />
<br />
<i>- Εδώ μένετε;</i> ρώτησα τον Τάδε. <br />
<br />
Έγνεψε αρνητικά.<br />
<br />
<i>- Και τι εννοούσατε</i>, στράφηκα στο ζευγάρι, <i>ότι εδώ είναι το πόστο του;</i><br />
<br />
Ο Τάδε γέλασε και μου έσκασε το μυστικό. «<i>Είμαι αστυνομικός</i>», είπε. «<i>Ψυχίατρος της Αστυνομίας</i>». Σε κάθε διαδήλωση ή έκτακτη ανάγκη, για κάποιους απροσδιόριστους υπηρεσιακούς λόγους, έπρεπε να είναι όλοι σε διαθεσιμότητα. Δίνουν λοιπόν κάποια διεύθυνση όπου θα βρίσκονται. Όποτε γίνεται κάτι στην Πρεσβεία λοιπόν, ο Τάδε δίνει αυτή τη διεύθυνση. Της γιαγιάς.<br />
<br />
<i>- Είστε συγγενείς;</i><br />
<i>- Είμαστε φίλοι. Από τότε που έμενε στη Στουρνάρη.</i><br />
<i>- Και πώς είναι να είσαι ψυχίατρος της Αστυνομίας;</i><br />
<i>- Μια δουλειά είναι. Προσπαθείς να την κάνεις καλά. Όσο γίνεται. Δε γίνεται πάντα.</i><br />
<br />
«<i>Ο φουκαράς ο Τάδε</i>» είπε γελώντας η γυναίκα εκ του ψυχιατρικού ζεύγους «<i>θα βρεθεί σε κάνα χαντάκι καμμιά μέρα</i>». Κοίταξα τον Τάδε κάπως απορημένος. Μου είπε ότι η δουλειά του έχει κάποιους περιορισμούς. Υπηρεσιακούς. Έρχονται διάφοροι για αξιολόγηση. Ειδικά για τα ΜΑΤ, που έχουν πιο πολλά λεφτά. Μερικοί είναι εντελώς ακατάλληλοι. Δεν πάνε για τα λεφτά, πάνε πολύ απλά επειδή τους αρέσει να δέρνουν. Αυτούς τους κόβει. Μετά έρχεται ένα χαρτάκι ή ένα τηλεφώνημα από ψηλά, με εντολή να τους περάσει. Κάνει ό,τι μπορεί για να το αποφύγει αλλά δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν ισχυρές πιέσεις, υπάρχουν και άλλοι συνάδελφοι με λιγότερες αναστολές.<br />
<br />
Μερικές περιπτώσεις ωστόσο είναι εντελώς παθολογικές. Έχει συναντήσει εν δυνάμει δολοφόνους, ανθρώπους εξαιρετικά επικίνδυνους – και με πολύ ισχυρές διασυνδέσεις, βουλευτές, υπουργούς, το αρχηγείο. Εκεί έχει πατήσει πόδι κι έχει αρνηθεί μέχρι τέλους. Έχει δεχτεί απειλητικά τηλεφωνήματα, στο υπηρεσιακό τηλέφωνο που δεν το ξέρουν παρά οι προϊστάμενοί του. Μια μέρα κάποιοι «άγνωστοι» πυροβόλησαν το σπίτι του. Η διεύθυνσή του είναι κρυφή, μόνο πολύ υψηλά κλιμάκια μπορούν να την ξέρουν. <br />
<br />
<i>- Φυσικά μπορεί να ήταν τυχαίο,</i> λέει και ξεσπάει σε γέλια.<br />
<i>- Δεν έγινε έρευνα;</i><br />
<i>- Ήρθε η Σήμανση. Ό,τι ξέρεις, ξέρω. </i><br />
<br />
Τα κορίτσια επιστρέφουν από την κουζίνα. Το μωρό ρουφάει λαίμαργα το γάλα στην αγκαλιά της μαμάς του. Μετά το βάζει στον ώμο και του χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτεί και το βάζει στο καρότσι. Κάνει να μας αποχαιρετήσει.<br />
<br />
<i>- Μπορείς να το πας μόνη σου;</i> ρωτάει η φίλη αγγλικά.<br />
<i>- No problem</i>, απαντάει η μαμά. Σταυροφιλάει τη γιαγιά και τη φίλη, κάνει ένα νεύμα προς τους υπόλοιπους και αποχωρεί. Έξω ο δρόμος είναι ήσυχος, ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο Σαββάτου.<br />
<br />
<i>- Πάμε κι εμείς σιγά σιγά, πολύ σας κρατήσαμε</i>, λέει ο άρρεν του ψυχιατρικού ζεύγους και ανασηκώνεται.<br />
<i>- Τι θα κάνεις τώρα;</i> ρωτάω σιγανά τη φίλη.<br />
<i>- Πήγε αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι γιατί θα ανησυχεί ο καλός μου.</i><br />
<i>- Α, μάλιστα...</i><br />
<i>- Σταθείτε να βγούμε μια φωτογραφία πρώτα,</i> λέει η ψυχίατρος.<br />
<br />
Βάζουμε τη γιαγιά στη μέση και στηνόμαστε εκατέρωθεν, με το ζεύγος να εναλλάσσεται σε ρόλο φωτογράφου. Έχουν μια μηχανή από τις παλιές, με φιλμ.<br />
<br />
<i>- Μόλις τις εμφανίσω θα βγάλω για όλους</i>, λέει εμφατικά η ψυχίατρος.<br />
<br />
Αποχαιρετάμε τη γιαγιά και τον Τάδε που στέκονται στην πόρτα. Σκέφτομαι ότι ηλικιακά (μπορεί και ιδεολογικά) ο τύπος θα μπορούσε να κρυβόταν στο διαμέρισμα της γιαγιάς στη Στουρνάρη πριν τριάντα χρόνια, τις μέρες του Πολυτεχνείου. Αλλά μου φαίνεται άστοχο να ρωτήσω. Βηματίζουμε μέχρι το πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας. Απέναντί μας η Πρεσβεία, απρόσιτη, και μια κλούβα ΜΑΤ. Οι τρεις τους πάνε προς την Αλεξάνδρας, εγώ προς το κέντρο.<br />
<br />
<i>- Θα σου στείλω τη φωτογραφία</i>, μου φωνάζει η φίλη (φίλη;) φεύγοντας.<br />
<i>- Θα περιμένω</i>, της φωνάζω. <br />
<br />
Ψέμματα λέω, δεν περιμένω τίποτα. Ούτε εκείνη θα τη στείλει άλλωστε.<br />
<br />
Κοιτάζω το κινητό. Οι φίλοι μου έχουν στείλει μήνυμα ότι θα μαζευτούν σε μια ταβέρνα στην Πλάκα και να μην αργήσω πολύ. Δεν είναι πολύ μακριά, προλαβαίνω.<br />
<br />
Αργά αργά κατηφορίζω προς το κέντρο. Η Ηρώδου Αττικού είναι κλειστή από δυο κλούβες κάθετα. Βαριεστημένοι ΜΑΤατζήδες έχουν αποθέσει κράνη και ασπίδες και συζητάνε για ποδόσφαιρο. <br />
<br />
<br />
<iframe width="400" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/QZGu9eFCeqg" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe><span style="font-size: 85%;"><i><br />
Δεν είμαι βουτυρόπαιδο, δεν έιμαι αλανιάρης, Δεν είμαι ντιπ αμόρφωτος, ούτε και κουλτουριάρης / Δεν είμαι βέρος Έλληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος, δεν είμαι πανκ, ούτε ροκάς, μα ούτε και Ζαγοραίος</i></span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-46836783540926921402019-11-11T15:17:00.001+02:002019-11-11T15:41:15.738+02:00 Μια παρέκβαση στην Κρήτη - Patrick Leigh Fermor<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://cdn.shopify.com/s/files/1/0726/9203/collections/Patrick-Leigh-Fermor-credit-JohnMurrayArchive-BW_large.jpg?v=1559595759" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="480" data-original-width="480" height="400" src="https://cdn.shopify.com/s/files/1/0726/9203/collections/Patrick-Leigh-Fermor-credit-JohnMurrayArchive-BW_large.jpg?v=1559595759" width="400" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Patrick Leigh Fermor (1915-2011) - εικόνα από <a href="https://www.nyrb.com/collections/patrick-leigh-fermor" target="_blank">εδώ</a>.</span></div><br />
<div style="text-align: justify;">Η Κρήτη έδωσε στις παλινδρομικές μου επιθυμίες την τελική τους στροφή. Παρ’ όλη τη νησιώτικη περηφάνια των κατοίκων της, το αίσθημα της απόστασης από την ηπειρωτική χώρα και την ιδιοτυπία της διαλέκτου που μιλούν και των συνηθειών τους, το νησί είναι μια σύνοψη της Ελλάδας. Οι ελληνικές αρετές και τα ελαττώματα, κάτω από πιο απότομα βουνά και πιο καυτό ήλιο, φτάνουν στον παροξυσμό. Είναι, με την κάθε άλλο παρά μειωτική έννοια με την οποία προσπάθησα να αποκαταστήσω τη λέξη, η πιο ρωμαίικη περιοχή από όλες· η τελευταία περιοχή που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Υπό άλλη έννοια είναι και η λιγότερο ρωμαίικη· η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων δυο αιώνες αργότερα από την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. [...]<br />
<br />
Όπως μερικά από τα όρη της Ηπείρου και της Μάνης, τα βουνά της Κρήτης ποτέ δεν υποτάχτηκαν εντελώς. Ο αγώνας μπορούσε να συντηρηθεί μόνο σε μια χώρα με άγρια βουνά, από ανθρώπους με εξαιρετική ζωτικότητα και αποφασιστικότητα. Δύσκολα θα βρεις χωριό όπου οι γέροι να μην έχουν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους τουλάχιστον μια εξέγερση και να θυμηθούν αυτάρεσκα τα κατορθώματα που έκαναν. [...] Όταν, μαζί με μια φούχτα άλλους σκορπισμένους Άγγλους, βρέθηκα κι εγώ ανακατεμένος σ’ εκείνα τα γεγονότα, τα βουνά ανάμεσα στον Ψηλορείτη και στα Λευκά Όρη έγιναν το καταφύγιό μας· οι άνθρωποι που ζήσαμε ανάμεσά τους ήταν ορεσίβιοι, βοσκοί και χωρικοί που ζούσαν ψηλά, πάνω από τους κάμπους και τις πολιτείες, μέσα σε συνθήκες πανομοιότυπες με τη ζωή και το περιβάλλον των επαναστατημένων κλεφτών οποιασδήποτε εποχής κατά τους τελευταίους αιώνες. Η σύγχρονη ζωή είχε απλούστατα βρει το πιο παράτολμο μετερίζι· πολλά από τα ελαττώματα της παράνομης ζωής στα βουνά είχαν αποχαλινωθεί. Η συνήθεια αιώνων, όπως είδαμε, απαιτούσε την αντίσταση με κάθε θυσία ενάντια στον κατακτητή. Είχε επίσης κληροδοτήσει έθιμα εκτός νόμου, που τώρα έκαναν θραύση ανάμεσα στους ίδιους τους Κρητικούς. Οι άνθρωποι αυτοί ανασταίνονται κυριολεκτικά με το μπαρούτι και την τουφεκιά· ο κάθε βοσκός περιφέρεται οπλισμένος, και η λατρεία για τ’ άρματα, καθώς και η επιδεξιότητα στη χρήση τους, κυριαρχούν στις ορεινές περιοχές. Η ζωοοκλοπή, μόλο που πάει να σβήσει, συνεχίζεται ακόμα. Οι γάμοι αρχίζουν πολλές φορές με την ένοπλη απαγωγή της νύφης από τον υποψήφιο γαμπρό και τους φίλους του, και οι αιματηρές βεντέτες, που έχουν ξεκινήσει από μια από αυτές τις δυο αιτίες, ή από μια προσβολή, από την οργή ή από μια ανταλλαγή πυροβολισμών, μπορούν να αποδεκατίζουν τις αντίπαλες οικογένειες επί δεκαετίες και να κλείσουν γειτονικά χωριά μέσα σε ένα αδιέξοδο εχθρότητας. Τρομερά πράγματα έχουν γίνει στο όνομα της οικογενειακής τιμής. [...]<br />
<br />
Εδώ και αιώνες, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει σ’ εκείνους τους γκρεμούς και τα φαράγγια. Είχες την εντύπωση ότι το κάθε χωριό θα υπήρχε από τη μινωική εποχή. Δεν έβλεπες και πολλά πράγματα εκεί πέρα, έξω από καμμιά εκκλησία γεμάτη βυζαντινές τοιχογραφίες που μαδούσαν κι έναν κατηφορικό λαβύρινθο από δρομάκια όλο σκαλοπάτι και καλντερίμι· υπήρχαν ωστόσο λεπτότατες διαφορές στην ύφανση και στα σχέδια πάνω στις μπατανίες και τα βουργάλια τους και στον τρόπο που έδεναν οι άντρες τα κροσσωτά σαρίκια τους και στην κοψιά της κάπας με την κουκούλα, και σε μερικά χωριά μια ιδιαίτερη προφορά, παραλλαγή του κρητικού ιδιώματος, κι ακόμα μια διαφορά στο παρουσιαστικό. Κι όμως όλα μιλούσαν για συνέχεια κι έδειχναν συνταιριασμένα με τη ζωή που έκρυβαν μέσα τους. Όσες φορές κι αν είχανε πατηθεί και πυρποληθεί τα χωριά, ξαναχτίζονταν πάντα σύμφωνα με έναν απαράβατο τύπο. [...] έφερνα στο νου μου το ιδανικό του Αριστοτέλη για τις πρωτεύουσες των ελληνικών πολιτειών· οικισμοί τόσο μικροί, ώστε ν’ ακούγεται η φωνή ενός μόνο κήρυκα.<br />
<br />
[...] Πουθενά σε όλη την Ελλάδα δε φανερώνεται τόσο ξεκάθαρα η <i>λεβεντιά</i>. Τούτη η ιδιότητα κλείνει μέσα της μια σειρά από χαρακτηριστικά: νιάτα, υγεία, σφρίγος, κέφι, χιούμορ, γρήγορο νου και γρήγορη δράση, επιδεξιότητα στα όπλα, το χάρισμα να αρέσεις στα κορίτσια, αγάπη για το τραγούδι και το πιοτό, γενναιοφροσύνη, ικανότητα να αυτοσχεδιάζεις <i>μαντινάδες </i>– εκείνες τις περίτεχνες, ζευγαρωτές ρίμες που τις τραγουδάνε μ’ ένα παιχνίδισμα στον δεύτερο στίχο – και «να πετάς σαν το πουλί» στους γρήγορους και παράφορους χορούς. Η <i>λεβεντιά </i>συχνά προϋποθέτει και τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο της <i>λύρας</i>: είναι γενικά ένα πάθος για τη ζωή – ν’ αγαπάς το «ζην επικινδύνως» και να είσαι έτοιμος για όλα. [...] Όμορφα σκαμμένο και σκαλισμένο σε ξύλο καρυδιάς, αυτό το μαγληνό και λουστραρισμένο όργανο είναι ανάλαφρο σαν φτερό και πιάνει μια καταπλητική ποικιλία τρόπων. Συναρπαστική, όμοια με του βιολιού, η γραμμή της μελωδίας χύνεται ορμητικά, ανεβαίνει ψηλά, στροβιλίζεται, θρηνεί και αναγαλλιάζει με μια μανιοκαταθλιπτική ρευστότητα. Ήταν καλή τύχη να έχεις ένα λυράρη στην παρέα, κι όχι μόνο για τη μουσική· οι λυράρηδες έχουν πολύ γούστο· είναι συνήθως γρήγοροι στα πόδια, πρώτοι στο σημάδι· με λίγα λόγια, το πρότυπο της <i>λεβεντιάς</i>. <br />
<br />
[...]<br />
<br />
Το υπόβαθρο στη ζωή των Κρητικών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Οράματα, συσσωρευμένα μέσα σε χίλιες σχεδόν μέρες και νύχτες, παρουσιάζονται στο νου μου και παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου, γοργά σαν φωτεινές διαφάνειες: Κρητικοί να τρέχουν σκορπισμένοι ανάμεσα στις ελιές, να πυροβολούν πίσω από βράχους και τοίχους, έπειτα να παίρνουν πάλι δρόμο· να καταριώνται τις πληγές, να πεθαίνουν στωικά· να το σκάνε από χωριά γεμάτα φλόγες κι εκρήξεις, προφέροντας υποσχέσεις για εκδίκηση μέσα από τα δόντια τους· να κάθονται, σε ειρηνικές στιγμές, γαλήνιοι κάτω από το μεγάλο πλάτανο του χωριού· να τρυγάνε σταφύλια μέσα σε τεράστια κοφίνια· να τα πατούν για να κάνουν το κρασί· να παρακολουθούν τις γυναίκες που μαζεύουν τις ελιές ραβδίζοντας τα κλαδιά με μακριά καλάμια, με τον καρπό να πέφτει βροχή πάνω στις ζωηρόχρωμες μπατανίες που έχουν απλώσει από κάτω· να φορτώνουν στα μουλάρια τυριά σαν μυλόπετρες· να σηκώνουν σύννεφο τη σκόνη χορεύοντας στον ξέφρενο ρυθμό της <i>λύρας</i>· να μαζεύονται τα μεσάνυχτα σε μια εκκλησιά με καραούλια στημένα γύρω της, ενώ κάποιος επικηρυγμένος ξένος μπαίνει νονός στο παιδί ενός φίλου· να γλεντάνε μετά σ’ ένα δώμα και ν’ αδειάζουν τα πιστόλια τους στον αέρα για να φέρουν καλοτυχιά στο νεοφώτιστο κοριτσάκι. Θα βρεις εδώ σκηνές μάχης, δράματα, εικόνες της καθημερινής ζωής, αποσπάσματα από συνομιλίες, πανηγύρια και ποιμενικά ειδύλλια, όλα τούτα χωρισμένα σε γκρο-πλαν που ακινητοποιούν αυτό τον κόσμο και τον κάνουν να προβάλλεται και να υποχωρεί στις δικές του διαστάσεις.<br />
<br />
[...] Σ’ έναν τόπο όπου τα πάντα είναι παράφορα και ακραία, αφθονούσαν και τα ελαττώματα. Το πάθος για τα όπλα, η φανταχτερή φορεσιά, η απέραντη και έκδηλη τοπικιστική περηφάνια εκφυλίζονται καμμιά φορά. Υπάρχει μια επιζήμια μειοψηφία από <i>παλικαράδες</i>, όπως τους λένε – ένοπλους καυχησιάρηδες μπράβους, αντίθετα με τα <i>παλικάρια</i>, τους πολεμιστές – και <i>ψευτοκαπεταναίους</i>. Μερικοί απ’ αυτούς αποδείχτηκαν, αναπάντεχα, ισάξιοι με τις πιο έξαλλες καυχησιολογίες τους. Άλλοι αερολογούσαν γυρίζοντας μονάχοι τους τα ριζοβούνια ή κολλούσαν, ώσπου να μπορέσει κανένας να τους ξεφορτωθεί, στις οπισθοφυλακές των αντάρτικων σωμάτων· άχρηστα στόματα που έπρεπε να τα ταΐζεις, και βάρος για τους αρχηγούς. (Είναι ένας τύπος Κρητικού που, στην Αθήνα ή στην ηπειρωτική Ελλάδα χαλάει τη φήμη του νησιού σε περιοχές που δε γνωρίζουν την ίδια την Κρήτη). Η δυσπιστία μπρος στην αλήθεια θόλωνε πότε πότε τα πράγματα, και εξάλλου τα φαράγγια ήταν εύκολοι δρόμοι για τις διαδόσεις – το ψιθύρισμά τους εκεί κάτω ήταν τόσο έξω από την πραγματικότητα όσο το βουητό της θάλασσας μέσα στους γύρους ενός κοχυλιού. Οι υποψίες και οι ζήλιες αναμεταξύ τους γίνονταν συχνά εμπόδιο στο δρόμο μας. Η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αξιοθαύμαστα σπάνια, η προδοσία ακόμα σπανιότερη. Τα πεισματάρικα κεφάλια τσούγκριζαν καμμιά φορά, ο θυμός φούντωνε, τα φαράγγια αντιλαλούσαν από τα τελεσίγραφα.<br />
<br />
- Αχ, <i>Μιχάλη μου</i>, μου είπε ένας γέρο-Κρητικός σε μια τέτοια στιγμή, φτάνει να βάλουμε μια γυάλινη σκεπή πάνω σε τούτο το νησί και θα έχουμε ένα τρελοκομείο πρώτης...</div><br />
<div style="text-align: right;"><span style="font-size: 85%;">Πάτρικ Λη Φέρμορ - <i>Ρούμελη</i></span></div><div style="text-align: right;"><span style="font-size: 85%;">(Εκδόσεις Κέδρος, Μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη)</span></div><br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Ο <a href="https://en.wikipedia.org/wiki/Patrick_Leigh_Fermor">Πάτρικ Λη Φέρμορ</a> ή <i>Μιχάλης </i>ή <i>Φιλεντέμ</i> έζησε μια μακρά και ενδιαφέρουσα ζωή, στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε αρκετά με τα ελληνικά πράγματα (αρκετά ώστε να γράφει ο τάφος του ως επιτύμβιο τον καβαφικό στίχο <i>Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός</i>). Το κείμενο είναι γραμμένο γύρω στο 1960 - ένα εκτεταμένο κεφάλαιο για την Κρήτη ως παρέκβαση σε ένα βιβλίο που μιλάει για όψεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήδη παλιακές την εποχή εκείνη. Οι λέξεις με πλάγια είναι γραμμένες ελληνικά στο αγγλικό κείμενο. <br />
<br />
Δεν ξέρω αν στους <i>παλικαράδες </i>της περιγραφής θα αναγνώριζε σήμερα άλλα ελαττώματα της κρητικής ζωής (ξέρω γω μπαλωθιές, καπετανιλίκια, κούπες, οδήγηση) αλλά στα δικά μου μάτια η περιγραφή είναι λίαν αναγνωρίσιμη εξήντα χρόνια μετά. <br />
<br />
Αλλά και η δική μου παρέκβαση στην Κρήτη τελειώνει κάπου εδώ κοντά - ας κρατήσουμε τα καλύτερα πράγματα της εμπειρίας· τον ήχο της λύρας ας πούμε, ή τους παράφορους χορούς. Ή εκείνη τη μαντινάδα που λέει:<br />
<br />
Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει<br />
Θε’ μου, και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.<br />
<br />
<iframe width="400" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/NaGj5eKcZGI" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen></iframe> <br />
<br />
Και καλό μας ταξίδι. </span> <br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-70202861997676436162018-05-12T16:21:00.003+03:002018-05-12T16:38:15.324+03:00Δέσποινα (Ίταλο Καλβίνο)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://images.adsttc.com/media/images/56a7/edf6/e58e/cec0/0f00/0009/slideshow/Despina.jpg?1453845983" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="557" data-original-width="800" height="279" src="https://images.adsttc.com/media/images/56a7/edf6/e58e/cec0/0f00/0009/slideshow/Despina.jpg?1453845983" width="400" /></a></div><div style="text-align: justify;"><span style="font-size: 85%;">Μια εικονογράφηση της Δέσποινας από την Carina Puente Frantzen, ο σύνδεσμος από <a href="https://www.archdaily.com/781043/italo-calvinos-invisible-cities-illustrated">εδώ</a>.</span></div><br />
<div style="text-align: justify;">Με δύο τρόπους φτάνει κανείς στη Δέσποινα: με το πλοίο ή με την καμήλα. Η πόλη παρουσιάζεται διαφορετικά σε όποιον έρχεται από τη στεριά και σε όποιον έρχεται από τη θάλασσα.<br />
<br />
Ο καμηλιέρης που βλέπει να εμφανίζονται στον ορίζοντα του οροπεδίου οι κορυφές από τους ουρανοξύστες, οι κεραίες από τα ραντάρ, να χτυπάνε στον άνεμο οι λευκοί και κόκκινοι ανεμοδείκτες, να βγάζουν καπνό οι καπνοδόχοι, βάζει με το νου του ένα πλοίο· ξέρει ότι πρόκειται για μια πόλη αλλά τη σκέφτεται σαν ένα καράβι που τον παίρνει μακριά από την έρημο, ένα ιστιοφόρο έτοιμο να σαλπάρει, με τον άνεμο που ήδη φουσκώνει τα άλυτα ακόμα πανιά του, ή τον ατμό στο λεβητοστάσιο που δονεί τη σιδερένια καρίνα, και σκέφτεται όλα τα λιμάνια, τα υπερπόντια εμπορεύματα που οι γερανοί αδειάζουν πάνω στους μόλους, τα καπηλειά στα οποία πληρώματα από διαφορετικές σημαίες σπάνε μπουκάλια στα κεφάλια ο ένας του άλλου, τα φωτισμένα παράθυρα των ισογείων, το καθένα με μια γυναίκα που χτενίζεται.<br />
<br />
Στην καταχνιά της ακτής ο ναυτικός ξεχωρίζει το σχήμα της καμπούρας μιας καμήλας, τα λαμπερά κρόσσια της κεντημένης σέλας ανάμεσα σε δυο πιτσιλωτές καμπούρες που προχωρούν λικνιζόμενες, ξέρει πως πρόκειται για μια πόλη αλλά τη φαντάζεται σαν μια καμήλα από το σαμάρι της οποίας κρέμονται ασκιά και δισάκια γεμάτα γλασαρισμένα φρούτα, μπουκάλια με κρασί από χουρμάδες, φύλλα καπνού, και ήδη βλέπει τον εαυτό του επικεφαλής ενός μεγάλου καραβανιού που τον πηγαίνει μακριά από την έρημο της θάλασσας, προς οάσεις με γλυκό νερό στην οδοντωτή σκιά των φοινίκων, προς παλάτια με χοντρούς ασβεστωμένους τοίχους, με εσωτερικές αυλές από πλακάκια πάνω στα οποία χορεύουν ξυπόλυτες οι χορεύτριες, και κουνάνε τα χέρια τους λίγο μέσα και λίγο έξω από το πέπλο.<br />
<br />
Η κάθε πόλη παίρνει το σχήμα από την έρημο στην οποία αντιστέκεται· έτσι βλέπουν τη Δέσποινα, πόλη-σύνορο ανάμεσα σε δύο ερήμους, ο καμηλιέρης και ο ναύτης. </div><br />
<div style="text-align: right;">Ίταλο Καλβίνο - <i>Οι αόρατες πόλεις</i><br />
Οι πόλεις και η επιθυμία 3<br />
<span style="font-size: 85%;"><br />
(Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004)</span></div><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-17987185027587331682018-02-12T01:29:00.002+02:002018-02-14T00:44:21.820+02:00(Εν)δεκαετία<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-OJxWhr9-6yE/WoDNyJcVzdI/AAAAAAAADAw/_P-eeeYlK1YuSs0Iwqw7nVxS2rRrAbwNQCLcBGAs/s1600/DSC00196.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://4.bp.blogspot.com/-OJxWhr9-6yE/WoDNyJcVzdI/AAAAAAAADAw/_P-eeeYlK1YuSs0Iwqw7nVxS2rRrAbwNQCLcBGAs/s400/DSC00196.JPG" width="400" height="300" data-original-width="1600" data-original-height="1200" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Καράβια στη στεριά, Βενετικό Λιμάνι, Ηράκλειο (Φωτό Ροβυθέ, 2008). Δέκα χρόνια μετά είναι ακόμα εκεί, παραδομένο στη φθορά. </span><br />
<br />
Πριν κάνα χρόνο ξεκίνησα να γράφω αυτό:<br />
<br />
<i>Δεν είχα προγραμματίσει να γράψω τίποτα. Οι πιο παρατηρητικοί αναγνώστες ή καλύτερα όλοι οι αναγνώστες (δηλαδή ο Θανάσης, πάνω-κάτω) θα πρόσεξαν ότι έχω να ποστάρω κάτι από το 2015, που για τη μπλογκόσφαιρα ή ό,τι έχει πλέον απομείνει απ’ αυτήν, βρίσκεται κάπου στον ύστερο Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα δεν «έκλεισα» ποτέ τυπικά το ιστολόγιο, απλά έκανα ένα μικρό διάλειμμα, από κείνα που μέρα με τη μέρα μεγαλώνουν βέβαια, κι έχεις μια απροσδιόριστη αίσθηση ότι θα ξαναγυρίσεις κάποτε, αλλά αυτό το κάποτε είναι μια διαρκώς αναβαλλόμενη εκκρεμότητα που διαρκώς σπρώχνεται πίσω από μια λίστα με άλλα πιο επείγοντα πράγματα που διεκδικούν το χρόνο σου ή τη διάθεσή σου ή την αφοσίωσή σου. Κι έτσι πέρασαν μέρες και μήνες κι ένας χρόνος γεμάτος, ώσπου πριν λίγες μέρες συνέβη </i> κάτι<i>.<br />
<br />
Το </i>κάτι<i> αυτό δεν ήταν καθόλου μεγαλοπρεπές ή ασυνήθιστο· συμβαίνει συνεχώς σε πολύ κόσμο: απλώς ξύπνησα στη μέση της νύχτας. Υπό κανονικές συνθήκες, γυρίζεις από την άλλη και ξανακοιμάσαι (εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω συνήθως), όμως τη νύχτα εκείνη κάπως έγινε και είχα μια παράξενη αίσθηση déjà vu και δε μου ξανακόλλαγε ύπνος, και θυμήθηκα ένα άλλο απότομο ξύπνημα πριν μερικά χρόνια, στην ίδια πόλη αλλά σε άλλο σπίτι. Κι ύστερα άρχισα να μετράω τα χρόνια που έχουν περάσει έκτοτε και με μια ορισμένη εκπληξη συνειδητοποίησα ότι είναι ακριβώς δέκα. <br />
<br />
Δέκα χρόνια δεν τα λες και άπειρα, αλλά από την άλλη οι δεκαετίες των ανθρώπων είναι μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών, και σπάνια χρειάζονται για το μέτρημα όλα τα δάχτυλα κιόλας. Κι όπως ο καθένας μας αν κοιτάξει τα δάχτυλά του (άσε που μερικοί <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2015/10/blog-post.html">κοιτάμε και των αλλωνών</a> αλλά αυτός ο μικρός φετιχισμός τέλος πάντων δεν είναι της παρούσης) βλέπει ότι δεν είναι ίδια και το καθένα έχει μια μοναδικότητα, έτσι και οι δεκαετίες, αφενός είναι όπως είπαμε πεπερασμένες ως προς τον αριθμό, κι από την άλλη έτσι όπως κυλάνε ανεπιστρεπτί, έχουν μια μοναδικότητα: δεν πρόκειται να τις ξαναζήσουμε. Και όχι, δεν είναι ίδιες, ούτε λόγoς.<br />
<br />
Κατέφθασα στην Κρήτη για εγκατάσταση πρώτη φορά το Γενάρη του 2007, με μια κάπως καθυστερημένη διάθεση ταξιδιού που με είχε πιάσει εκεί στα 38-39, μάλλον επειδή δεν με είχε πιάσει νωρίτερα· ίσαμε τότε η ζωή μου ήταν μια διαρκής αναβολή διαφόρων πραγμάτων «για ευθετότερο χρόνο» μέχρι που συνειδητοποίησα ότι μετά τα επικείμενα 40 ο χρόνος θα στένευε απελπιστικά ίσως. Θυμάμαι πολύ καλά την εποχή της αναχώρησης, τους φίλους μου που ήρθαν να με βοηθήσουν στο πακετάρισμα και να με κατευοδώσουν, την πρωτοχρονιάτικη γιορτή που κάναμε ανάμεσα σε κούτες με βιβλία, βινύλια και τυλιγμένα πιατικά, τις διαδοχικές αποστολές πραγμάτων πότε στο υπόγειο του πατρικού μου, πότε στην Ικαρία και πότε – αισίως – στην Κρήτη, τον τελευταίο κάπως ανήσυχο ύπνο στο άδειο σπίτι που υπήρξε το πρώτο «δικό μου» σπίτι. <br />
<br />
Θυμάμαι να φορτώνω το αμάξι με τα τελευταία μικροπράγματα και να ξεκινάω για το λιμάνι, τη νεαρή ακόμα <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2011/09/blog-post_11.html">Μπουμπού </a>που συνταξιδεύαμε και μου μετέδωσε τον αλλεργικό τρόμο που πάντα μου μεταδίδουν οι γάτες (το έχει κάνει μερικές φορές ακόμα έκτοτε), την αφεντικίνα της να μου δείχνει απέναντι μια αραβο-γαλλίδα συνταξιδιώτισσα με την οποία έμελλε να είμαστε συνάδελφοι (και φίλοι) για τα επόμενα τρία χρόνια, την πρώτη φορά (από τις εκατοντάδες, έκτοτε) που έκανα τη διαδρομή Κέντρο-Παραλιακή-Μίνωος-Μασταμπάς που μου φάνηκε γελοιωδώς σύντομη με τα αθηναϊκά μέτρα, κι ένα σωρό ακόμα πρώτες φορές από αυτό που έγινε για χρόνια η καθημερινότητά μου.<br />
<br />
