ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


21/2/12

Ρεπό

Matterhorn (1849), πίνακας του John Ruskin (1819-1900) που βούτηξα από τη wikipedia που τον βούτηξε από εδώ.

Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, λέει το απόφθεγμα, και μάλιστα πρησμένα θα συμπλήρωνα εγώ. Πάνω που ανάρρωσα σχεδόν τελείως και πηγαινοερχόμουν στα δρομάκια του Οέιρας χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια και μόνο με μια ελαφρά διόγκωση στους αστραγάλους, με έπιασε αυτή η κρίση νοσταλγίας που την έχω μόνιμη βέβαια εδώ και λίγα χρόνια, οπότε βλέποντας ότι τη Δευτέρα δεν υπήρχε το προγραμματισμένο εργαστηριακό «μήτιγκ» ζήτησα (και πήρα) τη μέρα ρεπό. Μετά έψαξα να βρω εισιτήρια για Ελλάδα, και τότε μόνο συνειδητοποίησα την ισχύ του αποφθέγματος.

Θέλετε να πάτε στην Ελλάδα από Λισσαβώνα το βράδι της Παρασκευής; Υπέροχα, σε τρεις-τέσσερις ωρίτσες θα είστε εκεί. Θέλετε να γυρίσετε από την Ελλάδα τα χαράματα της Τρίτης όπως νομίζατε ότι μπορούσατε μέχρι πρότινος; Καμμία τύχη. Το βράδι της Δευτέρας έστω; Φυσικά, αφού πρώτα έχετε την υπομονή να πάτε μια βόλτα ως τη Φραγκφούρτη ή το Παρίσι ή τη Γενεύη. Και να ξεκινάτε πουρνό-πουρνό, έτσι ώστε το ρεπό σας να το περάσετε κυρίως στους ουρανούς και τα αεροδόμια της Ευρώπης, αντί για την πάτρια πόλη σας, περιτριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους. Ας όψεται· Παρασκευή, μετά τη δουλειά, κατηφόρισα πάλι τα δρομάκια του Οέιρας κουβαλώντας μια τεράστια βαλίτσα. Πήρα το τραίνο για το Καΐς ντε Σοντρέ κι από κει το λεωφορείο του αεροδρομίου, κι έφτασα σε λιγότερο από μια ώρα συνολικά. Έκανα τσεκ-ιν δίνοντας την τεράστια βαλίτσα μου διόμισι ώρες πριν την αναχώρηση. Βέβαια η βαλίτσα ήταν πανάλαφρη, καθώς περιείχε μόνο ένα υπερβολικό μπουφάν και μια άλλη πολύ πολύ μικρότερη βαλιτσούλα με δυο-τρεις αλλαξιές. Η υπάλληλος μου είπε με συμπόνοια «ήρθατε λίγο νωρίς». Το ήξερα, αλλά είχα τους λόγους μου.

Άρχισα να ψάχνω τα μαγαζιά στο έρημο αεροδρόμιο. Έχοντας μια μικρή ανησυχία για το πρήξιμο στους αστραγάλους ήθελα να βρω ένα ζευγάρι κάλτσες «συμπίεσης» που υποτίθεται προστατεύουν τα πόδια. Τις πέτυχα σε ένα μαγαζί με σουβενίρ. Στην τιμή που τις αγόρασα είναι οι πιο ακριβές κάλτσες που έχω αγοράσει ποτέ, και δε βλέπω να αγοράζω ακριβότερες στο μέλλον. Μου φάνηκε πάντως κάπως αταίριαστο να αλλάζω κάλτσες δημοσίως και χώθηκα στις τουαλέτες. Ατυχώς οι κάλτσες έφταναν μέχρι το γόνατο και χρειάστηκε να κάνω μια ολόκληρη διαδικασία απέκδυσης-επανένδυσης μέχρι να καταφέρω να τις φορέσω, διαδικασία που απειλήθηκε να διακοπεί βιαίως από την παρέμβαση μιας καθαρίστριας που αρνιόταν να δεχτεί ότι κάποιος μπορεί να είναι πέντε ολόκληρα λεπτά σε μια τουαλέτα αεροδρομίου χωρίς να είναι ανώμαλος κάποιου είδους, κι άρχισε να χτυπάει, να φωνάζει και να περνάει τη σκούπα κάτω από την πόρτα με κίνδυνο να μου εξορίσει κάνα παπούτσι δυο τουαλέτες παραδίπλα.

