ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


31/5/14

Διακειμενικότητα


Bombay calling, εκδοχή κατά It's a beautiful day

Στο γραπτό λόγο το λένε ίσως «διακειμενικότητα» ή τέλος πάντως κάπως έτσι μου το περιέγραψε κάποιος γνωστός μου όταν τον ρώτησα γιατί επιμένει να κλέβει συνεχώς φράσεις, ιστορίες, καταστάσεις από άλλους. Στη μουσική δεν είμαι πολύ βέβαιος πώς το λένε, αν το λένε κάπως. Μια γνωστή ρήση που αποδίδεται συχνά στο Χατζιδάκι που την έχει χρησιμοποιήσει (αλλά είναι στην πραγματικότητα του Στραβίνσκυ) λέει ότι «οι μέτριοι μιμούνται, οι μεγάλοι κλέβουν». Φυσικά δεν αρκεί να κλέψεις για να γίνεις μεγάλος, αλλά αυτό δεν το ξέρουν όλοι ή σε κάθε περίπτωση μπορούν να ελπίζουν στην ημιμάθεια ή την άγνοια του ακροατηρίου. Με λίγη τύχη ή λίγο περισσότερο ταλέντο μπορείς να φτιάξεις κάτι καινούργιο με τα παλιά υλικά, νομίζω.

Μουσικός δεν είμαι – ένας χρόνος προκαταρκτική θεωρία στο Ωδείο δεν πιάνεται – αλλά δε χρειάζεται και κανένα φοβερό μουσικό αυτί για να πιάσεις μερικές χαρακτηριστικές ομοιότητες, ειδικά αν είναι κάτι που προέρχεται από τα εφηβικά σου ακούσματα. Θα ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν άκουσα σε ένα από τα αρχετυπικά σκυλάδικα του Βασίλη Καρρά τη χαρακτηριστικότατη εισαγωγή από το Child in time των Deep Purple, ένα τραγουδάκι του 1969/70 που άκουγα με σχετική ευχαρίστηση όταν ήμουν 13-14 χρονών, αλλά μετά που πήγα Λύκειο μου πέρασαν τα «σκληρά» (ο Θεός να τα κάνει) ακούσματα και τα στριγκλίδια. Μου εξήγησαν ότι ο συνθέτης της σκυλάδικης εκδοχής του άσματος ήταν ένας νεαρός (τότε) με το πάνσκληρο όνομα Φοίβος, που άκουγε χέβι μέταλ και προφανώς είχε επηρεαστεί (η διακειμενικότητα, που λέγαμε). Δε με προβλημάτισε ιδιαίτερα το fusion, ούτε Deep Purple ακούω ούτε Καρρά άλλωστε.

Αυτό που μου φάνηκε λίγο πιο ενδιαφέρον ήταν όταν ανέφερα το γεγονός (πολλά χρόνια αργότερα) σε κάποιον που κατά πως φαίνεται σκάμπαζε περισσότερο, ο οποίος είπε κάτι σαν «Ποιο Child in time, αυτό που έκλεψαν οι Deep Purple από τους It’s a Beautiful Day;» Ομολογώ ότι συγκρότημα με αυτό τον τίτλο δεν είχα ακούσει ποτέ, αλλά μετά που το έψαξα ανακάλυψα ότι ήταν μια σχετικώς βραχύβια μπάντα της Δυτικής Ακτής τον καιρό της ψυχεδέλειας, γύρω στο 1968. Εγώ βέβαια τότε γεννιόμουνα στη στρατοκρατούμενη Ελλάδα, οπότε μάλλον δε θα είχα ψυχεδελικά ακούσματα, πάντως οι It’s a Beautiful Day έβγαζαν το Bombay calling που χρησίμευσε ως πρώτη ύλη για τους Deep Purple, που ως απεδείχθη – προς τιμήν τους – όχι μόνο το παραδέχονταν, αλλά το είχαν γράψει στο εξώφυλλο του δίσκου που περιείχε το Child in time.

Σκαλίζοντας βέβαια στο youtube ανακάλυψα με λίγο μεγαλύτερη έκπληξη μια άλλη, προγενέστερη εκδοχή του Bombay calling, του 1967, από ένα συγκρότημα που δεν είχε ποτέ βγάλει δίσκο και λεγόντουσαν Orkustra ή κάπως έτσι. Σκαλίζοντας λίγο ακόμα, ανακάλυψα ότι οι εν λόγω Orkustra αποτελούντο μεταξύ άλλων από δύο μουσικούς, ένας εκ των οποίων (ο βιολιστής) αργότερα μετείχε στους It’s a Beautiful Day, πράγμα που εξηγεί την ομοιότητα (προφανώς αφού το ένα συγκρότημα διαλύθηκε χωρίς να βγάλει δίσκο, κάθε μουσικός θα μπορούσε να πάρει τα τραγούδια του στο επόμενο συγκρότημα), ενώ ο άλλος σε ένα ενδιαφέρον (αν και μάλλον τραγικό) σημείο της υπόθεσης γρήγορα παράτησε τη μουσική και ανακατεύτηκε με τη συμμορία (ή κοινόβιο) του Charles Manson, που έγινε γνωστό παγκοσμίως λίγο καιρό αργότερα χάρη στη δολοφονία της Σάρον Τέιτ και μερικών άλλων ανθρώπων. Ο (πρώην) μουσικός μας καταδικάστηκε για μια από αυτές τις δολοφονίες.