Θυμάμαι ακόμα πιο καθαρά τη μέρα που έκανα την αντίστροφη διαδρομή, εικάζοντας (τότε) ότι αυτό θα ήταν το οριστικό τέλος της περιόδου που τώρα πια ονομάζω «Α’ κρητική περίοδος» αλλά τότε απλά και μόνο «κρητική περίοδος», όπως άλλοι λένε Α’ παγκόσμιος πόλεμος, αν και για κάποια χρόνια θα έλεγαν απλώς «ο Πόλεμος» ή «ο Μεγάλος Πόλεμος» χωρίς βέβαια να ξέρουν ότι θα έρθει ένας ακόμα μεγαλύτερος και όχι πολύ αργότερα εν τέλει· κάπως έτσι κι εγώ τώρα διανύω την Β’ κρητική περίοδο κι έχει ο Θεός βέβαια ακόμα, αφού μεσολάβησε ένα μεσοδιάστημα που δεν του έλειψε η ποικιλία, και ολλανδική περίοδο είχε, και πορτογαλική περίοδο, και Β’ Αθηναϊκή περίοδο και διάφορες ικαριακές μικροπεριόδους ενδιάμεσα, τέλος πάντων η δεκαετία που πέρασε δεν ήταν και εντελώς πληκτική γεωγραφικά τουλάχιστον, κι αν σκεφτώ τι προσδοκίες είχα τότε από τη ζωή μου σκέφτομαι ότι από πολλές απόψεις η δεκαετία δεν με απογοήτευσε, αν και σίγουρα με πήγε αλλού από εκεί που φανταζόμουν. </i><br />
<br />
Σήμερα, το συνέχισα αλλάζοντας το τέλος ως εξής:<br />
<br />
<i>Όχι πως φανταζόμουν και τίποτα φοβερά συγκεκριμένο δηλαδή, μια αλλαγή ήθελα και ίσως μια μεγαλύτερη ελευθερία (ή καλύτερα μια εκτενέστερη χρήση της ελευθερίας μου) και δεν έχω παράπονο, από αλλαγές άλλο τίποτα, </i> όχι πάντα προς το καλύτερο βέβαια, αν και προς στιγμήν μπορεί να νομίσεις κάτι τέτοιο μέχρι να σε ξυπνήσει απότομα η πραγματικότητα, όχι μόνο η εξωτερική, ξέρετε, κρίση, μνημόνιο, ξαφνικοί πονόδοντοι, οιονεί διαζύγια, τέτοια πράγματα, αλλά και η εσωτερική, η αδυναμία να έχεις τον έλεγχο της ζωής σου ας πούμε, κάποιες κρίσεις πανικού ή σημάδια κατάθλιψης που δεν περίμενες ποτέ ότι θα έχεις, η αίσθηση ότι ο χρόνος περνάει και περνάει ανεπιστρεπτί, ότι <strike>του χρόνου</strike> όπου να ‘ναι θα κλείσεις την πέμπτη δεκαετία νιώθωντας αυτό που ο φίλος μου ο Α. περιέγραφε ένα κρύο βράδυ σε μια παιδική χαρά στο Άμστερνταμ ως sense of underachievement κι εγώ τότε κουνούσα το κεφάλι δήθεν όλο κατανόηση κι από μέσα μου έλεγα περίπου «<i>τι λέει ο μαλάκας</i>» (συγγνώμη αναδρομικώς αγαπητέ...).<br />
<br />
Πριν ένα χρόνο θα τέλειωνα το κείμενο περίπου λέγοντας ότι παρόλα αυτά ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσεις την υπόλοιπη ζωή σου, να υλοποιήσεις κάποια από τα παλιά σου σχέδια που πάντα ανέβαλλες για ευθετότερο χρόνο γιατί ο μόνος χρόνος που υπάρχει είναι το τώρα και τα υπόλοιπα όλα δεν είναι παρά αναμνήσεις ή προσδοκίες, κι ότι τέλος πάντων δεν πάθαμε ακόμα και τίποτα ανεπίστρεπτο, οι δικοί μου άνθρωποι ζουν και βασιλεύουν κι ακόμα διηγούνται ιστορίες, τα καράβια μου δεν έχουν πέσει έξω, υπάρχουν άνθρωποι που μ’ αγαπούν και με εμπιστεύονται και περιμένουν από μένα πράγματα, δυνητικοί μαθητές που θα διδάξω και δικτυακοί αναγνώστες που θα υποστούν αδιαμαρτύρητα τη φλυαρία μου, οπότε εμπρός λοιπόν γενναίοι μου, πάμε να κατακτήσουμε τις υπόλοιπες μέρες μας και να τις κάνουμε όμορφες και δημιουργικές, άλλωστε <i>τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα</i> που έλεγε κι εκείνος ο τύπος.<br />
<br />
Τώρα όμως θα είμαι αναγκαστικά λίγο πιο μετρημένος, καθότι ο χρόνος που πέρασε ήταν αρκετός για να συμβούν και μερικά ανεπίστρεπτα, ένας-δυο-τρεις θάνατοι οριστικοί και αμετάκλητοι, οι ιστορίες τέλος πια, δεν έχει άλλες, και τα καράβια δεν βούλιαξαν ακριβώς αλλά κάπως απεσύρθη η θάλασσα και βρέθηκαν βραχωμένα στα ρηχά να σκουριάζουν παρόλα τα υπομνήματα και τις διαμαρτυρίες, κι οι μαθητές δεν ήθελαν ακριβώς να μάθουν, καλούς βαθμούς ήθελαν κατά βάση, κι οι αναγνώστες κουράζονται από την πολυλογία γιατί η οθόνη του σμάρτφον δε βολεύει για εκτεταμένα κείμενα, και καπάκι σου μπαίνουν ιδέες ότι τις επερχόμενες μέρες σου θα ασχολείσαι με τίποτα <i>σατραπείες και τέτοια, αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις, άλλα ποθεί η ψυχή σου, για άλλα κλαίει</i>, όσο για <i>αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο από όλα</i> έχει κολλήσει στο στόμα και δε βγαίνει καθώς πλησιάζει το ορόσημο του μισού αιώνος, έντεκα χρόνια πατημένα από τη μέρα που ήρθα στην Κρήτη, δέκα χρόνια και κάτι μέρες από τότε που <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2008/01/blog-post.html">πρωτοέγραψα </a>στο ιστολόγιο.<br />
<br />
Παρόλα αυτά ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσεις την υπόλοιπη ζωή σου, λίγο πιο προσεκτικά βέβαια, καλύτερα να ξαναπιάσεις εκείνη τη δίαιτα και να κόψεις επιτέλους το τσιγάρο που βλακωδώς ξανάρχισες και να παίρνεις τα χάπια για την πίεση και να μετράς το ζάχαρο καλού-κακού, α ναι, και το κολλύριο μην αμελείς και την πάθεις σαν το πατέρα σου που στα βαθιά γεράματα δεν έβλεπε και δεν άκουγε (αυτό ήδη το έχουμε παιδιόθεν), λοιπόν ποτέ δεν είναι αργά με την ευρεία έννοια, αλλά με τη στενή είναι κάπως αργά τη νύχτα τώρα κι αισθάνεσαι μια κούραση και μια νύστα, οπότε εμπρός γενναίοι μου, πάμε τώρα για νάνι κι αύριο είναι μια άλλη μέρα που έλεγε κι εκείνη η βλαμμένη αντιπαθέστατη τύπισσα, αύριο είναι ατυχώς Δευτέρα οπότε απόψε κοιμηθείτε ήσυχα και βαθιά και ατάραχα χωρίς να σας συμβεί <i>κάτι</i>, και <i>μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον</i>.<br />
<br />
<i>Ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς</i>. Δηλαδή έτσι ελπίζω.<br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Το κειμενάκι ξεκίνησε να γράφεται υπό εντελώς άλλες συνθήκες από αυτές στις οποίες εν τέλει ολοκληρώθηκε, όπως πολλά άλλα πράγματα στη ζωή μας βέβαια που αλλιώς τα ξεκινάς κι αλλιώς καταλήγουν. <i>Εκείνος ο τύπος</i>: ο Ναζίμ Χικμέτ. <i>Σατραπείες και τέτοια [...] για άλλα κλαίει</i>: βλ. Κ.Π. Καβάφης «<a href="http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=74">Η Σατραπεία</a>». <i>Εκείνη η βλαμμένη αντιπαθέστατη τύπισσα</i>: η Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος». <i>Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς• ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς</i> (Ματθ. 6, 34). Δεν είμαι βέβαιος πώς μπορεί να αποδοθεί το sense of underachievement χωρίς να ακούγεται πολύ εξεζητημένο· ίσως η έκφραση «περνάει κάτω από τον πήχη» να είναι αρκετά αντιπροσωπευτική.<br />
<br />
Από τότε που ξεκίνησα να γράφω το κείμενο ως σήμερα, έχω αναρτήσει μερικά πράγματα ακόμα. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την παρακμή των ιστολογίων, περιλαμβανομένου και του παρόντος. Αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρεις.</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-54994206178603541662017-12-31T02:02:00.000+02:002017-12-31T02:02:23.716+02:00Απολογισμός 2017<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://2.bp.blogspot.com/-iKdUMrC5sps/Wkgm0rWJ1UI/AAAAAAAADAc/Qma_irTwCBYBy9ADtxWtzLmfiEI6uY0TgCLcBGAs/s1600/DSC00049.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1600" data-original-width="1200" height="400" src="https://2.bp.blogspot.com/-iKdUMrC5sps/Wkgm0rWJ1UI/AAAAAAAADAc/Qma_irTwCBYBy9ADtxWtzLmfiEI6uY0TgCLcBGAs/s400/DSC00049.JPG" width="300" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Ψήσιμο φοινικιών: επί το έργον. Δεύτερη δόση, ενόψει Πρωτοχρονιάς.</span></div><br />
Από ορισμένες απόψεις, η χρονιά που πέρασε δεν ήταν «καλή». Μας πήρε τον ένα γονιό στην αρχή, μετά από λίγους μήνες και τον άλλο. Αν μου έλεγαν άλλοτε ότι θα είχα την ευκαιρία να κάνω δυο πολυήμερα ταξίδια στην Ικαρία, Μάρτιο και Νοέμβριο, θα πέταγα τη σκούφια μου. Όχι όμως απαραίτητα <i>αυτά</i> τα συγκεκριμένα ταξίδια, με προορισμό την εκκλησία της Παναγίας στην πατρογονική Ακαμάτρα και το νεκροταφείο της Υπαπαντής. Δεν ήταν οι μόνοι θάνατοι που πόνεσαν· στο κάτω κάτω οι γονείς μου έφυγαν μετά από γεμάτες ζωές, πλήρεις ημερών που λένε. Άλλοι έφυγαν άκαιρα, άξαφνα, χωρίς προειδοποίηση. Κι όχι μόνο οι άνθρωποι.<br />
<br />
Ο χρόνος που πέρασε δεν χαρίστηκε ούτε στις προσδοκίες μας· ματαίωσε – οριστικά μάλλον – φιλοδοξίες κάμποσων χρόνων, διέψευσε ελπίδες και ενταφίασε σχέδια καταστρωμένα με πολύ κόπο, ακύρωσε πολυαναμενόμενες επιστροφές (η ιστορία τη δεύτερη φορά επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, όπως δεν είπε ακριβώς ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ, αλλά περίπου έχει καθιερωθεί να λέγεται). Ο χρόνος κύλησε με τη συνήθη απάθεια με την οποία διαστέλλεται το σύμπαν, με την αδιαφορία με την οποία περιστρέφονται οι πλανήτες αγνοώντας ολοσχερώς μάλλον τις υπάρξεις των όντων που κουβαλάνε. <br />
<br />
Καθώς μπαίνουμε στην τελευταία μέρα του, αυτή την ώρα του απολογισμού, ξαναφέρνω στο μυαλό μου τις όχι ευκαταφρόνητες απώλειες (όχι μόνο των ανθρώπων, είπαμε) και τις ζυγίζω δίπλα στα λιγοστά αποκτήματα της χρονιάς: μια δυο καλούτσικες ιστορίες, μισογραμμένες και μισοπαρατημένες βέβαια όπως πάντα, η εμπειρία της διδασκαλίας στο αμφιθέατρο, η εφήμερη ικανοποίηση της αποδοχής (με minor revisions) που θέλουν οι επιστήμονες για τις δημοσιεύσεις τους και οι άνθρωποι για τα πεπραγμένα τους, κι ας μην το ονομάζουν πάντα έτσι. Κι ακόμα, στιγμές: όμορφες μουσικές αργά το βράδυ, ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο ήλιος να πέφτει το απόγευμα στο Φλες, το παιδί των φίλων που έκλεισε τα δύο και σου κάνει «ματάκια» και σου χαμογελάει, η ερώτηση που βρήκε το στόχο, η σιωπή που απέφυγε να τα κάνει όλα θρύψαλα.<br />
<br />
Και για κάποιο λόγο παράξενο, η ζυγαριά δεν γέρνει προς τη μεριά της απώλειας (της κάθε τύπου απώλειας). Η ζυγαριά ισορροπεί στο κέντρο, σαν το χαμόγελο ενός (ξένου) παιδιού να μπορεί με κάποιο τρόπο να αντισταθμίσει τους θανάτους· όχι τους φυσικούς θανάτους (που κάποτε, με κάποιο τρόπο θα συνέβαιναν, κι είναι καλύτερο μάλλον που συνέβησαν έτσι και όχι αλλιώς), αλλά τους άλλους θανάτους, των ονείρων και των ελπίδων και των επιστροφών και των φιλοδοξιών, κι όλων εκείνων των παράλογων και μάταιων πραγμάτων που από τη μια μας δεσμεύουν και κατευθύνουν τις επιλογές μας κι από την άλλη κάνουν τη ζωή μας ένα πράγμα λιγότερο άχαρο και αβίωτο, ώρες ώρες σχεδόν όμορφο και άξιο να βιωθεί μέχρι την τελευταία σταγόνα.<br />
<br />
Και για κάποιο λόγο παράξενο, έχω την αίσθηση ότι ακόμα και η απώλεια των γονιών δεν μας έχει αφήσει στ’ αλήθεια ορφανούς· ίσως γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κατέλιπαν ικανή περιουσία - και δε μιλάω βέβαια ούτε για τα λίγα τους χρήματα που εξαερώθηκαν στα νοσοκομεία και στις κυρίες που τους φρόντιζαν στο τέλος, ούτε για τα σπίτια τα παραδομένα στη φθορά και τις πεντέξι ελιές που φύτεψαν κάποτε και που κάπου στην άγνωστη μικρογεωγραφία της Ικαρίας θα βρίσκονται ίσως ακόμα. Μιλάω για τον πλούτο που αποθησαυρίσαμε ως δέκτες της αγάπης και της φροντίδας τους όλα αυτά τα χρόνια, για τις ιστορίες που ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι, για την ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι, τι μένει στον αιώνα και τι εκπίπτει, τι είναι απαραίτητο και τι περιττό.<br />
<br />
Ζυγίζω τις στιγμές της χρονιάς που πέρασε κι αναρωτιέμαι αν έγιναν όλα όπως έπρεπε κι αν κάτι άλλο μπορούσε να είχε γίνει (πολλά βέβαια, η αβελτηρία πάντα ήταν πιστή σύντροφος, αλλά και πάλι αυτά που έγιναν δεν ήταν και για πέταμα). Σκέφτομαι τη χρονιά που έρχεται, σε ό,τι με αφορά τη σημαδιακή χρονιά του μισού αιώνα. Σκέφτομαι πως εδώ και καιρό ξέρω πως είναι καλύτερα να ταξιδεύεις ελαφρύς· χωρίς το φόρτο των αδικαίωτων επιδιώξεων που γίνονται αργότερα ασήκωτα απωθημένα. Σκέφτομαι πως έλεγα πάντοτε πως στον άλλο μισό αιώνα θα μπορέσω κάπως να αράξω: θα κόψω συμβολικά τα παρωχημένα μαλλιά μου πριν γίνω εντελώς αστείος καραφλογιεγιές και θα περνάω ήσυχα τις μέρες μου κοντά στη θάλασσα παρατηρώντας τα παιδιά μου να μεγαλώνουν (πώς το έλεγε ο Αναγνωστάκης στο Υ.Γ.; «<i>Το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον.</i>»). <br />
<br />
Όμως φαίνεται πως δεν είναι η ώρα ακόμα· τώρα η ζυγαριά ισορροπεί στο κέντρο και το ταξίδι συνεχίζεται. Καθώς ετοιμάζομαι να ψήσω τα φοινίκια που επιτακτικά μου ζητάνε οι φίλοι μου (τη συνταγή για τα οποία η μάνα μου δεν κατέγραψε ποτέ και χρειάστηκε να την επανεφεύρω κάποια στιγμή όπως πολλά άλλα πράγματα), σκέφτομαι τις αποσκευές μου γι’ αυτό το ταξίδι. Σκέφτομαι ότι θα αφήσω πίσω όσα η χρονιά κατέστρεψε (<i>Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει</i>) και θα κρατήσω την αόρατη αλλά ανεκτίμητη κληρονομιά που μου έλαχε, καθώς και τα λίγα πράγματα αξίας που κατάφερα να μαζέψω αυτά τα πενήντα χρόνια.<br />
<br />
Τη συνταγή για τα φοινίκια ας πούμε. Τις μισοτελειωμένες ιστορίες. <br />
<br />
Και τους φίλους, κι αυτούς θα τους πάρω μαζί.<br />
<br />
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος, παιδιά.<br />
<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-62471988807302804402017-10-28T03:10:00.000+03:002017-10-28T03:23:42.060+03:00Πινελάκι Νο 2<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://art.hobby.gr/ftp/thumbs_280/category_%CE%91R%CE%A4_%CE%A1%CE%99%CE%9D%CE%95L%CE%91_%CE%91%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%91%CE%A1%CE%95%CE%9B%CE%91%CE%A3.jpeg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="210" data-original-width="280" height="300" src="https://art.hobby.gr/ftp/thumbs_280/category_%CE%91R%CE%A4_%CE%A1%CE%99%CE%9D%CE%95L%CE%91_%CE%91%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%91%CE%A1%CE%95%CE%9B%CE%91%CE%A3.jpeg" width="400" /></a></div><br />
Νομίζω το έχω ξαναδηλώσει με διάφορες ευκαιρίες, πάντως είναι γεγονός ότι δεν έχω καμμία σχέση με τις εικαστικές τέχνες. Αν και έχω κατά καιρούς γνωρίσει καλλιτέχνες αυτής της κατηγορίας και έχω και μια πολύ αγαπημένη φίλη που είναι αρκετά γνωστή εικαστικός, οι προσωπικές μου επιδόσεις π.χ. στη ζωγραφική είναι από άθλιες έως ανύπαρκτες. Θυμάμαι τη φρίκη που βίωνα στο δεύτερο έτος του Βιολογικού που μας υποχρέωναν να ζωγραφίζουμε σε ένα τετραδιάκι τα παρασκευάσματα που βλέπαμε στο μικροσκόπιο, κάτι συσσωματώσεις βακτηρίων και κάτι φυτικά κύτταρα· οι εικόνες που κατάφερνα να φτιάξω μετά από πολλή προσπάθεια αφενός δεν θύμιζαν σε τίποτα αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου στην αντικειμενοφόρο πλάκα και αφετέρου είχαν κάτι το εφιαλτικό per se. Γρήγορα κατέληξα αντί να προσπαθώ να ζωγραφίσω, να περιγράφω απλώς με λέξεις την εικόνα: τέσσερα μιτοχόνδρια και ένα λυσόσωμα, στη μέση ο πυρήνας και γύρω γύρω από τη μεμβράνη ένα χοντρό κυτταρικό τοίχωμα. Με τις λέξεις τα πήγαινα πάντα πολύ καλύτερα. <br />
<br />
Στο τέλος του εξαμήνου ανακουφίστηκα με το σωτήριο εξαράκι (είχα ορκιστεί ότι δεν θα πέρναγα κανένα μάθημα με πέντε για να μη με κατηγορήσουν ότι κάνω χρήση του λεγόμενου «συνδικαλιστικού πέντε» και να μπορώ να βγάζω λόγους άφοβα στις συνελεύσεις), κυρίως επειδή με γλύτωνε από την υποχρέωση να ξανακάνω το εργαστήριο και να ξαναϋποστώ το μαρτύριο. Μου έμεινε η ζήλια βέβαια για εκείνους τους συμφοιτητές μου που όχι μόνο αποτύπωναν με σαδιστική ευκολία τα τέσσερα μιτοχόνδρια κλπ. – μερικοί μάλιστα με τόση λεπτομέρεια που προτιμούσες να βλέπεις τη ζωγραφιά παρά το παρασκεύασμα – αλλά επιπλέον γέμιζαν σελίδες επί σελίδων με άλλες ζωγραφιές, σκιτσάκια των προσώπων μας ή και δημιουργήματα της φαντασίας τους, μερικές μάλιστα ιδιαίτερα πολύπλοκες και απαιτητικές, χωρίς καμμία ιδιαίτερη προσπάθεια.<br />
<br />
Ακόμα και στην παιδική μου ηλικία, που υποτίθεται ότι κάθε παιδί κρύβει μέσα του ένα δυνητικό καλλιτέχνη, οι ζωγραφιές μου υπέφεραν από την ίδια αθλιότητα. Ακόμα χειρότερα, είχα πλήρη συναίσθηση του γεγονότος, κι όταν κάποτε μου έφερε ο πατέρας μου γυρνώντας από ένα ταξίδι ένα μπλοκ ακουαρέλας και ένα σετ από εξηντατέσσερις κερομπογιές (αριθμός χρωμάτων εξωπραγματικός για τα δεδομένα της εποχής) θυμάμαι ότι όλη μου η απόλαυση ήταν να μαθαίνω τα ονόματα των χρωμάτων (λέξεις, λέξεις...), λέξεις άγνωστες και μυστηριακές, όπως ματζέντα, άκουα, σιέλ και φούξια, λέξεις που ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να αντιστοιχήσω επακριβώς με χρώματα. Χρησιμοποίησα το μπλοκ κυρίως για να γράφω λέξεις με περίεργα χρώματα, και αραιά και που έφτιαχνα κάτι απλό και εύκολο, ένα ουράνιο τόξο ας πούμε. <br />
<br />
Γρήγορα άφησα το κουτί με τα χρώματα (θα βρίσκονται ακόμα τα καϋμένα πουθενά...) κι έπιασα πινελάκι από όσο θυμάμαι μία και μόνη φορά που ως Σύλλογος Φοιτητών αποφασίσαμε να κάνουμε μια αισθητική παρέμβαση στο αίθριο έξω από τα αμφιθέατρα στην Πανεπιστημιούπολη. Ατυχώς η απόφαση ελήφθη από μια συγκυριακή πλειοψηφία στην οποία δεν συμμετείχε η παράταξη ενός συγκεκριμένου κόμματος (με Κ κεφαλαίο), τα μέλη της οποίας αισθάνθηκαν την ανάγκη να γεμίσουν σε ανύποπτο χρόνο το εν λόγω αίθριο με υπερμεγέθη συνθήματα με κόκκινη μπογιά που δόξαζαν το τάδε συνέδριο της νεολαίας (μιλάμε για δεκαετία του ’80 που είχαν ακόμα κάποια πέραση αυτά τα πράγματα) και μάλιστα να παρατάξουν πλήθη νεολαίων (τους) πέριξ του αιθρίου τα οποία προειδοποιούσαν με πολύ σοβαρές συνέπειες όποιον τυχόν άγγιζε τους τοίχους με βλάσφημες προθέσεις εικαστικής παρέμβασης, προς δόξαν των δημοκρατικών διαδικασιών του Συλλόγου. <br />
<br />
Η δράση φέρνει αντίδραση και σύντομα μαζεύτηκαν ετερόκλητα πλήθη αντιφρονούντων από τη μετριοπαθή δεξιά ως την (πολύ) επαναστατική αριστερά με ολίγη αντιεξουσιαστική εσάνς και το πράγμα εξελίχθηκε σε επείδειξη δύναμης με σπρωξίδια, βρισίδια και παρολίγον μπουνίδια όταν κάποιος (όχι ιδιαίτερα εριστικός είναι η αλήθεια) σύντροφος βρέθηκε καπελωμένος με ένα κουβά αντιεξουσιαστικής μπογιάς, και τα χειρότερα απεφεύχθησαν όταν κατέβηκε ένας κοτζάμ κεντροεπίτροπος του κόμματος που τύγχανε καθηγητής σε παραδιπλανό Τμήμα και περιμάζεψε τη νεολαία, αφήνοντας το αίθριο στη διάθεση του ετερόκλητου πλήθους εκ δεξιών και αριστερών, που ξενερωμένο βέβαια μετά το μελέ που είχε προηγηθεί αντί για εικαστική παρέμβαση έκανε ο καθένας ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι, όχι πάντα και φοβερής αισθητικής. Πήγα κι εγώ για συμβολικούς λόγους κι έφτιαξα ένα στραβό πεντάγραμμο με δυο νότες και το κλειδί του σολ, και εγκατέλειψα τα πινέλα μια για πάντα.<br />
<br />
Αφοσιώθηκα λοιπόν στην επιστήμη ούτως ειπείν για καμιά εικοσαετία εδώ κι εκεί, και κάποτε πήρα των ομματιών μου και κατέβηκα στην Κρήτη για να ξεκινήσω ένα καινούργιο πρότζεκτ εντομολογικού περιεχομένου. Η καινούργια μου επιβλέπουσα με ξενάγησε στο εργαστήριο, μου έδειξε το γραφείο μου, τον πάγκο εργασίας, και ύστερα με κατέβασε στο υπόγειο και με έβαλε σε ένα δωμάτιο όπου γύρω γύρω από τον κεντρικό πάγκο υπήρχαν διάφορα στερεοσκόπια όπου έμπειροι και μαθητευόμενοι επιστήμονες αντάμα κοιτούσαν κάτι κουκιδίτσες πάνω σε κάτι πλατώ που ενώνονταν με ένα σωλήνα από τον οποίο έβγαινε κάποιο αέριο κάνοντας μπουρμπουλήθρες σε μια κωνική φιάλη.<br />
<br />
- <i>Και εδώ</i>, είπε η επιβλέπουσα με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, <i>είναι το φλάιρουμ.</i><br />
- <i>Το φλάιρουμ</i>, επανέλαβα διστακτικά, προσπαθώντας να καταλάβω το κρυμμένο νόημα της φράσης.<br />
- <i>Εδώ δουλεύουμε με τις μύγες</i>, συμπλήρωσε.<br />
<br />
Αντελήφθην ότι οι μύγες (flies, άρα flyroom) ήταν οι κουκιδίτσες πάνω στα πλατώ. Το αέριο ήταν διοξείδιο του άνθρακα που τις αναισθητοποιούσε. Έριξα μια ματιά σε ένα στερεοσκόπιο. Τώρα τις έβλεπα καθαρά· μυγάκια του είδους <i>Drosophila melanogaster</i>, το πιο κλασικό πειραματόζωο γενετικής. Δεν το είχα δουλέψει ποτέ ως τότε.<br />
<br />
- <i>Και πώς τις χειρίζεστε; </i>είπα αθώα.<br />
- <i>Σωστά</i>, είπε η επιβλέπουσα. <i>Καλή ερώτηση.</i><br />
<br />
Έβγαλε από ένα συρτάρι μια σχολική κασετίνα, παιδική, με αρκουδάκια. Σκέφτηκα ότι θα ήταν της κόρης της (είχε παιδιά που πήγαιναν σχολείο τότε). Την άνοιξε, την ψαχούλεψε, κι έβγαλε από μέσα μια αρμαθιά λεπτά πινελάκια. Τράβηξε το ένα με προσοχή και μου το έτεινε.<br />
<br />
- <i>Ορίστε. Το καλύτερο σου δίνω.</i><br />
<br />
Προς στιγμήν με έπιασε ένας αταβιστικός διανοητικός τρόμος. «Έχει γούστο» σκέφτηκα «να με βάλει να ζωγραφίζω τις μύγες με το πινελάκι.» Αλλά συνήλθα γρήγορα μόλις είδα κάποιον να μπαλαμουτιάζει με γρήγορες κινήσεις τις μύγες από το πλατώ του στερεοσκοπίου και να τις εναποθέτει σε ένα σωληνάκι με τροφή με ένα αντίστοιχο πινελάκι για εργαλείο. Άπλωσα το χέρι και ξανάπιασα πινέλο μετά είκοσι έτη.<br />
<br />
- <i>Πινελάκι νούμερο δύο, μαλακό. Πιο μικρό δεν κάνεις δουλειά, πιο μεγάλο μπορεί να τις λιώσεις. Δε θες.<br />
- Δε θέλω.<br />
- Θες αυτό.<br />
- Θέλω αυτό,</i> είπα και χαμογέλασα.<br />
<br />
Δέκα χρόνια μετά, στο ίδιο φλάιρουμ, οι φοιτητές μου που την εποχή εκείνη είχαν κασετίνες με αρκουδάκια, γκρινιάζουν για τα πινέλα.<br />
<br />
- <i>Αίσχος, χάλι, τι πινέλο είναι αυτό; Είτε το πινέλο διαλύεται είτε η μύγα. Δε μπορείς να δουλέψεις.<br />
- Νούμερο δύο μαλακό να πάρετε</i>, τους λέω ως σοφός επιβλέπων. Δηλαδή άλλος είναι ο επιβλέπων, εγώ είμαι ο ανταυτού, αλλά σοφός έτσι κι αλλιώς· έτσι νομίζουν δηλαδή.<br />
- <i>Μα έχουμε γυρίσει όλα τα μαγαζιά και δεν έχουν</i>, γκρινιάζει η μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Δεν έχει γυρίσει τίποτα, αλλά ξέρει ότι ο μπαμπάς θα το φροντίσει.<br />
-<i> Καλά, θα κοιτάξω κι εγώ</i>, τους λέω.<br />
<br />
Κι έτσι ένα πρωί που περιφέρομαι στο κέντρο με μια λίστα δουλειές προς διεκπεραίωση, παίρνει το μάτι μου ένα μεγάλο χαρτοπωλείο που στην ταμπέλα γράφει μεταξύ άλλων «είδη ζωγραφικής». Βρίσκω το σταντ με τα πινέλα δίπλα στο ταμείο· μπροστά τους στέκεται και τα περιεργάζεται ένας νεαρός παπάς. Βγάζει πινελάκια και τα δοκιμάζει στην παλάμη του, τα αφήνει πίσω και βγάζει άλλα και τα ξαναδοκιμάζει. Ο υπάλληλος τον περιεργάζεται επίσης, εγώ περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου, η ώρα περνάει. Κάποια στιγμή ο παπάς βρίσκει ένα που του κάνει και στρέφεται στον υπάλληλο για να το πληρώσει.<br />
<br />
- <i>Κάνετε αγιογραφία πάτερ μου;</i> ρωτάει χαμογελαστός ο υπάλληλος.<br />
- <i>Αγιογραφία;</i> κάνει απορημένος ο παπάς. <i>Όχι.</i><br />
- <i>Ζωγραφική τότε;</i><br />
- <i>Όχι, όχι. Για το ευχέλαιο το θέλω. </i><br />
<br />
Ο υπάλληλος μένει αποσβολωμένος καθώς ο παπάς εξηγεί ότι τη Μεγάλη Τετάρτη που κάνουν ευχέλαιο κάνουν με το πινελάκι σταυρούς με λάδι στο μέτωπο των πιστών.<br />
<br />
- <i>Α, μάλιστα</i>, κάνει ο υπάλληλος. <i>Ευχέλαιο, μάλιστα</i>, μουρμουράει καθώς ο παπάς απομακρύνεται.<br />
<br />
Ύστερα στρέφεται σε εμένα που στο μεσοδιάστημα έχω σηκώσει όλα τα πινελάκια νούμερο δύο μαλακά του στοκ, και με κοιτάει με ευχαρίστηση.<br />
<br />
<i>- Εσείς ζωγραφίζετε;<br />
- Όχι, χειρίζομαι μυγάκια</i>, του λέω με πάρα πολύ σοβαρό ύφος.<br />
<br />
Νιώθω το αμήχανο βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου καθώς βγαίνω στην Έβανς και συγκρατώ το χαμόγελο όσο μπορώ ενώ τον φαντάζομαι να σκέφτεται «όλοι οι τρελοί εδώ μαζεύτηκαν σήμερα» ή κάτι ανάλογο. Ύστερα δεν κρατιέμαι και στρέφω να τον κοιτάξω πίσω από τη βιτρίνα· κρατάει το κεφάλι του με τα δυο χέρια κι ύστερα τα υψώνει αργά, τελετουργικά προς τον ουρανό. Μάλλον θα χρειαστεί κάνα ευχέλαιο σε λίγο όπως τον κόβω· δυστυχώς το Πάσχα αργεί ακόμα. <br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-12978336985616631142017-10-20T23:41:00.000+03:002017-10-20T23:41:41.610+03:00Λέξεις της Νικαριάς (στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου)<p><span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">Το κείμενο αυτό το έγραψα για το γλωσσολογικό κατά βάση ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, που δεν τον γνωρίζω προσωπικά ούτε συμφωνούμε σε όλα, αλλά εκτιμώ την (ιστολογική) δουλειά του, ειδικά τη συμβολή του στην αντιμετώπιση γλωσσικών μύθων. Τον τελευταίο καιρό στο ιστολόγιό του φιλοξενούνται και κείμενα άλλων που αφορούν λέξεις από διάφορες ντοπιολαλιές. Του πρότεινα μεταξύ αστείου και σοβαρού να γράψω για κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις της Ικαρίας και δέχτηκε με χαρά. Το κείμενο <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2017/10/18/nikaria/" target="_blank">δημοσιεύτηκε στις 18/10/2017</a>, με κάποια σχόλια του «Νικοκύρη» όπως τον λέμε, που εδώ παρουσιάζω με κόκκινο χρώμα. Προσθέτω μερικές επιπλέον πληροφορίες που προέρχονται κατά κανόνα από τα σχόλια διαφόρων σχολιαστών κάτω από την αρχική δημοσίευση, με μπλε.</span><br />
<br />
<span style="color: red;">Νικαριά είναι βεβαίως η Ικαρία. Στη λαϊκή γλώσσα, που μιλιέται και ακούγεται αντί να γράφεται και να διαβάζεται, οι χασμωδίες ενοχλούν κι έτσι η Ικαρία γίνεται Νικαριά (την Ικαρία – τη Νικαρία) αλλά και οι Ικαριώτες γίνονται και Καριώτες.<br />
<br />