Διαμαρτυρήθηκα εντόνως στα αγγλικά, γλώσσα που φυσικά η γυναίκα δεν κατάλαβε, αλλά μάλλον θα της φάνηκε πιο νορμάλ ο «ανώμαλος» να είναι ξένος παρά Πορτογάλος, και απομακρύνθηκε. Βγήκα κι εγώ λίγο αργότερα, κρατώντας ένα ζευγάρι κάλτσες (τις παλιές) στο χέρι. Δεν είδα την καθαρίστρια απέξω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι παραμόνευε κάπου εκεί γύρω. Χρόνια μετά, θα διηγείται στα εγγόνια της ότι κάποτε πέτυχε ένα μυστήριο ξένο που την έβρισκε με αθλητικές κάλτσες στις τουαλέτες των αεροδρομίων. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου», θα λέει στα έντρομα εγγονάκια...

Πέρασα τον έλεγχο χωρίς επιπλοκές και πρόσεξα με θλίψη στο duty-free τις ίδιες κάλτσες συμπίεσης που φορούσα σε τιμή αισθητά χαμηλότερη από όσο τις είχα πάρει. Επανέλαβα με τελετουργικό τρόπο τη φράση “Eu não falo português” (Δεν μιλάω πορτογαλικά) στην ταμία και σε κάνα-δυο άλλους που ήθελαν να μου πουλήσουν πιστωτικές κάρτες και συνδρομές τηλεόρασης. Έφτασα στην έρημη πύλη μιάμιση ώρα πριν την απογείωση· φυσικά το αεροπλάνο δεν είχε έρθει ακόμα. Έβγαλα από την τσάντα το «Σφαγείο Νο 5» του Κέρτ Βόννεγκατ, που πάντα ήθελα να διαβάσω και ποτέ δεν έτυχε. Το τελείωσα λίγες ώρες αργότερα, κάπου πάνω από τη Σικελία. Ήταν καλό.

Δευτέρα μεσημέρι, με κάλτσες συμπίεσης στα πόδια και το υπερβολικό μπουφάν στο χέρι, έσερνα το μικροσκοπικό βαλιτσάκι μου στις πλάκες του Ελ-Βελ (η μεγάλη βαλίτσα είχε επιστραφεί στους γονείς μου, όπου και ανήκει). Βρήκα τα γκισέ της Swiss· υπήρχε μια μικρή ουρά στη business class και μια μεγαλύτερη στο web check-in / luggage drop-off. Στο γκισέ της οικονομικής θέσης δεν υπήρχε κανένας. Ρώτησα αν ήταν η πτήση για Γενεύη και ο υπάλληλος έγνεψε καταφατικά. Συμπλήρωσα ότι πάω Λισσαβώνα, αλλά δεν έδειξε καμμία έκπληξη. Με έστειλε στην πύλη τάδε.

Αγόρασα αθλητική εφημερίδα (ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλά οι πολιτικές που διάβαζα έχουν κλείσει κι αυτές που κυκλοφορούν δεν τις αντέχω) και σπρώχτηκα στον έλεγχο, όπου έπρεπε να αποδείξω όχι μόνο ότι το λάπτοπ είναι λάπτοπ, αλλά και ότι η φωτογραφική μηχανή είναι φωτογραφική μηχανή. Ευτυχώς φορούσα τιράντες αντί για ζώνη, διότι θα με έβαζαν να αποδείξω ότι οι τρύπες είναι τρύπες. Έφτασα στην πύλη λίγο πριν την επιβίβαση· ίσα που πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο «2666» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ένα ταξίδι-γίγας απαιτεί αντίστοιχο βιβλίο και ο μακαρίτης το είχε γράψει πέντε βιβλία στη συσκευασία του ενός, βγήκε πάνω από χίλιες σελίδες στην ελληνική έκδοση.

