ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


7/4/12

Αλεντέζου

Οίκημα με τυπική διακόσμηση Αλεντέζου με μπλε μπορντούρα, στην Avis.

Ο Τάγος πηγάζει στην Ισπανία και εκβάλλει στον Ατλαντικό· η πόλη της Λισσαβώνας έχει χτιστεί ακριβώς στις εκβολές του. Πηγαίνοντας ανατολικά προς την ενδοχώρα, η επαρχία Alentejo βρίσκεται (στο περίπου) δεξιά του ποταμού. H λέξη είναι σύνθετη (Além+Tejo) και σημαίνει κυριολεκτικά «Πέρα από τον Τάγο». Καθώς απομακρυνόμαστε από την ευρύτερη Λισσαβώνα, η αγία Σουζάνα οδηγάει με κατεύθυνση το πατρογονικό χωριό της κι εγώ κοιτάζω προς τα δεξιά και ρωτάω αν αυτό που βλέπουμε είναι τυπικό τοπίο Αλεντέζου. Μου εξηγεί ότι βρισκόμαστε ακόμα στο Ριμπατέζου που είναι άλλη επαρχία και όταν θα μπούμε στο Αλεντέζου θα με ενημερώσει. Συμπεραίνω αβίαστα ότι Ribatejo είναι επίσης σύνθετη λέξη και σημαίνει κάτι σαν «Δώθε από τον Τάγο» και η έκπληκτη Σουζάνα μου λέει ότι δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Βέβαια αργότερα μαθαίνω ότι κανονικά σημαίνει την ακτή ή την όχθη του Τάγου, αλλά εκείνη την ώρα καμαρώνω για το πόσο έξυπνος είμαι και προσπαθώ να βγάλω άκρη με τα θρυμματισμένα αγγλικά της Σουζάνας, που συχνά μπερδεύει το before με το after οπότε πρέπει να καταλάβω αν πρώτα θα πάμε σπίτι για φαγητό και μετά βόλτα στα αξιοθέατα ή το αντίστροφο.

Η όλη εκδρομούλα προέκυψε από την από μακρού χρόνου προγραμματισμένη επίσκεψη στο σπίτι της Σουζάνας, στην απέναντι μεριά του ποταμού (αλλά εντός ευρύτερης Λισσαβώνας), όταν ξαφνικά συνέβησαν ορισμένες ανατροπές (μια ολίγον απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη ας πούμε) και μαζί με αυτές μια αιφνίδια ανάγκη να κουβεντιάσει με τη μαμά της, μη σου πω και με τη γιαγιά. Γυναικεία θέματα, που η παρουσία ενός αλλόγλωσσου φίλου (έστω και αρσενικού) δε μπορεί να αποτρέψει να συζητηθούν. Η καλή μου φιλενάδα ντράπηκε να με ξεφορτωθεί (ή ίσως και να βαριόταν να οδηγάει μόνη της) και αφού της κουβαλήθηκα σπίτι, να που τώρα με πάει στην ενδοχώρα, πέρα και δώθε από τον Τάγο, αυτή την ηλιόλουστη πορτογαλική Κυριακή. Η μαμά (και η γιαγιά) ζουν στο χωριό, όπου η μαμά εργάζεται σε κάτι που δεν κατάλαβα αν είναι γηροκομείο ή κάποιου είδους πορτογαλικό ΚΑΠΗ, στο οποίο η γιαγιά συχνάζει ως πελάτισσα. Μάλλον κάτι σε ΚΑΠΗ πρέπει να είναι, αλλά έχει και φαγητό σε αντίθεση με τα δικά μας. Η Σουζάνα μου διευκρινίζει ότι η γιαγιά μένει σπίτι, έχοντας πάρει το παιδικό δωμάτιο της Σουζάνας τώρα που η ίδια έχει περάσει στις τάξεις των αστών.