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου, που άλλωστε δεν το γράφω εγώ. Σήμερα συνεχίζουμε τις δημοσιεύσεις άρθρων με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από περιοχές της Ελλάδας, που έχουν πυκνώσει τώρα τελευταία ακριβώς επειδή κι άλλοι φίλοι παρακινούνται να γράψουν άρθρα για την ιδιαίτερη πατρίδα τους ή κάποια περιοχή που τη γνωρίζουν καλά. Θυμίζω πως το προηγούμενο ανάλογο άρθρο ήταν τα <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2017/10/09/plomari/" target="_blank">Πλωμαρίτικα, του Γιάννη Μαλλιαρού</a> (στο άρθρο υπάρχουν σύνδεσμοι προς τα παλιότερα σχετικά άρθρα). Ανανεώνω την πρόσκληση σε όποιον φίλο ενδιαφέρεται να γράψει παρόμοιο άρθρο για το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του.<br />
<br />
Το άρθρο είναι συνεργασία του φίλου που <a href="http://rovithe.blogspot.gr/" target="_blank">έχει το ιστολόγιο Ροβυθέ </a>(ροβυθέ είναι η ρεβυθιά). Του δίνω αμέσως τον λόγο. Σχολιάζω με πλάγια και μέσα σε αγκύλες.</span><br />
<br />
<br />
<br />
<b>Λέξεις της Νικαριάς</b><br />
<br />
Ειδικός στα γλωσσολογικά δεν είμαι, ωστόσο είμαι καριώτης και από τους δύο γονείς και άκουγα από παιδί τη ντοπιολαλιά. Παρά το ότι μεγάλωσα στην Αθήνα και μιλάω τα ελληνικά του σχολείου (και της τηλεόρασης…) χωρίς καθόλου την προφορά του νησιού, όποτε βρίσκομαι σε καριώτικη παρέα (δηλαδή αρκετά συχνά) κάπως μου βγαίνουν αδιόρατα και κάποια στοιχεία της προφοράς και κάμποσες ιδιωματικές λέξεις, που βέβαια άργησα αρκετά να καταλάβω ότι δεν είναι πανελλήνιες. Για την καριώτικη προφορά, όσοι δεν την έχετε ακούσει, μπορείτε να διαβάσετε δυο λόγια από τον <a href="http://www.sarantakos.com/kibwtos/kazala.html" target="_blank">παλιό ιστότοπο του Νικοκύρη</a>, στην παρουσίαση ενός βιβλίου με ποιήματα της συμπατριώτισσας Χρύσας Καζάλα.<br />
<br />
Να πω ότι για την επιλογή των λέξεων συμβουλεύτηκα επιπλέον μερικούς φίλους που έχουν μεγαλώσει στη Νικαριά, καθώς και δύο βιβλία, το «Λαογραφικά Ικαρίας» του Αλέξη Πουλιανού (τρίτομη αυτοέκδοση από τα μέσα της δεκαετίας του ’70) και το «<a href="https://www.facebook.com/lexikoikarias/" target="_blank">Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς</a>» του Δημήτρη Λεσσέ (2η έκδοση, Εύδηλος, 2013). Προσπάθησα με τη βοήθεια και του διαδικτύου να επιλέξω λέξεις χαρακτηριστικά (και κατά προτίμηση <i>αποκλειστικά</i>) καριώτικες, πράγμα αρκετά δύσκολο βέβαια γιατί ανακάλυψα, συχνά με έκπληξη, ότι υπάρχουν (ή τέλος πάντων υπήρχαν) και αλλού οι ίδιες ή παρόμοιες λέξεις, ιδίως στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη, οπότε χάσαμε ας πούμε τη <b>σκλούπα </b>(κουκουβάγια) ή το <b>φαούδι </b>(μτφ. το γκρινιάρικο παιδί). Επέλεξα ακόμα λέξεις που τις έχω συναντήσει (έστω και κάπως σπάνια) στην καθημερινή ομιλία και όχι μόνο στα βιβλία, πράγμα που μας στέρησε ατυχώς την ωραιότατη λέξη <b>Κυρασολένη </b>(ουράνιο τόξο), που έδωσε τον τίτλο σε <a href="http://www.ikariamag.gr/epityhis-i-vivlioparoysiasi-tis-kyrasolenis-stin-athina" target="_blank">ένα πρόσφατο βιβλίο</a> με ικαριακά παραμύθια, και το χαριτωμένο ρήμα <b>σπαρουγγώνω </b>(μαζεύομαι, ζαρώνω και μτφ. φοβάμαι). Κράτησα ωστόσο ορισμένες λέξεις που υπάρχουν και σε άλλα μέρη αλλά κατά κανόνα με διαφορετική σημασία. Φυσικά η συλλογική σοφία του σαραντάκειου ιστολογίου μπορεί να κάνει διορθώσεις ή προσθήκες.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Προσθήκες: στη Λέσβο το ουράνιο τόξο «Κερατζού«, στη Σίφνο «Αγιαλένη»).</span><br />
<br />
<b>ανάγκασμα</b>: η αιφνίδια (μέχρι σκασμού) ανάγκη για αφόδευση. Αν και η λέξη είναι ενδεχομένως πανελλήνια, είναι συστατικό της πιο χαρακτηριστικής καιριώτικης κατάρας: «<b>π’ ανάγκασμά σε</b>» που θα πει «που να σε πιάσει ανάγκασμα». Αντίστοιχα χαρακτηριστική είναι η έκφραση «<b>άμε θαλάσσωσε</b>» που σημαίνει «φύγε από μπροστά μου, εξαφανίσου» και προέρχεται κατά μία εκδοχή από την καταδίκη σε «θαλάσσωμα» δηλαδή εξορία χωρίς δικαίωμα επιστροφής που υποτίθεται ότι επιβαλλόταν ως εσχάτη των ποινών σε όσους πρόδιδαν στους πειρατές την παρουσία κατοίκων στο νησί τον καιρό της αφάνειας (16ος αιώνας, μετά την αναχώρηση των Γενοβέζων και πριν την άφιξη των Τούρκων, όπου υποτίθεται ότι οι Καριώτες είχαν υιοθετήσει μια στρατηγική επιβίωσης που στηριζόταν στην αυτάρκεια και την απόκρυψη).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Το «ανάγκασμά σε» χρησιμοποιείται και στα Μαστιχοχώρια της Χίου).</span><br />
<br />
<b>μπουγκέφαλα</b>: μπρούμυτα. Κάποιος που πέφτει κωλοτουμπηδόν πάει «ανάσκελα-μπουγκέφαλα». Το ρήμα «<b>μπουγκεφαλίζω</b>» μπορεί να σημαίνει π.χ. αναποδογυρίζω, αδειάζω το περιεχόμενο μιας τσάντας.<br />
<br />
<b>παραματσιράω</b>: καθυστερώ, κωλυσιεργώ ασχολούμενος με ένα σωρό άλλα πράγματα εκτός από το επείγον (αντίστοιχο του αγγλικού procrastinate). Δεν ξέρω αν τυχόν σχετίζεται με το <b>μάτσι</b>, ένα χειροποίητο ζυμαρικό κάπως σα λαζάνια που το ψιλοκόβουν, πάντως από τούτο βγαίνει η <b>ματσόβεργα</b>, δηλαδή ο πλάστης της κουζίνας.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Μάτσι υπήρχε στην Κύθνο, μάτσι και ματσόβεργες υπάρχουν στη Χίο, το παραματσιράω μάλλον είναι εντελώς δικό μας).</span><br />
<br />
<b>ζάλλω</b>: περιφέρομαι, κινούμαι (λογικά πρέπει να σχετίζεται με το «ζαλεύγω» δηλ. σαλεύω).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Προτάθηκε κάποια σχέση με το κρητικό ζάλο (=βήμα), το οποίο ετυμολογικά φαίνεται να προέρχεται από το αρχαίο σάλος. Δεν το αποκλείω, αλλά ούτε στα κρητικά υπάρχει ρήμα, ούτε στα καριώτικα ουσιαστικό).</span><br />
<br />
<b>παρασυνείκασα</b>: σάστισα, έχασα την αίσθηση του πού βρίσκομαι, και μτφ. νομίζω πράγματα που δεν υπάρχουν, τρελαίνομαι. (Υποθέτω σύνθετο από παρα+συν+εικάζω). Παρόμοια είναι η λέξη <b>ηκουτούρδισα </b>και φαντάζομαι το αντίστοιχο ρήμα (κουτουρδίζω) ενδεχομένως να σχετίζεται ετυμολογικά με το «κουτουρού» (προς τα εκεί που πάει αυτός που σάστισε).<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>Σχόλιο Ν.Σ.: το κουτουρδίζω πρέπει να είναι το γνωστό σε άλλες περιοχές κουτουρντίζω ή κουντουρντίζω, που σημαίνει «τρελαίνομαι, λυσσάω, αφηνιάζω, ξεσαλώνω» και είναι δάνειο από το τκ. kudurdim, αόριστο του kudurmak «λυσσάω». «Αμάν, κουτουρντίσατε πια! έλεγαν παλιά οι μανάδες στα παιδιά που γύριζαν σπίτι καταϊδρωμένα από το παιχνίδι. Δεν έχει σχέση με το ‘κουτουρού’, που όμως είναι κι αυτό τούρκικο δάνειο</i>]</span><br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Στα Χιώτικα «παρασουνούκιασα». Το «κουτούρντισα« σχεδόν πανελλήνιο, ίσαμε τη Νιγρίτα...).</span><br />
<br />
<b>παράχραντος </b>ή <b>αξελέστατος</b>: ατημέλητος, άπλυτος μτφ. ανισόρροπος (το αξελέστατος πρέπει να προέρχεται από το λόγιο «εξωλέστατος»).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Το αξελέστατος και στη Χίο από παλιά, το αναφέρει ο Κοραής).</span><br />
<br />
<b>καφαρτέ</b>: πρόγευμα (αν και κάποιοι το λένε γενικότερα για οποιοδήποτε γεύμα). Νομίζω πρέπει να βγαίνει από καφέ+άρτο ή άρτηση.<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>Σχόλιο Ν.Σ. Το καφαρτέ πρέπει να είναι το γνωστότερο από άλλες περιοχές ‘καφαλτί’ = το πρωινό ή το κολατσιό, με την καθιερωμένη τροπή του λ σε ρ. Είναι τουρκικό δάνειο, kahvaltι, που θα μπορούσε κατά λέξη να αποδοθεί «το πάρσιμο του καφέ». Έχει δηλαδή οντως σχέση με τον καφέ</i>].</span><br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Κάτι καινούργιο μάθαμε σήμερα...).</span><br />
<br />
<b>λίλλυρο </b>(ή λίλιρο ή λίλυρο): κυριολεκτικά η οπτική διαταραχή που προκαλείται στον ορίζοντα από τη μεγάλη ζέστη, μεταφορικά η κάψα, η πολλή ζέστη. Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν και αλλού, π.χ. ο λάλλαρος στην Κύπρο το λάλαρο στη Σύρο, η λίλιρη σε άλλα νησιά όπου σημαίνει (και) την ιλαρά. Ωστόσο σε αντίθεση με το Νικοκύρη δεν νομίζω ότι προέρχεται από την ιλαρά, που στα καριώτικα είναι μπέμπελη ή κατσίφερη. Καλού κακού πάντως να εμβολιάζεστε.<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>Εδώ διαφωνούμε. Όπως είχαμε <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2017/08/07/sifnos/" target="_blank">συζητήσει πρόσφατα</a>, για μένα είναι βέβαιο ότι η αρχική σημασία είναι λίλιρη = η ιλαρά, που επεκτάθηκε σε κάμποσα μέρη στη σημασία ‘μεγάλη ζέστη’ και ειδικά στην Ικαρία πήρε και τη σημασία της οπτικής διαταραχής του ορίζοντα λόγω της μεγάλης ζέστης</i>].</span><br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Ελπίζω να μη διαφωνούμε στους εμβολιασμούς πάντως... Κατά τα λοιπά λίλιρη=ιλαρά μόνο στη Σίφνο, ενώ λίλυρο/λάλαρο/λάλλαρος = ζέστη σε πάρα πολλά μέρη, εμένα μου φαίνεται πιο πιθανό να πηγαίνουμε από τη ζέστη στην ιλαρά και όχι το ανάποδο. Στη Χίο λιλλυρί η σταγόνα και υπάρχει ρήμα λιλλυρίζω με έννοια παρόμοια με την «κυριολεκτική» κατά Λεσσέ ικαριακή εκδοχή).</span><br />
<br />
<b>βαϊλίζω</b>: νταντεύω παιδιά (όχι μόνο κάνω μπεϊμπι-σίτιγκ, μπορεί γενικότερα να σημαίνει είμαι σε φάση ζωής που ανατρέφω μικρά παιδιά).<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>Κατά σύμπτωση το είχαμε συζητήσει το καλοκαίρι, στο άρθρο για τη <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2017/07/20/thermia/" target="_blank">θερμιώτικη ντοπιολαλιά</a></i>]</span><br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Τελικά με κάποιες παραλλαγές μάλλον πανελλήνια λέξη).</span><br />
<br />
<b>σκαρτάρω</b>: αναπηδώ από τον τρόμο (πιο συχνό στον αόριστο: ησκάρταρα). Να σημειωθεί ότι σε άλλα μέρη της Ελλάδας το ίδιο ρήμα σημαίνει «ξεσκαρτάρω», βγάζω τα σκάρτα (π.χ. τα χαρτιά που δεν χρειάζομαι στην τράπουλα).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Με κάπως παραπλήσια σημασία «αιφνίδιου» στην Κάλυμνο). </span><br />
<br />
<b>γκρούβαλος</b>: εντελώς πρόσφατη λέξη <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2009/09/blog-post_29.html" target="_blank">άγνωστης ετυμολογίας</a> που δηλώνει τον καλοκαιρινό επισκέπτη-κατασκηνωτή με εμφάνιση «φρικιού» (συνήθως με αρνητική σημασιοδότηση: οι γκρούβαλοι κατηγορούνται – όχι πάντα άδικα – ότι εισβάλλουν μαζικά στα πανηγύρια, πίνουν μπάφους, ενίοτε κλέβουν το φαγητό των ντόπιων και χοροπηδάνε στην πίστα με αυτοσχέδια βήματα που δεν έχουν σχέση με τον παραδοσιακό καριώτικο χορό. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο το είδος είναι σε υποχώρηση καθώς αντικαθίστανται τάχιστα από χίπστερ που καταλαμβάνουν την πίστα τραβώντας σέλφι· παρόλα αυτά η λέξη γκρούβαλος έχει διαδοθεί ευρύτερα, έχει περάσει σε <a href="https://www.slang.gr/lemma/13898-gkroubalos" target="_blank">ιντερνετικά λεξικά</a>, και τείνει να γίνει πανελλήνια).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Μετά τη δημοσίευση του κειμένου, μια Φαηδόνα μου σφύριξε μια εξαιρετικά αληθοφανή εκδοχή για την προέλευση της λέξης «γκρούβαλος» που δεν την αποκαλύπτω ακόμα για να το κάνει εκείνη όποτε κρίνει σκόπιμο). </span><br />
<br />
<b>ρασκό</b>: άγριο κατσικάκι ελευθέρας βοσκής από τα ορεινά του νησιού. (Έχω ακούσει να χρησιμοποιείται μεταφορικά και για νεαρά κορίτσια ελευθέρας βοσκής, επίσης άγρια, αλλά αυτή η χρήση δεν έχει περάσει στα λεξικά.)<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Προτάθηκε η ετυμολογία «ορεσκώο» - του βουνού).</span><br />
<br />
<b>πηδαυλίζω</b>: τρώω ή για την ακρίβεια ξεκοκκαλίζω (συνήθως το ρασκό) μέχρι να μην έχει πια καθόλου κρέας και να απομείνουν και τα κόκκαλα κενά σα να μπορείς με αυτά να παίξεις <b>πηδαύλι</b> (φλογέρα). Π.χ. «<i>Ήρταν οι γκρούβαλοι την ώρα που χορεύαμε κι ίσαμε να γυρίσουμε στο τραπέζι είχανε πηδαυλίσει το ρασκό</i>».<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Αν και προτίμησα την ορθογραφία του Πουλιανού, θα μπορούσε να γράφεται πιδαύλι, ίσως από επί+αυλός. Στο κλασικό σπλάτερ ικαριακό (αλλά όχι μόνο) παραμύθι «<a href="http://rovithe.blogspot.gr/2012/03/blog-post_14.html" target="_blank">Μισοκωλάκι</a>» ο ομώνυμος πρωταγωνιστής παίζει το πιδαυλάκι του).</span><br />
<br />
<b>θεόσκαρος</b>: τσίτσιδος, όπως τον γέννησε η μάνα του (π.χ. οι γκρούβαλοι στην παραλία του Να, προτού αυτή γίνει διάσημη από την Άθενς Βόις).<br />
<br />
<a href="https://www.cheeselovers.gr/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CF%84%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%85/%CF%84%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85/cheese/444-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1-%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%25" target="_blank"><b>καθούρα</b></a>: χαρακτηριστικό είδος λευκού κατσικίσιου τυριού. Δεν υπάρχει τυποποιημένο, μόνο από σπίτι (τα ρασκά δεν αρμέγονται).<br />
<br />
<b><a href="https://images.google.gr/imgres?imgurl=https%3A%2F%2Fwww.rizospastis.gr%2FgetImage.do%3Fsize%3Dmedium%26id%3D295770&imgrefurl=https%3A%2F%2Fwww.rizospastis.gr%2Fstory.do%3Fid%3D5792390&docid=NNj5g7RSsoDKiM&tbnid=-KGdiAmBRMopYM%3A&vet=1&w=350&h=262&source=sh%2Fx%2Fim" target="_blank">σιφούνι</a></b>: σκεύος άντλησης και σερβιρίσματος κρασιού που προέρχεται από αποξηραμένη κολοκύθα σαν φλάσκα με μακρύ περιστροφικό στόμιο (σα σιφώνιο) που χρησιμεύει για να γεμίσει το σκεύος με σιφωνισμό από τις βυτίνες που αποθηκεύεται το κρασί. Στο αρκετά γνωστό εσχάτως παραδοσιακό τραγούδι «<a href="https://www.youtube.com/watch?v=hhihQ0DTyt4&feature=youtu.be" target="_blank">Αμπελοκουτσούρα</a>», επαινείται μαζί με το κρασί και το σιφούνι το «στραβόραδο», δηλαδή με το στραβό <b>ράδι </b>(ουρά, πίσω μέρος).<br />
<br />
<b>μωλόπι </b>(ή μολόπι): υποθετικό ερπετό, ίσως νερόφιδο (δε νομίζω να αντιστοιχεί σε υπαρκτό ζώο) που χρησιμοποιείται ως απειλή προς τα παιδάκια που παίζουν κοντά σε ρέματα, λίμνες κλπ. ώστε να μην πέσουν μέσα.<br />
<br />
<b>λουπάστρα</b>: το μέρος όπου λουπάζει (=λουφάζει) κανείς, το καταφύγιο, και μεταφορικά το απάγκιο μέρος. Περίπου συνώνυμη (αφορά κυρίως ζώα) είναι και η λέξη <b>λόψι </b>(ή λώψι κατά τον Λεσσέ), δεν ξέρω αν είναι και ετυμολογικά συγγενική.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Λουπάζουν και στην Κύθνο, δε λουφάζουν όπως αλλού...) </span><br />
<br />
<b>μπλάζω</b>: πέφτω ή ρίχνω, μτφ. σκορπίζω, π.χ. «<i>πήγαινε το πιάτο στο τραπέζι μα έχε το νου σου μη μπλάσει(ς) το φαΐ</i>» Υποτίθεται προέρχεται από ένα αρχαίο ρήμα «πίμπλημι» που σημαίνει γεμίζω, αλλά δεν ξέρω από ποια διαδρομή.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Στην Κάρπαθο χρησιμοποιείται ως αμετάβατο με την ίδια έννοια. Προτάθηκε ως προέλευση και ένα αρχαίο ρήμα «ἐμπλάζω» αλλά τα αρχαία μου δεν επαρκούν να το λύσουμε...)</span><br />
<br />
<b>ξένος</b>: πας μη καριώτης. Γενικά όλοι οι Έλληνες είναι ξένοι, εκτός από τους Φουρνιώτες που λέγονται «<b>νησιώτες</b>». Ο καριώτης που δεν είναι από το δικό μας χωριό είναι «<b>παραχωριού</b>» (επίθετο, αν και σε όλες τις πτώσεις και τα γένη ίδιο).<br />
<br />
<b>ξορίζομαι</b>: χάνω το δρόμο μου. Υπάρχει <a href="http://www.ikariamag.gr/oi-parexigimenoi" target="_blank">μια ωραία ιστορία </a>με έναν καριώτη κι έναν ξένο που δε μιλιούνται γιατί όταν ο καριώτης βρίσκει τον άλλο να περιπλανιέται στα κατσάβραχα τον ρωτάει «ξορίστηκες;» αλλά ο ξένος καταλαβαίνει «ξυρίστηκες;» και παρεξηγείται…<br />
<br />
<b>περιπατίνα</b>: η κληματαριά της αυλής που κάνει σκιά (σε άλλα μέρη λέγεται κρεβατίνα)<br />
<br />
<b>βαβάτσινο</b>: το βατόμουρο<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>βάτσινο σε πολλά άλλα μέρη</i>]</span><br />
<br />
<b>πνάζομαι</b>: διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, μτφ. «μυρίζομαι». Σε πρόσφατη <a href="https://www.youtube.com/watch?v=kDYQr3o6Ky4&feature=youtu.be" target="_blank">εκπομπή κυπριακού καναλιού </a>για την Ικαρία, ο Δημήτρης Λεσσές ανέφερε ότι ομόηχο ρήμα υπάρχει και στην Κύπρο, αλλά με την έννοια του «αναπαύομαι». Το δικό μας πρέπει να έχει να κάνει με πνοή/πνεύμα, όχι με ύπνο. Η έκφραση «ηπήρεν τα πνα του Χ» σημαίνει ακολούθησε τα ίχνη του Χ.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Το παράδειγμα με τα πνα από το λεξικό του Λεσσέ, δεν έχω ακούσει την έκφραση). </span><br />
<br />
<b>ραός</b>: σπήλαιο, άνοιγμα στο έδαφος. Το έχω ακούσει κυρίως ως αρσενικό (ο ραός) αλλά και ως ουδέτερο (το ραός).<br />
<br />
<b>σάωσε</b>: σώπα, κάτσε ήσυχα. (προστακτική· δεν είμαι βέβαιος πώς ακριβώς είναι το ρήμα στην οριστική. Υπάρχει μια ομηρική λέξη σάωσε = έσωσε, οπότε μπορεί και να είναι από την ίδια ρίζα π.χ. «Σώνει, φτάνει»)<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Αναφέρθηκε ως πιθανώς συγγενική η λέξη «σαούρα» που σημαίνει σιωπή).</span> <br />
<br />
<b>κορκόφυλλας </b>(ή κορκόφιλας): η χαρακτηριστική της ικαριακής πανίδας σαύρα του είδους <i><a href="http://www.herpetofauna.gr/index.php?module=cats&page=read&id=85" target="_blank">Stellagama stellio</a></i>, ή παλιότερα <i>Laudakia stellio</i> ή όταν σπούδαζα <i>Agama stellio</i> (οι ερπετολόγοι έχουν αλλάξει τρεις ονομασίες σε είκοσι χρόνια, εμείς πάντα κορκόφυλλα το λέμε)<br />
<br />
<b>σκολλί </b>ή σκολλύς: το τσουλούφι ή κοτσιδάκι π.χ. «<i>‘α σε πιάσω απ’ το σκολλί και ‘α σου δώκω μια μεσ’ στα μούτρα να μάθεις</i>». Υπάρχει και το ρήμα «ξεσκολλίζω», δηλ. τραβάω βίαια απ’ τα μαλλιά (θεωρητικά μέχρι να μου μείνουν στο χέρι).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Αν και η μάνα μου με απειλούσε ότι θα μου βγάλει το σκολλί τρίχα-τρίχα, άλλες καριωτίνες μάνες θα έβγαζαν το σκουλλί, από ό,τι μαθαίνω. Σε πολλά μέρη υπάρχει παρόμοια λέξη π.χ. σκουλλί, σκουλούδι, σκούλα στην Κρήτη, όχι πάντα για τσουλούφι αλλά γενικώς για τριχερά μαζώματα. Το σκολλύς μάλλον αρχαίο είναι, με αυτή την έννοια). </span><br />
<br />
<b>κουρσούνι</b>: από το τούρκικο kurşun (μολύβι), παλιά σήμαινε το βλήμα πυροβόλου όπλου, σήμερα μτφ. ταχύτατο, «σφαίρα». (π.χ. <i>Ηπέτασε αφ’ τ’ αμπέλι και του ‘δωκεν κουρσούνιν στον καφενέ</i>). Στο παράδειγμα το ρήμα «πετώ» εννοεί «το σκάω, την κοπανάω». Παρόμοια χρησιμοποιείται και το «φτερώνω».<br />
<br />
<span style="color: red;">[<i>Συχνότερος ο τύπος «κουρσούμι», σε πολλές περιοχές της χώρας. Γενική έννοια, το μεταλλικό σφαιρίδιο. Δείτε και <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2014/11/09/meskos/" target="_blank">αφήγημα του Μάρκου Μέσκου</a>.</i>]</span><br />
<br />
<b>σουφικό</b>: παραδοσιακό καλοκαιρινό ικαριακό φαγητό με ντομάτα, κρεμμύδι, πιπεριές κ.ά. ζαρζαβατικά που σύμφωνα με μια ανεκδοτολογική (αλλά ίσως νατσουλική) εκδοχή οφείλει το όνομά του στο διάλογο του πεινασμένου ζευγαριού που το εφηύρε, όπου η σύζυγος ενώ μαγειρεύει ό,τι έχει βρει στον κήπο τσιμπολογάει από το τηγάνι, κι ο πεινασμένος σύζυγος ρωτάει «<i>μα ’α μου ‘φήκεις;</i>» κι εκείνει απαντάει «<i>ε, ’α σου ‘φήκω, σου ‘φήκω…</i>» – και δε μάθαμε αν του ‘φηκε τελικά.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Προς τεράστια έκπληξή μου, σουφικό υπάρχει και στη Χίο. Για τους εκτός σαραντάκειων συμφραζομένων να εξηγήσω ότι ως «νατσουλική» κατά Σαραντάκο χαρακτηρίζεται η ετυμολογική εκδοχή αντίστοιχη με αυτές του βιβλίου του μακαρίτη Τάκη Νατσούλη «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» στο οποίο αποδίδει γνωστές παροιμίες σε ευφάνταστα «ιστορικά« γεγονότα που συχνά βγάζει από το κεφάλι του, χωρίς καμμία τεκμηρίωση). </span><br />
<br />
<b>συγκούδουνος</b>: μαζί με το κουδούνι, μτφ. όλο μαζί. Η φράση προέρχεται από αληθινή ιστορία των αρχών της Τουρκοκρατίας (τέλος 16ου αιώνα στα καθ’ ημάς) όπου ο Τούρκος Αγάς είναι τόσο βάναυσος και μισητός που οι βαστάζοι που μεταφέρουν το φορείο του συνεννοούνται να τον πετάξουν στο γκρεμό αλλά συζητάνε αν πρέπει να τον πετάξουν με το φορείο ή χωρίς. Ο Αγάς τους έχει τάξει ένα αρνί ως αμοιβή για τη μεταφορά, και τον ρωτάνε αν θα τους το δώσει συγκούδουνο (με το κουδούνι). Ο Αγάς συναινεί, οπότε τον πετάνε μαζί με το φορείο, και έκτοτε έχει μείνει παροιμιακή η φράση «αυτός ηπή(γ)ε συγκούδουνος» π.χ. αν κάποιο αυτοκίνητο φύγει από το δρόμο και αρχίσει να κατηφορίζει τις πλαγιές (πράγμα που έχει συμβεί κάποιες φορές).<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Αν και η λέξη είναι παντελώς ικαριακής προέλευσης, είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες τουλάχιστον σε αρκετούς σχολιαστές του Σαραντάκου που δεν κατανοούν σχεδόν το σύνολο των λέξεων του κειμένου εκτός από το συγκούδουνο).</span><br />
<br />
<b>λούρος</b>: μεγάλος γρανιτένιος λείος βράχος που εκτείνεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους σχηματίζοντας μια φυσική κοιλότητα. Συχνά οι παλιοί Καριώτες τείχιζαν τις πλευρές και έφτιαχναν οικήματα που ονομάζονται <a href="https://images.google.gr/imgres?imgurl=https%3A%2F%2Fikarianews.files.wordpress.com%2F2013%2F11%2F430bd-800px-klosterikaria.jpg&imgrefurl=https%3A%2F%2Fikarianews.net%2F2013%2F11%2F01%2Fi%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B1-%25CE%25B9%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AC-%25CE%25BC%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25AE-%25CE%25BF%25CF%2583%25CE%25AF%25CE%25B1%25CF%2582-%25CE%25B8%25CE%25B5%25CE%25BF%25CE%25BA%25CF%2584%25CE%25AF%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582%2F&docid=-SLoqB2aQ4hOmM&tbnid=K6CIHAMDZefEWM%3A&vet=1&w=800&h=600&source=sh%2Fx%2Fim" target="_blank">θεοσκέπαστα</a>.<br />
<br />
<b>συνεμπαίνω </b>(ή μάλλον «μου συνεμπαίνει» π.χ. μια σκέψη): συνειδητοποιώ, με απασχολεί, αντιλαμβάνομαι κάτι.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Και στη Χίο με την ίδια έννοια). </span><br />
<br />
<b><a href="https://images.google.gr/imgres?imgurl=https%3A%2F%2Ffarm6.static.flickr.com%2F5334%2F30184140010_363478c7c9_b.jpg&imgrefurl=https%3A%2F%2Fhiveminer.com%2FTags%2Ffilaki%252Cikaria&docid=NSbuUQRbi-xVwM&tbnid=gyACNOLEORVbxM%3A&vet=1&w=1024&h=686&source=sh%2Fx%2Fim" target="_blank">φυλάκι</a></b>: αυτοσχέδιο σακκίδιο (προφανώς από το αρχαίο «θυλάκιον») από προβιά κατσίκας που περνιέται στην πλάτη. Από το ίδιο υλικό φτιάχνεται και ένα μουσικό όργανο, η <b>τσαμπουνοφυλάκα</b>, ένα είδος τσαμπούνας ή γκάϊντας (στην Κρήτη το αντίστοιχο λέγεται ασκομαντούρα).<br />
<br />
<b>τσούτα </b>(ή τσουτέ): μικροποσότητα (π.χ. <i>μια τσούτα αλάτι βάλε μονάχα</i>)<br />
<br />
<b>χοροσταλίζω</b>: χορεύω διαρκώς, ακατάπαυστα.<br />
<br />
<b>σουπέρδιος</b>: δύστροπος, παράξενος<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Με ενημερώνουν από το κοντρόλ ότι άλλοι καριώτες λένε σουπέργιος, αν και η γιαγιά μου έλεγε σουπέρδιος). </span><br />
<br />
<b>σέρφη</b>: οποιοδήποτε μικρό ζωάκι, ερπετό, έντομο (βλ. και την έκφραση «<i>μπα που να σε φάει</i> (δηλ. να σε δαγκάσει) <i>η σέρφη</i>»). Μτφ. χρησιμοποιείται για σκανταλιάρικα πιτσιρίκια, π.χ. σουπέρδια σέρφη το αεικίνητο, άτακτο παιδάκι που αρνείται να κάτσει φρόνιμο.<br />
<br />
<b>φαηδόνα </b>(ή φαϊδόνα): η κοινή σφήκα. Η λέξη σφήκα χρησιμοποιείται επίσης, αλλά χαρακτηρίζει ένα άλλο είδος σαρκοφάγου υμενοπτέρου, καφέ χρώματος με μια κίτρινη ρίγα στην κοιλιά.<br />
<br />
<span style="color: #6fa8dc; font-size: 85%;">(Στη Νάξο φαφληδόνα - φαφηδόνα ειδικά στην Απείρανθο).</span><br />
<br />
Αν και κάτι λίγο η Γενοβέζικη παρουσία, κάτι λίγο περισσότερο η Τουρκοκρατία, κάτι ακόμα περισσότερο η αμφίδρομη επικοινωνία με τα απέναντι παράλια πριν το 1922, είχαν αφήσει τα ίχνη τους στη γλώσσα του νησιού πριν αναλάβουν δράση τα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου και τα ΜΜΕ, σε πολλούς από εμας τους καριώτες αρέσει να καμαρώνουμε για τη αρχαιότητα της ντοπιολαλιάς μας, στην οποία επιβιώνουν αρκετές αρχαίες (ιωνικές) λέξεις και εκφράσεις όπως επιβεβαιώνει και ο Γ.Ν. Χατζηδάκης (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 1907). Κάπου κάπου καταγράφονται (από τους γεροντότερους) εκφράσεις όπως «Έασον τις αίγες» ή «Πυροβόλησον την στιαν» που δεν περιμένεις να τις ακούσεις σε ζωντανή γλώσσα τον 20ο ή 21ο αιώνα. Ωστόσο δεν πρέπει να παραπλανηθεί κανένας επιρρεπής σε ιδεολογήματα και να νομίζει ότι συναντιούνται δυο καριώτες βοσκοί στο βουνό και ανταλλάσσουν απαρέμφατα, δυϊκούς αριθμούς και ευκτικές· κάθε άλλο.<br />
<br />
Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη μια ιστορία που μου διηγήθηκε πρόσφατα <a href="http://www.ikariamag.gr/%CF%83%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B1-%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%BC%CE%B1" target="_blank">η θεία μου η Ιωάννα</a>, την οποία κατέγραψε ο προπάππους της που ήταν δικαστής της Δημογεροντίας στα τέλη του 19ου αιώνα (με βασική ευθύνη την αντιμετώπιση περιπτώσεων ζωωοκλοπής και καταπατήσεων). Σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, κάποιος ονόματι Αναστάσης έκλεψε μια κατσίκα το Μεγάλο Σάββατο, και το βράδυ πήγε στην εκκλησία όπου ο παπάς απήγγειλε ένα τροπάριο που λέει «<i>Ἀναστάσεως ἡμέρα και λαμπρυνθῶμεν Λαοί</i>». Δεν ξέρω πώς ακριβώς το είπε ο παπάς, ο φουκαράς όμως άκουσε «<i>Ο Αναστάσης ήκλεψε την αίγα και την ητάισε κλαδί</i>» και έντρομος τρέχει στον παπά και του λέει «Σώπα παπά μου, θα την πάω πίσω την αίγα, αλλά μην το λες μπροστά σε όλους ότι εγώ την ήκλεψα».<br />
<br />
Σήμερα βέβαια δεν θα κινδύνευε· οι αίγες έχουν εκλείψει, μόνο κατσίκες έχουμε άφθονες πλέον.<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-46292283872841630322017-08-06T18:20:00.002+03:002017-08-06T18:23:58.585+03:00Καρδιά μου, χάρου, γλέντιζε (του κα-Γληόρη ξανά)<p><iframe width="400" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/hhihQ0DTyt4" frameborder="0" allowfullscreen></iframe><br />
<div style="text-align: justify;"><span style="font-size: 85%;">Μια εκτέλεση της «Αμπελοκουτσούρας» με ορισμένους στίχους του Γληόρη, από το δίσκο «<a href="https://sites.google.com/site/alexanderspitzing/ikaria-methexis">Ικαρία Μέθεξις</a>» σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Alexander Spitzing.</div></span><br />
<br />
<div style="text-align: justify;">[...] Στο Κεραμέ του Ευδήλου ήταν ένας μεγάλος τσουπάνης, ο Γέρο-Κατσιμέτης. Είχε χιλιοκόπαδο. Ο γιος του, ο Γληόρης, ήταν καλός άνθρωπος, καλή καρδιά, αλλά εν κατάφερνεν, όχι πια να ‘βγατέψει το κοπάδιν του κιουρού του, μα το λιγόστεψεν κιόλας. Ήτανε ούλλον ξενοιασά και γλέντι. Όπου δυο κι αυτός τρεις, στο σιγοπότιν και στο γλέντι. Ο Γληόρης ήβαλλεν τον μεζέν, ένα κατσίκιν ολόκληρο. Μιαν μέρα πήρεν έναν κατσίκι, σφαένον, κι ηπήε στου συμπεθέρου του, να το πηδαυλίσουν. Ο συμπέθερος είχεν το κρασί. Σε μια στιγμή ο Γληόρης, καρφώνει ένα παρσάδιν κρες, και ‘ίνει το του συμπεθέρου, και του λέει «<i>Φάε και μεζέ, που ήθελες κι απαντησώνα</i>». Κι ο συμπέθερος με τη σειράν του: «<i>Πιες κρασί, το βλοημένον, που ‘θελες ξαπολυσώνα. Μα α’ δεν είχαμεν απαντησώνα, κι είχαμεν, κατά του λόου σου, ξαπολυσώνα, πώς θα πίναμεν κρασί</i>».</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Ο Γληόρης βρήκεν την ευκαιρία, με τον μεζέν, να θυμίσει στο συμπέθερον, πως, για να βρίσκεται πάντα μεζές, χρειάζεται να βόσκουν ξαπολυσώνας τα κατσίκια. Αλλά κι ο συμπέθερος του ‘ωκεν να καταλάει, πως για να ‘χομεν μπόλικον κρασί, πρέπει να ‘χομεν κι απαντησώνα, για να γίνουν τ’ αμπέλια. «Η φιλία, φιλία, το νιντερέσο, νιντερέσο». ‘Εν ηκακοκαρδίσασιν. Το γλέντι και το πιοτίν κρατούσεν ως το τέλος. Άκακος ο Γληόρης, ‘εν κρατούσεν μάνιτα του συμπέθερου. Καλός κι ο συμπέθερος, τον καλοέχτηκε κι ας είχανε, άλλωτες, λογοφέρει απά στον απαντησώνα.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Απά στο κέφιν του ο Γληόρης, σκα’ κι ένα τραούδιν του συμπέθερου:</div><br />
<blockquote>Κακήν καρδιά ‘χα σήμερα,<br />
μα, παλ’ ηπέρασέ μου<br />
που είδα τον συμπέθερο<br />
κι ηχαμογέλασέν μου.<br />
<br />
Καρδιά μου χάρου, γλέντιζε<br />
και ‘α ποθάνεις μέλλεις,<br />
στον Άην θε να κατεείς,<br />
θέλοντας και ‘ην θέλεις.</blockquote><br />
<div style="text-align: justify;">Του Γληόρη του ‘μεινεν έναν κοπάδιν κατσίκια, από διακόσια κεφάλια. Μήτε το πλήθαινεν, μήτε και το λιγόστευγεν. Ούλλον το διάφορον το ‘τρωεν. Ήτανε ένας τροβαδούρος του βουνού. Σκάρωνε και τραούδια στο μενούτο, για κάθε περίπτωση.</div><div style="text-align: justify;"><br />
</div><div style="text-align: justify;">Μια βολάν ηπήρεν δυο ριφάκια, να τα φα με τους φίλους του. Αποϋρίστηκεν σπίτι, στουπί στο μεθύσι. Ο κύρης τον μάλλωσε «<i>Βρε αχαήρευτε. Έτσεά ‘α ‘σαι, πάντα σου, κακομοιριασμένος. Σφίξου, βρε παιΐν μου, να ‘βγατίσεις και λιάκιν το κοπάδιν σου.</i>» Η απάντηση του Γρηγόρη.</div><br />
<blockquote>Όρσ’ αλαπάντα το ‘ριξε<br />
Γληόρης το κοπάδι<br />
Να το πληθύνει ‘εν μπορεί<br />
μ' ούτε να το ξεκάμει. </blockquote><br />
<span style="font-size: 85%;">(Αλέξη Ι. Πουλιανού, Λαογραφικά Ικαρίας, τόμος Β’ σελ. 296-297, Αθήνα 1976)<br />
<br />
</span><br />
<div style="text-align: justify;"><span style="font-size: 85%;"><i>χιλιοκόπαδο</i>: κοπάδι με χίλια κεφάλια, <i>του κιουρού</i>: του κύρη, του πατέρα. <i>σφαένο</i>: σφαγμένο. <i>πηδαυλίζω</i>: (μτφ.) τρώγω (κατά κανόνα κρέας κατσικίσιο με παρέα) - κυριολεκτικά σημαίνει να παίζεις το πηδαύλι (φλογέρα). <i>παρσάδι</i>: ένα κομμάτι κρέας που κόψανε <i>απαντησώνας</i>: η απαγόρευση της βοσκής σε συγκεκριμένο μέρος, <i>ξαπολυσώνας</i>: το αμόλημα των κατσικιών να βόσκουν, χωρίς τσοπάνη, <i>νιντερέσο</i>: νιτερέσο, συμφέρον, <i>μάνιτα </i>(ή μάνητα): μνησικακία, θυμός, <i>χάρου</i>: προστακτική του «χαίρω», να χαίρεσαι, <i>στον Άην</i>: στον Άδη, <i>διάφορο</i>: κέρδος, <i>στο μενούτο</i>: στο λεπτό, αμέσως, <i>βολά</i>: φορά, <i>ριφάκια</i>: ερίφια, κατσικάκια, <i>απο(γ)υρίστηκε</i>: γύρισε εν τέλει, <i>έτσεά</i>: έτσι δα, <i>όρσ’ αλαπάντα</i>: ορτσα-λα-μπάντα: (ναυτ.) κυριολεκτικά γύρισμα του σκάφους πάνω στον καιρό (ιστιοπλοϊκό «tack») και μεταφορικά «ίσα βάρκα, ίσα νερά».<br />
<br />
<br />
Σ.Σ. Για το Γληοράκι ή καλύτερα τον «κα-Γληγόρη» Μαυρογιώργη (το Κατσιμέτης είναι το παρατσούκλι του συγκεκριμένου κλάδου της οικογένειας), αδελφό της προγιαγιάς μου της Καλής, <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2008/10/blog-post.html">έχουμε ξαναμιλήσει</a> πριν πολλά χρόνια. Σκαλίζοντας το βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού αυτές τις μέρες που ξαναβρέθηα στο πατρικό μου, έπεσα πάνω στην ιστοριούλα αυτή που τη μεταφέρω μονοτονίζοντας και πειράζοντας λίγο μόνο την ορθογραφία που επιλέγει ο Πουλιανός (ειδικά στα τελικά σύμφωνα) ώστε να είναι πιο εύληπτο το κείμενο στον αναγνώστη, χωρίς να χάνονται τελείως τα ακούσματα της ντοπιολαλιάς (βέβαια δεν το κάνω με καμιά ιδιαίτερη συνέπεια, οπότε μπορεί να υπάρχουν και λάθη). Πρόσθεσα ένα αυτοσχέδιο γλωσσάρι, εξ' ημισείας του Πουλιανού και δικό μου, για το ακροατήριο που δεν ακούει καριώτικα από τα γεννοφάσκια του, αν και φαντάζομαι ότι με μικρή μόνο προσπάθεια όλοι αντιλαμβάνονται τις εξαλείψεις, ειδικά των συμφώνων (Γλη(γ)όρης, Ά(δ)ης, παι(δ)ΐν, λι(γ)άκιν), που συνήθιζαν οι παλιότεροι.</span></div><br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-6821073157480176422017-07-29T15:24:00.001+03:002017-07-30T23:40:45.923+03:00Πώς ζάλλει το λίλιρο;<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://www.ikariamag.gr/sites/default/files/styles/width-620-no-upscale/public/field/image/image-1-min.png?itok=udKwom1t" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="579" data-original-width="800" height="290" src="https://www.ikariamag.gr/sites/default/files/styles/width-620-no-upscale/public/field/image/image-1-min.png?itok=udKwom1t" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Φωτογραφία: Μενέλαος Μανώλης</span><br />
<br />
Τις προάλλες που είχε καύσωνα εμφανίστηκε άξαφνα μια κοπελίτσα από το γραφείο σε κακό χάλι· ζαλάδες, τάση για εμετό, πονοκέφαλος. Είχε περπατήσει κάμποσο για να φτάσει μέσα στη ζέστη. Της δώσαμε ντεπόν και νερό, τη βάλαμε στο δροσερότερο κλιματιστικό, κι όταν συνήλθε κάπως, της έβαλα λίγο πάγο επιπλέον· ψυχολογικό κυρίως.<br />
<br />
<i>- Κι εσύ βρε κοπέλα μου τι ήθελες να ‘ρθεις ποδαράτο μες στο λίλιρο;</i><br />
<br />
Η κοπέλα με κοίταξε εμβρόντητη. Είχε τον πόνο της, είχε και τον προϊστάμενο να μιλάει κινέζικα. Ή μάλλον καριώτικα, λιγάκι.<br />
<br />
<i>- Μες το ποιο;<br />
- Το λίλιρο. Το λιοπύρι, πώς το λένε.<br />
- Πρώτη φορά το ακούω.</i><br />
<br />
Η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες συμπεριφέρομαι σα να είναι όλοι Καριώτες ή τέλος πάντων «<i>της ικαριακής παιδείας μετέχοντες</i>» γύρω μου, πράγμα που κατά κανόνα δεν συμβαίνει, οπότε καταλήγω να με κοιτάνε παράξενα. Η συγκεκριμένη κοπελίτσα είναι Χιώτισσα. Γειτονιά μεν, αλλά άλλο πράγμα.<br />
<br />
<i>- Δε λέτε εσείς λίλιρο, ε;<br />
- Όχι. Πώς γράφεται;</i><br />
<br />
Ετοιμάστηκα να πω «όλα γιώτα» αλλά μετά αναρωτήθηκα «γιατί όλα γιώτα;», σάμπως το έχω δει και γραμμένο πουθενά; Μουρμούρισα ένα «δεν είμαι βέβαιος» και πήγα την κοπελίτσα σπίτι της με φουλ κλιματισμό. Μετά άρχισα την ιντερνετική έρευνα: γκουγκλάροντας βρήκα μερικά λίλιρα, ικαριακά όλα (ένα σαν ποίημα της <a href="http://www.ikariamag.gr/ta-grammata-toy-kalokairioy">Δώρας</a>, ένα του <a href="http://www.ikariamag.gr/node/5317">Κωσταντίνου</a>, ένα φρέσκο του <a href="http://www.ikariamag.gr/oi-lexeis-toy-kalokairioy">Μενέλαου</a>, άλλο ένα από το μπλογκ της <a href="http://tirimata9.blogspot.gr/2013/11/blog-post_24.html">Δέσποινας</a>· όλα δικά μας παιδιά). Βρήκα και ένα λίλυρο με «υ» αλλά δε θα με εξέπληττε και κανένα λίληρο ή λήλυρο αν έβρισκα (αλλά δεν βρήκα). <br />
<br />
Σκέφτηκα να ρωτήσω κάνα φιλόλογο online, κατά προτίμηση ικαριακής καταγωγής για να καταλαβαινόμαστε. Βρήκα τη Μαρίνα στο chat. Δεν ήξερε να με διαφωτίσει, διαισθητικά έτεινε επίσης προς το όλα γιώτα, αλλά υπέθετε ότι η λέξη δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια. Δηλαδή δεν ξέρουμε από πού προέρχεται (αρχαία; ξένη;) ώστε να αναζητήσουμε την αντίστοιχη ορθογραφία. Με τα πολλά αφήσαμε το λίλιρο κι αρχίσαμε να λέμε (δηλαδή να γράφουμε) τα νέα μας. Με ρώτησε πότε θα κατέβω Ικαρία κι αν θα πάω αλλού πιο πριν.<br />
<br />
<i>- Μπα, εδώ θα ζάλλω, της έγραψα.<br />
- Γιατί το γράφεις με δυο λάμδα το ζάλω;<br />
- Με δύο δε γράφεται;<br />
- Με ένα. Σαν το ζάλο που λέτε εσείς στην Κρήτη. <a href="https://youtu.be/3DcOIHkwugw">Αργό το ζάλο μου, βαρύ...</a></i><br />
<br />
Αφού της εξήγησα κάπως εμφατικά ότι δεν «λέμε εμείς» στην Κρήτη ακόμα κι αν μας αρέσουν οι Χαΐνηδες, αλλά <i>λένε </i>(οι εντόπιοι), επέμεινα ότι το καθ’ ημάς (δηλ. καριώτικα) ρήμα ζάλλω γράφεται με δύο λάμδα επειδή <i>προφέρεται </i>με δύο λάμδα. Οι παλιοί καριώτες όταν μιλούσαν ακούγονταν τα διπλά σύμφωνα. Η θεία μου η Καλλιόπη με δύο το λέει ακόμα, ξεκάθαρα. Η Μαρίνα δεν ψήθηκε στην ιδέα· αφενός της φαινόταν τραβηγμένο ότι ακούγονται τα διπλά, αφετέρου εκείνη ακούει ένα. Ζάλω (ρήμα), όπως ζάλο (βήμα). Άλλα λέει η θεια μου, άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.<br />
<br />
Δεν το λύσαμε το θέμα, αλλά εγώ γαργαλιόμουνα να το σκαλίσω παραπάνω, κι επειδή δεν έχω το λεξικό του Δημητράκου και το Λίντελ-Σκοτ στο προσκέφαλο σαν τον αστυνόμο Χαρίτο, είπα να δοκιμάσω τη δεύτερη καλύτερη επιλογή. Παλιά (δηλαδή πριν δέκα-είκοσι χρόνια) άμα ήξερες καμιά δύσκολη λέξη σου λέγανε σαρκαστικά «Μα ποιος είσαι; Ο Μπαμπινιώτης;». Τώρα ο Μπαμπινιώτης έχει ξεφτίσει κάπως και το νέο τρεντ λέγεται Νίκος Σαραντάκος. Δεν είναι καθηγητής γλωσσολογίας βέβαια, μεταφραστής είναι, αλλά άμα δεν ξέρει μια λέξη ο Σαραντάκος κάτι δεν πάει καλά με τη λέξη. Αν και δεν γνωριζόμαστε προσωπικά έχω ένα θάρρος με τον άνθρωπο (έχουμε ανταλλάξει κάτι σχόλια στα κοινωνικά μέσα και μερικά μέιλ γλωσσολογικού ενδιαφέροντος στο παρελθόν, χώρια <a href="https://sarantakos.wordpress.com/2015/01/22/litera/">που έχει ασχοληθεί</a> και με τη <a href="http://www.ikariamag.gr/litera-kai-dentrolivanies">λιτέρα και τις δεντρολιβανιές</a> της δικής μας Δέσποινας Σιμάκη). Οπότε χωρίς να χάσω χρόνο, του έγραψα να με φωτίσει. Ζάλλω ή ζάλω; Λίλιρο ή λίλυρο; Ή μήπως λίληρο;<br />
<br />
Δε με φώτισε. Μου απάντησε ότι αγνοεί και τις δύο λέξεις («<i>Ωχ</i>», σκέφτηκα, «<i>κάτι δεν πάει καλά</i>») και ότι αν όντως οι παλιοί έσερναν το λάμδα στο ζάλλω είναι μια ένδειξη υπέρ της γραφής με διπλό, τουλάχιστον στον ενεστώτα (κατά το «βάλλω») αν και το θέμα του αορίστου βέβαια θα πρέπει να είναι με ένα λ (ήζαλλα στον παρατατικό αλλά ήζαλα στο αόριστο) αλλά από την άλλη αν δεν ξέρουμε (δεν παραδίδεται) το πώς γράφεται μια λέξη, η τάση είναι υπέρ της απλούστερης γραφής. Άρα λίλιρο, κατ’ αρχήν.<br />
<br />
Όμως επειδή δεν είμαι και 100% σίγουρος, είπα να απευθυνθώ στη συλλογική σοφία του ikariamag (αυτό που λέγανε στα τηλεπαιχνίδια «να ζητήσω τη βοήθεια του κοινού»). Πείτε μου λοιπόν, με το χέρι στην καρδιά και με πάσα ειλικρίνεια: κατά τη γνώμη σας, <i>πώς ζάλλει το λίλιρο</i>;<br />
<br />
Όσο για το πώς <i>παραματσιράει </i>αυτός που <i>παρασυνείκασε</i> θα τα πούμε άλλη φορά.<br />
<br />
<br />
Σ.Σ. Να αναφέρω ότι δεν έχω πρόχειρο το «Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς» του Δημήτρη Λεσσέ που θα ήταν μια πιθανή δευτερογενής πηγή. Βέβαια ο Δημήτρης καταγράφει προφορικό λόγο οπότε η ορθογραφία που επιλέγει δεν προκύπτει υποχρεωτικά από κάποιο ετυμολογικό ή άλλο σκεπτικό, άρα πάλι στα ίδια είμαστε. <br />
Για χρόνια πίστευα ότι είναι πανελλήνιο το ρήμα ζάλλω (ή ζάλω), με την έννοια του τριγυρνάω, κινούμαι γύρω από κάτι, ακόμα και «ζουζουνίζω» (για έντομα, κυρίως) και μου έκανε τεράστια εντύπωση όταν ανακάλυψα ότι εκτός Ικαρίας είναι άγνωστο, όπως ας πούμε και το «πανάγκασμάν’το» ή ο κορκόφυλλας (η λέξη, όχι το ζώο, το οποίο ενδημεί σε πολλά μέρη). <br />
Ο αστυνόμος Χαρίτος είναι ο ήρωας των αστυνομικών περιπετειών του Πέτρου Μάρκαρη· πριν πάει για ύπνο ενίοτε ξεφυλλίζει τα λεξικά που κοσμούν το ράφι του. Λιγότερο επιμελής ο γράφων, φυλλομετράει την ίδια ώρα το διαδίκτυο για να εντοπίσει τυχόν ξενόγλωσσες λέξεις που μοιάζουν με λίλιρο· βρήκα προσώρας κάτι παρόμοιο στη γλώσσα τσιτσέουα του Μαλάουι και σε μια διάλεκτο γιορούμπα (εξίσου υποσαχάρια), οπότε τείνω να πιστέψω ότι το δικό μας λίλιρο είναι αμιγώς ελληνικό.<br />
<br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;"><i>Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο <a href="http://www.ikariamag.gr/node/11979">ikariamag </a>στις 26/7/2017 με την υπέροχη φωτογραφία του Μενέλαου Μανώλη που αποτυπώνει την κυριολεκτική έννοια «λίλιρο». Μετά τη δημοσίευση μάθαμε από τα σχόλια ότι το Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς του Δημήτρη Λεσσέ το ρήμα γράφεται ζάλλω με δύο λάμδα, και το λίλιρο(ν) με όλα γιώτα, και στο λήμμα ορίζεται ως κυριολεκτική σημασία <i>η παραμόρφωση του ορίζοντα στη μεγάλη μεσημεριανή λαύρα του καλοκαιριού</i>, και ως μεταφορική σημασία ο καύσωνας. Ως προς το ζάλλω οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι ακούγονται τα δύο λάμδα. Σχετικά με το λίλιρο τώρα, ο Αλέξης Πουλιανός στα «Λαογραφικά Ικαρίας» το γράφει λίλλυρο, και εδώ το διπλό λάμδα ταιριάζει με την κυπριακή λέξη «λάλλαρος» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, αν και στο κυπριακό ιδίωμα βέβαια τα διπλά σύμφωνα ακούγονται πολύ περισσότερο. Κάποιος σχολιαστής προτείνει ότι προέρχεται από το «ηλίου ώρα» αλλά αυτό δεν κολλάει πολύ με την κυπριακή ομόλογη λέξη, που αναφέρεται να υπάρχει ομόηχη σχεδόν και στη Σύρο (λάλαρο) και αλλού (μέχρι και στο «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη). Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι στο λεξικό του Δημητράκου υπάρχει η λέξη «λίλυ». πιθανώς λιβυκής προέλευσης, που σημαίνει νερό. Αν η απώτερη προέλευση είναι αυτή, τότε το ικαριακό λίλιρο (ή λίλυρο ή λίλλυρο όπως το θέλει ο Πουλιανός) είναι πιο κοντινό στη ρίζα από το κοινό ελληνικό λάλαρο ή τον κυπριακό λάλλαρο που υποτίθεται ότι είναι ονοματοποιήσεις ήχων. Αλλά μέχρι να αποφανθούν οι γλωσσολόγοι, καλό καλοκαίρι, και μη βγαίνετε μες το λίλιρο σαν την κοπελίτσα.</i></span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-48036270553520654452017-06-07T01:22:00.005+03:002017-06-07T01:36:39.536+03:00Δυο Κατερίνες</p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-KAjh57x6hfg/WTcmaxNDS0I/AAAAAAAAC_E/DCNzYt37YDQkmzs1nAmqPdx-3TgS3bh9wCLcB/s1600/roma_2_16092013.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="320" data-original-width="485" height="264" src="https://4.bp.blogspot.com/-KAjh57x6hfg/WTcmaxNDS0I/AAAAAAAAC_E/DCNzYt37YDQkmzs1nAmqPdx-3TgS3bh9wCLcB/s400/roma_2_16092013.jpg" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Φωτογραφία μιας οιονεί Κατερίνας την ώρα που δέχεται τις «θωπείες» ελληνίδας κυρίας (οθντκ). Λεπτομέρεια από αρκετά διάσημη φωτό του Δημήτρη Μεσσήνη (© Associated Press) που έκανε το γύρο του κόσμου το 2013 (αντιγραφή από <a href="http://www.tanea.gr/news/greece/article/5041554/ton-gyro-toy-kosmoy-kanei-h-fwtografia-gynaikas-poy-klwtsa-koritsaki-katw-apo-thn-akropolh/">εδώ</a>). </span><br />
<br />
Την πρώτη τη συνάντησα ένα βράδυ του 1999 στην πλατεία Ψυρρή. Θα ήταν εννιά-δέκα χρονών τότε. Μας πλησίασε και πρότεινε τα λουλούδια που κρατούσε. Δεν θέλαμε λουλούδια, αλλά η κοπέλα που συνόδευα της έπιασε κουβέντα· θεωρούσε τον εαυτό της με κάποιο τρόπο συγγενική με τους Ρομά, όχι ως φυλή αλλά ως νοοτροπία. Εγώ πάλι δεν το θεωρούσα αλλά η γνώμη μου περίττευε. Είπαμε στη μικρή ότι λεφτά δεν θα έπαιρνε, αλλά άμα ήθελε να φάει κάτι θα την κερνούσαμε. Στρογγυλοκάθησε ευχαριστημένη και άρχισε να τσιμπολογάει από όλα τα πιάτα με μεγάλη όρεξη. Ρωτήσαμε αν ήθελε κάτι συγκεκριμένο. Ζήτησε τηγανητές πατάτες. <br />
<br />
Μέχρι να έρθουν οι πατάτες μιλούσε ακατάπαυστα. Έμαθε πώς μας λένε και τι κάνουμε, αν είμασταν ζευγάρι (δεν είμασταν). Μας είπε ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει πολύ πλούσια και θα έχει χρυσαφικά και υπηρέτες. Το έλεγε με μεγάλη πεποίθηση. Τη ρώτησα το όνομά της. Μου είπε «Κατερίνα». Ρώτησα πού έμενε. Είπε (με μια γκριμάτσα) «<i>στο Γκάζι</i>». Ήξερα ότι στο Γκαζοχώρι την εποχή εκείνη είχαν κατέβει πλήθη <i>κατσίβελων </i>(έτσι τους έλεγαν οι αυτόχθονες) από τη Θράκη, μουσουλμάνοι, τύποις μάλλον. Ξαναρώτησα πώς τη λένε, κι αν τη λένε μόνο έτσι. Χαμογέλασε πονηρά. Είπε ότι τη λέγανε και Γκιουλιέ και Κατερίνα, Καμμιά φορά η μάνα της τη φώναζε Γκουλιέ-Κατερίνα, συμπλήρωσε γελώντας.<br />
<br />
Ήρθαν οι πατάτες και ταυτόχρονα σχεδόν ήρθε ένα παιδομάνι, άλλος με λουλούδια, άλλος με ακκορντεόν, άλλος με κάποιο κρουστό. Περικύκλωσαν το τραπέζι φωνάζοντας σε μια άγνωστη γλώσσα. «<i>Τι λένε; Αδέλφια σου είναι;</i>» ρώτησε η φίλη μου. «<i>Δεν ξέρω τι λένε</i>» είπε ατάραχη η Γκιουλιέ-Κατερίνα μασουλώντας μια πατάτα, «<i>αυτοί είναι γύφτοι</i>». Κάποιο από τα πιτσιρίκια άπλωσε το χέρι και τσίμπησε μια πατάτα από το πιάτο της· η μικρή δαιμονίστηκε. Του άστραψε μια στα μούτρα και του είπε κάτι άγρια στη γλώσσα που υποτίθεται πως δεν ήξερε. Τον πέτυχε τζούφια όμως και ο άλλος απλώς έκανε ένα βήμα πίσω και συνέχισε να της μιλάει με κοροϊδευτικό ύφος. Η φίλη μου τον αγριοκοίταξε, αυτός έπαιξε μια-δυο νότες με το ακκορντεονάκι που κράταγε και πήγε πιο κει με τα άλλα πιτσιρίκια. Σκορπίστηκαν στην πλατεία, στα διάφορα μεζεδοπωλεία.<br />
<br />
Οι θαμώνες των άλλων τραπεζιών μας κοίταζαν με ένα μίγμα απορίας και περιφρόνησης, καθώς είμασταν σαν οικογένεια με το αταίριαστο θορυβώδικο παιδάκι μας· λίγο μαυριδερό βέβαια και κακοντυμένο, χώρια η φασαριόζικη παρέα του. Η Γκουλιέ-ούτως-ειπείν-Κατερίνα τσιμπολόγησε τις τελευταίες πατάτες και με διέταξε δείχνοντας το διερχόμενο γκαρσόνι: «<i>Πες του να μου φέρει κοκακόλα</i>» Συμμορφώθηκα με τις εντολές της μελλοντικής πλούσιας· το γκαρσόνι στράβωσε ελαφρώς όταν κατάλαβε για ποιον είναι η κοκακόλα αλλά δεν είπε τίποτα. Τη ρώτησα αν πήγαινε σχολείο. Στραβομουτσούνιασε. «<i>Δε μου άρεσε. Πήγα Πρώτη και Δευτέρα. Τρίτη δεν πήγα, βαριόμουνα.</i>» Η φίλη μου τη ρώτησε αν ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Συγκατένευσε, αλλά χωρίς ιδιαίτερη έμφαση. Η φίλη της έδειξε μια λέξη στον κατάλογο του μαγαζιού και τη ρώτησε «<i>τι λέει εδώ;</i>». Η Γκιουλιέ δεν γύρισε καν να κοιτάξει· μάλλον της ήταν πολύ περίπλοκο ή πολύ αδιάφορο. Αντ’ αυτού, το πρόσωπό της φωτίστηκε ξαφνικά και είπε «<i>Ξέρω και αγγλικά, θες να σου πω ένα τραγούδι;</i>».<br />
<br />
Κοιταχτήκαμε απορημένοι. Η μικρή άρχισε να τραγουδάει ένα τραγουδάκι, πιθανότατα παιδικό, σε άπταιστα αγγλικά. Μάλλον δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά δεν της ξέφευγε ούτε λέξη, ούτε νότα. Είχε και πολύ ωραία φωνή. Από τα γύρω τραπέζια σταμάτησαν να μας κοιτάνε παράξενα, και ακούγονταν μέχρι και μουρμουρητά θαυμασμού. Όταν τέλειωσε, κάνα-δυο χειροκρότησαν κιόλας. Ρούφηξε τις τελευταίες γουλιές από το μαυροζούμι κάνοντας θόρυβο με το καλαμάκι. Πάνω στην ώρα ξαναμαζεύτηκε το παιδομάνι γύρω μας και κάποιος της είπε κάτι στην ακατανόητη γλώσσα. Η σχεδόν Κατερίνα πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει μαζί με τα άλλα μικρά. «<i>Πού πας;</i>» της φώναξε η φίλη μου, «<i>Με φωνάζει η μαμά μου</i>» απάντησε η μικρή και συνέχισε να τρέχει προς τα στενά ανταλλάσσοντας πού και πού καμμιά σβουριχτή με το αγοράκι με το ακκορντεονάκι που έτρεχε δίπλα της.<br />
<br />
<div style="text-align: center;">- . - . -</div><br />
Τη δεύτερη τη συνάντησα για πρώτη φορά στο Ηράκλειο, στα τέλη του 2006. Είχα κανονίσει να πιάσω δουλειά με τον καινούργιο χρόνο, και έκανα ένα διερευνητικό ταξίδι για να βρω διαμέρισμα και να γνωρίσω κάπως καλύτερα τα κατατόπια της καινούργιας πόλης, στην οποία είχα βρεθεί μόνο ως φιλοξενούμενος δεκαετίες πριν. Περιπλανιόμουν στους δρόμους με τις «Κρητικές Αγγελίες» και ένα χάρτη στο χέρι, σε διαδοχικά ραντεβού με διάφορους μεσίτες και σε έναν ατελείωτο ποδαρόδρομο στα στενά για λόγους εξοικείωσης και αναγνώρισης των χαρακτηριστικών της κάθε γειτονιάς. Κάποια στιγμή έκατσα σε μια καφετέρια της πλατείας Ελευθερίας. Ήρθε δίπλα μου και άρχισε να παίζει κάτι με το ακκορντεονάκι της. Ύστερα άπλωσε το χέρι.<br />
<br />
Της είπα με χαζοδιδακτικό ύφος ότι τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουν και γι’ αυτό δεν πρέπει να τους δίνουν λεφτά. Δεν εντυπωσιάστηκε από το επιχείρημα. «<i>Δώσε μου να πάω να πάρω σουβλάκι</i>» είπε. Της είπα ότι άμα πεινάει θα της πάρω εγώ κάτι να φάει αλλά λεφτά δεν έχει. Έκατσε στην καρέκλα απέναντί μου. «<i>Τοστ</i>», είπε ξεφυσώντας. «<i>Δεν έχουν σουβλάκια σε αυτό το χαζομάγαζο. Πες του να βάλει πατατάκια στο πιάτο.</i>». Ρώτησα πώς τη λένε.<br />
<br />
<i>- Κατερίνα</i>, είπε.<br />
<i>- Μόνο;<br />
- Τι μόνο; Θες κι επίθετο;<br />
- Δεν έχεις άλλο; Όχι επίθετο, άλλο μικρό όνομα.<br />
- Κατερίνα. Δε σου κάνει;</i><br />
<br />
Μου έκανε. Ρώτησα τα τετριμμένα, ηλικία, αν έχει πάει σχολείο, αν είναι πολλά αδέλφια. Μου απάντησε τα τετριμμένα, έντεκα, μέχρι την Τρίτη (μετά βαρέθηκε και σταμάτησε), όχι πολλά, μόνο τέσσερα για την ώρα. Εκείνη είναι η μεγαλύτερη. Ρώτησα πόσων χρονών είναι η μαμά της. Μου είπε ότι είναι σχεδόν γριά, εικοσιοχτώ. Ύστερα ρώτησε πόσο είμαι εγώ. Της είπα την αλήθεια, κοντά τριανταεννιά. Δεν ξέρω αν ήξερε πόσο είναι τριανταεννιά, αλλά πρέπει να της φάνηκε υπερφυσικά μεγάλο νούμερο. Με ρώτησε πόσα παιδιά έχω εγώ. Της εξήγησα ότι δεν έχω για την ώρα. Δεν είμαι παντρεμένος. Μάλλον της φάνηκε πολύ αφύσικο να μην είμαι παντρεμένος τόσο γέρος, ίσως κάτι σαν αρρώστια. Της είπα ότι από εκεί που είμαι παντρεύονται μεγάλοι γενικά. Ρώτησε από πού είμαι. Είπα κάπως απλοποιητικά ότι ήρθα από την Αθήνα και σκέφτομαι να μείνω στο Ηράκλειο. «<i>Δεν έχω πάει Αθήνα</i>», είπε. Τη ρώτησα αν ήθελε να πάει. «<i>Όχι, γιατί;</i>». Μασούλησε και το τελευταίο πατατάκι μαζί με το τοστ, μάζεψε το ακκορντεόν, με χαιρέτησε κι άρχισε να παίζει κάτι που θα μπορούσε να είναι το «Άστα τα μαλλάκια σου» καθώς απομακρυνόταν.<br />
<br />
Την ξαναείδα ένα παγωμένο βράδυ, Γενάρη μάλλον, να κάθεται μπροστά σε μια βιτρίνα στη Μιλάτου και να πασχίζει να παίξει το ακκορντεονάκι. Αν και οι γιορτές πρέπει να είχαν τελειώσει, είχαν ξεμείνει κάτι παράταιρες διακοσμήσεις. Έκανε βρωμόκρυο και τη λυπήθηκα καθώς τα δάχτυλά της πρέπει να είχαν παγώσει. Δεν είχε και κόσμο, ελάχιστοι περνούσαν. «<i>Καλώς τον</i>», είπε. Έβγαλα και της έδωσα ένα μικροποσό. «<i>Μπα, δίνεις και λεφτά τώρα;</i>» είπε πονηρά. «<i>Δεν έχει σουβλατζήδικα εδώ</i>», απάντησα. «<i>Ναι, κρίμα...</i>» είπε εκείνη και γέλασε.<br />
<br />
Την ξανάβλεπα πότε πότε στο κέντρο, άλλοτε με το ακκορντεόν και άλλοτε με λουλούδια, κάποιες φορές μόνη της και κάποιες με άλλα πιτσιρίκια της φυλής. Πρέπει να είχα κλείσει κάμποσο καιρό πια στην Κρήτη όταν την πέτυχα να τριγυρνάει στα Λιοντάρια και πρόσεξα ότι το σώμα της είχε αρχίσει να αλλάζει. Μεγάλωνε, μεταμορφωνόταν. Με πλησίασε με το θάρρος της παλιάς γνωριμίας.<br />