Bombay calling, εκδοχή κατά Orkustra

Προς στιγμήν θεώρησα ότι με αυτό το φονικό twist έχουμε τελειώσει με τη διακειμενικότητα, όταν στα σχόλια κάποιας από τις εκτελέσεις διάβασα ότι στην πραγματικότητα το Bombay calling δεν ήταν πρωτότυπο, αλλά διασκευή ενός μάλλον jazz κομματιού ενός σαξοφωνίστα που λεγόταν Vince Wallace (το link είναι στα ολλανδικά), από το 1962. Σύμφωνα με μια εκδοχή δεν ήταν καν διασκευή, αλλά κανονική λεηλασία, καθότι ο Wallace δίδαξε αυτοπροσώπως το κομμάτι στον βιολιστή των Orkustra, ο οποίος μετά από ένα-δυο χρόνια άρχισε να παραλείπει κάθε αναφορά στον Wallace (κάτι που μέχρι τότε έκανε περιστασιακά σε συναυλίες). Στην αναφορά του άλμπουμ στην αγγλική wikipedia σήμερα ο Wallace αναφέρεται ως μοναδικός συνθέτης, αλλά μια πίσω όψη του δίσκου που βλέπω εδώ αποδίδει τη μισή δουλειά στο βιολιστή (ή και κάτι παραπάνω μια και από ό,τι διαβάζω πήγε και δήλωσε το copyright για να εισπράττει τα πνευματικά δικαιώματα).


Bombay calling, εκδοχή κατά Vince Wallace

Κι εκεί που έλεγα ότι αυτό ήτανε, πάει και τελείωσε, διαβάζω σε ένα άλλο σχόλιο «α, η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ... Κι ο Vince το είχε δανειστεί το κομμάτι από τη μουσική μιας ταινίας της δεκαετίας του ’40 που τώρα δε θυμάμαι πώς τη λέγανε, αλλά κάτι είχε να κάνει με Βομβάη» και κάπου εκεί αποφασίζω να τα παρατήσω με τις διακειμενικότητες χωρίς να κοιτάξω καν ότι οι συναυλίες των Deep Purple στην Ινδία το 1975 λεγόντουσαν επίσης Bombay calling και να εκφράσω μαζί τον Καρρά (ή το Φοίβο) την απορία μου (κι όχι μόνο για το αν αισθάνονται τύψεις...)


Σ.Σ. Αν και η μουσική «διακειμενικότητα» είναι σύνηθες φαινόμενο που έχει απασχολήσει ξανά το ιστολόγιο, η αφορμή να παίξω με το Bombay calling / Child in time / Απορώ ήταν μια συζήτηση στα σόσιαλ μήντια (κν. τρολάρισμα) με μια φίλη ενθουσιώδη με το hard-rock της παλιάς εποχής που γούσταρε το στρίγκλισμα του Γκίλαν (υποθέτω της θύμιζε την εφηβεία της), οπότε δεν έχασα την ευκαιρία να κάνω τον έξυπνο σαν καθώς πρέπει ξερόλας.

Σκέφτομαι όμως ότι η πραγματική αιτία που έφτασε μέχρι το ιστολόγιο η κουβέντα αυτή (αυτό που με γαργαλάει από μέσα, σα να λέμε) είναι ένα πλάγιο νήμα που ξετυλίγεται και φτάνει μέχρι το «Αισθηματικό διήγημα», ένα ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη από τη συλλογή «Ο Στόχος», αφιερωμένο στον Κώστα Κουλουφάκο, που αφού αφηγείται την κυρίως ιστορία καταλήγει με τους εξής στίχους εντός παρενθέσως:

(Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά, πράγματα που τα ξέρετε όλοι
Που τα ’πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από μένα
Πράγματα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το ενδιαφέρον σας
Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ. ή οι γάμοι της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ»).


Στίχοι μέσω των οποίων ένας από τους μουσικούς των Orkustra βρίσκει εμμέσως ένα δρόμο για την ελληνική ποίηση· κι εγώ βρίσκω μια καλούτσικη δικαιολογία για να συνεχίσω να διηγούμαι πράγματα ανιαρά που άλλοι τα 'χουν πει πολύ καλύτερα, όσο να 'ναι.

28/5/14

Συγχρονισμός

 
Αν κρίνω από την ημερομηνία του αρχείου που διασώθηκε στον υπολογιστή, ο διάλογος πρέπει να έγινε 29 Ιουλίου του 2010 ή κάπου εκεί γύρω. Πάντως ήταν αργά τη νύχτα ή νωρίς το ξημέρωμα και ήταν καλοκαίρι. Ζούσα τότε στην Ολλανδία κι ετοιμαζόμουν να κατέβω στην Ικαρία. Μιλώντας διαδικτυακά με μια φίλη αγαπημένη από την Κρήτη (ας την ονομάσουμε για την περίσταση «Μαρία») θυμάμαι ότι μου έλεγε για κάτι που την έτρωγε μέσα της και δεν της κόλλαγε ύπνος, κάτι σαν εκείνη την τίγρη που έγραψαν οι Χαΐνηδες και τραγουδάει ο Ψαραντώνης. Είπαμε τότε διάφορα (όχι και πολύ δημοσιεύσιμα), κάναμε πλακίτσες, είπαμε για ικαριακή μακροζωία και την αιτιολογία της (που για μένα είναι η καλή παρέα κατά βάση), κι ύστερα με ρώτησε γιατί δεν πάω καθόλου στην Κρήτη να τους δω έστω λίγο και πάω μόνο στην Ικαρία όποτε έρχομαι στην πατρίδα.