Όταν κάποτε περνάμε στο Αλεντέζου, το τοπίο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη διαφορά. Βέβαια πάμε στο «Άνω» Αλεντέζου, στην περιοχή του Πορταλέγκρε προς τα ισπανικά σύνορα, ενώ η επαρχία περιλαμβάνει και μια εκτεταμένη περιοχή προς τα νότια κι ένα ικανό μέρος της ακτογραμμής στον Ατλαντικό. Η Σουζάνα διευκρινίζει ότι στη θάλασσα και τις τουριστικές περιοχές έχουν αναλογικά πολλά λεφτά, δουλειές, δυνατότητες... Στα μέρη της οι άνθρωποι φεύγουν για αλλού γιατί δε βρίσκουν δουλειές να ζήσουν. Θυμάμαι ότι την παραμονή διάβασα ότι, πράγματι, η επαρχία αντιπροσωπέυει περίπου το 30% της έκτασης της χώρας, αλλά κάτω από το 10% του πληθυσμού της. Θεωρείται το πιο καθυστερημένο ίσως κομμάτι της Πορτογαλίας. Η Σουζάνα με πληροφορεί ότι στο χωριό της μόνο ως κρατικός υπάλληλος κάποιου είδους μπορείς να έχεις δουλειά, και με κάποια συστολή μου εξηγεί ότι κι αυτές οι δουλειές βρίσκονται συνήθως μέσω κομματικών παρεμβάσεων. Δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, της λέω παρηγορητικά ότι αποκλείεται να είναι χειρότερα από την Ελλάδα. Μου λέει ότι αυτό συμβαίνει και στο χωριό της, παρότι είναι προπύργιο του κομμουνιστικού κόμματος. Της εξηγώ ήρεμα ότι και στο νησί μου συμβαίνει το ίδιο, παρότι είναι προπύργιο του Κόμματος επίσης. Δεν με πολυπιστεύει και δράττομαι της ευκαιρίας να την καλέσω για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν του λόγου το αληθές. Με ευχαριστεί, αλλά είναι μάλλον πολύ δύσκολο πλέον, με το μωρό καθ' οδόν.

Μιλώντας για πλουτοπαραγωγικές πηγές, δείχνω τα ελαιόδεντρα-μινιατούρες που αποτελούν το τοπίο από κάποια στιγμή και μετά. Είναι φυτεμένα σε σειρές, σε σταθερή απόσταση, κι έχουν όλα ύψος που δεν υπερβαίνει ένα ανθρώπινο ανάστημα, ίσως λιγότερο. Από κάτω τους δε φυτρώνει τίποτα άλλο. Μου φαίνεται κάπως αφύσικο τοπίο, έχοντας στο μυαλό μου τους ελαιώνες της Ικαρίας ή της Κρήτης. Η Σουζάνα μου εξηγεί ότι τα τελευταία χρόνια έτσι γίνεται η καλλιέργεια διότι εξυπηρετεί πολύ στο μάζεμα. Παλιά αναγκαζόντουσαν να βάζουν δίχτυα από κάτω. Ρωτάω με έκπληξη πώς τις μαζεύουν τώρα χωρίς δίχτυα και μου λέει με μεγαλύτερη έκπληξη ότι δεν τις μαζεύουν άνθρωποι αλλά ειδικά μηχανήματα. Αυτό εξηγεί κάπως την απόλυτη συμμετρία των χωραφιών, αν και προφανώς δε μπορεί να εφαρμοστεί στα επικλινή εδάφη της Ελλάδας. Της λέω πάντως ότι εικάζω πως το λάδι θα είναι μια σημαντική πηγή πλούτου για το Αλεντέζου. Κάνει μια γκριμάτσα και μου εξηγεί ότι όλα αυτά (χωράφια, δέντρα, μηχανήματα, λάδι και πλούτος) δεν είναι δικά τους, αλλά ισπανικά. Ήρθαν οι γείτονες πριν λίγα χρόνια, αγόρασαν τη γη ή το δικαίωμα καλλιέργειας, βγάζουν το προϊόν και το πάνε στην Ισπανία (δίπλα είναι) όπου το τυποποιούν και το πουλάνε. Στο Αλεντέζου δε μένει τίποτα.