<br />
<i>- Σήμερα έχω γενέθλια</i>, είπε. <i>Θα μου πάρεις σουβλάκι;</i><br />
<i>- Ε, άμα έχεις γενέθλια να σου πάρω,</i> είπα. <i>Τα πόσα κλείνεις;</i><br />
<i>- Τα δεκατέσσερα</i>, είπε. <br />
<br />
Υπολόγισα ότι από τα έντεκα που μου είχε πει την πρώτη φορά δεν πρέπει να είχε περάσει χρόνος, ή ελάχιστα παραπάνω. Της είπα ότι δε νομίζω να είναι πάνω από δώδεκα. Γέλασε.<br />
<br />
<i>- Τι δώδεκα, τι δεκατέσσερα,</i> είπε.<i> Ένα με γύρο από όλα. Δίπιτο.</i><br />
<i>- Θα σκάσεις από το φαΐ,</i> τη μάλωσα.<br />
<i>- Κανείς δε σκάει από το φαΐ,</i> είπε.<br />
<br />
Παρήγγειλε ένα δεύτερο σαν το πρώτο. «<i>Ένα είπα ότι θα σε κεράσω</i>» της κούνησα το δάχτυλο. «<i>Ένα εσύ, ένα εγώ</i>», είπε. «<i>Εγώ θα το πληρώσω</i>». Το πλήρωσε κανονικά, το πήρε σε μια σακουλίτσα. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα παιδάκι με ακκορντεόν επίσης· του έδωσε τη σακουλίτσα και ο μικρός ενθουσιάστηκε. Έτρεξε μέχρι τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου κι έκατσε στα σκαλιά να το μασουλήσει, αδιαφορώντας για τους διερχόμενους επισκέπτες της Πινακοθήκης.<br />
<br />
<i>- Ο αδερφός μου</i>, είπε η Κατερίνα δείχνοντάς τον.<br />
<br />
Ύστερα σαβούρωσε το δικό της δίπιτο, το κερασμένο, με αστραπιαία ταχύτητα, πριν εμφανιστεί κανένα άλλο αδελφάκι και ζητήσει μερίδιο.<br />
<br />
<i>- Χρόνια πολλά</i>, της είπα. <i>Να τα εκατοστήσεις.</i><br />
<br />
Γέλασε.<br />
<br />
Την ξαναείδα μετά από λίγους μήνες στη Χάνδακος· αλαμπρατσέτα με ένα άλλο κοριτσάκι. Μόλις με είδε από μακριά έσκυψε στο αυτί της φίλης της και της είπε κάτι κρυφά. Η φίλη με κοίταξε ασκαρδαμυκτί. Η Κατερίνα μου φώναξε:<br />
<br />
<i>- Έχω γενέθλια, θα μου πάρεις σουβλάκι;<br />
- Τα πόσα κλείνεις αυτή τη φορά;</i> ρώτησα ειρωνικά.<br />
<i>- Τα δεκάξι</i>, είπε πανηγυρικά.<br />
<i>- Πριν κάτι μήνες ήσουνα δεκατέσσερα, και πολλά λέω.<br />
- Μεγαλώνω γρήγορα,</i> είπε κι έσκασε στα γέλια.<br />
<br />
Έκανα κάμποσο να την ξαναδώ· μπορεί και χρόνο. Την πέτυχα στο Ρέθυμνο, στο καρναβάλι, να περιφέρεται με το ακκορντεονάκι στα στενά της παλιάς πόλης, μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Πέρασε δίπλα από το τραπέζι που καθόμασταν. <br />
<br />
<i>- Γεια σου Κατερίνα</i>, της είπα.<br />
<i>- Τι κάνεις εδώ;</i> ρώτησε.<br />
<i>- Εσύ τι κάνεις εδώ;</i> ρώτησα με τη σειρά μου.<br />
<i>- Δουλεύω. Θες να σου παίξω ένα τραγούδι;</i><br />
<i>- Δε θα σου δώσω λεφτά.<br />
- Δεν πειράζει. Ποιο θες να σου παίξω;<br />
- Όποιο θες εσύ.<br />
- Καλά, θα σου παίξω την Πιτσιρίκα.</i><br />
<br />
Έκανα πως δεν κατάλαβα. Την κοίταξα καλά· είχε μεγαλώσει κι άλλο, αλλά είχε μια κούραση στο βλέμμα που θύμιζε νυσταγμένο παιδί. Ύστερα έφυγε μαζί με κάτι άλλα παιδάκια της φυλής. <br />
<br />
Άργησα πολύ να την ξαναδώ. Έλειψα από την Κρήτη αρκετά χρόνια, κι όταν ξαναγύρισα δεν την έβλεπα πια ανάμεσα στα παιδάκια με τα όργανα και τα λουλούδια στο κέντρο. Σκέφτηκα ότι πιθανότατα δεν θα ήταν «παιδάκι» πια· καθώς είχαν περάσει ήδη τέσσερα-πέντε χρόνια που δεν την είχα δει, θα είχε κλείσει με τους συντηρητικότερους υπολογισμούς προ πολλού τα δεκάξι, μπορεί να έφτανε και τα δεκαοχτώ. Για τον κόσμο της, κορίτσι της παντρειάς. Ένα Σάββατο πρωί διέσχιζα βιαστικός την 25ης Αυγούστου καθώς είχα ως συνήθως στήσει κάποιους στα Λιοντάρια. Ξαφνικά την είδα να περνάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν με είδε. Είχε ψηλώσει και στρογγυλέψει κάμποσο κι έμοιαζε μεγάλη γυναίκα πια. Δεν την έκανες δεκάξι, ούτε δεκαοχτώ. Σκέφτηκα πώς πέρασαν τα χρόνια (και για μένα βέβαια, ούτε λόγος...). Δεν κρατούσε ούτε ακκορντεόν, ούτε λουλούδια. Έστριψε προς το Πάρκο Θεοτοκόπουλου και χάθηκε στον κόσμο που γεμίζει τις καφετέριες.<br />
<br />
Πριν λίγες μέρες με επισκέφτηκε μια παλιά γνώριμη· καθώς περπατούσαμε στο κέντρο μου είπε ότι είχε νοσταλγήσει να φάει σουβλάκι με πίτα. Κάτσαμε σε ένα από τα κεντρικά ψητοπωλεία απέναντι από τη Λότζια, χαζεύοντας το πλήθος στο νυφοπάζαρο του Ηρακλείου. Καθώς ερχόταν η παραγγελία, της είπα ότι είχα να κάτσω σε σουβλατζήδικο στο κέντρο από τον καιρό του κεράσματος της μικρής Κατερίνας. Διηγήθηκα εν τάχει την ιστορία· από το μακρινό 2006 είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια πια. Η φίλη με άκουγε με προσποιητό ενδιαφέρον ενώ άδειαζε το σουβλάκι από τις περισσευούμενες πατάτες. Συνέχισα να διηγούμαι μέχρι που κάποια στιγμή η Κατερίνα εμφανίστηκε ολοζώντανη στο φόντο. Έσπρωχνε ένα καρότσι με ένα μωρό μέσα. «<i>Αυτή είναι</i>» πρόλαβα και είπα στη φίλη μου, καθώς η Κατερίνα πέρασε από δίπλα και με χαιρέτησε, χωρίς να κόψει το βήμα.<br />
<br />
<i>- Γεια σου, τι κάνεις;<br />
- Μια χαρά, εσύ; Να σου ζήσει.<br />
- Ευχαριστώ,</i> είπε κι απομακρύνθηκε προς τη θάλασσα.<br />
<br />
Η φίλη μου έμεινε καρφωμένη πάνω της. <br />
<br />
- <i>Απίστευτο</i>, είπε. <i>Αυτή ήταν;<br />
- Αυτή.<br />
- Να δεις που δεν είναι το πρώτο της παιδί.<br />
- Δεν ξέρω. Θα είναι τώρα εικοσιενός χρονών.<br />
- Εικοσιενός; Αποκλείεται. Αυτή θα είναι κοντά τριάντα σίγουρα.<br />
- Μεγαλώνει γρήγορα</i>, είπα. <br />
<br />
Κι εμείς το ίδιο, σκέφτηκα, αλλά αυτό δεν το είπα.<br />
<br />
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/YEaHkkf9Tms" width="400"></iframe><br />
<span style="font-size: 85%;">Δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την υπόλοιπη ανάρτηση αλλά έχει ακκορντεόν, και τον Φώτη Πολυμέρη (με τη φάτσα του Αλέκου Αλεξανδράκη) να τραγουδάει κάτι που θα μπορούσε να πει και μια Κατερίνα ή δύο, πολλά χρόνια αργότερα.</span><br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Αυτή η ιστορία άρχισε να γράφεται το 2009 κι είχε μείνει στις αιωνίως ημιτελείς ιστορίες του ιστολογίου μέχρι τις προάλλες που είδα την Κατερίνα ΙΙ με το μωρό και τα θυμήθηκα όλα. Το τραγουδάκι που μου αφιέρωσε στο Ρέθυμνο ήταν το «Αγαπώ μια πιτσιρίκα», ένα φρικαλέο νησιωτικοσκυλάδικο των Βαζαίου-Γιαννούλη, αλλά βέβαια δε θα ήταν αναμενόμενο να μου αφιερώσει τη Λολίτα του Ναμπόκοφ ξέρω γω ή κάποια άλλη ιστορία με ξεμωραμένα γερόντια και φλογερές κορασίδες από την πινακοθήκη του Μεγάλου Ανατολικού. Αναδρομικώς εκτιμώ το δούλεμα (ψιλό γαζί) που μου έριχνε διαχρονικά· φαντάζομαι η εκπαίδευσή της στο δρόμο θα ήταν τέτοια που εύκολα θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα κερασμένα σουβλάκια ως άτεχνες απόπειρες πεσίματος. Δεν μπορούσε να ξέρει βέβαια ότι είχε πέσει σε μπλόγκερ που την αντιμετώπιζε ως υλικό για ιστορίες. Μεγαλώνουμε γρήγορα· το ζητούμενο είναι οι ιστορίες μας να παραμένουν νέες.<br />
<br />
Για τη Γκιουλιέ-Κατερίνα δεν ξανάκουσα τίποτα τον 21ο αιώνα. Ίσως σήμερα έχει παιδιά στην τότε ηλικία της· ποιος ξέρει;</span><br />
<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-62277330251407189692017-05-20T21:20:00.000+03:002017-05-20T21:20:01.940+03:00Ενύπνιο<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-wp_fv8J_JcY/WSCIhlEiXZI/AAAAAAAAC-w/XTmjLySLYX8W6TFaWBJA0B47qdtSWAjLwCLcB/s1600/dadbw.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="https://4.bp.blogspot.com/-wp_fv8J_JcY/WSCIhlEiXZI/AAAAAAAAC-w/XTmjLySLYX8W6TFaWBJA0B47qdtSWAjLwCLcB/s400/dadbw.jpg" width="278" /></a></div><br />
Σε είδα στον ύπνο μου το απόγευμα. Καθόσουν στην πολυθρόνα του σαλονιού, εκεί που έβλεπες τηλεόραση συνήθως. Κρατούσες ένα σμάρτφον και τηλεφωνούσες. Σκέφτηκα ότι όταν ακόμα ζούσες, με πολλή δυσκολία μπορούσες να χειριστείς ένα παλιο κινητό με τεράστια πλήκτρα, και κάποια στιγμή το πέταξες γιατί δεν έβλεπες πια. Τώρα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στο σμαρτφον όπως των πιτσιρικάδων. Μουρμούρισες ότι κανείς δεν απαντάει.<br />
<br />
«<i>Άστο, μπαμπά</i>», είπα, και στο πήρα από τα χέρια. Είδα το πράσινο τηλεφωνάκι στην οθόνη· η γραμμή ήταν ανοιχτή. Το έφερα στο αυτί και είπα «<i>εμπρός</i>». Άκουσα τη φωνή μιας μακρινής ξαδέλφης. «<i>Άχου, Βασιλάκη, έτσι όπως μιλούσες για μια στιγμή νόμισα πως ήταν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου</i>». Το έκλεισα μην τυχόν και καταλάβεις τίποτα.<br />
<br />
Κάποιος χτύπησε την πόρτα με το χέρι. Πήγα να ανοίξω. Ήταν ένας κυριούλης με φαλάκρα και γιαλιά, με στολή αποκλειστικού νοσοκόμου. «<i>Ήρθα για το μπαμπά</i>» είπε. Μπήκε μέσα και σε χαιρέτησε με ένα νεύμα. Σηκώθηκες, χωρίς βοήθεια. Περπατούσες κανονικά, στητός. Έμοιαζες πιο νέος από την τελευταία φορά που σε είδα.<br />
<i><br />
- Μπαμπά, δε μένεις μέχρι αύριο που θα δούμε τον Ολυμπιακό;<br />
- Δε μπορώ, παιδί μου</i>, είπες, και θυμήθηκα ότι αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες που είχα ακούσει από το στόμα σου όσο ζούσες.<br />
<br />
Η πόρτα έκλεισε· έτρεξα να την ανοίξω. <br />
<br />
Δεν ήταν κανείς.<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-49145540894668184482017-04-20T03:51:00.001+03:002017-04-25T01:26:35.166+03:00Λαμπροδευτέρα με φρικασέ<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-NO13tZ_rEBg/WPf_AAd_ljI/AAAAAAAAC-M/WvTZIqtloRcWLxzGFVrUufLmErwKIBy7ACLcB/s1600/DSC02290.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="https://4.bp.blogspot.com/-NO13tZ_rEBg/WPf_AAd_ljI/AAAAAAAAC-M/WvTZIqtloRcWLxzGFVrUufLmErwKIBy7ACLcB/s400/DSC02290.JPG" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Οδική σήμανση προς Ποταμό, με μια δόση υπερβολής. (Φωτό Ροβυθέ, Αύγουστος 2010).</span><br />
<br />
Για κάποιους λόγους χρειάστηκε φέτος να διακόψω το σερί κι έτσι μετά από 33 συνεχή χρόνια έκανα Πάσχα στην Αθήνα. Από αυτά τα 33 Πάσχα, με εξαίρεση ένα που ήμουν νεοσύλλεκτος στο στρατό, όλα τα υπόλοιπα τα είχα κάνει στην Ικαρία. Κατά τεκμήριο «οικογενειακά», αλλά όχι πάντα, καθώς υπήρχαν χρονιές που οι γονείς και τα αδέλφια μου (ή κάποια από τα αδέλφια) δεν πήγαιναν στο νησί, ωστόσο ο Βενιαμίν (ή εν προκειμένω ο Βασιλάκης) έβρισκε τον τρόπο ή την αφορμή να πάει.<br />
<br />
Μια τέτοια χρονιά ήταν και το 1987, αν θυμάμαι καλά (βέβαια δοθείσης και της τριακονταετίας που μεσολάβησε δεν είναι και σίγουρο ότι θυμάμαι καλά). Στην ηλικία των δεκαεννέα άρτι συμπληρωμένων τότε, δευτεροετής φοιτητής, σκεφτόμουν ότι το ταξίδι είναι μεγαλύτερη ανταμοιβή από τον προορισμό, και είχα ήδη δοκιμάσει τις δυνάμεις μου σε μοναχικές (δηλαδή άνευ οικογενείας) εξορμήσεις στην Ικαρία τα προηγούμενα και προ-προηγούμενα Χριστούγεννα, άρα σε σαφώς πιο αντίξοες συνθήκες από ό,τι το αναλογικά πιο ήπιο (μετεωρολογικώς τουλάχιστον) Πάσχα. Ο τόπος φάνταζε φιλικός και οικείος στην ανοιξιάτικη εκδοχή του, το σπίτι πιο ανθρωπινό (καίτοι εν πολλοίς οικοδομή ακόμα), χώρια η ακλόνητη πίστη στην καλωσύνη των ξένων ή τέλος πάντων του ευρύτερου σογιού και ειδικότερα μιας πρώτης ξαδέλφης που έμενε δίπλα η οποία θα εξασφάλιζε το κατσικάκι ημών το επιούσιον όταν με το καλό έφτανε η Ανάσταση.<br />
<br />
Θυμάμαι αμυδρά να ταξιδεύω Μεγάλη Τετάρτη σε ένα κατάφορτο πλοίο (αλλά αυτή η ανάμνηση μπορεί και να έχει ανακατευτεί με τριανταμία παρεμφερείς αναμνήσεις πριν και μετά, οπωσδήποτε...) και στο ίδιο πλοίο να ταξιδεύουν φίλοι και γνωστοί. Δεν θυμάμαι πια με λεπτομέρειες πώς ακριβώς πέρναγαν οι μέρες, αλλά ανακαλώ κάτι γουρούνες (Σ.Σ. βαρελότα...) που σκάγαμε με τον κολλητό μου το Χρήστο στην πλατεία του Ευδήλου, που τα χρόνια εκείνα ήταν ακόμα κάπως σκοτεινή και ερημική, με λιγότερα μαγαζιά και χωρίς τη μεταγενέστερη πλακόστρωση. Αδυνατώ να θυμηθώ πού έφαγα το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου ή την Κυριακή του Πάσχα (ίσως στην ξαδέλφη, ίσως σε κάποιο από τα αδέλφια της μάνας μου), θυμάμαι όμως την πρόσκληση από τη Μοσχούλα, τη μητέρα του Χρήστου να πάω τη Δευτέρα σπίτι τους για φρικασέ.<br />
<br />
Δεν ήμουν απολύτως βέβαιος τι αφορούσε η πρόσκληση, καθότι η λέξη (και η έννοια) «φρικασέ» ήταν ψιλοάγνωστη στο δικό μας σπίτι, αλλά ο έτερος κολλητός, ο Νίκος, μου διευκρίνισε ότι φρικασέ ήταν φαγητό με κρέας (μάλλον αρνί) και μαρούλι (ή τέλοσπάντων χορταρικά) και αυγολέμονο – ένας εύληπτος τρόπος να πάνε κάτω τα υπόλοιπα του πασχαλινού αμνού. Έτσι κι αλλιώς περνούσα τη μισή μέρα στο σπίτι του ενός ή του άλλου κολλητού (δίπλα-δίπλα ήτανε), δεν έβλαφτε να κάτσω και για το γεύμα. Δέχτηκα λοιπόν με χαρά. <br />
<br />
Δευτέρα του Πάσχα, νωρίς νωρίς (δηλαδή κατά τις έντεκα) πέρασα από το σπίτι του Νίκου πρώτα, για καφέ και επισκόπηση της κατάστασης. Ύστερα από λίγο κατέφθασε ο Χρήστος από δίπλα. Ρώτησα με ειλικρινές ενδιαφέρον τι γίνεται με το φρικασέ. Μου εξήγησε ότι είναι νωρίς ακόμα για φρικασέ, πρώτα να πάμε μια βόλτα να χαρούμε την άνοιξη. Αυτή η μανία μερικών ανθρώπων με την άνοιξη μου είναι διαχρονικά ακατανόητη· μάλλον φταίει η επίσης διαχρονική αλλεργία που έχω σε διάφορες γύρεις. Δυστυχώς δεν συμμερίζονται τις απόψεις μου παρά ελάχιστοι άνθρωποι, και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι το απόλυτο must είναι να βγαίνεις βόλτα στα λουλούδια. Εγώ δεν έχω πρόβλημα να βγαίνω βόλτα στα μουσκεμένα φθινοπωρινά σοκάκια π.χ., ή έστω στα χιονισμένα χειμωνιάτικα βουνά, ή στις καλοκαιρινές παραλίες, αλλά αυτό με τα ανοιξιάτικα λιβάδια είναι από εκείνα που αποτελούν παραξενιές μερικών όπως η λατρεία στην πικρή σοκολάτα ή η ανοχή στο κόλιαντρο. Δεν το κατανοείς, αλλά το υφίστασαι, για κοινωνικούς κυρίως λόγους. <br />
<br />
Ευτυχώς και ο Νίκος έδειξε ελάχιστο ενθουσιασμό για την ιδέα. Την εποχή εκείνη είχε μια κριτική διάθεση απέναντι στα πάντα (και κυρίως στον κινηματογράφο: είχε μια τεράστια συλλογή από τεύχη του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» που μπροστά της η δική μου συλλογή από «Αντί» και «Σχολιαστή» παραήταν χλωμή). Είχε επίσης ειδικά εκείνη τη χρονιά μερικά παραπανίσια κιλά. Τέλος, είχε φέρει μαζί του μόνο δερμάτινα παπούτσια με τακούνια· τίποτα σε αθλητικό ή τέλος πάντων κατάλληλο για περπάτημα στα λιβάδια. Ατυχώς ο Χρήστος που καταγόταν από γενιά φημισμένων πεζοπόρων που ξύπναγαν χαράματα οικογενειακώς για να πάρουν τα βουνά και τα λάγκάδια δεν συμμεριζόταν τις αντιρρήσεις μας. Επίσης δεν ενδιαφερόταν και τόσο για τις συζητήσεις μας που αφορούσαν κάτι ανάμεσα σε Φράνσις Φορντ Κόππολα, Ράινερ Βέρντερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί. Με φωνές και χειρονομίες μας ξεσήκωσε από τις καρέκλες, μάζεψε και τα τρία μικρότερα ξαδελφάκια του (ηλικίας Δημοτικού-Γυμνασίου τότε) που άκουγαν στο κάπως αστείο συλλογικό προσωνύμιο «τα τρία κουβαράκια», ζώστηκε και τη φωτογραφική μηχανή του και έδωσε οδηγίες – παύλα – κατευθύνσεις:<br />
<br />
<i>- Θα πάμε στον Ταξιάρχη, στον Ποταμό. Αυτή την εποχή έχει και νερό.</i><br />
<br />
Ανεβήκαμε μέχρι τον πάνω δρόμο και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς τα Δεκάκια, μπροστά ο Χρήστος καμαρωτός με την κάμερα, πιο πίσω σε φάλαγγα καθ’ ύψος τα τρία αδελφάκια, ακόμα πιο πίσω εγώ με το Νίκο βραδυπορώντας χαρακτηριστικά (βοηθούντων και των άβολων παπούτσιών του Νίκου) και συζητώντας για το ενδεχόμενο να κάνει ο Κόππολα τρίτη συνέχεια στο Νονό (Σ.Σ. έκανε, εν τέλει) και το αν η απώλεια του Τρυφώ σήμαινε το οριστικό τέλος της εποχής της νουβέλ-βαγκ. Πού και πού κάναμε στάση (δηλαδή οι μπροστινοί έκαναν στάση για να περιμένουν εμάς) και τραβάγαμε καμιά φωτογραφία.<br />
<br />
Κάποτε φτάσαμε στο Κεραμέ, αλλά αντί να ακολουθήσουμε την όχθη του Ποταμού προς τη θάλασσα, ο Χρήστος μας οδήγησε ανάποδα, «προς τις πηγές» όπου ήταν βέβαιος ότι υπάρχουν καταρράκτες. Εμείς οι κινηματογραφόφιλοι εκφράσαμε κάποιες χλιαρές αντιρρήσεις, ο Νίκος σκεπτόμενος μάλλον τα παπούτσια του που αν δε βόλευαν μία φορά στο μονοπάτι, δε θα βόλευαν δέκα στα κατσάβραχα, εγώ πάλι σκεπτόμενος μάλλον το φρικασέ. Ωστόσο ο Χρήστος έπεισε με ευκολία τα ξαδελφάκια να τον ακολουθήσουν και θέλοντας και μη πήγαμε κι εμείς ξωπίσω. Δεν είμασταν μόνοι, διάφοροι χαρούμενοι εκδρομείς ανεβοκατέβαιναν το μονοπάτι, άλλος μαζεύοντας χόρτα, άλλος αγριολούλουδα, άλλος ψάχνοντας για άγρια σπαράγγια, άλλοι έχοντας βγει όπως κι εμείς βόλτα.<br />
<br />
Η περιοχή δεν ήταν εντελώς ακατοίκητη άλλωστε, κάποιοι είχαν εκεί μετόχια, όπως καλή ώρα ο κυρ Αναστάσης ο Ξηρός, γνωστότερος ως Κολοκάσης (παρατσούκλι που του βγήκε από τα κολοκάσια που φύτρωναν άφθονα στον Ποταμό), ο οποίος εμφανίστηκε κάποια στιγμή πάνω στο γαϊδούρι του. Τον χαιρετήσαμε και ρωτήσαμε αν είναι κανένας καταρράκτης πιο πάνω. Ο γέρος απάντησε ότι ναι, είναι ο Ταξιάρχης πιο πάνω. Θυμήθηκα ότι ήταν θεόκουφος και επανέλαβα την ερώτηση δυνατά και καθαρά· εκείνος ξαναέδειξε προς την εκκλησία. Δεν ήταν βέβαιο ότι άκουσε, αλλά δεν επιμείναμε. <br />
<br />
Περάσαμε τον Ταξιάρχη και συνεχίσαμε για λίγο ακόμα προς τα πάνω. Μέχρι τότε το ποτάμι ήταν ένα απλό ρεματάκι, με βάθος δέκα-είκοσι πόντους και πλάτος λιγότερο από δυο μέτρα στο φαρδύτερο, ίσαμε πενήντα πόντους στο στενότερο σημείο. Άξαφνα όμως βρεθήκαμε σε ένα σκιερό μέρος, όπου ανάμεσα στα δέντρα έβλεπες καθαρά μια λιμνούλα, ίσως τρία μέτρα πλάτος, μέσα στην οποία χυνόταν το νερό από ένα ύψος μισό-ένα μέτρο, και άφριζε πέφτοντας. Ένας πεσμένος κορμός ένωνε τις δυο όχθες τρία-τέσσερα μέτρα πιο δω, φτιάχνοντας ένα αυτοσχέδιο γεφυράκι δίπλα στη λιμνούλα.<br />
<br />
<i>- Δε σας το ‘πα; Σας το ‘πα ότι έχει καταρράκτες!</i> ακούστηκε θριαμβευτική η φωνή του Χρήστου.<br />
<i>- Ε, δεν το λες και Νιαγάρα</i>, είπε σαφώς λιγότερο ενθουσιωδώς ο Νίκος.<br />
<br />
Αν και η αντίληψή μου έτεινε κατά βάση να συμφωνήσει με το Νίκο, ενόψει του ενδεχομένου να μείνει ανικανοποίητος ο Χρήστος και να μας τρέχει ακόμα πιο πάνω να βρούμε άλλον καταρράκτη καλύτερης ποιότητας σε κάνα κορφοβούνι, έσπευσα να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό του. Τα μικρά πρέπει να είχαν μια κάπως θολή εικόνα του πώς πρέπει να είναι να ένας καταρράκτης οπότε δεν τα ρωτήσαμε τη γνώμη τους, έφτανε η γνώμη όσων είχαν απολυτήριο Λυκείου. Ο Χρήστος χειρονομούσε ενθουσιασμένος και πάσχιζε να τραβήξει φωτογραφίες από διάφορες γωνίες. Ο φωτισμός δεν τον βοηθούσε και πολύ· πότε πότε έβγαινε ήλιος ανάμεσα στις φυλλωσιές, αλλά την περισσότερη ώρα είχε συννεφιά. Επιπλέον η καλύτερη γωνία λήψης – συμπέρανε – ήταν από μέσα στο νερό. Χωρίς να χάσει χρόνο, έβγαλε τα παπούτσια του, σήκωσε τα μπατζάκια και άρχισε να πλατσουρίζει. Κάποια στιγμή μας κοίταξε με ενδιαφέρον.<br />
<br />
<i>- Δεν κάθεστε στον κορμό να σας βγάλω μία;</i><br />
<br />
Τα τρία κουβαράκια παρατάχτηκαν μουρμουρίζοντας μπροστά στον κορμό, άλλος με το ένα πόδι διακριτικά στην όχθη, άλλος πατώντας σε κάποια πέτρα που προεξείχε από τη ροή του νερού.<br />
<br />
<i>- Κι εσείς, κι εσείς</i>, επέμενε ο Χρήστος.<br />
<br />
Πήγα κι εγώ ακροποδητί και βρήκα δυο βολικές πετρούλες. Ακούμπησα με τα χέρια στον κορμό· ήταν υγρός και μουχλιασμένος. Πήγα να ακουμπήσω το υπόλοιπο σώμα· μου φάνηκε προς στιγμήν ότι το ξύλο έτριξε. Ύστερα σταθεροποιήθηκε.<br />
<br />
<i>- Άντε κι εσύ, μη ντρέπεσαι</i>, προέτρεψε ο Χρήστος το διστακτικό Νίκο.<br />
<br />
Εκείνος βρήκε μετά μεγίστης προσοχής (για να μη λερώσει και τα παπούτσια) τις κατάλληλες πετρούλες στήριξης, κι ύστερα με εμφανή ικανοποίηση έκατσε χαλαρά στον κορμό. Ατυχώς ο κορμός δεν έδειξε την ίδια ικανοποίηση και θεώρησε καλό να συστραφεί. Η κίνηση αιφνιδίασε το Νίκο που ενόψει του κινδύνου να λερωθούν τα παπούτσια προσπάθησε να στηριχτεί με τα χέρια πίσω του, με αποτέλεσμα να δώσει μια επιπλέον ώθηση στον κορμό που συνέχισε να συστρέφεται μέχρι που από τη μεριά του έφυγε από την όχθη και έπεσε στο ύψος του νερού (όχι τίποτα τρομερό, ίσαμε τριάντα πόντοι πιο κάτω). Το γεγονός ωστόσο προκάλεσε στιγμιαία απώλεια στήριξης σε όλη την πεντάδα, έτσι ώστε να τσουλήσουν όλοι μέσα στο νερό, άλλοι με τα γόνατα, άλλοι με τον κώλο, κι ο τυχερός της παρέας – εγώ – με τα μούτρα. Βλέποντας τον Ποταμό να με πλησιάζει απότομα (και σκεπτόμενος ότι αν σπάσουν τα γιαλιά μου την έβαψα) έκανα μια μεγαλοπρεπή αναπήδηση που με έστειλε στο ασφαλέστερο δυνατό σημείο: μέσα στη λιμνούλα. Πλαφ.<br />
<br />
Έβγαλα το κεφάλι από το νερό σκασμένος στα γέλια. Στην πραγματικότητα το νερό δεν είχε ούτε ένα μέτρο βάθος. Στηρίχτηκα στα χέρια και ανασηκώθηκα. Οι υπόλοιποι γελούσαν κοιτάζοντας εμένα. Και οι τέσσερις ήταν βρεγμένοι εδώ κι εκεί, αλλά όχι πατόκορφα όπως εγώ. Ο Χρήστος πάλι, στεγνός, γελούσε πάνω από το κεφάλι μου, κρατώντας ακόμα τη φωτογραφική μηχανή.<br />
<br />
<i>- Τράβηξες φωτογραφία;</i> ρώτησα τακτοποιώντας τα γιαλιά στη μύτη μου, <i>ή να την ξαναγυρίσουμε τη σκηνή;</i><br />
<i>- Δεν πρόλαβα</i>, απάντησε.<br />
<br />
Τον φασκέλωσα και με τα δύο χέρια. Τότε μόνο πρόσεξα ότι δε φορούσα πια ρολόι. Άρχισα να ωρύομαι ότι πάει το ρολόι. Οι φίλοι μου σχολίασαν ότι έτσι κι αλλιώς παλιατζούρα ήτανε, κουρδιστό. Τους καταράστηκα με όσες κατάρες βρήκα πρόχειρες. Το ρολόι ανήκε στον παππού μου που είχε πεθάνει στην κατοχή, μετά στον πατέρα μου, μετά σε εμένα. Εντάξει, ανήκε και στον αδελφό μου μια εποχή αλλά όταν του το βούτηξα δεν αντέδρασε ιδιαίτερα, οπότε αυτή την όψη της διαδρομής του ρολογιού την παρέλειψα από την αφήγηση. Οι φίλοι συμφώνησαν εν τέλει ότι η ανεύρεση του ρολογιού άξιζε μια προσπάθεια. Ωστόσο φαίνεται πως είχε πέσει στη λιμνούλα, και μάλιστα εκεί που έσκαγε το νερό και έκανε μπουρμπουλήθρες. Κοιτάξαμε με προσοχή· ο βυθός ήταν εκεί, ένα μέτρο πιο κάτω, αλλά σκοτεινός καθώς με τη συννεφιά δεν έβλεπες και πολλά, χώρια που η επιφάνεια ταραζόταν όπως έπεφτε το νερό από τον καταρράκτη (εντάξει, μπορούσες τελικά να τον πεις κι έτσι).<br />
<br />
<i>- Βλέπεις τίποτα;<br />
- Όχι, εσύ;<br />
- Τα ίδια.<br />
- Έχω μια τρομερή ιδέα!</i> φώναξε ξαφνικά ο Χρήστος.<i> Θα εκτρέψουμε το ποτάμι!</i><br />
<br />
Τέτοιος ήταν πάντα, από παιδί, το μυαλό του κολλημένο να φτιάχνει δομικά έργα, τουβλάκια, δρομάκια... Τώρα και εκτροπές ποταμών. Την εποχή που οι άλλοι τζελάρανε το μαλλί δυο ώρες και πηγαίνανε στις ντισκοτέκ να χτυπήσουνε καμιά γκόμενα κάτω από το στρομπολάιτ, αυτός εξακολουθούσε να έχει το μυαλό του στα οικοδομικά. Είναι απορίας άξιον πώς αυτός που την είχε δει εκτροπή του Αχελώου σπούδαζε στο Μαθηματικό, ενώ ο πραγματικός Πολιτικός Μηχανικός της παρέας είχε πάρει το ύφος «έχω μια κριτική διάθεση» και εξέφραζε αυτήν ακριβώς τη διάθεση.<br />
<br />
<i>- Πώς ακριβώς σκοπεύεις να εκτρέψεις το ποτάμι;<br />
- Θα φτιάξουμε ένα φράγμα. Να, θα πάρουμε αυτές εκεί τις πέτρες...<br />
- Έχεις χαζέψει; Και θα σταματήσει να κυλάει το νερό επειδή θα βάλεις αυτές τις πέτρες;<br />
- Προσωρινά. Ίσα ίσα να κόψει τη ροή μέχρι να δούμε πού είναι το ρολόι.<br />
- Αποκλείεται να δουλέψει.<br />
- Φυσικά και θα δουλέψει, και θα στο αποδείξω αμέσως.</i><br />
<br />
Δεν είχε κριτική ματιά, αλλά είχε πάθος. Άρχισε να παίρνει μεγάλες πέτρες από την όχθη και να τις πετάει στο νερό, πριν τον καταρράκτη. Το νερό αδιαφόρησε φυσικά, παρέκαμψε τις πέτρες και συνέχισε να ρέει αμέριμνο. Ο Νίκος χασκογέλαγε, και τα μικρά επίσης. Εμένα με είχε πιάσει μια απελπισία «πάει το ρολογάκι του παππού». Ο Χρήστος αρνιόταν να εγκαταλείψει τη μάχη κι έριχνε κι άλλες πέτρες στο νερό. Κάποια στιγμή ζεστάθηκε, άρχισε να βγάζει τα ρούχα του, μέχρι που έμεινε με το βρακί (έτσι κι αλλιώς το παντελόνι του ήταν μούσκεμα ήδη από τα νερά).<br />
<br />
Ατυχώς <i>εκείνη</i> ακριβώς τη στιγμή έσκασαν μύτη δυο κοριτσάκια στην όχθη προερχόμενα από τον Ταξιάρχη κι απόμειναν να παρατηρούν τον ημίγυμνο Χρήστο και πέντε καταβρεγμένους ρεμπεσκέδες που χασκογελάγανε. Ακόμα ατυχέστερα το ένα κοριτσάκι έτρεξε προς τα πίσω φωνάζοντας <i>«μαμά, μαμά, είναι κάτι τσίτσιδοι εδώ»</i> γεγονός που προκάλεσε άμεση κρίση πανικού σε εκείνον ειδικά εκ των «τσίτσιδων» που κάπως ταίριαζε στην περιγραφή. Σε κλάσματα δευτερολέπτου πρόλαβε να πει «αμάν» και με ένα θεαματικό πλονζόν να προσγειωθεί στη λιμνούλα όπου τουλάχιστον δεν ήταν ορατός. Εμφανίστηκαν τα αγριεμένα κεφάλια μιας μαμάς και ενός μπαμπά· μας κοίταξαν απορημένοι.<br />
<br />
<i>- Ψάχνουμε ένα ρολόι</i>, εξήγησε ψύχραιμος ο Νίκος. <i>Είναι κειμήλιο</i>, είπε δείχνοντάς με.<br />
<br />