Ακολούθησε για κάνα τέταρτο της ώρας ο εξής γραπτός διάλογος:

3:01am Me:
θα έρθω βέβαια, έτσι κι αλλιώς
αλλά όχι ακόμα
όπως λέμε και στην Ικαρία «άμα έρτει η ώρα του»

3:02am Maria:
άμα έρτει η ώρα του το δικό μου ρολόι θα πηγαίνει πίσω
και πάλι θα το χάσω το ραντεβού
ελπίζω το δικό σου να πηγαίνει σωστά

3:02am Me:
καλά, στην Ικαρία δεν έχει ρολόγια

3:02am Maria:
κι αυτό σωστό
αλλά για Κρήτη λέγαμε

3:03am Me:
ναι... πριν κάτι μήνες ήταν νωρίς
ελπίζω σε κάτι μήνες να μην είναι αργά

3:03am Maria:
συγχρονίσου!!!

3:03am Me:
λοιπόν, είδες ότι οι φίλοι μακραίνουν τη ζωή;

3:03am Maria:
αλλιώς τη βάψαμε

3:06am Me:
εδώ θα είμαστε να τα λέμε σε πενήντα χρόνια και κάτι
πέσε κοιμήσου τώρα - το πρωί να είσαι γλυκειά και
όμορφη να σε δουν να συγχρονιστούν όλοι
κι άσε την τίγρη προσώρας

3:06am Maria:
αχ να μπορούσα

3:06am Me:
θέλει κι αυτή το συγχρονισμό της

3:06am Maria:
πω πω τι μ’ έχει πιάσει

3:07am Me:
ε, τώρα θα με αναγκάσεις να σου πω πώς μπήκαν
οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Μικρά Ασία

3:07am Maria:
χαχαχα
για πες

3:07am Me:
δε στο 'χω πει;

3:07am Maria:
όχι

3:09am Me:
Από, ότι λένε – μην το δέσεις και κόμπο ότι έτσι έγινε –
μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα σχολείο της Ικαρίας,
ρωτάει ο δάσκαλος:
- Ποιο παιδάκι θα μας πει πώς μπήκαν οι Σελτζούκοι
Τούρκοι στη Μικρά Ασία;
Σιωπή από κάτω
- Κανένας δεν ξέρει;
Μούγκα από κάτω
- Ούτε ένας;
τότε ένα παιδάκι σηκώνει δειλά το χέρι
- Πες παιδί μου
- Κύριε, οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Μικρά Ασία μπήκανε
...άξαφνα

3:10am Maria:
χαχαχα

3:11am Me:
από τότε η λέξη «άξαφνα» στην Ικαρία είναι συνθηματική
και δηλώνει ακριβώς το τρόπο με τον οποίο
θα συγχρονιστούμε
κι εσύ κι εγώ
και όλοι
κατάλαβες;

3:11am Maria:
νομίζω πως κατάλαβε και η τίγρη

3:12am Me:
ώρα της ήτανε
αύριο πάλι
(λες να φέρω και καμιά ρακή στο άλλο ταξίδι;)

3:12am Maria:
αύριο πάλι
κι εγώ τι θα κάνω;

3:13am Me:
ευχαριστώ για την κουβέντα
θα ονειρευτείς
κι εγώ επίσης
μια θάλασσα μπλε
και τον ήχο που κάνει το σκάφος στο νερό
τη μυρωδιά του πρωινού καφέ

3:13am Maria:
σ’ αγαπάω στο ‘πα;

3:13am Me:
κι εγώ

3:13am Maria:
καλή σου νύκτα τώρα

3:14am Me:
κοιμήσου τώρα

3:14am Maria:
φιλιά

3:15am Me:
φιλιά



Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 27/5/2014. Ευχαριστώ τη «Μαρία» για την (ακούσια) συμμετοχή της στη συγγραφή. Σε περιόδους που «στενεύει» η έμπνευση, οι φίλοι πρέπει να δίνουν ένα χεράκι να γινόμαστε πιο ευρύχωροι, δεν πρέπει;

Εννοείται ότι οι παλιοί αναγνώστες του ιστολογίου γνωρίζουν πολύ καλά το πώς μπήκαν οι Σελτζούκοι κλπ.


25/5/14

Ντομάτες και πορτοκάλια


Ο Ευ. Αβέρωφ στο μπαλκόνι, το 1984, στη μάχη του φωτός με το σκότος (ή αντιστρόφως).

Τώρα έχουν περάσει τριάντα χρόνια, αλλά εκείνες οι Ευρωεκλογές του 1984 ήταν μόλις οι δεύτερες με ελληνική συμμετοχή. Οι πρώτες για την Ελλάδα είχαν γίνει ταυτόχρονα με τις εθνικές εκλογές τον Οκτώβρη του 1981, και είχαν περάσει λίγο στα ψιλά, καθώς το μόνο σχετικά ενδιαφέρον ήταν ότι ορισμένα μικρά κόμματα όπως το ΚΚΕ Εσωτερικού, το ΚΟΔΗΣΟ του Γιάγκου Πετσματζόγλου και το Κόμμα Προοδευτικών του Μαρκεζίνη (πατρός) είχαν βγάλει ευρωπαϊκές έδρες με ποσοστά ίσαμε 5%, ενώ στην εθνική κάλπη είχαν συντριβεί εκλογικά υπό το βάρος της πόλωσης ανάμεσα στους δύο μονομάχους του μετέπειτα δικομματισμού.