Δυσκολεύτηκα να συγκεντρωθώ στην ανάγνωση πάντως. Κάθησαν δίπλα μου μια γυναίκα κι έναν άνδρας· ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το είδος της μεταξύ τους σχέσης. Σε όλη τη διαδρομή αυτός της έλεγε πόσο ηλίθια είναι κι εκείνη απαντούσε πόσο άχρηστος είναι. Μιλούσαν διαρκώς, χωρίς να ανεβάζουν καθόλου τον τόνο της φωνής τους, αλλά βριζόντουσαν ανηλεώς. Δε σταμάτησαν ούτε κατά τη διάρκεια του καχεκτικού γεύματος (μια άθλια μινιατούρα ζυμαρικά μπολονέζ και για επιδόρπιο ένα δείγμα κέικ μνημοσύνου). Κάποτε αυτός την έλεγε μαλακισμένη, κάποτε αυτή τον έλεγε κρετίνο ή καθυστερημένο. Όχι σαν προσβολή, σα διαπίστωση. Ενίοτε σταματούσαν και ειρωνευόντουσαν παρέα κάποιον άλλον που καθόταν αλλού. Μετά επέστρεφαν στο μεταξύ τους βρίσιμο. Αναρωτήθηκα γιατί να μιλάνε ελληνικά· δε μπορούσαν να μωρολογούν στα σουηδικά να μην πιάνω λέξη; Αναρωτήθηκα πάλι αν θα ήταν σκόπιμο να τους φέρω το βιβλίο στο κεφάλι (είναι και βαρύ) μπας και βγάλουν το σκασμό. Τζίφος· το βιβλίο μου έπεσε από το χέρι και προσγειώθηκε κάτω από το κάθισμα σε μια μη προσβάσιμη θέση.

Βούλωσα τα αυτιά μου με τα χέρια μπας και αντέξω μέχρι που είδα άξαφνα τη γη να πλησιάζει. Δεν κατεβαίναμε ακόμα, η γη ανέβαινε· ήταν οι Άλπεις. Κάναμε μια βόλτα γύρω από το Matterhorn, για το οποίο ο πιλότος φαινόταν πολύ συγκινημένος και περήφανος (φαίνεται θα είναι κάτι εμβληματικά ελβετικό, σαν τη σοκολάτα, τις τράπεζες και τα ρολόγια). Με την ευκαιρία θυμήθηκα να γυρίσω το ρολόι μια ώρα πίσω. Μετά είδα από ψηλά τη λίμνη της Γενεύης και θυμήθηκα το «Ο Αστερίξ στους Ελβετούς» και τον φουκαρά που έχανε τη μπουκίτσα του στο όργιο-φοντύ. «Η λίμνη είναι γεμάτη αδέξιους ανθρώπους», είχε πει στους έκπληκτους Γαλάτες. Σκέφτηκα ότι μια και όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια (έστω με κάλτσες συμπίεσης) μήπως μου μέλλει κι εμένα να βρεθώ σε καμιά λίμνη στο μέλλον έτσι όπως μου πέφτουν τα πράγματα (το βιβλίο καλή ώρα), αλλά παρηγορήθηκα σύντομα διότι σιγά μην έχανα μπουκίτσα (εδώ δε χάνω ούτε των διπλανών, τη δική μου θα χάσω;). Ευτυχώς προσγειωθήκαμε κάποτε και οι διπλανοί πήγαν να βριστούν αλλού. Μάζεψα το βιβλίο ανακουφισμένος.

Και προπαντός προσοχή στη μπουκίτσα σας, η λίμνη είναι γεμάτη αδέξιους ανθρώπους.