Δεν ήμουν εγώ ακριβώς το κειμήλιο, πάντως η οικογένεια είπε «ααα, μάλιστα» ενόσω ο Χρήστος τσαλαβουτούσε δήθεν ψάχνοντας το ρολόι στη λιμνούλα. Μάζεψαν τα κοριτσάκια και απομακρύνθηκαν, αν και το ένα ακούστηκε να λέει στο άλλο <i>«αφού σου είπα δε φοράει παντελόνι»</i>. Στο καπάκι εμφανίστηκε πάλι ο Κολοκάσης πάνω στο γάιδαρο, με αγαναχτισμένο αυτή τη φορά ύφος.<br />
<br />
<i>- Μα εδώ ήβρατε να ‘ρτετε να κολουμπήσετε; Στο Κεραμέ να πάτε που ‘ναι η θάλασσα.<br />
- Όχι κύριε Αναστάση, ένα ρολόι ψάχνουμε.<br />
- Ανάσταση; Δεν κάνει ανάσταση σήμερα ο παπάς, άλλη μέρα ‘α ‘ρτει.</i><br />
<br />
Δεν υπήρχε ελπίδα συνεννόησης. Κάποτε πάντως έκανε τς τς τς στο γάιδαρο και απομακρύνθηκε. Μείναμε οι έξι, κι όταν καταλάγιασαν τα γέλια κάπως, ο Χρήστος έκανε να βγει από τη λιμνούλα.<br />
<br />
<i>- Ε, πού πας; Το ρολόι;<br />
- Σιγά μη βρούμε ρολόι. Τώρα έχει ανακατευτεί κι ο βυθός και θα ‘χει κάτσει λάσπη από πάνω. Τρέχα βρες άκρη μες στο σκότος. Κλάφτο το ρολόι σου. Και να το βρούμε θα έχει πάρει νερά και άντε γεια.<br />
- Θα βάλουμε τα μεγάλα μέσα, </i>είπα με απρόσμενη σιγουριά. <i>Θα τάξουμε φανουρόπιτα.</i><br />
<br />
Δεν πρόλαβαν καν να γελάσουν και ο ήλιος βγήκε στιγμιαία μέσα από τα σύννεφα. Μια ακτίνα πέρασε από τις φυλλωσιές και πέφτοντας στο νερό της λιμνούλας στραφτάλισε πάνω στο ρολόι που αποκαλύφθηκε στο βυθό.<br />
<br />
<i>- Νάτο, εκεί είναι</i>, έδειξα.<br />
<br />
Ο Χρήστος έριξε μια βουτιά, χαρχάλεψε με το χέρι του το σημείο, και αναδύθηκε μεγαλοπρεπώς με το ρολόι στο χέρι, μέσα σε ξέφρενους πανηγυρισμούς.<br />
<br />
<br />
Γυρίσαμε στον Εύδηλο από τον αμαξωτό, καταμουσκεμένοι και περιχαρείς. Μοιάζαμε αστείοι με τα βρεγμένα αλλά δεν είχε σημασία. Η φήμη μας είχε προηγηθεί· η ξαδέλφη μου με περίμενε στην πεζούλα σκασμένη στα γέλια.<br />
<br />
- Α, το ‘βρες το ρολόι; Άλλα παπούτσια 'εν έχεις φέρει;<br />
<br />
Αντί απάντησης ανέμισα το αριστερό χέρι. Ανέβηκα σπίτι να βάλω στεγνά κι ύστερα ανηφόρισα μέχρι του Χρήστου όπου η ευρύτερη οικογένεια ήταν ήδη μαζεμένη. Η Μοσχούλα σέρβιρε το φρικασέ.<br />
<br />
<i>- Δουλεύει;</i> με ρώτησε.<br />
<i>- Δουλεύει</i>, της είπα.<br />
<br />
Τριάντα χρόνια αργότερα, δουλεύει ακόμα.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://4.bp.blogspot.com/-XO2ULaeVIII/WPf_jo6tZRI/AAAAAAAAC-U/30jIxTzByZYtdYYoU3VKUQx4PyFz-6DJACLcB/s1600/DSC02291.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="https://4.bp.blogspot.com/-XO2ULaeVIII/WPf_jo6tZRI/AAAAAAAAC-U/30jIxTzByZYtdYYoU3VKUQx4PyFz-6DJACLcB/s400/DSC02291.JPG" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Η προαναφερθείσα γέφυρα που δεν τη λες και Ρίο-Αντίρριο, κοντά στον καταρράκτη που δεν τον λες και Νιαγάρα, με εικοσιτρία χρόνια διαφορά (Φωτό Ροβυθέ, Αύγουστος 2010).</span><br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Το νερό δεν είναι κάτι εντελώς δεδομένο στα «ποτάμια» της Ικαρίας, ορισμένα από τα οποία ρέουν το πολύ πέντε-δέκα μέρες το χρόνο. Ο Ποταμός όμως (αυτό είναι το όνομα του συγκεκριμένου ρέματος, στο Κεραμέ του Ευδήλου) ρέει αρκετούς μήνες. Και οπωσδήποτε την άνοιξη. Η φράση «Φράνσις Φορντ Κόππολα, Ράινερ Βέρντερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί» είναι ρεφρέν από ένα τραγούδι του Τζίμη Πανούση που εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της δεκαετίας. Τα χρόνια εκείνα ήταν ακόμα σχετικά αρχές μια μακρόχρονης φιλίας με τους εν λόγω κολλητούς (και νυν κουμπάρους). Τότε ήμουν δευτεροετής, τώρα δευτεροετής είναι η μεγάλη κόρη του Χρήστου. Τότε ο Νίκος ήταν από γεματούλης έως οριακά ευτραφής, ενώ εγώ ήμουν οριακά λεπτός. Σήμερα οι όροι έχουν αντιστραφεί: εκείνος είναι λεπτός και τρέχει ημιμαραθώνιους, ενώ εγώ έχω ξεχειλώσει σε τριψήφια κιλά. Κανείς μας δεν έχει ιδέα τι παίζουν τα σινεμά. Τα τρία μικρά ξαδελφάκια έχουν μεγαλώσει κι αυτά· ο μικρότερος θα κοντεύει τα σαράντα.<br />
<br />
Για κάποιο περίεργο λόγο τις φωτογραφίες εκείνης της μέρας δεν τις είδα παρά πριν από δυο-τρία χρόνια, καθώς ο Χρήστος τις ξετρύπωσε από μια ντουλάπα στο πατρικό του και μας τις έδειξε κάποια Χριστούγεννα. Μου έταξε ότι θα μου δώσει αντίγραφα· ακόμα περιμένω, εννοείται. Δε θυμάμαι να έχω ξαναφάει φρικασέ έκτοτε. Πέρσι «έφυγε» κι η Μοσχούλα άξαφνα, ένας Θεός ξέρει τώρα ποιος θα το μαγειρέψει. Τη φανουρόπιτα θυμήθηκα κι είπα στη μάνα μου να την κάνει κάποια στιγμή. Δεν τη ρώτησα τη συνταγή όμως και τώρα πάει, ξεχάστηκε στα θραύσματα της μνήμης.<br />
<br />
Τριάντα χρόνια είναι αυτά βέβαια, δεν περνάνε χωρίς απώλειες. Πάντως το ταξίδι είναι μεγαλύτερη ανταμοιβή από τον προορισμό, έτσι νομίζω ακόμα.<br />
<br />
</span><br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com5tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-31643705502491536452017-03-24T23:30:00.000+02:002017-03-24T23:33:37.013+02:00Πρὸς Κύριον Γεώργιον Δὲ Ῥώσση εὑρισκόμενον εἰς τὴν Ἀγγλία (Διονύσιος Σολωμός)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Dionysios_Solomos.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="293" src="https://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Dionysios_Solomos.jpg" width="400" /></a></div><br />
<br />
Τοῦ πατέρα σου, ὅταν ἔλθῃς,<br />
Δὲ θὰ ἰδῇς παρὰ τὸν τάφο·<br />
Εἶμαι ὀμπρός του, καὶ σοῦ γράφω,<br />
Μέρα πρώτη τοῦ Μαϊοῦ.<br />
<br />
Θὰ σκορπήσουμε τὸ Μάη<br />
Πάνου στ᾿ ἄκακα τὰ στήθη,<br />
Γιατὶ ἀπόψε ἀποκοιμήθη<br />
Εἰς τὸν ὕπνο τοῦ Χριστοῦ.<br />
<br />
Ἦταν ἥσυχος κι᾿ ἀκίνητος<br />
Ὡς τὴν ὕστερη τὴν ὥρα,<br />
Καθὼς φαίνεται καὶ τώρα<br />
Ποὺ τὸν ἄφησε ἡ ψυχή.<br />
<br />
Μόνον, μία στιγμὴ πρὶν φύγῃ<br />
Τ᾿ Οὐρανοῦ κατὰ τὰ μέρη,<br />
Ἀργοκίνησε τὸ χέρι,<br />
Ἴσως γιὰ νὰ σ᾿ εὐχηθῇ.<br />
<br />
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="225" src="https://www.youtube.com/embed/dkGbomI9WHY" width="400"></iframe><br />
<span style="font-size: 85%;">Η μελοποίηση του Νίκου Ξυδάκη, με τίτλο «Προς τον κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση» από τον ομώνυμο δίσκο (1990)<br />
<br />
<br />
<i>Σ.Σ. Μνήμη Η.Δ. (24/12/1925 - 7/3/2017)</i><br />
</span><br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-71325111113464661442015-11-27T11:50:00.000+02:002015-11-27T11:50:01.863+02:00Το μαχαίρι (Άρης Αλεξάνδρου)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://tokoskino.files.wordpress.com/2011/04/28-37b-2-thumb-large.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="293" src="https://tokoskino.files.wordpress.com/2011/04/28-37b-2-thumb-large.jpg" width="400" /></a></div><br />
Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι<br />
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.<br />
Στο μεταξύ<br />
όσο δουλεύεις στον τροχό<br />
πρόσεχε μην παρασυρθείς<br />
μην ξιππαστείς<br />
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.<br />
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.<br />
<br />
<br />
<em>Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)</em><br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Ποίημα της συλλογής «Ευθύτης οδών» (1959) που μετά δημοσιεύτηκε και στη συγκεντρωτική έκδοση <i>Ποιήματα 1941-1974</i>.</span><br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Δανεισμένο από την ιστοσελίδα του Ν. Σαραντάκου</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-53638301308075040302015-11-25T22:44:00.000+02:002015-11-25T23:55:42.401+02:00Καλή Αρχή<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/-mNv3kD-gMTA/VlYbRiMWnrI/AAAAAAAAC5g/RaQakj4O9Jo/s1600/5_87.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://4.bp.blogspot.com/-mNv3kD-gMTA/VlYbRiMWnrI/AAAAAAAAC5g/RaQakj4O9Jo/s400/5_87.jpg" width="400" /></a></div><br />
Λιμάνι δεν είχαμε ακόμα, αλλά είχαμε καραβάκι. Όχι επιβατικό· αυτά πιάνανε μονάχα στον Άγιο όσο καιρό ο Εύδηλος ήτανε μαντρωμένος από τα μπλόκια και χτιζόταν σιγά σιγά ο μώλος, άλλο που πιο παλιά έμεναν αρόδου και τους επιβάτες τους άφηναν να πηδάνε στις βάρκες και να πιάνουν οι βαρκάρηδες μπόγους, καλάθια, μωρά, γέρους, όλα ανάκατα. Πήγαιναν οι βάρκες και ξεφόρτωναν στο καβάκι, εκεί που είναι τώρα η τράπεζα – το ξέρω ότι δεν έχει πια θάλασσα εκεί, πάνε χρόνια που το έχουνε μπαζώσει, συνεχίζονται και αιωνίως τα λιμενικά έργα. Αλλά στην απέναντι μεριά, φτιάξανε κάποτε μια μικρή προβλήτα – υπάρχει ακόμα, έχει κάτι καΐκια τώρα τραβηγμένα – λίγο πιο πέρα από το τελευταίο σπίτι στο γιαλό, του γιατρο-Κωσταντή που λέγανε τότε. Εκεί έδεναν μια δόση τα πιο μικρά επιβατικά, θυμάμαι το «Μιαούλης» και το «Έλλη» μια χρονιά, αλλά τον πιο πολύ καιρό το καραβάκι το εμπορικό. Το «Καλή Αρχή».<br />
<br />
Όσο χτιζόταν ο λιμενοβραχίονας, για μπάνιο πηγαίναμε σπανίως στα Σπάσματα και πιο συχνά σε μια μικρή παραλία απέναντι από το νησάκι του φάρου, στον Κόφινα. Τεχνητή πρέπει να ήτανε, φτιαγμένη από τα μπάζα· από πάνω ρίχνανε φουρνέλα οι εργάτες του λιμανιού και ξεκολλάγανε βράχους που ποντίζανε στα έργα. Όταν κάποτε τέλειωσαν τα έργα, έγινε ο κυρίως μώλος – εκατό διακόσια μέτρα θα ήτανε τότε – κι άρχισαν να έρχονται και φέρυ-μπωτ: θυμάμαι όταν πρωτοήρθε το «Ίκαρος» που ο παπά-Μάζαρης είχε χτυπήσει τις καμπάνες λες και ήταν απελευθέρωση. Βγήκε όλο το χωριό στο λιμάνι, και κατέβαιναν οι επιβάτες και το πλήθος τους υποδεχόταν με τέτοιο ενθουσιασμό λες και γύριζαν από την εξορία στη Μεταπολίτευση. Το «Ίκαρος» ερχόταν από Πειραιά Τετάρτη και Παρασκευή απόγευμα, κάποιες φορές και Κυριακή. Ερχόταν κι έφευγε· τις άλλες ώρες το λιμάνι ανήκε στο «Καλή Αρχή». Και σε εμάς. <br />
<br />
Εγκαταλείψαμε τις παραλίες και μαζευόμασταν στο μώλο για βουτιές. Θα ήταν πρώτη φορά το καλοκαίρι του ’79 ίσως ή του ’80, μια παρέα από δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών το πολύ. Θυμάμαι που ανεβαίναμε πάλι πάνω από μια μεταλλική σκαλίτσα αγκυρωμένη στο τσιμέντο. Μερικοί θαρραλέοι αναρριχητές σκαρφάλωναν στα παλαμάρια του «Καλή Αρχή» και πότε πότε εμφανιζόταν κανείς από το πλήρωμα ή κανένας εργάτης που ξεφόρτωνε και τους έβαζε τις φωνές. Αλλά κι αυτοί καριώτες ήτανε, και οι μεν και οι δε, οπότε μη φανταστείτε καμμιά αγριάδα. Απλά μπορεί να θέλανε να λύσουν κάβους και τους εμποδίζαμε.<br />
<br />
Το θυμάμαι χρόνια, ένα μόνιμο ντεκόρ στο λιμάνι. Πότε ξεφόρτωνε τσιμέντα, πότε ζωοτροφή, πότε τούβλα και πότε φιάλες υγραερίου για τα πετρογκάζ που ήταν ακόμα πολύ διαδεδομένα. Τότε τα πλοία της γραμμής ήταν μικρά και δε βάζανε ψηλά φορτηγά, οπότε τα πιο μπελαλίδικα φορτία ερχόντουσαν με το καραβάκι. Πρέπει να κράτησε κάμποσα χρόνια αυτό· θυμάμαι που ο πατέρας μου με έστελνε μια εποχή (το ’84 μάλλον) κάθε μέρα να δω αν είχε έρθει το «Καλή Αρχή» γιατί περίμενε πώς και πώς ένα φορτίο τούβλα που θα χτίζαμε τους τοίχους του σπιτιού. Είχε δυνατό μελτέμι εκείνες τις μέρες και αργούσε να φανεί (δεν πρέπει να σήκωνε και πάρα πολλά μποφώρ). Όταν κάποτε ήρθε πήγα και του το ανακοίνωσα όλο χαρά, όμως το καραβάκι ήταν τελικά γεμάτο μπουκάλες πετρογκάζ, από τούβλα τίποτα. <br />
<br />
<i>- Τι καλή αρχή, κακό τέλος...</i> μουρμούρισε. <i>Άντε να μαζέψεις τους μαστόρους τώρα... </i>(άλλο παραδοσιακό ικαριακό πρόβλημα αυτό, πέρα από την έλλειψη πρώτων υλών).<br />
<br />
Με τον καιρό πάψαμε να βουτάμε από το μώλο, μεγαλώσαμε και μας ξανακέρδισαν οι παραλίες, έξω από το χωριό πια. Αφήσαμε την εποπτεία του λιμανιού σε νεώτερες γενιές. Κάποτε συνειδητοποίησα ότι δεν το έβλεπα πια το καραβάκι. Ερχόταν πού και πού κανένα γκαζάδικο βέβαια (όταν επιτέλους άνοιξαν βενζινάδικα και στη σοφράνο μεριά του νησιού), αλλά Καλή Αρχή δεν είχε. Σκέφτομαι ότι συν τω χρόνω αυτό το διαμετακομιστικό εμπόριο στα νησιά πρέπει να είχε παρακμάσει· τα φορτία έρχονταν πια με φορτηγά και νταλίκες με το πλοίο της γραμμής ή με Ro-Ro.<br />
<br />
Πριν κάνα δυο χρόνια που έψαχνα κάτι άλλο σε ένα σάιτ, έπεσα πάνω σε μια αφήγηση ενός τύπου που το καπετάνευε κάποτε το Καλή Αρχή. Επιβεβαίωσε την υποψία μου ότι το καραβάκι ήταν ικαριακής ιδιοκτησίας και με καριώτες πλήρωμα – πώς αλλιώς; Τώρα πια δεν έχω συγκρατήσει τα ονόματα πλοιοκτήτη και πληρώματος, δυστυχώς, αλλά κάπου γύρω μας θα κυκλοφορούν. Έψαξα στο διαδίκτυο να βρω καμμιά φωτογραφία του, ματαίως όμως. Κάπως ήρθε η κουβέντα με μια φίλη καριωτίνα, που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει κάτω:<br />
<br />
<i>- Το θυμάσαι το «Καλή Αρχή»;<br />
- Ε, πώς δεν το θυμάμαι, Πώς και πώς το περιμέναμε.<br />
- Α, περιμένατε κι εσείς κάνα φορτίο τούβλα;<br />
- Τι τούβλα καλέ, ό,τι φορτίο και να είχε. Πήγαινε ο πατέρας μου να κάνει κάνα μεροκάματο στο ξεφόρτωμα. Κι ο αδερφός μου το περίμενε.<br />
- Μα ο αδερφός σου ήτανε μικρό, κι αυτός μεροκάματο θα έκανε;<br />
- Όχι βρε χαζέ. Άκουγε τους μεγάλους που το περιμέναν, το περίμενε κι αυτός. Του είχε βγάλει κι ένα ποιηματάκι.<br />
- Τι έλεγε, το θυμάσαι;<br />
- Ε, άμε...</i><br />
<i></i><br />
<blockquote class="tr_bq"><i>Καραβάκι, καραβάκι, πού ‘ρχεσαι γιαλό γιαλό<br />
για να φέρεις πιτεράκι, και κεχράκι τω κοτώ</i></blockquote><i><br />
</i>(Δεν περιμένουμε όλοι τα ίδια πράγματα, τελικά...) <br />
<br />
Τις προάλλες έπεσα πάνω μια παλιά κακοσκαναρισμένη φωτογραφία τακτοποιώντας το χάος του σκληρού δίσκου. Πρέπει να είναι το Καλή Αρχή στο φόντο, καλοκαίρι ’87 ίσως, τραβηγμένη από το κατάστρωμα του Ίκαρου από κάποιον που έφευγε και αποχαιρετούσε τους φίλους του. Τώρα το λιμάνι έχει επεκταθεί ακόμα καμιά τριακοσαριά μέτρα· από τα φουρνέλα στον Κόφινα θα έχουν περάσει ίσαμε σαράντα χρόνια.<br />
<br />
Περνάει ο καιρός.<br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">(Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε στο <a href="http://www.ikariamag.gr/kali-arhi">ikariamag </a>στις 23/11/2015. Η φωτογραφία προέρχεται από το προφίλ του Τάκη Χατζηγεωργίου στο Facebook, αλλά όπως γράφει δεν την τράβηξε ο ίδιος. Από τα σχόλια στο Ikariamag και αλληλογραφία με φίλους προέκυψαν τα ονόματα ορισμένων από τους ιδιοκτήτες και το πλήρωμα του Καλή Αρχή· επιφυλάσσομαι για μια αναλυτικότερη παρουσίαση αν μαζευτεί κάποιο συνεκτικό υλικό. Ευχαριστώ τη Δ. και το Σ. για το cameo appearence, εν αγνοία τους βέβαια.)</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-6104327901282225652015-11-14T20:44:00.000+02:002015-11-14T20:44:04.724+02:00Κανονικά<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/-zZ0roCeFNNI/Vkd-2xrVBGI/AAAAAAAAC5I/vF0jo1xpTT8/s1600/DSC02796.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://4.bp.blogspot.com/-zZ0roCeFNNI/Vkd-2xrVBGI/AAAAAAAAC5I/vF0jo1xpTT8/s400/DSC02796.JPG" width="400" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;"><em>Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη. Φωτό Ροβυθέ, Παρίσι, Δεκέμβριος 2010.</em></span></div><br />
Κανονικά σήμερα θα έγραφα ίσως για την τελευταία μου ιστιοπλοϊκή βόλτα εδώ στα πέριξ ή ίσως κάποια παλιά ιστορία που θυμήθηκα τις προάλλες και διηγούμουν σε μια φίλη φοιτήτρια για την εποχή που ήμουν στην ηλικία της και κατέβαινα αργά τη νύχτα πεζός από την έρημη Πανεπιστημιούπολη. Μπορεί ίσως να αντέγραφα καμιά ακόμα ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη, ενδεχομένως από τα Δευτεροκανονικά, κάτι για το Βηλ και το Δράκοντα ως υπόδειγμα ορθολογικής σκέψης (και όμως...) ή την ιστορία της όμορφης Σωσάννας ως αρχετυπική αστυνομικοδικαστική περιπέτεια. Μπορεί να περιέγραφα το ξεκίνημα της οικιακής κινηματογραφικής λέσχης που οι σινεφίλ προθέσεις της συμπληρώνονται από (ή εξελίσσονται αργά σε) γευσιγνωσία διαφορετικών ντιπ και τουρνουά τρίβιαλ περσούιτ. <br />
<br />
Μπορεί να βαριόμουν αρκετά, τόσο ώστε να αρκεστώ να αναπαράγω απλώς κάποιες δανεικές λέξεις, κανένα μεταπολεμικό ποίημα από αυτά που μου αρέσουν και έχω στην ιστολογική παρακαταθήκη. Μπορεί τέλος να βαριόμουν τόσο που να μην έγραφα τίποτα απολύτως, και να περνούσα το βράδυ διαβάζοντας ή πηγαίνοντας σε μια χοροθεατρική παράσταση που παίζουν κάποιοι παλιοί γνωστοί ή βγαίνοντας έξω με διάφορα ενδεχόμενα πρόσωπα αν υπερνικούσα την ιστιοπλοϊκή κούραση και τη φυσική μου τάση προς την απραξία.<br />
<br />
Αλλά σήμερα δεν είναι μια κανονική μέρα, δεν είναι η αρχή ενός κάπως πιο «αναπαυτικού» Σαββατοκύριακου, δεν είναι η μέρα να κάνουμε πλακίτσα στα social media με τα σαρδάμ του ενός ή την πομπώδη ξερολίαση και το μπιζιμποντισμό του άλλου. Δεν είναι η μέρα να επαναβεβαιώσουμε τις αιώνιες βεβαιότητες (αυτό σίγουρα δεν είναι). <br />
<br />
Γιατί σήμερα είναι η 14η Νοεμβρίου 2015, είναι η μέρα που ξημέρωσε μετά τη ματωμένη νύχτα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι.<br />
<br />
Σήμερα είμαστε όλοι Γάλλοι.<br />
<br />
Κι όπως έγραψε κι η Μ. στον τοίχο της, σήμερα είμαστε όλοι Γάλλοι επειδή πριν δεν είμασταν ποτέ όλοι Σύροι.<br />
<br />
Ή τέλος πάντων, και γι’ αυτό.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://3.bp.blogspot.com/-H8_0CvRFflU/Vkd-3qTb61I/AAAAAAAAC5Q/dZEAYLFwdpo/s1600/DSC02797.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://3.bp.blogspot.com/-H8_0CvRFflU/Vkd-3qTb61I/AAAAAAAAC5Q/dZEAYLFwdpo/s400/DSC02797.JPG" width="400" /></a></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><em><span style="font-size: 85%;">Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη ξανά, λίγο πιο ευρυγώνια. Φωτό ό.π.</span></em></div><br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-13653566042362226222015-11-09T01:31:00.000+02:002015-11-09T02:04:48.092+02:00Πού 'σαι ρε Τζόνας;<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Profitis_Ionas.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Profitis_Ionas.jpg" height="293" width="400" /></a></div><br />
<div style="text-align: right;"><i><span style="font-size: 85%;">καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Ἰωνᾶν· εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; </span></i></div><div style="text-align: right;"><span style="font-size: 85%;"><i>καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἕως θανάτου.</i> (Ιων. 4,9)</span></div><br />
Η πετριά με την Παλαιά Διαθήκη με είχε πιάσει πριν καμμιά δεκαετία και πήγα και αγόρασα ολόκληρους τους εβδομήκοντα (Ο’) στην πεντάτομη απόδοση του Κολιτσάρα, και κουβάλαγα τους τόμους για bed time reading μέχρι που βαρέθηκα να διαβάζω τους «Αριθμούς» και τις «μάταιες γενεαλογίες» των Παραλειπομένων και τις σοφές συμβουλές της Σοφίας Σολομώντος οπότε έχει μείνει το μισό κείμενο αδιάβαστο και προβλέπω έτσι να παραμένει στο διηνεκές. Ωστόσο ειδικά <a href="http://www.myriobiblos.gr/bible/ot/chapter.asp?book=36">το βιβλίο του Ιωνά </a>το είχα εμπεδώσει από πολύ νωρίτερα, καθώς ολόκληρο το κείμενο (δεν είναι και μεγάλο) διαβάζεται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου στην «πρώτη ανάσταση» που λένε, και το είχα πετύχει σε μια Ιερά Σύνοψη με τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και το είχα ξεκοκκαλίσει σε ανύποπτο χρόνο πριν μου σκάσει η πετριά που λέγαμε, σε κάτι μακρόσυρτες πασχαλινές αναμονές περιμένοντας να βαφτούν τα αυγά και να πλυθούν τα εντόσθια για τη μαγειρίτσα και να πάει η ώρα έντεκα το βράδυ για την εκκλησία.<br />
<br />
Αν και τις βασικές πτυχές της ιστορίας τις ξέρουν όλοι και τις ψιλοθυμόμουνα από τα Θρησκευτικά της τρίτης δημοτικού ή κάπου τότε, η ανάγνωση του κειμένου ήταν ένα είδος αποκάλυψης από λογοτεχνική, τρόπον τινά, σκοπιά. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα βιβλία των Προφητών (και δη των «μικρών» προφητών, αλλά και των μεγάλων με εξαίρεση ίσως τον Δανιήλ) το κείμενο δεν εστιάζει σε προφητείες και κατάρες κατά των εχθρών του αρχαίου Ισραήλ, αλλά διηγείται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, και μάλιστα η μοναδική προφητεία που εμπεριέχεται στο κείμενο (η επικείμενη καταστροφή της Νινευή) διαψεύδεται από μόνη της στην πορεία. Αυτό που πιο πολύ μου άρεσε είναι η εντελώς ανθρώπινη (δηλαδή αλλοπρόσαλλη) συμπεριφορά του βασικού ήρωα, ο οποίος τελεί σε μια διαρκή σύγχυση ανάμεσα στις επιθυμίες του και την πραγματικότητα που ζει. Από αυτή τη σκοπιά ο Ιωνάς είναι ένας από μας· ένας μάλλον απλός άνθρωπος που οι καταστάσεις τον ξεπερνούν και ως αναμένεται, τα θαλασσώνει (κυριολεκτικά ενίοτε).<br />
<br />
Μια εποχή είχα μάθει το κείμενο σχεδόν απέξω και ανακατωτά, και διασκέδαζα (χωρίς βλάσφημη διάθεση, πιστέψτε με) με από μνήμης πρόβες μιας απόδοσης της ιστορίας στα νέα ελληνικά, αλλά όχι σε όποια κι όποια νέα ελληνικά, αλλά σε μια διάλεκτο «της πιάτσας», σχεδόν αργκοτική, με μια κάπως «Τσιφορική» χροιά (χωρίς να έχω διαβάσει ποτέ Τσιφόρο, η αλήθεια να λέγεται). Μια φορά σε μια διαδρομή από τη νότια Κρήτη προς το Ηράκλειο απήγγειλα σχεδόν εξολοκλήρου το κείμενο στην εν λόγω διάλεκτο σε μια φίλη που οδηγούσε το αυτοκίνητο, η οποία τόσο ξεράθηκε στα γέλια που κοντέψαμε να τρακάρουμε παραπάνω από μία φορές, οπότε είπα να μην το επαναλάβω το εγχείρημα αφενός διότι άμα στουκάραμε πουθενά άντε να αποδείξεις ότι δεν ήταν εκδήλωση της οργής του Μεγαλοδύναμου αλλά οδηγική πατάτα δικιά μας, και αφετέρου διότι μια φορά το πέτυχα με τόση ενάργεια το κατάλληλο στυλάκι και τυχόν επαναλήψεις του μάλλον θα ήταν χλωμές μιμήσεις, καθότι η έμπνευση είναι σαν τις γυναίκες· σπανίως σε κυνηγάει και συνήθως εσύ την κυνηγάς, τρέχοντας και μη φτάνοντας. Πάντως θυμάμαι αποσπασματικές φράσεις όπου ο Ιωνάς μονολογεί κάτι γραφικές ατάκες τύπου «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ» ή «σε ξέρω εγώ τι μελό είσαι», ο Θεός καλημερίζει ειρωνικά με κάτι «Πού’σαι ρε Τζόνας; Χαθήκαμε παλληκάρι μου» και οι άρχοντες της Νινευή υποδέχονται την προφητεία με ένα κάπως λαϊκό «Μάγκες, την πουλέψαμε» - διάλογοι που ασφαλώς δεν ταιριάζουν με την ιερότητα του κειμένου, αλλά ταιριάζουν (ή έτσι μου φαινόταν τότε) με τη διαχρονική ψυχολογία των ηρώων όπως την αντιλαμβανόμουν.<br />
<br />
Δεν θα μπω στον πειρασμό να ανασυστήσω τη συγκεκριμένη εκδοχή της αφήγησης, αλλά για όσους τυχόν δεν είναι εξοικειωμένοι με τα ιερά κείμενα (δηλαδή φαντάζομαι ολόκληρο το fan base του ιστολογίου, τουτέστιν ο Θανάσης κι άλλοι πεντέξι) το στόρι σε γενικές γραμμές είναι το εξής: Μια μέρα ο Θεός (ο έτερος χαρακτήρας στους περιεκτικούς διαλόγους του βιβλίου) διατάζει τον Ιωνά να πάει στη Νινευή και να προφητέψει ότι η πόλη θα καταστραφεί εντός τριημέρου. Ο Ιωνάς αντί να πάει κατά την Ανατολή (όπου και η Μεσοποταμική πρωτεύουσα των Ασσυρίων) στρίβει κατά τη Δύση, φτάνει στο λιμάνι της Ιόππης (νυν Γιάφφα) και μπαρκάρει προς άγνωστη κατεύθυνση (το κείμενο αναφέρεται σε μια πόλη με το όνομα Θαρσίς, που άλλοι ερμηνεύουν ως την Ταρσό της Κιλικίας και άλλοι πιο ευφάνταστοι ένα πόλισμα έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στην ακτή του Ατλαντικού που σήμερα ονομάζεται Πορτογαλία). Η συνέχεια της ιστορίας είναι πασίγνωστη, καθώς το κόλπο δεν πιάνει και ο Κύριος αποδεικνύεται πανταχού παρών (πράγμα που στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι πάντα εντελώς δεδομένο) οπότε to make a long story short παραλείπουμε κάτι λεπτομέρειες που έχουν περάσει και στα δημοτικά τραγούδια, και ο Ιωνάς μετά από κάποιες άκαρπες διαπραγματεύσεις καταλήγει στο στόμα μιας φάλαινας στην αρχή του δευτέρου κεφαλαίου.<br />
<br />
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες αργότερα (διάστημα που οι Χριστιανοί θα θεωρήσουν προείκασμα της τριήμερης ταφής και ανάστασης του Χριστού, από όπου προκύπτει και η ανάγνωση του Ιωνά το Μεγάλο Σάββατο) ο ήρως εκβάλλεται στη στεριά, αφού έχει δεόντως μετανοήσει και συντριβεί ενώπιον του Θεού. Εκείνος επαναλαμβάνει την αρχική εντολή που ο Ιωνάς τώρα σπεύδει να εκτελέσει προθύμως, οπότε το τρίτο κεφάλαιο διαδραματίζεται στη Νινευή όπου ο Ιωνάς κηρύττει την επερχόμενη καταστροφή. Παραδόξως για τον αναγνώστη του 21ου αιώνα, οι κάτοικοι αντί να τον πάρουν στο μεζέ τον πιστεύουν και το ρίχνουν μαζικά στη μετάνοια. Σε μια εντελώς αταίριαστη αν και κατανοητή συμπεριφορά, ο Ιωνάς τα βάφει μαύρα διότι συνειδητοποιεί ότι ο Θεός που αρέσκεται στη μετάνοια των ανθρώπων ενδέχεται να μην υλοποιήσει την υπεσχημένη προφητεία, πράγμα καλό μεν για τους Νινευίτες αλλά παγκάκιστο για τον ίδιο τον Ιωνά που η φήμη του ως προφήτη θα κηλιδωθεί ανεπανόρθωτα. Ανθρωπίνως, αν και κάπως αστεία, κατεβάζει μούτρα, και πάει και στήνει μια σκηνή παραέξω για δει τι θα απογίνει, στο τέλος του τρίτου κεφαλαίου.<br />
<br />