Το 1981 το ΠΑΣΟΚ θα έφερνε την Αλλαγή (με κεφαλαίο Α), το 1984 μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης είχε φέρει τον πολιτικό γάμο, το αυτόματο διαζύγιο, κάτι σήριαλ με το Λάκη Κομνηνό στην τηλεόραση κι έναν εξαιρετικά αμετροεπή βερμπαλισμό που ενσάρκωνε κατά κύριο λόγο ο Αγαμέμνων (για τους φίλους Μένιος) Κουτσόγιωργας, που ενόψει ευρωεκλογών εξηγούσε ότι η μάχη δεν θα δοθεί «για τις ντομάτες και τα πορτοκάλια», αλλά είναι μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκότος. Ενσάρκωση του φωτός φυσικά ήταν ο Αντρέας και το ΠΑΣΟΚ, άρχων του σκότους για την περίσταση ο Ευάγγελος Αβέρωφ, νεοπαγής αρχηγός της Δεξιάς, που είχε αναλάβει να αναδιοργανώσει τη ΝΔ μετά τη συντριπτική ήττα του 1981. Η αναδιοργάνωση περιελάμβανε μεταξύ άλλων τη συγκρότηση μιας «μαχητικής» νεολαίας, η μαχητικότητα της οποίας δεν απέκλειε και μερικές σφαλιάρες σε αντιφρονούντες από ομάδες που έφεραν τα χαριτωμένα ονόματα «Κένταυροι» και «Ρέιντζερς» και καθοδηγούνταν από πολιτικές προσωπικότητες ολκής σαν το σημερινό πρόεδρο της Βουλής ή το νυν Δήμαρχο Πειραιώς.

Όχι ότι οι απέναντι εστερούντο «δυναμισμού» άμα λάχαινε, αλλά εν πολλοίς μπορούσαν να στηριχτούν στη νομή των (κρατικών) media της εποχής όπου μεσουρανούσαν ανερχόμενοι αστέρες σαν την Έλλη Στάη (που ακόμα λάμπει), το Σπύρο Χατζάρα (που βασίλεψε καιρό τώρα) και το Θοδωρή Καλούδη (που πριν τον καψαλίσει το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε προλάβει να εκφωνήσει το αμίμητο «ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» που σφράγισε τη δεκαετία).

Η αλήθεια είναι ότι το 1984 υπήρχε ακόμα μια ισχυρή διάκριση, κληρονομημένη από τη μεταπολίτευση δέκα χρόνια πριν, μεταξύ «προοδευτικών» και μη πολιτικών δυνάμεων. Αλλά για όσους είμασταν τότε 16-17 χρονών, αυτά τα πράγματα δεν είχαν και τόσο την «ιστορική» σημασία που είχαν για κάποιους μεγαλύτερους, οπότε εγώ που ήμουν ενός γενικότερα «προοδευτικού» κλίματος, όχι από οικογενειακή παράδοση αλλά από προσωπική αναζήτηση, μια χαρά τα έλεγα και τα έβρισκα με το φίλο μου το Γιάννη, «συντηρητικό» οπωσδήποτε, τόσο από οικογενειακή παράδοση όσο και από επιλογή, αλλά με αναζητήσεις που υπερέβαιναν το παραδοσιακό πλαίσιο και έφταναν μέσω ενός κλασικού φιλελευθερισμού (τότε όχι ακόμα νεοφιλελέ- τέτοιου) και μιας μετανεωτερικής σοσιαλδημοκρατίας ως τις παρυφές της ανανεωτικής αριστεράς. Ή, για να το κάνουμε πιο κατανοητό χωρίς μετανεωτερικότητες και άλλα ηχηρά παρόμοια, δεξιός ήτανε ο Γιάννης συναισθηματικά, αλλά το ξύλο που ρίχνανε οι Κένταυροι δεν το γούσταρε.

Κι όπως πλησίαζαν οι μέρες των ευρωεκλογών (Ιούνιος μήνας πρέπει να ήτανε αν θυμάμαι καλά) και τα σχολεία είχανε κλείσει κι εμείς είχαμε τελειώσει τη Δευτέρα Λυκείου και βαράγαμε μύγες περιφερόμενοι στην προεκλογική Αθήνα, κάπως μας ήρθε μια πετριά την τελευταία εβδομάδα και λέμε «Ρε δεν πάμε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις;». Σε ποιες προεκλογικές συγκεντρώσεις; Μα σε όλες... Σήμερα βέβαια αυτό μοιάζει εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, αλλά εκείνη την εποχή αφενός ο κόσμος κατέβαινε και αφετέρου υπήρχε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού ή ίσως γηπέδου, πράγμα που ουδόλως μας αποθάρρυνε βέβαια, οπότε καταστρώσαμε το σχέδιο, που δεν ήταν και πάρα πολύ δύσκολο, τη μια μέρα θα πηγαίναμε στο ΚΚΕ στο Σύνταγμα και στο ΚΟΔΗΣΟ στη Ομόνοια, την επόμενη στο ΚΚΕ Εσωτερικού (Σύνταγμα), την Πέμπτη στη ΝΔ και την Παρασκευή πριν τις εκλογές στο ΠΑΣΟΚ.

