ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/1/12

Οιδίπους επί Λισσαβώνα

Κουτσοί, στραβοί, και οιδίποδες στον Άγιο Φραγκίσκο Ξαβιέρ. Ε, ρε γλέντια...

Στην αρχή ήταν μια κοινή γρίππη. Πόνοι στα κόκκαλα, ψηλός πυρετός, αδυναμία, αυτά. «Θα περάσει», είπα, καθώς όλες οι ιώσεις μια βδομάδα κρατάνε. Όταν άρχισαν να πρήζονται τα πόδια μου, βέβαια, με ζώσανε λίγο τα φίδια – κυρίως επειδή δε μου είχε ξανασυμβεί κάτι ανάλογο τα τελευταία 44 χρόνια, μάλλον. Αλλά πάλι σκέφτηκα ότι μες στο γενικό χάλι, να τρέχω παράλληλα να εξοπλίζω το σπίτι, να βιδώνω καρέκλες, να ψωνίζω πετσετάκια, να ψάχνομαι για ίντερνετ και να γίνομαι ρετάλι στην κούραση κάθε πέντε με έξι το απόγευμα, ίσως δεν ήταν αφύσικο. Το αφύσικο ήταν ότι έπεφτα για ύπνο στις 11 (εγώ, ο καριώτης) και τύχαινε να ξυπνήσω στις επόμενες 11 στο ίδιο μαύρο χάλι. Και με τους αστραγάλους σε μέγεθος μπαλακίου του τένις.

«Πρόβλημα», παραδέχτηκα τη δεύτερη εβδομάδα, συνειδητοποιώντας τη δυσκολία να κατέβω τρία σκαλιά, ή ενίοτε να μετακινηθώ από την κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα. Μια μέρα ήμουν τόσο ισοπεδωμένος που δεν πήγα στη δουλειά. Ατυχώς εδώ δεν είναι Ολλανδία που σε αφήνουν να πεθάνεις από διακριτικότητα· στις 11:35 είχε έρθει μήνυμα από την εργοδότι μου. «Ήρθα στο γραφείο σου και δεν ήσουν, συμβαίνει κάτι;». Είναι ακριβώς το είδος της ερώτησης που με εκνευρίζει αφόρητα, κυρίως επειδή μου υπενθυμίζει ποιος είναι ο κύριος του χρόνου μου. Απάντησα ευγενικά, αλλά ειλικρινώς, ότι μου είναι αδύνατον να μετακινηθώ πάνω από τρία βήματα χωρίς σοβαρές διαταραχές. Λίγο μετά χτύπησε το τηλέφωνο, και η Π. (η εργοδότις) μου είπε μειλίχια ότι πρέπει να πάω στο γιατρό ΤΩ-ΡΑ. Της είπα ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο αλλά ότι αν χρειαστώ γιατρό θα την ενημερώσω για να βοηθήσει (επί του μεταφραστικού κυρίως). Ξαναπήρε άλλες δύο φορές, μέχρι που της είπα (ψευδώς) ότι είχα μιλήσει με κάποιον Έλληνα φίλο γιατρό και με συμβούλευε ήδη. Δεν καθησυχάστηκε πολύ, αλλά μου μπήκε η ιδέα για τα καλά.

Αργά το βράδι ώρα Ελλάδας βρήκα στο τηλέφωνο του ιατρείου τη φίλη μου τη Λ., ιστιοπλόο και παιδίατρο. Δεν είναι ακριβώς η ειδικότητα που χρειαζόμουν, αλλά μια ιατρική γνώμη τη θες, δεν τη θες; Φυσικά με καταπτόησε (όπως όλοι οι γιατροί) – δεν έπρεπε να πάω σε γιατρό ΤΩ-ΡΑ, έπρεπε να είχα πάει στα επείγοντα ΧΤΕΣ. Αφού μου ανακάτεψε διάφορα τρομοκρατικά με καρδιές, νεφρά, σηκώτια και σπληνάντερα, με έπεισε ότι έπρεπε να το διερευνήσω περαιτέρω. Έκανα μια απέλπιδα προσπάθεια και με τη Χ., φίλη αναισθησιολόγο εκ Παρισίων: τα ίδια και χειρότερα, ήθελε και υπέρηχους και δεν ξέρω 'γω τι άλλο.