Δεν έχω να σχολιάσω και πολλά, καθώς εκείνη την ώρα περνάμε ένα φράγμα που έχει δημιουργήσει μια τεχνητή λίμνη, στην άλλη άκρη της οποίας είναι το χωριό. Φτάνουμε στο σπίτι όπου μας υποδέχονται ένας κακότροπος σκύλος, ένας αγουροξυπνημένος μεγάλος αδελφός, μια προϊστορική γιαγιά και μια μαμά κάπως λιγότερο διαχυτική από όσο τη φανταζόμουν. Της δίνω τα γλυκάκια που έφερα από τη Λισσαβώνα κατόπιν συμβουλής της Σουζάνας και με ευχαριστεί με τη δέουσα πορτογαλική προσήνεια. Στη διάρκεια του φαγητού η μισή συζήτηση αφορά το αν μου αρέσει η πορτογαλική κουζίνα, ενώ η άλλη μισή (στην οποία δε συμμετέχω) τα γυναικεία θέματα που λέγαμε. Φυσικά όλα γίνονται με τις μεταφραστικές υπηρεσίες της φίλης μου η οποία δεν προλαβαίνει να φάει και πολλά καθώς μεταφράζει συνεχώς ότι ναι, μου αρέσει το πρεζούντο, ναι, έχω ξαναδει κουκιά στη ζωή μου αν και όχι μαγειρεμένα μαζί με τοπικό λουκάνικο, μα φυσικά και θέλω να δοκιμάσω το παλαιωμένο τυρί τους (μου διαφεύγει τώρα το όνομα), μα φυσικά το κρασί είναι εξαιρετικό και βεβαίως θέλω κι άλλο. Βγάζουν δεύτερο πιάτο και έρχεται και γλυκό στο τέλος, πράγμα που βελτιώνει τη διάθεση του αδελφού (αλλά όχι του σκύλου) που διατίθεται να μας κάνει καφέ. Ωστόσο τελικά αντί να πιούμε καφέ στο σπίτι αποφασίζουμε να πάρουμε τη μαμά βόλτα με το αμάξι μέχρι ένα καφενείο στην όχθη της τεχνητής λίμνης.

Στο δρόμο και στο καφενείο συνεχίζεται η συζήτηση περί γυναικείων θεμάτων χωρίς τις παρεμβάσεις της γιαγιάς (που αργότερα μου εξηγεί η Σουζάνα ότι ήταν λίγο εκτός θέματος, δεδομένων και κάποιων απαρχών γεροντικής άνοιας) κι εγώ παίζω το ρόλο του ντεκόρ με συνέπεια. Κάποια στιγμή η μαμά παρατηρεί με απογοήτευση ότι όχι μόνο έχω προσθέσει ένα σωρό γάλα στον καφέ μου, αλλά δεν τον πίνω και αρκετά γρήγορα με αποτέλεσμα να κρυώσει. Της εξηγώ ότι θα έβαζα κι άλλο γάλα αν χώραγε, και ότι στην Ελλάδα πίνουμε καφέ κρύο, ενίοτε με παγάκια. Η μαμά σοκάρεται από τη αποκάλυψη και στρέφεται σαστισμένη προς την κόρη της η οποία το επιβεβαιώνει: έχει δει και η ίδια στην Ελλάδα έναν παγωμένο καφέ με μπουρμπουλήθρες. Η μαμά μετά βίας κρατιέται να μην αναρωτηθεί τι σόι εξωγήινοι άνθρωποι ζουν εκεί, και δράττομαι της ευκαιρίας να γυρίσω τη συζήτηση στο ποδόσφαιρο και να ρωτήσω αν η περιοχή ή το Αλεντέζου έχουν ομάδα στη πρώτη εθνική. Μετά από λίγα λεπτά η μαμά έχει πειστεί ότι τελικά είμαι φυσιολογικός άνθρωπος σαν το μέσο Πορτογάλο, με μια μικρή παραξενιά στο θέμα του καφέ ίσως, και καθυσηχασμένη μας αφήνει να την πάμε σπίτι για να μαζέψει πορτοκάλια και λεμόνια για την κόρη και το γαμπρό της.

Αν είχε κι ένα ταψί γεμιστά ή σπανακόπιτα, θα ήταν ακριβώς ελληνικό πεσκέσι (έχει βέβαια κουκιά με λουκάνικο και χοιρινό με λαχανικά, για να είμαστε δίκαιοι).