Βρήκα ασορτί μακώ μπλουζάκια ανά κόμμα, κόκκινο για το ΚΚΕ, ένα εμπριμέ για το Εσωτερικό, θαλασσί για τη ΝΔ και πρασινολαχανί για το ΠΑΣΟΚ, βρήκα και μια παλιά φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου, την εξόπλισα με φιλμ, και ανακοίνωσα στην οικογένεια ότι πάω για προεκλογική εκστρατεία. Οι γονείς μου με κοίταξαν με μισό μάτι «αφού είσαι μικρός ακόμα, δεν ψηφίζεις». Τους εξήγησα ότι ως μελλοντικός πολίτης θα έπρεπε να είμαι ενήμερος. Ακόμα περισσότερο τους μπέρδεψε το ότι θα πήγαινα σε όλους. «Μα σε όλους;». Όλους. Η γιαγιά μου που ζούσε ακόμα τότε, βασιλόφρων μέχρι μυελού οστέων ακόμα και από το κρεβάτι όπου ψυχομαχούσε (πέθανε το ίδιο καλοκαίρι) μου έδινε συμβουλές να προσέχω τους κομμουνιστές και να μη μπλέξω μαζί τους. Την μπέρδευε λίγο βέβαια το γεγονός ότι υπήρχαν δύο κομμουνιστικά κόμματα, ένα «πιο καλό» και ένα «κακό», μόνο που δεν ήξερε να τα ξεχωρίσει ακριβώς. Ο συμπαθής κύριος Κύρκος στην τηλεόραση μάλλον ήτανε με τους «καλούς», πλην όμως ο (ισόβιος) πρόεδρος της κοινότητας Ακαμάτρας που αν και κομμουνιστής (από τους άλλους όμως) έκανε διαρκώς το σταυρό του, άραγε καλός δεν ήτανε κι αυτός;

Άφησα τη γιαγιά με τις αμφιβολίες της και τους γονείς να με σταυροκοπάνε, έβαλα το κόκκινο μπλουζάκι και βρήκα το Γιάννη να με περιμένει στη στάση. Είχαμε αργήσει· πήραμε ταξί μέχρι τον Ηλεκτρικό της Καλλιθέας. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια λίγο πριν ανέβει στην εξέδρα ο Γιάγκος. Από κάτω βρίσκονταν καμιά σαρανταριά αφισιονάδος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, με προεξάρχουσα τη Λιάνα Κανέλλη που ενώ μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν κατά δήλωσή της «παιδί της Δεξιάς» τώρα είχε σαγηνευθεί από τις χάρες του δημοκρατικού κέντρου (αργότερα θα σαγηνευόταν διαδοχικά από άλλες προσωπικότητες πλην του Γιάγκου, όπως τη Δήμητρα Λιάνη και την Αλέκα Παπαρήγα, αλλά το 1984 καμμιά από τις εν λόγω κυρίες δεν ήταν ακόμα φίρμα). Πήραμε κάτι σημαιάκια με το σήμα του κόμματος, ενώ ο συμπαθής κύριος Πεσματζόγλου έλεγε κάτι για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και την ενσωμάτωσή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ατυχώς η θεματολογία δεν ήταν πολύ συναρπαστική για δεκαεξάχρονους και σύντομα διπλώσαμε τις σημαιούλες και τραβήξαμε για το Σύνταγμα όπου ήδη μιλούσε ο Χαρίλαος Φλωράκης.

Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι το κόκκινο μπλουζάκι χτυπούσε στο μάτι ακόμα και σε περιβάλλον πλήρες κόκκινων σημαιών· οι κομμουνιστές δεν κυκλοφορούσαν με κόκκινα ρούχα, μάλλον. Επιπλέον δεν περιφέρονταν στη συγκέντρωση, αλλά στεκόντουσαν και άκουγαν τον ομιλητή ζυγισμένοι και στοιχημένοι, ανά μπλοκ. Κατά περιόδους φώναζαν και κάνα σύνθημα, πάλι ανά μπλοκ. Κοιταχτήκαμε με το Γιάννη με μια ορισμένη απογοήτευση, και αφού βγήκαμε κάτι φωτογραφίες πλαισιωμένοι με κόκκινες σημαίες (και βγάλαμε και κάτι κοκακόλες επίσης πλαισιωμένες με κόκκινες σημαίες) τα μαζέψαμε και γυρίσαμε στη γειτονιά.

Την άλλη μέρα φόρεσα τα εμπριμέ και πήγα να ακούσω τον Κύρκο μόνος μου, αφού ο Γιάννης με είχε πουλήσει λόγω ανωτέρας οικογενειακής βίας (είχε πει στους δικούς του για το ΚΟΔΗΣΟ, αλλά όχι για το ΚΚΕ, οπότε όταν τους το ξεφούρνισε κατόπιν εορτής του απαγορεύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες οι πολιτικές συγκεντρώσεις, πλην Νέας Δημοκρατίας βεβαίως). Συνάντησα κάτι καριώτες συγγενείς που σχολίασαν ότι το μπλουζάκι μου ήταν εκτός μόδας κάπως αλλά είχε κάτι ιδιαίτερο, με κόκκινες και μπλε πινελιές. Ο Λεωνίδας βγήκε με μουσική υπόκρουση Μπετόβεν, κι έφαγε τη μισή ομιλία επαινώντας το Φιλώτα Καζάζη, έναν ευρωβουλευτή της... Νέας Δημοκρατίας που ο Αβέρωφ δεν είχε προτείνει για επανεκλογή. Την άλλη μισή έλεγε διάφορα υπέρ της εθνικής ενότητας. Αν θυμάμαι καλά έπαιξε και φυσαρμόνικα. Τον χειροκροτήσαμε και διαλυθήκαμε ησύχως, χωρίς να αφήσουμε ίχνη.

Την άλλη μέρα έβαλα τα γαλάζια μου κι έδωσα ραντεβού με το Γιάννη γωνία Όθωνος και Αμαλίας. Είχα βέβαια μια δυσκολία να φτάσω εκεί, διότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες ημέρες, η Νέα Δημοκρατία είχε κόσμο που φίσκαρε την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Επιπλέον είχανε πολλές σημαίες, καπνογόνα, και τα απίστευτα ηλίθια τραγούδια «της γαλάζιας γενιάς» στα μεγάφωνα. Για κάποιο λόγο οι νεαροί Οννεδίτες το διασκέδαζαν να τραγουδάνε «Σε περιμένω να ‘ρθεις και πάλι» με το φοβερό ρεφρέν «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία» και ένα άλλο που έλεγε «μύρισε θυμάρι και βασιλικό» και ζητούσε από το συχωρεμένο το Ζέρβα να βγει από τον τάφο να δει το νέο ΕΔΕΣ. Κάποτε έφτασα στο σημείο του ραντεβού, αλλά ο Γιαννάκης ήταν άφαντος.