Σηκώθηκα το πρωί με την απελπισία του μελλοθάνατου (σιχαίνομαι τους γιατρούς μέχρι αηδίας, τα κορίτσια είναι φίλες υπό άλλη ιδιότητα) και σύρθηκα μέχρι το εργαστήριο. Βρήκα την Π. και της εξέθεσα την κατάσταση· πήραμε έναν τηλεφωνικό αριθμό να μας κατατοπίσουν. Όπως σωστά είχα προβλέψει, μιλούσαν μόνο πορτογαλικά· η Π. μετέφερε τα συμπτώματα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια: «αισθάνομαι ένα βάρος», έλεγα, «έχει πόνο στο στήθος» μετέφραζε, «και κάνα φτερούγισμα που και που», «ταχυκαρδία» το απλοποιούσε. Όπως ήταν επόμενο, μας είπαν να φωνάξουμε ασθενοφόρο πριν τα τινάξω μέσα στο εργαστήριο. Εκεί τα στύλωσα διότι σκέφτηκα ότι θα με πάρει το ασθενοφόρο του πεθαμού και θα γυρίσω το απογεματάκι με κάνα κρυωματάκι έστω βαρύ και θα γίνω το ανέκδοτο του Ινστιτούτου (θα λένε «έφυγε πεθαμένος και γύρισε κρυωμένος»), αλλά η επίμονη εργοδότις πήρε τα ασθενοφόρα που για καλή μας τύχη δεν είχαν διαθέσιμο και μας είπαν να πάμε με αμάξι «αλλά αν αισθανθεί οτιδήποτε περίεργο κάντε στην άκρη και περιμένετε το ασθενοφόρο, ναι;».

Πήγαμε λοιπόν με το αμάξι λέγοντας αστειάκια δρόμο δρόμο (όχι, δεν αισθάνθηκα κάτι), στο εφημερεύον νοσοκομείο του Αγίου Φραγκίσκου Ξαβιέρ στην Αλζές. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο άνθρωπος, αλλά το ίδρυμα είχε ορισμένες ανησυχητικές ομοιότητες με το ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η στο Ηράκλειο. Σκάσαμε ένα εικοσάρικο στην είσοδο (η Π. δηλαδή, διότι εγώ είχα πάει άφραγκος) κι ένας καλοσυνάτος μουσάτος νεαρούλης που μιλούσε αγγλικά μου πήρε το ιστορικό, την πίεση, τον πυρετό (είχα κάτι δέκατα) και το οξυγόνο (99%) και μου φόρεσε ένα κίτρινο βραχιολάκι. Κίτρινο σήμαινε «επείγον», αλλά υπήρχε και κόκκινο που ήταν «τρεχάτε ποδαράκια μου» και πράσινο που ήταν «αν βρούμε χρόνο θα ασχοληθούμε και με εσένα». Υπήρχε κι ένα μπλε που πιθανώς σήμαινε «δε μας παρατάς που μας κουβαλήθηκες και στα επείγοντα», αλλά δεν είδα κανένα να το φοράει. Ο μουσάτος ρώτησε από πού είμαι· η Π. απάντησε “Grego” και σκέφτηκα ότι το όνομα της φυλής εδώ είναι ίδιο με το όνομα του βορειοανατολικού ανέμου αλλού. Ενδιαφέρον...

Μας είπαν να περιμένουμε δέκα λεπτά αλλά περιμέναμε πάνω από μιάμιση ώρα καθώς ερχόντουσαν συνεχώς ασθενοφόρα και κόκκινα κορδελάκια. Κοιτούσα τους λοιπούς αναξιοπαθούντες· μερικοί είχαν έρθει εφοδιασμένοι για την αναμονή με περιοδικά και εφημερίδες. Μια έντονη κουβέντα ξέσπασε κάποια στιγμή. Ρώτησα την Π. τι λένε αλλά μου εξήγησε ότι σε αυτή τη χώρα όποτε η κουβέντα είναι έντονη το θέμα είναι η μπάλα. Κάποτε ακούστηκε κάτι σαν μακρινός απόηχος του ονόματός μου σε κάποια μυστήρια γλώσσα (μάλλον θα φταίει ο ηλίθιος τρόπος που γράφουν τα ονόματα με λατινικούς χαρακτήρες στα διαβατήρια). Μπήκαμε ξανά μέσα (εγώ με το κίτρινο βραχιολάκι και η Π. με ένα βυσσινί «του συνοδού») και μια κοκκινομάλλα κυρία μου ξαναπήρε το ιστορικό, την πίεση, τον πυρετό και το οξυγόνο (99%), και με έστειλε στην αναμονή για αιματολογικές και ακτινογραφίες.