Ολόκληρο σχεδόν το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στο τέταρτο κεφάλαιο, όπου εκτυλίσσονται μια σειρά από επεισόδια μεταξύ Θεού και μουτρωμένου προφήτη. Για κάποιο λόγο (που μπορώ να εικάσω) η συγκεκριμένη πτυχή της ιστορίας δεν διδασκόταν με λεπτομέρειες στην τρίτη δημοτικού, καθώς ο προφήτης συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδί που του πήραν το παιχνίδι. Το εν λόγω παιχνίδι είναι η κολοκυθιά· όχι η γνωστή «Κολοκυθιά» που παίζανε οι παλιότεροι στην παιδική τους ηλικία (και που ούτε εγώ την έχω προλάβει), αλλά μια πραγματική κολοκυθιά, ή τέλος πάντων ένα δεντράκι που οι Ο’ μετέφρασαν από το πρωτότυπο ως «κολοκύνθη». Ο Θεός βάζει τη μια μέρα το δεντράκι να φυτρώσει αιφνιδίως πάνω από τη σκηνή του Ιωνά ο οποίος χαίρεται που έχει σκιά, αλλά τη νύχτα βάζει ένα σκουλήκι να τη φάει ώστε να ξεραθεί και το πρωί ρίχνει τον ήλιο καταπρόσωπο στον αγαναχτισμένο προφήτη, που κατά δήλωσή του προτιμάει να πεθάνει παρά να ζει. Για χάρη της κολοκυθιάς του.<br />
<br />
Στο συγκεκριμένο σημείο εγώ πάντα ταυτιζόμουν με τη διδακτική άποψη που εκφράζει στο κείμενο ο Θεός: η κολοκυθιά νύχτα φύτρωσε και νύχτα ξεράθηκε κι εσύ τίποτα δεν έκανες γι’ αυτήν και τώρα θέλεις να πεθάνεις για χάρη της; Ο Ιωνάς όμως προτιμάει να πεθάνει, κι εγώ αναρωτιόμουν πάντα πόσο γκρινιάρης και πείσμων μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που να ρισκάρει και τη ζωή του προκειμένου να περάσει το δικό του, ακόμα και με σχετικά ασήμαντες αφορμές (μέχρι που γνώρισα μερικούς ανθρώπους που είχαν αντίστοιχη συμπεριφορά υπό ορισμένες κάπως παρόμοιες περιστάσεις, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, και είδα τον Ιωνά με άλλο μάτι, όχι ως μια βιβλική καρικατούρα αλλά ως έναν άνθρωπο από αυτούς που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και ξαφνικά «παίρνουν ανάποδες» για κάποιους λόγους που δεν είναι προφανείς σε εμάς τους υπόλοιπους και συμπεριφέρονται με έναν τρόπο που σε εμάς μοιάζει ανορθολογικός και εμμονικός, ή καλύτερα συμβατός με μια ιδιαίτερη δική τους λογική που ανάγει σε μείζον ένα ζήτημα ολοφάνερα δευτερεύον, που για τους ίδιους όμως είναι θέμα αρχής.<br />
<br />
Κάπως έτσι σκεφτόμουν να γράψω μια ιστορία για τον Ιωνά πριν έξι περίπου χρόνια στο ιστολόγιο, όταν εκείνη την εποχή διάβασα <a href="http://waxtablets.blogspot.gr/2009/08/blog-post_24.html">μια άλλη ανάγνωση της ίδιας ιστορίας</a> που είχε αναρτήσει τότε η Πόλυ Χατζημανωλάκη στο εξαιρετικό της ιστολόγιο «Πινακίδες από Κερί». Προς μεγάλη μου έκπληξη η Πόλυ φαινόταν κάπως να παίρνει το μέρος του Ιωνά στην ανάγνωσή της, βάζοντας στο κέντρο του ενδιαφέροντος την αγανάκτηση για «το δεντράκι του», παρόλη την sui generis προσωπικότητα του προφήτη. Η εκδοχή της Πόλυς με έκανε να αναβάλω τη δημοσίευση της δικιάς μου ιστορίας (και όχι μόνο γιατί μου είχε κάνει scoop θεματολογικά, αλλά και γιατί ήθελα να το ξανασκεφτώ λίγο το ζήτημα). Μετά πέρασε ο καιρός, οι μήνες και τα χρόνια και ο Ιωνάς καταχωνιάστηκε στη μνήμη μου και στα αζήτητα των αδημοσίευτων «παραλίγο ιστοριών» του ιστολογίου, από όπου ανασύρθηκε χτες για λόγους επιεικώς άσχετους, καθώς γυρνώντας από μια εκδρομή στην ανατολική Κρήτη αυτή τη φορά, και με άλλη παρέα, θυμήθηκα κάτι αστείες ιστορίες και γελώντας ανακάλυψα αιφνιδίως ότι ήμουν στο αντίθετο ρεύμα οπότε σοβάρεψα ξαφνικά (ευτυχώς δεν ερχόταν κανείς) μουρμουρίζοντας «Πού ‘σαι ρε Τζόνας;» κι αφού ξεμπέρδεψα με τα χρόνια πολλά στους εορτάζοντες (καθότι των Ταξιαρχών και γιόρταζαν διάφορα απροσδόκητα ονόματα) έκατσα και ξαναδιάβασα από την αρχή την ιστορία και σκέφτηκα ότι η αψυχολόγητη οργή του Ιωνά ίσως δεν ήταν τελικά ένα ξέσπασμα εγωιστικής παράνοιας ή άντε, εκδήλωση γεροντικού πείσματος ή ίσως αγκίστρωση σε μια διαψευσμένη προσδοκία (μια <i>ακόμα </i>διαψευσμένη προσδοκία), αλλά μπορεί να ήταν κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, πιο θεμελιακό, κάτι που έλκει την καταγωγή του στο επώδυνο παρελθόν του ανθρώπου εκείνου.<br />
<br />
Για κάποιον που έχει περάσει τρεις μέρες (ή τρεις μήνες ή τρεις αιώνες) στην κοιλιά του κήτους, ένα δεντράκι είναι μια παρηγοριά, δεν είναι;<br />
<br />
<br />
<i>[...] ἀπέῤῥιψάς με εἰς βάθη καρδίας θαλάσσης, καὶ ποταμοὶ ἐκύκλωσάν με· πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. [...] περιεχύθη μοι ὕδωρ ἕως ψυχῆς, ἄβυσσος ἐκύκλωσέ με ἐσχάτη, ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. [...] κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι, καὶ ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου [...].<br />
.<br />
.<br />
.<br />
Καὶ προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἰωνᾶν ἐπὶ τὴν ξηράν.</i><br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">Σ.Σ. Το κείμενο της Πόλυς Χατζημανωλάκη περιλαμβάνει διάφορες αναφορές όπου η ιστορία του Ιωνά χρησιμεύει ως έμπνευση· θα ήθελα ίσως να προσθέσω ένα δημοτικό τραγούδι που είχα διαβάσει στη συλλογή του Ν. Πολίτη και μου διαφεύγει τώρα ο τίτλος του, όπου σε μια φουρτούνα οι ναυτικοί προσεύχονται «ο καθένας στο Θεό του» όπως οι συνάδελφοί τους της ιστορίας του Ιωνά. Το πλήρες κείμενο του Ιωνά από τους Ο' μπορείτε να βρείτε </span><a href="http://www.myriobiblos.gr/bible/ot/chapter.asp?book=36"><span style="font-size: 85%;">εδώ </span></a><span style="font-size: 85%;">αλλά αν χρειάζεστε μετάφραση και αντέχετε τις επικολυρικές εκφράσεις μπορείτε να βρείτε μία κάπως γλαφυρή απόδοση </span><a href="http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Iwnas/Iwnas_kef.1-4.htm"><span style="font-size: 85%;">εδώ</span></a><span style="font-size: 85%;">. Αν και με εντυπωσιάζει ως ιδέα δεδομένων των ναυσιπλοϊκών μέσων της εποχής, την άποψη ότι η Θαρσίς, προορισμός του Ιωνά, βρισκόταν στην Ιβηρική χερσόνησο την πρωτοδιάβασα σε ένα βιβλίο για την ιστορία της Πορτογαλίας (και αργότερα την ξαναείδα εδώ κι εκεί στο διαδίκτυο). Την άποψη ότι η «κολοκύνθη» δεν είναι ακριβώς κολοκυθιά την συνάντησα σε μια προτεσταντικής προέλευσης μετάφραση της Βίβλου (άλλωστε το γνωστό σήμερα κολοκύθι είναι φυτό του Νέου Κόσμου, δείτε και σχετικό άρθρο του ειδήμονος Ν. Σαραντάκου </span><a href="https://sarantakos.wordpress.com/2015/04/16/zucchini/"><span style="font-size: 85%;">εδώ</span></a><span style="font-size: 85%;">).<br />
<br />
Α, ναι, η φράση με τις «μάταιες γενεαλογίες» μου έχει μείνει από ένα απόσπασμα του Νικόδημου του Αγιορείτη που διάβασα στο πίσω μέρος μιας έκδοσης του Ερωτόκριτου και έχω ξαναμνημονεύσει </span><a href="http://rovithe.blogspot.gr/2008/02/blog-post_25.html"><span style="font-size: 85%;">εδώ</span></a><span style="font-size: 85%;">.</span> <br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-12230655145484081432015-10-25T19:09:00.000+02:002015-11-02T12:26:48.513+02:00Φραπέ, εσπρέσο, ελληνικό</p><iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/7DWzuBjt4_8" width="420"></iframe><br />
<span style="font-size: 85%;">Η κατά Ορφέα Περίδη εκδοχή του ελληνικού (τούρκικου) καφέ</span>.<br />
<br />
Τώρα που γύρισε ο καιρός, γύρισε και ο καφές. Από φραπέ σε ελληνικό. Δηλαδή τι ελληνικό, τούρκικος είναι, αλλά στα πλαίσια του εθνικού ευπρεπισμού επικράτησε το ελληνικός και το λέω κι εγώ όπως όλοι. Πάντως εδώ και λίγες μέρες που βρέχει κι έχει βάλει μια δροσούλα, δεν τραβιέται πλέον ο φραπέ. Η μαύρη αλήθεια είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκδοχές παίζω, αν και στο σπίτι υπάρχει και καφετιέρα για γαλλικό και μια εισέτι προβληματική εσπρεσιέρα, και φυσικά οι αντίστοιχες εκδοχές συσκευασμένου καφέ στα ντουλάπια.<br />
<br />
Οι δικοί μου έπιναν ελληνικό, φυσικά, χειμώνα-καλοκαίρι. Ακόμα πίνουν. Όταν ήμουν μικρός για κάποιο λόγο «δεν έκανε» να πίνουμε καφέ τα μικρά, οπότε δε μου δίδαξαν την παρασκευή του. Έμαθα όμως από τη γειτόνισσα, τη θεία Βούλα. Δεν ήταν πραγματική θεία μου, απλά ο άντρας της ο Τάσος ήταν κολλητός του πατέρα μου παιδιόθεν, και όταν μεγάλωσαν και βάλανε δυο δραχμές στην άκρη, χτίσανε τα σπίτια τους μεσοτοιχία, με κοινή αυλή. Ο Τάσος ήτανε Μανιάτης και με τη Βούλα ήτανε παραδοσιακό ζευγάρι, οπότε έκανε τον καφέ η Βούλα το απογεματάκι και τον πήγαινε στον Τάσο να τον πιει στην σκιά της αυλής, προσέχοντας πάντα να είναι όπως τον ήθελε ο άντρας της, βαρύς γλυκός. Η ίδια στεκόταν παράμερα όσο ο Τάσος έπινε τον καφέ του. Οι δικοί μου πάλι ήτανε Καριώτες εξίσου παραδοσιακοί, οπότε παραδοσιακά ο πατέρας μου έκανε τους καφέδες και σέρβιρε τη μάνα μου που ήθελε πάντα λίγο παραπάνω ζάχαρη από το «με ολίγη» του μπαμπά, και χωρίς καϊμάκι. Έπιναν τους καφέδες καθισμένοι δίπλα δίπλα και κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων, πρωί και απόγευμα. Όποτε ο πατέρας μου ήταν μπαρκαρισμένος η μάνα μου δεν πολυέπινε καφέ, διότι κατά δική της ομολογία τον έκανε χάλια. Περίμενε να γυρίσει ο πατέρας μου να της τον φτιάξει.<br />
<br />
Παίρνανε πάντα Λουμίδη φρεσκοκομμένο από το κεντρικό κατάστημα στην Αθήνα ή τον Πειραιά. Την εποχή εκείνη υπήρχαν μηχανές που έκοβαν καφέ επιτόπου στους φούρνους της γειτονιάς, αλλά ο μπαμπάς ως άνθρωπος μερακλής αρνιόταν να πιει καφέ που δεν ήταν φρεσκοκαβουρδισμένος και φρεσκοκομμένος και γυρνούσε από το Λουμίδη με κιλά καφέ που μοσχομύριζαν, ειδικά αν επίκειτο <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2011/07/blog-post_30.html">ταξίδι στην Ικαρία </a>όπου φυσικά κατάστημα Λουμίδη δεν προβλεπόταν. Κάπου στα οικογενειακά κειμήλια υπάρχει κι ένας χερόμυλος που σε ακόμα παλιότερες εποχές έκοβαν τον καφέ τους επιτόπου. Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου τον είχε βγάλει σε αχρηστία διότι της θύμιζε την κατοχή όπου άλεθαν καβουρδισμένο ρεβύθι, ελλείψει αληθινού καφέ. <br />
<br />
Κάποια εποχή στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ή αρχές του ’80, υπήρξε μια σχετικά μακρά περίοδος που οι εισαγωγές καφέ είχαν σταματήσει για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, τελωνειακής αιτιολογίας ίσως. Το θέμα έπαιζε ψηλά στις ειδήσεις, και θυμάμαι τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταγγέλλουν την ανικανότητα της κυβέρνησης (του Ράλλη, νομίζω) να εξασφαλίσει τον καφέ του κοσμάκη. Ο πατέρας μου, μπαρκαρισμένος τότε, έγινε δέκτης οικογενειακών παραπόνων δι’ αλληλογραφίας, και όταν ξεμπάρκαρε κατέφθασε αρματωμένος με διάφορες εναλλακτικές συσκευασίες διαφόρων εξωτικών πραγμάτων που παρέπεμπαν σε καφέ αλλά δεν ήταν αυτό που ξέραμε. Το ένα ήταν κάποια κιλά αμερικάνικος Maxwell House, χοντροκομμένος, για εκείνη τη συσκευή που λέγανε percolator ή κάπως έτσι. Το δεύτερο ήταν δυο μεγάλες συσκευασίες Νεσκαφέ. Τα εναλλακτικά προϊόντα δεν ενθουσίασαν τους μεγάλους της οικογένειας, ωστόσο η νεολαία έσπευσε να ασπασθεί αυθωρεί και παραχρήμα τα μηνύματα των νέων καιρών που πλησίαζαν, ειδικά αφού για κάποιο λόγο οι μεγάλοι δεν τα θεωρούσαν αληθινό καφέ που «δεν έκανε» να πίνουμε, αλλά κάποιας μορφής ατελές υποκατάστατο που «δεν πείραζε».<br />
<br />
Ριχτήκαμε λοιπόν μετά μανίας στην παρασκευή διαφόρων νέου τύπου καφέδων, και αν και ομολογουμένως ο αμερικάνικος (που απουσία του κατάλληλου μηχανήματος προσπαθούσαμε να τον φτιάξουμε ως να ήταν ο σημερινός «γαλλικός» σε φίλτρο χειρός) ήταν ένα αποτυχημένο νερομπλούκι, ο Νεσκαφέ μας αποζημίωνε με τη μέθοδο παρασκευής που λέγεται «κουταλάτο», δηλαδή με ανηλεές χτύπημα με ζάχαρη και ελάχιστο νερό σε φλυτζάνι, μέχρι να γίνει μια σχεδόν λευκή κρέμα, στην οποία προσθέταμε αργά και βασανιστικά ζεστό νερό ανακατεύοντας μέχρι να σχηματίσει έναν σχετικά παχύ αφρό που αντικαθιστούσε το καϊμάκι του ελληνικού.<br />
<br />
Κάποτε έληξε το θέμα με τις εισαγωγές καφέ και αποκαταστάθηκε η τάξη με τον ελληνικό, αλλά στο μεταξύ εμείς (και νομίζω μια ολόκληρη γενιά μαζί μας) είχε εθιστεί στη νέα μόδα του Νεσκαφέ, χειμώνα καλοκαίρι. Η δεκαετία που ακολούθησε πρέπει να ήταν η χρυσή δεκαετία του φραπέ: το όνειρο κάθε νεαρού που σεβόταν τον εαυτό του ήταν να ανοίξει καφετέρια, δηλαδή ένα μαγαζί που αποκλειστικό προϊόν προς πώληση θα είχε τις μπουρμπουλήθρες του φραπέ. Καφενεία έκλειναν (ή βάραγαν μύγες) και νέες καφετέριες άνοιγαν παντού, με αναπαυτικές πολυθρόνες ή καναπέδες αντί για τις άβολες καρέκλες των καφενείων, ώστε να περνάνε αβίαστα οι ώρες που άραζες και συγκεντρωνόσουν στις μπουρμπουλήθρες σου, χαζεύοντας τηλεόραση ή ακόμα καλύτερα <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2009/10/blog-post_15.html">βίντεο </a>– το νέο παιχνιδάκι της δεκαετίας.<br />
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/gmHNEbt0D1o" width="420"></iframe><br />
<span style="font-size: 85%;">Μια εναλλακτική ανάγνωση της καφετέριας («<i>ωραία και η κυρία που σερβίρει</i>»), από το μπαρμπα-Σταύρο Καραμανιώλα και τους Χειμερινούς Κολυμβητές.</span><br />
<br />
Η επόμενη κρίση εισαγωγών καφέ, επί ημερών ΠΑΣΟΚ πλέον, βρήκε τον πατέρα μου ξέμπαρκο οριστικά πια. Ημείς οι νεώτεροι δεν είχαμε άγχη, καθότι ο Νεσκαφέ δεν έλειπε, αλλά οι μεγαλύτεροι της οικογένειας άνοιγαν κάθε βράδυ την τηλεόραση με την κρυφή ελπίδα αντί να ακούσουν τη Βασούλα την Παπανδρέου να καταγγέλλει την κερδοσκοπία των μεσαζόντων, να ακούσουν ότι κάπως αποκαταστάθηκαν οι εισαγωγές. Ο μπαμπάς για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του έπιασε στασίδι σε καφενείο, από όπου γυρνούσε βρίζοντας την ποιότητα καφέ που σερβίρανε («ούτε σε μνημόσυνο τέτοιο χάλι»), ενώ η μάνα μου που το να βρεθεί σε καφενείο ήταν αποφασιστικά έξω από τις αντιλήψεις της για την ευπρεπή συμπεριφορά των κυριών, χτυπούσε τα χέρια της γοερά.<br />
<br />
Μια μέρα ο μπαμπάς κουβάλησε μια καφετιέρα του γαλλικού καφέ, μάρκας PHILIPS, μαζί με ένα πακέτο καφέ νομίζω Melitta. Παρόλα τα τέσσερα χιλιάρικα που κόστισε το νέο γκάτζετ, η μάνα μου δεν ψήθηκε ούτε δευτερόλεπτο να πιει κάτι που δεν είχε ούτε καϊμάκι ούτε κατακάθι και που εμείς το στουμπώναμε στο γάλα, όλο ευχαρίστηση. Ευτυχώς κάποτε η σοσιαλιστική κόντρα με τους χονδρέμπορους έλαβε τέλος, και το στοκ Λουμίδη αποκαταστάθηκε μαζί με την οικογενειακή γαλήνη. Η καφετιέρα εξορίστηκε στα ψηλότερα ντουλάπια της κουζίνας, από όπου την κατέβασα εγώ όταν ξεκίνησα τη διπλωματική μου εργασία στο πανεπιστήμιο, σε ένα παράμερο εργαστήριο εντελώς άδειο από άλλο κόσμο και εξοπλισμό.<br />
<br />
Πέρασα εκεί μέσα οχτώ χρόνια γεμάτα, από τα τέλη του ’88 ως τις αρχές του ’97 που πήγα φαντάρος. Η καφετιέρα με συντρόφευε καθημερινά, με το χαρακτηριστικό της γουργούρισμα και τον τεράστιο αριθμό καφέδων που έφτιαχνε όχι μόνο για τα μέλη του εργαστηρίου αλλά και για τη γειτονιά. Θυμάμαι τις μέρες εκείνες με σχετική νοσταλγία· είχαμε ένα κουτί που βάζαμε ψιλά που χρησίμευαν για αγορά καφέ, φίλτρων, ζάχαρης και ενίοτε γάλακτος (αν και δεν έβαζαν όλοι γάλα). Η καφετιέρα χρησίμευε ενίοτε και ως γκομενοπαγίδα· έλεγες ας πούμε στο σκοτεινό αντικείμενο του πόθου «<i>έρχεσαι πάνω να σε κεράσω ένα καφεδάκι;</i>» και μέχρι να ακουστεί το γουργούρισμα και να αρχίσουν να στάζουν οι πρώτες σταγόνες ενώ η μυρωδιά είχε γεμίσει το δωμάτιο, είχες το χρόνο να δημιουργήσεις το κατάλληλο κλίμα. <br />
<br />
Δεν δούλευε πάντα το κόλπο (για την ακρίβεια, κατά κανόνα δεν δούλευε), αλλά η καφετιέρα έβγαλε τα λεφτά της με το παραπάνω, κι ακόμα κι όταν μισοτρύπησε κάποτε από τους επανειλημμένους καθαρισμούς με οξικό οξύ (σε εργαστήριο είμασταν άλλωστε) για να φύγουν τα άλατα που μάζευε με τα χρόνια, αντιστάθηκα στον πειρασμό να την πετάξω και την κουβάλησα πίσω στο ψηλό ντουλάπι της κουζίνας του πατρικού, από όπου ξανακατέβηκε για να με συνοδέψει στο πρώτο δικό μου σπίτι, στην αρχή του νέου αιώνα. Την κουβάλησα μέχρι την Κρήτη στην πρώτη μου εγκατάσταση εδώ· όταν πείστηκα ότι είναι εντελώς άχρηστη, ανακύκλωσα τα μηχανικά μέρη, αλλά κράτησα τη φλάσκα και το πλαστικό φίλτρο που ακόμα σέρνω μαζί μου μετά από δεκαεφτά μετακομίσεις.<br />
<br />
Στο μεταξύ είχαν καταφτάσει ο εσπρέσο και ο φρέντο. Υπήρχαν βέβαια και παλιότερα «ψαγμένα» μαγαζιά που έκαναν εσπρέσο και καπουτσίνο, αλλά η υποχρέωση να πηγαίνεις στα «ψαγμένα» μέρη επιβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με τόσο υποχρεωτικό τρόπο που εμείς οι παλιοί αφισιονάδο του γαλλικού και του φραπέ είμασταν τόσο παρωχημένοι που αποκλειόταν να χτυπήσουμε γκόμενα στα σοβαρά. Η νεώτερη γενιά αδυνατούσε να αντιληφθεί τον εκσυγχρονιστικό ρόλο που είχε παίξει ο Νεσκαφέ δεκαπέντε-είκοσι χρόνια νωρίτερα, και προκειμένου η πολιτισμική διαφορά να δημιουργήσει αληθινό χάσμα, ακόμα και οι βαριές περιπτώσεις σαν εμένα αντικαταστήσαμε τον καλοκαιρινό φραπέ με φρέντο. Ως αντίπραξη όμως στην καθολική επιβολή, αναπτύξαμε μια τάση «επιστροφή στις ρίζες» τουλάχιστον το χειμώνα, οπότε θυμάμαι με μια ορισμένη συγκίνηση το πρώτο μπρίκι που σούφρωσα από το πατρικό μου και το πήγα σπίτι μου για να φτιάξω τον πρώτο ελληνικό καφέ του έτους 2000. <br />
<br />
Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια, κι εκεί που άλλοι ήτανε στους λούνγκους και τους μακιάτους, εγώ είχα περάσει στη φάση «με ολίγη, και ναι και όχι, σε χοντρό φλυτζάνι και με φουσκάλες στη μέση», αν και χωρίς την πατρική υποχρέωση να στήνομαι στην ουρά του Λουμίδη, καθώς μου αρκούσε ο συσκευασμένος του σουπερμάρκετ. Στη δουλειά βέβαια δεν μπορούσες να πιείς ελληνικό (εκτός αν για κάποιο διεστραμμένο λόγο σου άρεσε ο «βαπορίσιος», που δε φαντάζομαι να υπάρχει άνθρωπος που να του αρέσει αυτό το αίσχος), οπότε ειδικά το καλοκαίρι που αχρηστεύονταν οι καφετιέρες του γαλλικού, έκανα πλέον ουρά στο κυλικείο με τα πλήθη που συνωστίζονταν περιμένοντας να βγάλει τον εσπρέσο η μηχανή και να χτυπηθεί το αφρόγαλο, και μετά ο επόμενος ένα από τα ίδια, πέντε λεπτά ανά παραγγελία ήθελε πάνω κάτω, κι όταν ερχόταν η σειρά μου επιτέλους έλεγα «φραπέ» και ξεμπέρδευα σε τριάντα δευτερόλεπτα παρά τα αποδοκιμαστικά βλέμματα των φρεντοφρονούντων γύρω γύρω. <br />
<br />
Όταν βρέθηκα στην Ολλανδία, στο εργαστήριο ο κόσμος έπινε κατά σύστημα ένα πράγμα που έβγαινε από ένα μηχάνημα τιγκαρισμένο στο Douwe Egberts και στο οποίο πατούσες ένα κουμπάκι που έλεγε «καφέ» και έβγαινε ένας αραιός γαλλικός, κι ένα άλλο που έλεγε «εσπρέσο» και έβγαινε ακριβώς ο ίδιος γαλλικός σε μικρότερη ποσότητα. Ο καφές ήταν προσφορά του Τμήματος Βιολογίας στους εργαζόμενους δωρεάν, πράγμα εντυπωσιακό για τα ολλανδικά δεδομένα, αν και θυμάμαι μια δόση που η διαχείριση του κτιρίου απεφάνθη ότι υπερκαταναλώνουμε καφέδες και άρα πρέπει να τους πληρώνουμε. Αμέσως ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας, στα πλαίσια της οποίας παρουσιάστηκε και ένα διάγραμμα που συσχέτιζε την επιστημονική παραγωγικότητα (σε δημοσιεύσεις) με την κατανάλωση καφέ (σε λίτρα), υπονοώντας ότι η αψυχολόγητη απόφαση της διαχείρισης απειλούσε να ρίξει στα τάρταρα την παραγωγικότητα του Ιδρύματος. Εντυπωσιασμένη ίσως από το διάγραμμα (και αγνοώντας μάλλον τη βασική επιστημονική αρχή ότι correlation δεν σημαίνει causation) η διαχείριση υπαναχώρησε εν μέρει, δεχόμενη να είναι τζάμπα ο καφές, αλλά αρνούμενη να πληρώνει τη ζάχαρη και το γάλα (πράγμα παράξενο σε μια χώρα που το γάλα τους τρέχει από τα αυτιά, αλλά τέλος πάντων). Αμέσως τα εργαστήρια ανασυντάχθηκαν παραγγέλνοντας ικανές ποσότητες ζάχαρης και γάλακτος σε σκόνη δήθεν ως αναλώσιμα για την καλλιέργεια των ζουζουνιών που μεγαλώναμε, και το ζήτημα έληξε εκεί.<br />
<br />
Πάντως το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, και ο καφές της ακόμα πικρότερος, όπως με δίδαξε ο φίλος στο Άμστερνταμ που είχε υπερηφάνως εξοπλιστεί με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για Νεσπρέσο και αντίστοιχες αμπούλες διαφόρων γεύσεων, και αναρωτιόταν τι χώρα είναι αυτή που δε μπορούν να φτιάξουν έναν καφέ της προκοπής (παρότι συμπλήρωνε εικοσαετία περίπου εκείνη την περίοδο). Δίπλα η σύζυγός του, αμετανοήτως Ελληνίς του ’80, χτυπούσε το τρίτο φραπεδάκι της ημέρας, χειμώνα-καλοκαίρι, αν και έπαιρνε τον τοπικό Νεσκαφέ που δεν κάνει και πολλή μπουρμπουλήθρα (καθότι είμαι πεπεισμένος ότι μας έχουν μυριστεί τους Έλληνες ότι λατρεύουμε τις φούσκες και μας στάζουν και μια σταγονίτσα σαπούνι στο εδώ χαρμάνι για να αφρίζει ωραία, αλλά φυσικά αυτά είναι τα μικρά μυστικά της εταιρίας, φαντάζομαι). <br />
<br />
Στην Πορτογαλία πάντως όλα αυτά τους φάνταζαν πολύ εξωτικά και παράξενα, καθότι όλες οι πιθανές εκδοχές καφέ ήταν εσπρέσο, εσπρέσο με λίγο γάλα, εσπρέσο με ακόμα περισσότερο γάλα, και γάλα με εσπρέσο. Εγώ προτίμησα αυτό το τελευταίο, με την ονομασία galâo που σημαίνει «γαλόνι» και είναι ό,τι πλησιέστερο στον καφέ Λάττε που λένε εδώ, αλλά στο σπίτι είχα πάντα ελληνικό και Νεσκαφέ φερμένους από την Ελλάδα σε κάθε ταξίδι (πηγαινοερχόμουν συχνά εκείνη την εποχή για κάποιους λόγους). Θυμάμαι μια επίσκεψη που είχαμε πάει με την Αγία Σουζάνα στο πατρικό της στο <a href="http://rovithe.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html">Αλεντέζου</a>, μια βαθιά πορτογαλική επαρχία, όπου πήγαμε μαζί με τη μαμά της να πιούμε έναν καφέ σε μια λιμνούλα έξω από το χωριό. Η γυναίκα είπε στην κόρη της να μου πει να πιώ τον καφέ μου γρήγορα γιατί θα κρυώσει, καθώς αφενός είχα πάρει εσπρέσο-με-περισσότερο-γάλα κι αφετέρου με έβλεπε να τον φυσάω. Είπα στη Σουζάνα να της πει ότι στην Ελλάδα πίνουμε παγωμένο καφέ και η Σουζάνα όχι μόνο το μετέφρασε αλλά και το επιβεβαίωσε λέγοντας ότι όταν είχε έρθει εδώ είχε δει νεοέλληνες με τους φραπέδες ή τους φρέντους τίγκα στο παγάκι. Η μαμά γούρλωσε τα μάτια και σταυροκοπήθηκε λέγοντας «μα τι άνθρωποι είναι αυτοί» καθότι αρνιόταν να πιστέψει στην ύπαρξη ενός καφέ όχι φυσικά κρύου αλλά έστω και κάπως χλιαρού. <br />
<br />
Όταν έφευγα από τη χώρα μου πήραν δώρο οι συνάδελφοι δυο πάκα galâo στιγμής για να μη μου λείψει (όχι ότι θα μου έλειπε βέβαια, κάπου στα ντουλάπια μου έχει ξεμείνει τουλάχιστον το ένα πακετάκι). Τώρα που επέστρεψα και εγκαταστάθηκα πάλι στην Κρήτη, ξανακύλησα στις παλιές μου συνήθειες και παρότι όπως είπαμε το σπίτι είναι εξοπλισμένο με διαφόρων τύπων καφετιέρες, εγώ έχω μείνει στον ελληνικό και το φραπέ, ανάλογα με την εποχή. Στη δουλειά με τον καιρό η παραγγελία μου έχει γίνει κάπως περίπλοκη, τύπου «<i>μονό φραπέ σε διπλό ποτηράκι με δυο μπιλίτσες καντερέλ και πάααρα πολύ γάλα, ναι, ακόμα περισσότερο, κι άλλο λίγο, ναι ευχαριστώ</i>» αλλά πάλι σε τριάντα δευτερόλεπτα ξεμπερδεύω αφήνοντας κατά μέρος τα φρεντοπλήθη, άλλο βέβαια που για να πιώ τον καφέ θέλω τρεις ώρες περίπου ενθυμούμενος τις παλιές ηρωικές εποχές της καφετέριας. Και τώρα που γύρισε ο καιρός, γύρισε κι ο καφές σε ελληνικό, κι έκατσα το πρωί χαλαρός βλέποντας τη βροχή να πέφτει στα τζάμια να πιώ το καφεδάκι μου αναθυμούμενος μια ιστορία που μου έλεγε μια ψυχή, κοντοσυνομίληκη και με παρόμοιες παραστάσεις, από τη μακρινή δεκαετία του ’80.<br />
<br />
Γύριζε ο πατέρας της από τη δουλειά στα χωράφια, κι έτρεχε η μικρή κόρη να τον προϋπαντήσει:<br />
<br />
<i>- Μπαμπά, θες να σου κάνω ένα φραπέ;</i><br />
<br />
Την κοίταζε με δυσπιστία ο πατέρας, και πήγαινε μέσα κι έκανε τον ελληνικό του όπως ήξερε. Μια φορά όμως, καλοκαίρι με ζέστη, γυρνάει θεοσκοτωμένος από την κούραση ο άνθρωπος, και τρέχει η μικρή και τον προλαβαίνει με το φραπέ στο χέρι:<br />
<br />
<i>- Έλα μπαμπά, πιες να δροσιστείς.</i><br />
<br />
Πιάνει το ποτήρι ο άνθρωπος και διψασμένος όπως ήτανε το αδειάζει μονορούφι – ούτε μπουρμπουλήθρα δεν άφησε. Ύστερα της το δίνει πίσω, της χαμογελάει καλωσυνάτα και λέει:<br />
<br />
<i>- Ευχαριστώ, κόρη μου, την ευχή μου να ‘χεις. Κάμε μου τώρα να χαρείς κι ένα καφεδάκι.</i><br />
<br />
<br />
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="315" src="https://www.youtube.com/embed/wSlFN5aUAmU" width="420"></iframe><br />
<span style="font-size: 85%;">Η Νένα Βενετσάνου σε μια ψευδοπροφητική μπαλάντα του καφέ.</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-53043020307843675122015-10-19T00:39:00.001+03:002015-10-25T20:01:27.853+02:00Ακούει το «Ικαρία»;<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://2.bp.blogspot.com/-ZZJjooJe0TI/ViQMYqzgJwI/AAAAAAAAC4M/wKco-7FYcvQ/s1600/DSC07676.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="400" src="http://2.bp.blogspot.com/-ZZJjooJe0TI/ViQMYqzgJwI/AAAAAAAAC4M/wKco-7FYcvQ/s400/DSC07676.JPG" width="300" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Σκάφος με τη σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας σε ανεπίσημη επίσκεψη στη φθινοπωρινή Άνδρο, Μπατσί (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015)</span><br />