Γυρνούσα από δω κι από κει ασκόπως, όταν ξαφνικά με προσέγγισε μια κυρία καμμιά εξηνταριά Μαΐων και μερικών ακόμα Σεπτεμβρίων με ύφος σκοτεινό. Πίσω της στέκονταν βλοσυροί δύο νταγλαράδες με άρβυλα που κράταγαν κάτι κοντάρια με σημαίες. Η κυρία έδειξε προς τη φωτογραφική μηχανή που κρεμόταν στο λαιμό μου.

- Τι είναι ΑΥΤΟ;
- Ορίστε;
είπα δήθεν αθώα
- ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΕ ΡΩΤΑΝΕ ΡΕ, γαύγισε το ένα από τα μαντρόσκυλα.

Πήρα ύφος προσβεβλημένο.

- Μα τι εννοείτε;
- Γιατί φωτογραφίζεις τους Νεοδημοκράτες;
- Μα δε φωτογραφίζω γενικά. Φωτογραφίζω τον εαυτό μου και τους φίλους μου, είπα δείχνοντας το γαλάζιο μου μπλουζάκι.
- Και πού είναι οι φίλοι σου;
- Κάπου εδώ γύρω, έδειξα αφηρημένα προς το πλήθος.
- Δηλαδή σε ποια ΟΝΝΕΔ είσαι;
- Σε ποια ΟΝΝΕΔ; Τι σε ποια...
- ΑΠΑΝΤΑ ΡΕ
, ξαναγάβγισε το μαντρόσκυλο πλησιάζοντας με απειλητικές διαθέσεις προς την κάμερα.
- Στης Παναγίτσας, είπα χαμηλοφώνως. Στο Παλαιό Φάληρο.

Η μαντάμ γύρισε στο άλλο μαντρόσκυλο και είπε «πήγαινε φέρε μου κάποιον από την Παναγίτσα να τσεκάρουμε τι λέει αυτός.» Ευτυχώς μέχρι να κουνηθεί είδα να περνάει μια συμμαθήτριά μου, σεσημασμένη Οννεδίτισσα βεβαίως, στολισμένη με δεκαεφτά κονκάρδες και σημαιάκια. Τη φώναξα· έδειξε μια ορισμένη έκπληξη που με είδε στη συγκέντρωση.

- Α, κι εσύ εδώ;
- Ναι βρε Κατερίνα μου, πες εδώ στην κυρία που με έχουνε περάσει για Πασόκο...

Η Κατερίνα έβαλε τα γέλια.

- Ε, όχι και Πασόκο. Αφού είσαι κουμουνιστής, χα χα χα...

Η Κατερίνα κυριολεκτούσε για τα μέτρα αντίληψής της, αλλά παραδόξως η κυρία το πέρασε για χιούμορ κι έβαλε κι αυτή τα γέλια.

- Εσύ σε ποια ΟΝΝΕΔ είσαι; τη ρώτησε μόλις γέλασε αρκετά.
- Στης Παναγίτσας. Στο Παλαιό Φάληρο.
- Α, εντάξει, ησύχασε η κυρία, και αμόλησε τα μαντρόσκυλα να γαβγίσουν αλλού.

Την έβαλα και μας τράβηξε μια φωτογραφία αγκαλίτσα με την Κατερίνα, ενώ της ψιθύριζα στο αυτί «με έσωσες». Μου απάντησε κάτι σαν «μου χρωστάς αντιγραφή σε διαγώνισμα» - της το χρωστάω ακόμα.

Βρήκα το Γιάννη ζωσμένο από το σόι του κάπου έξω από τη Μεγάλη Βρετανία. Οι δικοί του με κοιτούσαν με μια ορισμένη καχυποψία που έμπλεξα το γιο τους με τους κομμουνιστάς· δε με ξέπλενε ούτε το γαλάζιο μπλουζάκι, ούτε ο Ζέρβας, ούτε η θρησκεία. Μου εξήγησε ότι στο ΠΑΣΟΚ θα πήγαινα μόνος μου. Το είχα καταλάβει.

Την Παρασκευή φόρεσα βαρύθυμα κάπως το πρασινολαχανί μπλουζάκι και ανηφόρισα κατά το Σύνταγμα. Μαζί μου ανηφόρισαν χιλιάδες άλλοι, καθότι ο κόσμος του φωτός θα θριάμβευε άλλη μια φορά κατά του κόσμου του σκότους, δηλαδή η Αλλαγή είχε ακόμα επαρκές ρεύμα για να είναι πρώτο κόμμα. Έβγαλα φωτογραφίες (δεν με ενόχλησε κανείς) χάζεψα τον Πρόεδρο Αντρέα, έφαγα χοτ ντογκ, βαρέθηκα γρήγορα να περιφέρομαι. Βρήκα ένα λεωφορείο σταματημένο στην αρχή της Συγγρού και χώθηκα μέσα. Μπήκε κάποια στιγμή ένα λεφούσι με πράσινες σημαίες και φύγαμε. Δε μπορώ να πω ότι εκτίμησα το σύνθημα «Αβέρωφ-με φόρα-για τη νεκροφόρα» που κραύγαζαν, πάντως τις εκλογές τις κέρδισαν, ο Αβέρωφ παραιτήθηκε και ήρθε ο Μητσοτάκης. Το ΚΚΕ πήρε τα ποσοστά του, ο Κύρκος διασώθηκε ως ευρωβουλευτής και πάλι, ο Γιάγκος υπέστη πανωλεθρία. Δε νομίζω να ασχολήθηκε κανείς με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