Περιπλανήθηκα για λίγο στο αεροδρόμιο, περιμένοντας την ανακοίνωση της πτήσης για Λισσαβώνα. Με λίγη καλή διάθεση χάζεψα το βιντεάκι που έδειχναν όλες οι οθόνες όπου ένας μικρούλης ελβετόπαις, άλλη δουλειά δεν είχε, καθοδηγεί διάφορους ενήλικες σε ποιο κουβαδάκι να πετάξουν τα σκουπίδια τους. Σε μια άλλη παραλλαγή, λίγο πιο υποσχόμενη, δύο άγνωστοι ταξιδιώτες (αντιθέτου φύλου και αναπαραγωγικής ηλικίας φυσικά) πετάνε τα σκουπίδια τους ταυτόχρονα στο «σωστό» κάδο· αφού έχουν κάνει το καθήκον τους κοιτάζονται με νόημα (έτσι ξεκινάνε οι καλές οι γνωριμίες στην Ελβετία, φαίνεται) και πάνε παρακάτω. Ατυχώς δεν υπήρχε παραλλαγή όπου απαίδευτος νότιος πετάει τα πλαστικά στα χαρτιά και τανάπαλιν ώστε να του την πέφτουν ταυτόχρονα το ζεύγος των αγνώστων και ο ελβετόπαις και να τον κάνουν ασήκωτο, οπότε εγώ το μεταχειρισμένο χαρτομάντηλο όπου φύσηξα τη μύτη μου το πέταξα στα «λοιπά σκουπίδια» και όχι στα χαρτιά. Ύστερα επέστρεψα στο βιβλίο μου μέχρι την απογείωση.

Στο δεύτερο αεροπλάνο γύρισα το ρολόι άλλη μια ώρα πίσω. Ήλπιζα ότι το φαγητό των Πορτογάλων θα ήταν καλύτερο από των Ελβετών, αλλά φυσικά έπεσα έξω, καθώς κατέφτασε ένα περίεργο ψαροζυμαρικό μινιατούρα (πάντα...) συνοδευόμενο από μια μεταφυσική φρουτόκρεμα. Μεταφυσική, διότι μόλις την άνοιγες γινόταν ιπτάμενη, και προσγειωνόταν πότε στα καθίσματα και πότε στα ρούχα (στη δική μου περίπτωση και στα δύο). Δεν ανησύχησα πάντως, καθώς πρόσεξα την ίδια μεταφυσική συμπεριφορά της φρουτόκρεμας και στους άλλους επιβαίνοντες. Οι πιο προνοητικοί αποφάσισαν να αφήσουν το τζίνι στο μπουκάλι. Εγώ δεν είμαι τέτοιος τύπος: αφού την έκανα τη ζημιά, καταβρόχθισα όλη την εναπομείνασα φρουτόκρεμα από το κεσεδάκι (άλλωστε δε νομίζω να ξαναφάω κάτι τέτοιο όσο ακόμα έχω δόντια).

Σταμάτησα το βιβλίο γύρω στην εκατοστή σελίδα (έμειναν άλλες εννιακόσες) για να χαζέψω την τελευταία προσγείωση στη νυχτερινή Λισσαβώνα. Λίγο αργότερα, μπαίνοντας σε μια από τις τουαλέτες του αεροδρομίου, κοίταξα με απροσποίητο ενδιαφέρον την καθαρίστρια που σφουγγάριζε απέξω. Πρέπει να είχε εγγόνια σίγουρα. Παρέλαβα το μικροσκοπικό βαλιτσάκι και βγήκα φορώντας το υπερβολικό μπουφάν στη ζεστή νύχτα. Είπα στον ταξιτζή το αναπόφευκτο “Eu não falo português” και μου είπε νο πρόμπλεμ, μιλάει αυτός αγγλικά. Φυσικά και δε μιλούσε, μου πήρε κάνα δεκάλεπτο να του εξηγήσω ότι δεν του έδινα όνομα ξενοδοχείου αλλά διεύθυνση σπιτιού και γι’ αυτό δεν το έβρισκε εκεί που έψαχνε στο GPS. Φτάσαμε κάποτε· ευχαρίστησα πορτογαλικότατα και ανέβηκα σε αυτό που πρέπει να μάθω να αποκαλώ «σπίτι μου».

Άνοιξα τη μικροσκοπική βαλιτσούλα, κι έβγαλα τις δυο-τρεις αλλαξιές, καθώς και μερικά ενθυμήματα από την Ελλάδα (ένα φωτιστικό μπατίκ που μου χάρισαν κάποτε οι κουμπάροι μου, κάτι ποτηράκια για οδοντόβουρτσες μπάνιου, φακές ψιλές βιολογικές, ένα τεμάχιο χαλβά, καφέ Λουμίδη και νεσκαφέ – μόνο τη φέτα και τα ντολμαδάκια αμέλησα). Ύστερα πήγα στην κρεββατοκάμαρα, έβγαλα τα παπούτσια, και υπό το φως του άρτι τοποθετηθέντος φωτιστικού-μπατίκ έκανα την καλύτερη κίνηση εκείνης την ατελείωτης μέρας. Αφαίρεσα αργά-αργά τις συμπιεστικές κάλτσες και κούνησα τα δαχτυλάκια μου πάνω-κάτω και ξανά πάνω-κάτω.