Μέχρι να μαζέψουν τα αποθέματα περιφέρομαι λίγο στο σπίτι. Είναι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί με βάση τις ελληνικές παραστάσεις μου, με παλιακά έπιπλα αισθητικής δεκαετίας του '70, φωτογραφίες συγγενών στους τοίχους, κεντήματα κορνιζωμένα, την Παναγία της Φάτιμα εδώ κι εκεί, κι αυτό τον εκπληκτικό φόβο του κενού που έχουν οι άνθρωποι της εποχής (και το πατρικό μου στην Ελλάδα έτσι είναι...) που τους αναγκάζει να ακουμπάνε μπιμπελό σε όλα τα τραπεζάκια και να κρεμάνε καδράκια παντού. Δεσπόζουν οι φωτογραφίες του συχωρεμένου του μπαμπά, το μετάλλιο που πήρε στο στρατό ως βετεράνος των αποικιακών πολέμων (φαντάρος βέβαια κάπου στη Μοζαμβίκη), εικόνες των παιδιών σε πολύ νεαρή ηλικία και μια αίσθηση σταματημένου χρόνου, ασορτί με τα σεμεδάκια στα τραπέζια και τις φαβορίτες στις φωτογραφίες.

Με λίγη καλή προσπάθεια γεμίζουμε το πορτ-μπαγκαζ του αμαξιού με τα προϊόντα των τριών δέντρων της αυλής (δυο πορτοκαλιές και μια λεμονιά), καθώς και με ό,τι περίσσεψε από το τραπέζι, συν μια τεράστια γλάστρα μαϊντανό, συν κάτι λαχανικά που ξεχώθηκαν τελευταία στιγμή από τον κήπο, συν ένα καλάθι αυγά αν και η οικογένεια δεν εκτρέφει κότες (αλλά το υπόλοιπο χωριό εκτρέφει και χαρίζει αυγά αβέρτα). Ακόμα, προστίθεται ένα πεντόκιλο λάδι, το γλυκό που δε φάγαμε, και ένας παλιακός υπολογιστής
που για κάποιο λόγο δε δουλεύει το δίκτυο και πρέπει να τον δει ο γαμπρούλης μας να μας τον φτιάξει. Η μαμά επιμένει να χώσει και κάτι μωρουδιακά που έχει κρατημένα από τον καιρό που η Σουζάνα ήταν νεογέννητο πριν τριάντα χρόνια, αλλά η φίλη μου της εξηγεί ότι έχει αλλάξει η μόδα και έτσι κι αλλιώς δεν θα τα χρειαστεί για τους επόμενους έξι-εφτά μήνες. Παίρνει τελικά ένα φουστάνι ευρύχωρο για την ίδια, που μάλλον θα της χρειαστεί νωρίτερα.

Σταυροφιλάμε όλη την οικογένεια και αποχωρούμε για το ταξίδι της επιστροφής· στο χωριό χαζεύω γέρους στα παγκάκια που μας κοιτάνε διερωτώμενοι ποιος να είναι αυτός ο τύπος με την κόρη των Τάδε, κι ύστερα στο δίπλα χωριό γριές που σηκώνουν το κουρτινάκι του παραθύρου και κοιτάνε τον κόσμο στο δρόμο. Η Σουζάνα μου δείχνει τα τυπικά σπίτια του Αλεντέζου, άσπρα με κίτρινη ή μπλε διακοσμητική μπορντούρα. Σταματάμε σε χωριά, βλέπουμε εκκλησίες και παλιά κάστρα, και καθώς ο ήλιος γέρνει προς τα δυτικά τον βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας όπως πηγαίνουμε προς τον Ωκεανό. Η Σουζάνα με ρωτάει αν θέλω να ανέβω σε ένα ακόμα κάστρο και της λέω χαριτολογώντας ότι τα κάστρα στα οποία δεν έγινε ποτέ καμιά πολιορκία δεν είναι τόσο του γούστου μου (ο τόπος δεν βρέθηκε άλλωστε σε πόλεμο τα τελευταία 800 χρόνια, με εξαίρεση μια διαμάχη με τους γείτονες για τη διαδοχή το 16ο αιώνα). Αντ' αυτού διαλέγουμε ένα δρόμο που μας επιτρέπει να έχουμε τον ήλιο υπό ορισμένη γωνία και όχι εντελώς μες τα μάτια, αλλά σε ένα από τα χωριά της διαδρομής αναγκαζόμαστε να σταματήσουμε λόγω θρησκευτικής πομπής.