Τριάντα χρόνια μετά, μάλλον ακόμα δεν ασχολείται και πολύς κόσμος. Βέβαια τώρα που ετοιμάζομαι να βγω για να ψηφίσω, σκέφτομαι με κάποια σκωπτική ομολογουμένως διάθεση ότι το φως και το σκότος παρουσιάζουν κοινούς υποψηφίους ή συγκυβερνούν αρμονικά εδώ και καιρό, χωρίς να τους έχουν πάρει με τις ντομάτες και τα πορτοκάλια για την ώρα. Αναζητώ σε ένα παλιό άλμπουμ στο πατρικό μου μια σειρά φωτογραφίες του 1984 που με δείχνουν με διαφορετικό μπλουζάκι και σημαία κάθε μέρα. Κι ύστερα θυμάμαι - και καλά θυμάμαι - μια εκκαθάριση της αποθήκης στο υπόγειο, όπου κάποιος εντόπισε με κάποια απορία ένα πλαστικό σημαιάκι του ΚΟΔΗΣΟ.

11/5/14

Εμείς εδώ δεν...

Εδώδιμα-αποικιακά: μπακάλικο (από εδώ).

Την ιστορία την πρωτοάκουσα με Κρητικούς και μπακάλικο, αλλά μόλις άρχισα να τη διαδίδω μου είπαν ότι κυκλοφορούσε παλιότερα και ως ανέκδοτο με Καριώτες που πρωτοπάνε στην Αθήνα και περίπτερο. Δεν πτοούμεθα βέβαια (άλλωστε Κρητικοί και Καριώτες ενίοτε τακιμιάζουν όπως στη συναυλία που έδωσε χτες ο Ψαραντώνης μαζί με τους Παπιστάνους και άλλους Καριώτες στο Βοτανικό) και αναρτούμε την εκδοχή που ακούστηκε (εν είδει σχολίου για τη γενικότερη οικονομική κατάσταση) από γέρο μαυροπουκαμισά σε αίθουσα αναμονής ιατρείου στο Ηράκλειο τις προάλλες, ως εξής:

Μπαίνει ένας τύπος σε ένα μπακάλικο, παίρνει μερικά πράγματα και τα πάει στο μπακάλη.

- Πόσο έχουν αυτά; ρωτάει.

Ο μπακάλης του λέει ένα ποσό.

- Ωραία, κάνει ο πελάτης, γράφτα.
- Μα κύριε, παρατηρεί ψιλοπροσβεβλημένος ο μπακάλης, εμείς εδώ δεν γράφουμε.

Και ο πελάτης, αποθαυμάζων:

- Ε, λοιπόν, συγχαρητήρια για το μνημονικό σας!


4/5/14

Ζώα της ζούγκλας, ζώα της φάρμας

Ατσίδα, κν. κουνάβι, από εδώ.

Ο καθηγητής της Ζωολογίας στο τρίτο έτος μας διαβεβαίωνε ότι με βάση την αναμενόμενη σχέση έκτασης-αριθμού ειδών σύμφωνα με μια ορισμένη θεωρία νησιωτικής βιογεωγραφίας, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ακόμα και τα πιο μεγάλα, δεν προβλέπεται η ύπαρξη σαρκοφάγων θηλαστικών. Στο διάλειμμα πήγα να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου, στηριγμένες στην εμπειρία μάλλον παρά στις θεωρίες νησιωτικής βιογεωγραφίας. Ρώτησα αν τα κουνάβια (ικαριιστί «ατσίδες») είναι σαρκοφάγα θηλαστικά. Ήταν. Διαβεβαίωσα τον καθηγητή ότι στην Ικαρία (όχι και από τα μεγαλύτερα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, οπωσδήποτε) είχαμε πληθώρα κουναβιών, παρότι δεν τα προβλέπει η θεωρία. Ο καθηγητής στραβομουτσούνιασε και μου δήλωσε ορθά κοφτά ότι εφόσον δεν προβλέπονται κουνάβια, δεν πρέπει να υπάρχουν κουνάβια. Τέλος.

Υπάρχουν, βέβαια, και μάλιστα σε σχετική αφθονία. Με τη φουντωτή ουρίτσα τους, με το τριγωνικό κεφαλάκι τους, σαν περίεργα γατιά μάλλον. Όσοι είχαν τις κότες αφύλαχτες (και το μετάνοιωσαν...) το ξέρουν καλά. Το ξέρω κι εγώ, αν και δεν έχουμε κότες στο σπίτι, έχουμε πάντως μια ατσιδούλα επισκέπτη στον κήπο, πότε πότε. Την πέτυχα τις μέρες του Πάσχα, να μασουλάει ένα ποντικάκι σχεδόν έξω από την εξώπορτα. Ήμουν σχεδόν από πάνω της, στο μπαλκόνι, αλλά δε με είδε. Καθόταν κάτω από το άπλετο φως της εξώπορτας χωρίς ιδιαίτερο άγχος, αν και πού και πού γύριζε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, ή πεταγόταν αν άκουγε κανένα ξέμπαρκο βεγγαλικό. Την κοίταζα με ενδιαφέρον, όχι μόνο επιστημονικό. Θυμήθηκα τον καθηγητή και τη νησιωτική βιογεωγραφία. Θυμήθηκα ακόμα ένα απόγευμα κάμποσα χρόνια αργότερα από το τρίτο έτος.