Ναι, ήταν ζωντανά. Ηδονή, ηδονή απερίγραπτη.

5 σχόλια:

Idom είπε...

Γεια σου Ροβυθέ!

Το βιβλίο τού Βόνεγκατ σού άρεσε αλλά μπιτ δεν σε άλλαξε. Γρινιάρης ήσουνα, γρινιάρης παραμένεις! :-)

Σχετικά με την φρουτόκρεμα, υποθέτω ότι η συσκευασία είχε αεροστεγές κλείσιμο. Οπότε από την χαμηλή πίεση, εκεί στα ψηλά πάνω από τα Πυρηναία, το εσωτερικό της φούσκωνε ζητώντας την απελευθέρωση.

Όλα καλά, αλλά δεν μάς είπες τα έργα και τίς ημέρες σου εν Αθήναις. Πέρασες καλά; Άξιζε το στριπτηζ στις τουαλέτες τού κόσμου;
Ελπίζω να ακολουθήσει σχετική ανάρτηση.

Idom

αράπης είπε...

ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ήθελα να ρωτήσω κι εγώ, αγαπητέ IDOM καθώς, ο φίλτατος rovitheς είναι τύπος, που επικεντρώνεται στις συγκλονιστικές περιγραφές του "όταν ήμουν εκεί"... Στο παρόν κείμενο όμως, έχει αφηγηθεί με συγκλονιστική λεπτομέρεια την ΑΡΧΗ και το ΤΕΛΟΣ του ταξιδιού, χωρίς ΚΑΜΙΑ αναφορά στο ενδιάμεσο, "όταν ήταν εκεί" (εδώ δηλαδή, στην Ελλάδα) !!!
Φαίνεται ότι λόγω του μικρού χρόνου της επίσκεψης, είδε μόνο τους ΣΤΕΝΟΥΣ φίλους του κι έζησε μαζί τους εμπειρίες, που δεν περιγράφονται δημόσια...

Β. είπε...

Ε, ναι, η αλήθεια είναι ότι κατάφερα από ΣΤΕΝΟΥΣ φίλους να δω μόνο το φίλο μου το Θανασάκη, κι αυτό χάρη στη δική του απαράμιλλη γενναιότητα μια και διένυσε ίσαμε δέκα χιλιόμετρα (με αμάξι) για να με βρει. Το τι εμπειρίες ζήσαμε μαζί πραγματικά δε μπορώ να το περιγράψω δημόσια (ούτε και ιδιωτικά, σχεδόν).

Τους λοιπούς εξίσου ΣΤΕΝΟΥΣ φίλους πήγα να τους βρω μαζεμένους κάπου, αλλά όταν έφτασα είχαν μόλις φύγει. Για κάποιο λόγο τα SMS που τους έστελνα αναγνώσθηκαν με καθυστέρηση, και δεν πήραν πρέφα ότι έρχομαι.

Τι να κάνω κι εγώ, τις υπόλοιπες ώρες καταπολεμούσα το τζετ-λαγκ. Βάλε και τις αεροδυναμικές κάλτσες...

Idom είπε...

Έτσι Αράπη μου, έτσι!

http://www.youtube.com/watch?v=au6X4y4d-L8

Idom

αράπης είπε...

ΑΧΑ ! Κρίνοντας από το γεγονός ότι έστειλες SMS στους ΣΤΕΝΟΥΣ φίλους σου, μάλλον δεν περιλαμβάνομαι σε αυτούς. Ούτε καν με καθυστέρηση...

Ωραία ! Να τα ξέρουμε αυτά, την επόμενη φορά που (ΔΕΝ) θα κάψουμε βενζίνη περισσότερη από αυτήν που χρειάζεται για τη διάνυση 10 χλμ. για να σε δούμε ~

ΦΤΟΥ ! (να μη σε ματιάσω βρε...)