Μια καθώς πρέπει λιτανεία στην Pavia, λίγο πριν περάσει η φιλαρμονική.

Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να κάνω τον τουρίστα και αρχίζω να φωτογραφίζω τη λιτανεία καθώς περνάει αργά από μπροστά μας. Μερικοί από τους λιτανευόμενους με κοιτάνε απορημένοι, είτε γιατί δε βλέπουν συχνά ξένους είτε (μάλλον) επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δημόσιο θέαμα. Η Σουζάνα με διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και μπορώ να φωτογραφίζω άνετα, κι εγώ παρατηρώ τη φιλαρμονική που παιανίζει κάτι απροσδιόριστα γνωστό, αλλά μπορεί και απλώς όλες οι φιλαρμονικές να μοιάζουν.

- Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο; ρωτάει η φίλη μου με ειλικρινή απορία.
- Ναι, βέβαια, έχω πάρει και μέρος, της απαντάω και με κοιτάει λίγο απορημένη. Της εξηγώ ότι έχουμε πιο πολλά κοινά από όσο νομίζουμε, ίσως.

Αλλά πάνω στην ώρα ανοίγει ο δρόμος και πρέπει να τρέξουμε να χωθούμε στο παρατημένο αμάξι που εμποδίζει την κυκλοφορία.

Αρχίζει να σουρουπώνει στο Αλεντέζου.

5 σχόλια:

Αόρατη Μελάνη είπε...

Μα εντελώς ελληνικό πεσκέσι - ως και σακούλα από το Lidl! Και η λιτανεία, εντελώς επιτάφιος. Όπως Ελλάδα.

Ανώνυμος είπε...

Αχ αυτός ο νότος!

Τι προτιμάς αν μπορεις να το πεις
ακόμα?

Λ

Idom είπε...

Και εμένα η σακούλα τού Lidl μού έκανε κλικ. Ζήτω ο διεθνισμός!

Δεν είμαι πολύ σίγουρος αν μπορώ να προσδιορίσω αισθητική επίπλων δεκαετίας '70. Τα προπολεμικά φυσικά, αλλά τού '70, τι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είχαν; Καμπάνες καλύμματα;

Επίσης αναρωτιέμαι ΤΙ γυναικεία θέματα έχει να ρωτήσει μία κόρη ~ 30 χρόνων, τη μαμά της, η οποία εμφανώς ζει σε "άλλο κόσμο".
Αν είναι ελαφρά θα τα συζητούσε με φίλες της, αν είναι σοβαρά με τον/την γυναικολόγο της και αν είναι πολύ σοβαρά στο Facebook, όχι;

Φυσικά, η "μυστική" σχέση μητέρας / κόρης έχει πολυτραγουδηθεί (στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα την κτενίζει), αλλά αφορά περασμένους αιώνες, ΧΩΡΙΣ facebook ή tweeter.

Αναρωτιέμαι πόσα γυναικεία θέματα θα ξετίναξαν, όταν τής άρπαξε η αλεπουδίτσα το τηλέφωνο!
:-))

Σάς εύχομαι καλή εγκυμοσύνη και καλές εκδρομές!

Όσο για τις ελιές μπονσάι, σκέφτομαι πώς θα γίνει εδώ (Ελλάδα) η εκμετάλλευση τού ωραίου μας πετρέλαιου...

Idom

Β. είπε...

Κυρία Λ., τι να προτιμήσω; Μεταξύ ποιών επιλογών;

Κύριε Ιδομ, μάλλον δεν είστε ειδήμων περί γυναικείων θεμάτων... Ούτε εγώ βέβαια... (άκου με το γυναικολόγο... τι ξέρουν αυτοί;)

Β. είπε...

Α, ναι, αισθητική '70: όχι καμπάνες καλύμματα, απλώς και μόνο καλύμματα, για να μη φθείρονται τα έπιπλα από τη χρήση (και τελικά παρακμάζουν εν αχρησία). Εντάξει, μπορεί να είναι και του '60...