Ήταν πάλι κάπου στα πέριξ της Πανεπιστημιούπολης, ίσως στο ξύλινο της Καισαριανής ή ίσως στην Καλοπούλα, πάνω στον Υμηττό, μετά από μια παρουσίαση διδακτορικής διατριβής όπου κάποιοι ξέμπαρκοι ακροατές κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων. Η Σ. γκρίνιαζε ως συνήθως για τη σχέση της και για τους άντρες γενικότερα. Τότε ο Άκης μας ανέπτυξε τη θεωρία του περί σχέσεων, που μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο παρομοιώσεις: ζώα της ζούγκλας, ζώα της φάρμας. Η θέση που επιλέγουμε να βρισκόμαστε. Η ζούγκλα: ελευθερία, αδρεναλίνη αλλά και ανασφάλεια μαζί. Φαγητό λιγοστό και δύσκολα αποκτημένο, αγωνίες και διαρκές τρέξιμο, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες. Η φάρμα: περιμένεις ήσυχα τη μερίδα σου, χωρίς άγχη. Φαγητό άφθονο, αλλά χωρίς ποικιλία. Παχαίνεις, κοιμάσαι, βαριέσαι. Και ξαφνικά κάτι γίνεται, η φάρμα σε αφήνει απέξω, πρέπει να θυμηθείς τα από μακρού χρόνου ξεχασμένα άγρια ένστικτά σου, να κυνηγήσεις και να κυνηγηθείς. Περιφέρεσαι στην αγωνία της ζούγκλας και νοσταλγείς την αβίαστη, αν και κάπως άνοστη, μερίδα σου. Ή ανάποδα, ζεις προστατευμένος στη φάρμα, αλλά λαχταράς να πηδήξεις το φράχτη. Μπορεί η φύση σου να είναι στη ζούγκλα, μπορεί η έξη σου να σε κρατάει στη φάρμα, μπορεί να μην ξέρεις ποιος είσαι ή πού ανήκεις. Άντε, στην υγειά μας.

Στις βροχερές πασχαλινές μέρες που μεσολάβησαν, τη σκέφτηκα συχνά την ατσιδούλα, να κρύβεται στο ρέμα στις παρυφές του οικισμού, να παραμονεύει για κανένα ποντίκι ή καμμιά σαύρα μέσα στη νύχτα, ή για τα αποφάγια του πασχαλινού γεύματος των ανθρώπων ίσως. Ρώτησα τους γείτονες αν την είχαν δει. Όχι, αλλά είχαν δει τα ίχνη της. «Εδώ λερώνει», με διαβεβαίωσαν. Ζώο της κατά Άκη ζούγκλας ίσως, σκέφτομαι ότι ίσως κοιτάζει τη φάρμα (το σπίτι) με ζήλια. Βέβαια εμείς ζώα σπιτικά δεν έχουμε, καθότι η τελευταία γάτα που μας υιοθέτησε έχει να φανεί πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι πάλι του σπιτιού είμαστε λίγο πολύ της φάρμας, ακόμα κι αν στραβώσουν κάποτε τα πράγματα και βρεθούμε κάπου κλεισμένοι απέξω. Η ατσιδούλα μάλλον δε θα έβρισκε καλή παρέα.

- Μα είχε έμπει μια ατσίδα στο κοτέτσι μια φορά και έπνιξε όλες τις κότες. Όλες, σου λέω, ούτε μία δεν άφηκε. Γιατί να τις πνίξει όλες, αφού μία έφτανε και περίσσευε...


Σκέφτομαι ότι είναι ζώο της ζούγκλας (ή τέλος πάντων άγριο) και κάπως πρέπει να κάνει σύμφωνα με τη φύση του, την κάπως διαφορετική από τη δική μου και τη δική σου. Αλλά τις ώρες που εμείς μοιραζόμαστε τη βαρετή μερίδα μας, εκείνη γυρνάει αδιάκοπα ψάχνοντας όχι για κοτούλες παχουλές (πού τέτοια τύχη άμα δεν τρυπώσεις σε καμμιά φάρμα...) αλλά για καμμιά λιανή σαύρα, κάνα ποντίκι.

Ή και στη μαύρη πείνα, με αναμνήσεις καλύτερων εποχών ίσως, δεν ξέρω.

Ζώα «της ζούγκλας» σε κρίση ταυτότητας, κατά Αρκά.

Σ.Σ. Για να λέμε πάντως και του στραβού το δίκιο, η θεωρία αναφέρεται σε κατά το δυνατόν «φυσικά» οικοσυστήματα, οπότε στο ανθρωπογενώς διαταραγμένο ικαριακό περιβάλλον η ύπαρξη ενός θαλερότατου πληθυσμού ατσίδων δικαιολογείται όχι τόσο από την αφθονία φυσικών θηραμάτων, όσο από την άνεση (ειδικά αν είσαι ατσίδα) να βρεις το φαγάκι σου στα σκουπίδια, στα κοτέτσια, ακόμα ακόμα και στα πλήθη των αδέσποτων και δεσποζομένων κατσικιών.

Για να είμαστε και δίκαιοι με τον (καλό, στην πραγματικότητα) καθηγητή, νομίζω ότι πρέπει να έπεσε θύμα στιγμιαίας γεωγραφικής σύγχυσης, μπερδεύοντας την Ικαρία αν όχι με τη συνήθη Ιθάκη, πιθανότατα με κάνα μικροσκοπικό Δωδεκάνησο, καμιά Νίσυρο ή καμμιά Σύμη· το παθαίνουν διάφοροι από καιρού εις καιρόν.