<br />
<i>- Από Δαίδαλο, Ικαρία ακούει;<br />
- Ακούει Ικαρία.<br />
- Πορεία 130.<br />
- Ελήφθη.</i><br />
<br />
Στο αεροδρόμιο της Αθήνας έφτασα μεσάνυχτα Πέμπτης. Παρασκευή απόγευμα ο Νίκος πέρασε και με μάζεψε και ξαναβρεθήκαμε στο αεροδρόμιο όπου συναντηθήκαμε με τον Αντώνη και το Βασιλάκη. Στην αίθουσα αναμονής πέσαμε πάνω στο Δαμιανό· πήραμε όλοι μαζί το αεροπλάνο για Σκιάθο όπου μας περίμεναν οι άλλοι δύο. Ο Φραγκίσκος με το Γιώργο πήραν μαζί τους το Δαμιανό στο «Δαίδαλος». Οι υπόλοιποι τέσσερις, Καριώτες όλοι, γίναμε το πλήρωμα του «Ικαρία». Χάρη στην παρουσία του εντεκάχρονου συνονόματου Βασιλάκη, για πρώτη φορά στα χρονικά αυτής της παρέας δεν με φώναζαν με το υποκοριστικό του ονόματος αλλά με το κανονικό. Προσπάθησα εις μάτην να τους επιβάλω να με φωνάζουν Κηλ, επί το ιστιοπλοϊκότερο Keel, αλλά κανείς δεν τσίμπησε. Δεν πειράζει, σαρανταεφτά χρόνια Βασιλάκης έγινα επιτέλους για τρεις μέρες Βασίλης· επαρκής λόγος να συμπαθήσω τον πιτσιρικά όσο δε λέγεται. <br />
<br />
Σαλπάραμε γύρω στις δέκα και μισή, αφού περιμέναμε κάμποσο το Δαίδαλο να ξεμπλέξει την άγκυρά του. Ο καιρός ήταν ακόμα καλός, και βιαζόμασταν να προλάβουμε να περάσουμε το Καβοντόρο πριν μας πιάσει το εξάρι-εφτάρι που προβλεπόταν για την Κυριακή. Στη θάλασσα η συντομότερη οδός δεν είναι πάντα η ευθεία· αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς Άνδρο ώστε την Κυριακή που θα γύριζε Νοτιάς να μην τον έχουμε κόντρα. Ο προπορευόμενος Δαίδαλος έδειχνε την πορεία (130 μοίρες για Κύμη κατ’ αρχήν) με το πρυμνιό φως να λειτουργεί ως σημάδι. Κάναμε βάρδιες κατά δυάδες (και ο μικρός, που απεδείχθη εξαιρετικός τιμονιέρος). Στη σκοτεινή νύχτα, ο ουρανός ήταν γεμάτος χιλιάδες αστέρια. Ο ήχος της μηχανής (μηχανάδα πηγαίναμε, δε φύσαγε ούτε πέντε κόμβους) διακοπτόταν πού και πού από τις διασκεδαστικές παρατηρήσεις που ερχόντουσαν από το VHF.<br />
<br />
<i>- Ικαρία ακούει;<br />
- Έλα Δαίδαλος, ακούει Ικαρία.<br />
- Ερυθρό έχετε;<br />
- Τι ερυθρό; Κόκκινο φως αριστερά;<br />
- Ναι, ερυθρό.<br />
- Στο χωριό μου το λένε κόκκινο. Εσύ απ’ το ίδιο χωριό δεν είσαι;<br />
- Ρε λέγε αν έχετε, δεν το βλέπω.<br />
- Πού να το δεις, αφού είσαι δεξιά. Το κόκκινο είναι αριστερά.<br />
- Καλά, πορεία 130.<br />
- Ελήφθη Δαίδαλος. Τέλος.</i><br />
<br />
Έδωσα κάνα δυο μοίρες ακόμα στον αυτόματο για να πάω λίγο πιο δεξιά. Πάνω στην ώρα το VHF ξαναχτύπησε.<br />
<br />
<i>- Προσοχή, Ικαρία, είναι ένα μηχανοκίνητο και μια μηχανότρατα αριστερά μου.</i><br />
<br />
Πριν προλάβω να πω κάτι σαν «Ναι ρε μλκ, τα βλέπω, μπαμ κάνουνε» ακούστηκε μια τρίτη φωνή στο κανάλι 72.<br />
<br />
<i>- Γρι-γρι είμαι καπετάνιε, όχι τράτα.<br />
- Α, συγγνώμη,</i> ακούστηκε πνιγμένος στα γέλια ο «καπετάνιος».<br />
<i>- Από μπροστά σου να περάσω ή από πίσω;<br />
- Από μπροστά, έχω και ουρά πίσω.</i><br />
<br />
Σήκωσα το φορητό VHF:<br />
<br />
<i>- Η ουρά ακούει, Δαίδαλος. </i><br />
<br />
Αλλά κάπου εκεί τα έπαιξαν οι μπαταρίες και το φορητό γύρισε αυτόματα στο 16 λίγο πριν εκπνεύσει οριστικά. Δυνάμωσα το κεντρικό VHF ώστε να ακούγεται από την καμπίνα αν μιλήσει κάποιος. Συνέχισα με 130-135 (όλο και πιο δεξιά μου βρισκόταν ο Δαίδαλος παρά την προσπάθεια) μέχρι που τέλειωσε η βάρδια μου κατά τις τέσσερις το πρωί και κοιμήθηκα για μερικές ώρες. Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει, είχε φύγει πίσω μας η Κύμη και η πορεία είχε αλλάξει προς τον Καφηρέα. Στο τιμόνι εναλλάσσονταν πατέρας και γιος. Κάποια στιγμή ο Βασιλάκης βαρέθηκε.<br />
<br />
<i>- Μπαμπά, πάω να διαβάσω.<br />
- Εντάξει,</i> είπε ο Αντώνης. <i>Να σε βλέπω.</i><br />
<br />
Ο μικρός είχε υποδειγματική ψυχραιμία για την περίσταση, ούτε γκρίνια, ούτε «θέλω αυτό» ούτε τίποτα. Είχε μαζί του δύο βιβλία-τούβλα με ιστορίες με δράκους, μάγους και ξωτικά, απομιμήσεις του Τόλκιν, φαντάζομαι. Είχε και μια σειρά από αεροπλανάκια-οριγκάμι, σελίδες χαρτί που με ένα ιδιαίτερο δίπλωμα γινόντουσαν μαχητικά F-16, Σουχόι, Ραφάλ κι ό,τι άλλο θες. Είχε και σχολείο τη Δευτέρα, αλλά δε θα πήγαινε. Μου είπε χαμογελαστά ότι θα έχανε το διαγώνισμα ιστορίας. Αλλά δεν πειράζει, ιστορία έχει κάθε μέρα, το Αιγαίο δεν το διασχίζουμε κάθε μέρα, ε;<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://2.bp.blogspot.com/-BlE-bgthhN0/ViQLUggMKoI/AAAAAAAAC4E/J-eq5q4A2Vo/s1600/DSC07667.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://2.bp.blogspot.com/-BlE-bgthhN0/ViQLUggMKoI/AAAAAAAAC4E/J-eq5q4A2Vo/s400/DSC07667.JPG" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Βραχονησίδα απέναντι από τον Καφηρέα. Ούτε τρία μποφώρ. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015)</span><br />
<br />
Περάσαμε τον Καφηρέα μεσημέρι και φτάσαμε στο Μπατσί γύρω στις τρεις μέσα σε απόλυτη νηνεμία. Η σημαία της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας που κρεμόταν από τα ξάρτια μας είχε κεντρίσει την περιέργεια μερικών περιπατητών στο μώλο. Είχε συννεφιάσει, ο καιρός ετοιμαζόταν να γυρίσει. Δέσαμε και πέσαμε στα νερά του λιμανιού κι ύστερα από λίγο πέσαμε τέζα στα κρεβάτια μας για να αναλάβουμε από το πολύωρο ταξίδι. Το λιμανάκι ήταν έρημο, φθινοπωρινό. Το βράδυ φάγαμε σε μια ταβέρνα που στα διπλανά τραπέζια είχε κυρίως ξένους, μόνιμους κατοίκους. Κοιμηθήκαμε νωρίς· η επόμενη μέρα θα άρχιζε πριν χαράξει.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://3.bp.blogspot.com/-SGRK8KNOpuY/ViQNP_Xje9I/AAAAAAAAC4U/ylH0pJcffMg/s1600/DSC07677.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://3.bp.blogspot.com/-SGRK8KNOpuY/ViQNP_Xje9I/AAAAAAAAC4U/ylH0pJcffMg/s400/DSC07677.JPG" width="400" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Μπατσί, Άνδρος, Οκτώβριος 2015 (Φωτό © Ροβυθέ).</span></div><br />
Ξυπνήσαμε με βροχή και με το κύμα να σκάει με πάταγο στο λιμενοβραχίονα. Φορέσαμε νιτσεράδες και γαλότσες· ο μικρός εξορίστηκε στην καμπίνα του παρέα με τους δράκους και τις σαΐτες και οι λοιποί τρεις ζοριστήκαμε λίγο να λύσουμε και να βγούμε ανοιχτά. Ο αέρας ήταν γύρω στους 25 κόμβους, το κύμα άφριζε γύρω όντας εξάρι γεμάτο, τοπικά μπορεί και παραπάνω. Ευτυχώς είχαμε τον καιρό στο πλάι· ανοίξαμε πανιά (μουδαρισμένοι βέβαια) σε μια αρκετά ξεκούραστη ανοιχτή πλαγιοδρομία. Η ταχύτητά μας έφτανε ίσαμε τους οχτώμισι κόμβους. Ο Δαίδαλος πήγαινε πιο γρήγορα καθώς είχε λίγο μεγαλύτερη ιστιοφορία (και οι τρεις του πληρώματός του ήταν έμπειροι, ενώ από εμάς τους τέσσερις μόνο οι δύο, οπότε το πηγαίναμε πιο συντηρητικά). Το VHF γκρίνιαζε.<br />
<br />
<i>- Από Δαίδαλο, πορεία 260.<br />
- Πες του ότι τη βλέπω μπροστά μου τη Τζιά, δε χάνεται.</i><br />
<br />
Δε χανόταν. Χτυπηθήκαμε για κάνα τεσσάρι ώρες αλλά μόλις στρίψαμε προς νότο με κατεύθυνση το Βουρκάρι ο καιρός έπεσε σε ένα αντιμετωπίσιμο τεσσάρι. Στο μεταξύ είχαμε γίνει μουσκίδι μέσα στις νιτσεράδες, πιο πολύ από τον ιδρώτα· ο νοτιάς ήταν ζεστός. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά ο αέρας έπιασε πάλι να δυναμώνει. Μπήκαμε στην Κορρησία κατά τις δώδεκα μπροστά από μια αρμάδα ιστιοφόρων που έτρεχε να κρυφτεί στον κόλπο πριν τους πιάσει άσχημα ο καιρός. Ο Δαίδαλος πρόλαβε και πρυμνοδέτησε υπό γωνία· όταν μπήκαμε εμείς ήδη τσακωνόντουσαν με άλλους που ήθελαν να δέσουν πάνω τους. Τελικά χωθήκαμε εμείς δίπλα σε μια κάπως προβληματική πλαγιοδέτηση που ενισχύσαμε με διαγώνια σχοινιά προς το μώλο (έτσι βέβαια εμποδίζαμε τον οποιοδήποτε άλλο να δέσει δίπλα μας, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια). Ο άνεμος έκανε ριπές πάνω από τριάντα κόμβους και μας έσπρωχνε προς την προβλήτα, αλλά τα δίδυμα σκάφη μας απλώς έσπρωχναν τα μπαλόνια και κρατιούνταν καλά από τα σχοινιά και κάπως από τη μισή άγκυρα που είχαμε προλάβει να ρίξουμε.<br />
<br />
Σε λίγο στο λιμανάκι γινόταν το αδιαχώρητο· όλοι είχαν σπεύσει να πλαγιοδετήσουν καλού-κακού και οι επόμενοι έδεναν πάνω τους φτιάχνοντας στοίβες από σκαφάκια. Μερικοί έμειναν αρόδου, πάνω στις άγκυρες, περιμένοντας να περάσει το χειρότερο. Κάποια στιγμή βγήκε ήλιος· βάλαμε τα βρεγμένα να στεγνώσουν, κάποιοι βούτηξαν στα νερά, και μετά αράξαμε στις παραλιακές καφετέριες για εσπρέσσο και γλυκάκι βλέποντας κάτι τεράστια καταμαράν να προσπαθούν να χωρέσουν σε δυο μέτρα ντόκο. Η Κορρησία ήταν πολύ πιο κοσμική από το χτεσινό Μπατσί· πλήθη Αθηναίων ιστιοπλόων τριγυρνούσαν στο λιμανάκι σε χτυπητή αντίθεση με το ερημικό Ανδριώτικο λιμάνι. Περάσαμε τις ώρες με εφημερίδα, κουβεντούλα, και τζιν-τόνικ, μέχρι να έρθει ο πλοίο της γραμμής που μάζεψε πλήθη εκδρομέων του Σαββατοκύριακου (και το Δαμιανό από το πλήρωμα του Δαίδαλου) για να τους πάει στο Λαύριο και από κει στην Αθήνα.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/-OKeA3uGRQyc/ViQNzDoNV4I/AAAAAAAAC4g/nTteyaEnX24/s1600/DSC07701.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="http://4.bp.blogspot.com/-OKeA3uGRQyc/ViQNzDoNV4I/AAAAAAAAC4g/nTteyaEnX24/s400/DSC07701.JPG" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Απόψις λιμένος Κορρησίας από το hatch μιας καμπίνας του «Ικαρία». Η κουλούρα χρησιμεύει ως σημαδούρα για να βλέπουν το διαγώνιο σκοινί τα διερχόμενα σκάφη. (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).</span><br />
<br />
Ψηφίσαμε να πάμε στην Ιουλίδα για βράδυ· όπως συμβαίνει τελευταία άλλα ψηφίζεις κι άλλα βγαίνουν, οπότε η κούραση κέρδισε και ξεμείναμε σε μια ταβέρνα παρά θιν’ αλός όπου πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι, προφανώς επειδή τα αθηναϊκά ιστιοπλοϊκά (όχι μόνο) πλήθη φέρνουν μαζί τους και αθηναϊκές τιμές. Οι άλλοι χαρχάλευαν τα κινητά τους ποστάροντας φωτογραφίες και μιλώντας με τις συζύγους. Εγώ που δεν έχω σύζυγο ούτε και smartphone είχα εστιαστεί σε ένα γιαουρτάκι με γλυκό σταφύλι που είχε έρθει για επιδόρπιο και αναρωτιόμουν πόσο θα του πήγαινε η ρακή, αν είχαμε, αλλά πάνω στην ώρα οι Καριώτες της παρέας αρχίσαμε να θυμόμαστε τις πρώτες μας κοινές «ιστιοπλοϊκές» εμπειρίες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ο συχωρεμένος ο πατέρας του Φραγκίσκου είχε φέρει στην Ικαρία ένα καΐκι κι εμείς τον είχαμε υποχρεώσει να μας πάει βόλτα από Εύδηλο μέχρι Αρμενιστή, και κουβέντα στην κουβέντα αρχίσαμε τα «θυμάσαι τότε που» μέχρι που ο Βασιλάκης βαρέθηκε και πήγε στο σκάφος να φτιάξει σαΐτες και ο Γιώργος που είναι Σκιαθίτης ο άνθρωπος και δεν έχει το ικαριακό κοινό παρελθόν των υπολοίπων άρχισε να χασμουριέται και στο τέλος πήγαμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι να νυστάξουμε και φυσικά νυστάξαμε στο πεντάλεπτο και πέσαμε για ένα μακρύ, βαθύ ύπνο που δεν ταραζόταν από κανένα πολύ πρωινό ξύπνημα.<br />
<br />
Το πρωί ο καιρός ήταν ένα απαλό τριαράκι δυτικό με λιακάδα. Τα σκάφη έλυναν και έφευγαν προς το Σαρωνικό· λύσαμε κατά τις έντεκα, το Ικαρία πρώτο καθότι είμασταν απέξω, και προλάβαμε να βγούμε πριν μπει το πλοίο της γραμμής. Ο Δαίδαλος ακολούθησε· φυσούσε ελάχιστα και εντελώς όρτσα, οπότε ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να ανοίξουμε πανιά. <br />
<br />
<i>- Ικαρία ακούει;<br />
- Λέγε Δαίδαλος, Ικαρία ακούει.<br />
- Πάρτε πορεία για...<br />
- Πες του ότι το βλέπω το Λονγκ Άιλαντ, δε θα πέσω πάνω,</i> φώναξε ο Αντώνης από το τιμόνι.<br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://3.bp.blogspot.com/-8eGSgdC_ql8/ViQPXbwCheI/AAAAAAAAC4s/qUNdkyWXjvs/s1600/Sounio.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="251" src="http://3.bp.blogspot.com/-8eGSgdC_ql8/ViQPXbwCheI/AAAAAAAAC4s/qUNdkyWXjvs/s400/Sounio.jpg" width="400" /></a></div><span style="font-size: 85%;">Άποψη Σουνίου από τη θάλασσα, με το ναό του Ποσειδώνα (Φωτό © Ροβυθέ, Οκτώβριος 2015).</span><br />
<br />
Περάσαμε τη Μακρόνησο και το Σούνιο· είχα μια μάταιη ελπίδα ότι μέσα στο Σαρωνικό θα είχαμε λίγο άνεμο στο πλάι, αλλά μέχρι να μπούμε είχε γυρίσει βορειοδυτικός και πάλι φάτσα μας ήτανε. <br />
<br />
<i>- Δαίδαλος ακούει;<br />
- Ακούει Δαίδαλος.<br />
- Το Γαϊδουρονήσι από μέσα ή απέξω;<br />
- Από μέσα.<br />
- Εμείς απέξω.<br />
- Πρόσεχε μη μπεις στο Δίαυλο.<br />
- Άσε μας ρε...Τέλος.</i><br />
<br />
Αυτός την πιο σύντομη, εμείς την πιο άνετη διαδρομή. Τον είδα που αποπειράθηκε να ανεβάσει μαΐστρα μήπως κερδίσει κάνα μίλι, αλλά η προσπάθεια ακυρώθηκε σε πέντε λεπτά. Στο τέλος ανέβασε στροφές για να μας προσπεράσει και να μπει πρώτος, καθότι ήξερε τα κατατόπια στον Άλιμο σε αντίθεση με εμάς. Μπήκαμε στη μαρίνα κατά τις 5 το απόγευμα, δέσαμε δίπλα στο Δαίδαλο, μαζέψαμε και νετάραμε όπως όπως. Είπαμε να πάμε για κάνα ποτάκι στο Σκίπερς, αλλά γρήγορα ένας ένας έφευγε να ξαναβρεί την οικογένεια. Σκορπίσαμε λίγο πριν νυχτώσει· πήγα στο πατρικό μου και ξανάγινα Βασιλάκης σε χρόνο dt. Χρειαζόμουν ένα ζεστό μπάνιο κι έναν ήσυχο ύπνο ακόμα. Αλλά νωρίς το πρωί ήμουν πάλι στο αεροδρόμιο.<br />
<br />
Έφτασα στο Ηράκλειο κατά τις 11. Πήγα σπίτι και ξεφόρτωσα νιτσεράδες, γάντια, τζάκετ και βρεγμένα ρούχα. Ανέβηκα στη δουλειά πολύ αργά· η Ρ. με περίμενε όλο αγωνία.<br />
<br />
<i>- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;<br />
- Καλά, αλλά δεν ήταν τόσο ιστιοπλοΐα, μηχανάδα πηγαίναμε...<br />
- Κρίμααααα... Σου είπα ότι ξεκίνησα μαθήματα; Έκανα το πρώτο.<br />
- Μου το είπες. Θα σου αρέσει, είμαι βέβαιος.<br />
- Θα θυμηθείς να μου φέρεις το βιβλίο της θεωρίας;<br />
- Θα στο φέρω. Θα το θυμηθώ. </i><br />
<br />
Ικαρία ακούει.<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-50921286148396838692015-10-15T17:34:00.000+03:002017-04-19T16:22:03.465+03:00 Ἀντινομία (Νίκος Καββαδίας)<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2015/01/Kabbadias2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="http://www.nostimonimar.gr/wp-content/uploads/2015/01/Kabbadias2.jpg" height="291" width="400"></a></div><br />
<br />
Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.<br />
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.<br />
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ - χίλιες ὀργιὲς -<br />
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.<br />
<br />
Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ<br />
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.<br />
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ<br />
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.<br />
<br />
Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ<br />
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη<br />
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,<br />
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;"> m/s Aquarius 1974</span><br />
<br />
<i>Νίκος Καββαδίας - Τραβέρσο</i><br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">(Σ.Σ. Σκέψη εν πλω στο ιστιοφόρο «Ικαρία», λίγο έξω από το Καβοντόρο).</span><br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-899842335629875184.post-61901854082496553122015-10-04T20:09:00.000+03:002015-10-04T20:15:43.622+03:00Τα χέρια της<p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/-f5RxJp2hCbQ/VhFXJEXJ9_I/AAAAAAAAC3c/kNbrSIG2gXA/s1600/Heria.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="299" src="http://4.bp.blogspot.com/-f5RxJp2hCbQ/VhFXJEXJ9_I/AAAAAAAAC3c/kNbrSIG2gXA/s400/Heria.jpg" width="400" /></a></div><div style="text-align: center;"><span style="font-size: 85%;">Φωτό Ροβυθέ, 15/8/2015</span></div><br />
<em><span style="font-size: 85%;"> - Καλημέρα, είπε η αλεπού.<br />
- Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είδε τίποτα.<br />
- Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, κάτω από τη μηλιά...<br />
- Ποια είσαι;, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη...<br />
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.<br />
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος...<br />
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ' έχουν ημερώσει.</span></em><br />
<br />
Κοιτάζω μια φωτογραφία που πόσταρε ένας φίλος στο facebook. Έχει τραβηχτεί κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, ίσως το καλοκαίρι του ‘86. Θυμάμαι καλά τη βραδιά που τραβήχτηκε· η παρέα είχε μαζευτεί ως συνήθως στην πλατεία του Ευδήλου και κάποιος έριξε την ιδέα να πάμε να κάτσουμε στην παραλία του Φλες. Πήραμε κρασιά μαζί μας, μαζέψαμε ξερόκλαδα κι ανάψαμε μια βραχύβια φωτιά. Αράξαμε στην άμμο κοιτώντας τα αστέρια και κουβεντιάζοντας, δε θυμάμαι τώρα πια για τι πράγμα. Μάλλον για αυτά που απασχολούν τους εφήβους γενικά. Κάποιος σήκωσε μια φωτογραφική μηχανή και μας τράβηξε έτσι όπως είμασταν ξαπλωμένοι στην άμμο, γύρω από τη φωτιά. Δεν την είχα δει αυτή τη φωτογραφία στον καιρό της, παρά μόνο σχετικά πρόσφατα, μετά την εμφάνιση των social media. <br />
<br />
Η ηλικία όλων μας άρχιζε τότε με τον αριθμό 1, κάποιοι και κάποιες πρέπει να πήγαιναν ακόμα σχολείο. Σήμερα η ηλικία όλων μας αρχίζει από 4. Τότε πρέπει να πήγαινα προς το δεύτερο έτος στο Πανεπιστήμιο· σήμερα δεύτερο έτος πάνε τα παιδιά μερικών από τους εικονιζόμενους. Κοιτάζω τη φωτογραφία σκεπτόμενος ότι σήμερα έχουμε αλλάξει, εμφανισιακά τουλάχιστον, όλοι. Ή μάλλον σχεδόν όλοι. Ο χρόνος δεν είναι δίκαιος: με μερικούς ανθρώπους είναι σκληρός, με άλλους πιο επιεικής. Σε πολύ λίγους και εκλεκτούς φαίνεται πως χαρίζεται εντελώς. <br />
<br />
Η Α. είναι από τους εκλεκτούς, από αυτούς που λες πως κάπου στο σπίτι τους έχουν κρυμμένο το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ που γερνάει και ασχημίζει ενώ οι ίδιοι μένουν όμορφοι και δροσεροί έξω στον κόσμο. Κοιτάζω τις πρόσφατες φωτογραφίες που την τράβηξα το καλοκαίρι που μας πέρασε και τις συγκρίνω με την παλιά φωτογραφία. Δε βρίσκεις και πολλές διαφορές, ή τέλος πάντων σίγουρα όχι τις διαφορές που θα περίμενες να μαζευτούν σε εικοσιεννιά χρόνια. Έχει το ίδιο λαμπερό χαμόγελο, μακριά κατσαρά μαλλιά που κυματίζουν και μάτια που σε κοιτάζουν σαν αναμμένα κάρβουνα. Η παρομοίωση είναι βέβαια κάπως περιπαθής, και ο ορθολογικός εαυτός μου με πείθει ότι θα φταίει η αντανάκλαση της φλόγας, ή ίσως του φλας.<br />
<br />
Δεν είμασταν ιδιαιτέρως φίλοι τότε· σε εκείνη την παρέα εγώ ήμουν αντεπιστέλλον μέλος, περιστασιακό, καθώς τα πιο πολλά παιδιά ήταν δυο-τρία χρόνια μικρότερα, πράγμα που σε αυτές τις ηλικίες έχει μια σημασία. Πολύ λίγα χρόνια αργότερα δεν είχε πια καμμία σημασία και όλες οι καλοκαιρινές ικαριακές παρέες είχαμε γίνει ένα πράγμα, όμως εκείνη δεν πολυερχόταν πια. Σπούδαζε κάπου μακριά κάτι που απαιτούσε καλοκαιρινές πρακτικές ασκήσεις κι ερχόταν για πολύ λίγο - αν ερχόταν ολωσδιόλου. Την εποχή που εμείς τραβούσαμε τα καλοκαίρια μας όσο γινόταν πιο πολύ και επισφραγίζαμε τις φιλίες μας με υπερβολικές κραιπάλες, υποβόσκοντα ερωτισμό και άφθονο αλκοόλ, εκείνη συνήθως δεν ήταν εκεί.<br />
<br />
Συν τω χρόνω χαθήκαμε εντελώς· δεν υπήρχε το τηλέφωνό της στην ατζέντα, δεν ήταν από τα άτομα που θα σκεφτόσουν αμέσως να φωνάξεις σε μια μάζωξη ή σε ένα πάρτι. Έτσι κι αλλιώς όλοι ψιλοχαθήκαμε μια εποχή που οι δρόμοι χώριζαν· άλλοι έστηναν δουλειές και οικογένειες, άλλοι ξενιτευόντουσαν για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, άλλοι άλλαζαν στυλ και παραστάσεις. Στο τέλος ο καθένας έμεινε με τρεις-τέσσερις-πέντε φίλους που ταίριαζαν πιο πολύ τα χνώτα τους κι οι επιλογές τους, και για τους υπόλοιπους επιφυλασσόταν ένα «έλα, τι γίνεσαι, χαθήκαμε» σε τυχαίες καλοκαιρινές συναντήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση κάποιες ευχές σε γιορτές και γενέθλια, κάποιες συναντήσεις σε γάμους και βαφτίσια με το αναπόφευκτο «θυμάσαι τότε που...» κι ύστερα ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του πάλι - οικογένεια, υποχρεώσεις, προσωπικές και πολιτισμικές επιλογές.<br />
<br />
Όλα αυτά τα χρόνια την είδα, φευγαλέα μάλλον, πολύ λίγες φορές. Σε γάμους, βαφτίσια, πάρτι κοινών γνωστών, δυο-τρεις φορές στην Ικαρία για πολύ λίγο. Κάποια στιγμή ανταλλάξαμε τηλέφωνα, αργότερα γίναμε «φίλοι» με τη φεισμπουκική έννοια του όρου. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν έχουμε πολλά κοινά· ο κόσμος μου και ο κόσμος της δεν συναντιούνται παρά σε λίγα πράγματα. Δεν ξέρω πώς ζει, τις παρέες της και τις προτιμήσεις της. Στην Ικαρία πια έρχεται ελάχιστα, καθώς έχει βρει αλλού τους τόπους και τους τρόπους που της ταιριάζουν, και περνάει τα καλοκαίρια (και μερικούς χειμώνες, από όσο ξέρω) εκεί. Σε εμάς θα έρθει ίσως μια φορά στα τρία-τέσσερα χρόνια, και θα μείνει για λίγες μέρες.<br />
<br />
Ήρθε φέτος. Την είδα να βγαίνει από το καράβι παραμονή δεκαπενταύγουστου, καθώς αποχαιρετούσα φίλους που έφευγαν. Δεν πρόλαβα να της μιλήσω τότε, αλλά την άλλη μέρα την είδα στο πανηγύρι. Χαιρετηθήκαμε, χορέψαμε λίγο, μιλήσαμε λίγο περισσότερο. Πρόσεξα τη φωνή της, που δεν τη θυμόμουν τόσο βαθιά.<br />
<br />
<i>- Μην αγχώνεσαι</i>, είπε (μια φράση του συρμού τώρα τελευταία που σημαίνει τα πάντα και τίποτα). <i>Είναι από τα τσιγάρα.</i><br />
<br />
Κάπνιζε τον ίδιο καπνό με εμένα· της ζήτησα να μου στρίψει ένα τσιγάρο. Πρόσεξα τα δάχτυλά της καθώς μου το πρόσφερε. Δεν τα είχα προσέξει ως τότε. Μακριά, λεπτά δάχτυλα. Ύστερα τα χέρια της. Λεπτά, νευρώδη, δέρμα σταρένιο οργωμένο με φλέβες που εξείχαν.<br />
<br />
<i>- Τι κοιτάζεις;<br />
- Τα χέρια σου. Μπορώ να τα βγάλω φωτογραφία;</i><br />
<br />
Δε φάνηκε να παραξενεύεται πάρα πολύ. Ίσως να είναι σχετικά συνηθισμένη να τη φωτογραφίζουν. Πάντως με άφησε. Ο φωτισμός δεν ήταν καλός και το αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε όσο θα ήθελα. Εντάξει, έχω και πολύ μέτρια μηχανή, ειδικά για νύχτα.<br />
<br />
<i>- Πρέπει στο φως της μέρας,</i> είπα. <br />
<i>- Εντάξει,</i> συμφώνησε.<br />
<br />
Δυο μέρες αργότερα βρεθήκαμε στο φως της μέρας, στη θάλασσα. Το φετινό παράξενο Αύγουστο δεν είχε σχεδόν καθόλου μελτέμια, αλλά εκείνη τη μέρα είχε ένα σχετικό κυματάκι. Προσπάθησα πάλι, με φως αυτή τη φορά, αλλά και πάλι με μέτρια επιτυχία. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου η μηχανή δεν το αιχμαλώτιζε. Άλλαξα φόντο, πλησίασα πολύ κοντά. Τραβήχτηκε. Ο φακός γινόταν επιθετικός, μου είπε.<br />
<br />
Είχε δίκιο, μάλλον. Δεν επέμεινα· το παιχνίδι έχει νόημα όταν το ευχαριστιούνται όλοι. Έκρυψα τη μηχανή, μιλήσαμε, κολυμπήσαμε, ήπιαμε κάτι, ήρθαν κι άλλοι και η παρέα μεγάλωσε, είπαμε «θυμάσαι τότε που» και μερικά ακόμα πράγματα. Κάποια στιγμή έφυγε από την παραλία και σε μια-δυο μέρες και από το νησί. Συναντηθήκαμε άλλη μια φορά λίγο πριν φύγει.<br />
<br />
<i>- Θα μου στείλεις τις φωτογραφίες;<br />
- Θα σου τις στείλω. Δεν είναι πολύ καλές όμως.<br />
- Δεν πειράζει.</i><br />
<br />
Δεν έχουμε μιλήσει έκτοτε. Το υπόλοιπο καλοκαίρι πέρασε λίγο στην πίεση, εν μέσω οικογενειακών υποχρεώσεων και προθεσμιών· όχι εντελώς «διακοπές». Κάποια μέρα ένας φίλος πήρε τη μηχανή που είχα αφήσει στο τραπέζι και χάζευε τις φωτογραφίες. Μου έδειξε μία με τα χέρια της. <br />
<br />
<i>- Τι είναι αυτό;<br />
- Τα χέρια της Α. Έχει ενδιαφέροντα χέρια.<br />
- Περίεργο, δεν ήξερα ότι κάνετε παρέα.<br />
- Δεν κάνουμε παρέα. Γιατί περίεργο;<br />
- Ε, γιατί ρε παιδί μου είστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Από άλλον πλανήτη. Δε γίνεται να κάνετε παρέα.</i><br />
<br />
<i></i><blockquote class="tr_bq"><i>Γίνεται, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τόσα περίεργα πράματα...<br />
- Ω! δεν είναι πάνω στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.<br />
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:<br />
- Πάνω σ' άλλο πλανήτη;<br />
- Ναι.<br />
- Έχει κυνηγούς σ' αυτό τον πλανήτη;<br />
- Όχι.<br />
- Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Και κότες;<br />
- Όχι.<br />
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.<br />
</i></blockquote><br />
Ναι, δεν είναι...<br />
<br />
<br />
<span style="font-size: 85%;">(Σ.Σ. Τα αποσπάσματα από το «Μικρό Πρίγκηπα» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί είναι από την έκδοση του Ηριδανού, σε μετάφραση Στρατή Τσίρκα).</span><br />
<br />
<br />
</p>Β.http://www.blogger.com/profile/04558385148668497766noreply@blogger.com2