Η αναμονή ήταν ένας θάλαμος από όπου κρέμονταν διάφορες μάσκες οξυγόνου. Μια δεσποινίς ήρθε να μου περάσει μία. «Μα δε θέλω», της είπα, «καλά είμαι, 99%». Δεν το συζήτησε και μου φούσκωσε τη μάσκα. Έκατσα ψιλοαπελπισμένος σε μια καρέκλα, κοιτάζοντας γύρω μου τους άλλους ετοιμοθάνατους. Κάνα-δυο φαινόντουσαν σε ψιλοκαλή κατάσταση, αλλά μερικοί ήταν το χάλι τους. Βέβαια όλοι κίτρινο βραχιόλι φοράγαμε σχεδόν, οπότε ίσως να μην ήταν τόσο του πεθαμού. Μια γιαγιά καθόταν δίπλα μου σε πολυθρόνα με ροδίτσες, διάφορα σωληνάκια της έβγαιναν από διάφορες φλέβες. Το βραχιολάκι της ήταν κόκκινο. Παρατήρησα ότι η συνήθως κουλ Π. είχε γίνει ένα με το χώμα και γυρνούσε με συμπονετικό ύφος και ρωτούσε αν χρειάζεται κάτι. Η γιαγιά χρειαζόταν διάφορα πράγματα, κυρίως μια παρηγορητική κουβέντα. Η Π. της είπε διάφορα με χαμηλή φωνή. Μου εξήγησε ότι η γιαγιά φοβόταν επειδή τα παιδιά της ήταν μακριά. Μέσα από τη μάσκα τη ρώτησα αν είναι γενικώς έτσι συμπονετική· μου είπε κάτι σαν «τους ξέρω αυτούς τους χώρους, έχω βρεθεί πολλές φορές. Συχνά αυτό που χρειάζεσαι είναι απλώς να ακούσεις μια καλή κουβέντα». Δεν επέμεινα, κάτι ήξερε παραπάνω.

Το διαστρεβλωμένο μου όνομα ξανακούστηκε από τα μεγάφωνα. Με πήραν για αιμοληψία και με ξαναπόθεσαν στα οξυγόνα μέχρι να έρθει η ώρα για ακτινογραφία. Είδα ότι η Π. ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει – περασμένες τρεις το μεσημέρι και δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Φυσικά είναι διαρκώς σε δίαιτα, αλλά και πάλι παραήταν βάναυσο· της είπα να φύγει και δεν υπάρχει πρόβλημα με τα πορτογαλικά, θα βγάλω άκρη. Με τα πολλά έφυγε, με ξαναφώναξαν για ακτινογραφία και μετά αντί να με ξαναπάνε στα οξυγόνα μου είπανε να πάω καμιά βόλτα και να γυρίσω σε κάνα δίωρο που θα είναι έτοιμες οι αιματολογικές. Κράτησα όμως τη μάσκα για σουβενίρ.

Περιπλανήθηκα λίγο στους χώρους του νοσοκομείου, χάζεψα την είσοδο των ασθενοφόρων και τους ανθρώπους που έκαναν τις μεταφορές των ασθενών. Άχαρη δουλειά. Κόσμος μπαινόβγαινε στα ιατρεία προς διάφορες κατευθύνσεις, άνθρωποι με τους οποίους είχα διασταυρωθεί νωρίτερα έξω ή στα οξυγόνα. Άραξα λίγο σε μια μικρότερη αίθουσα αναμονής που μου φάνηκε λιγότερο δυσάρεστη, όπου κάποια στιγμή ήρθε μια μαμά με την κόρη της, που δε θα ήταν πάνω από τεσσάρων-πέντε χρονών. Η μαμά ήταν λευκή, το παιδί μιγάδα (προφανώς ο πατέρας μαύρος). Φορούσε το κίτρινο βραχιολάκι στο χεράκι του, αλλά του έπεφτε συνέχεια και η μαμά προσπαθούσε να το βάλει πίσω. Έκλεισα τα μάτια κι έμεινα ακίνητος για ώρα και τα ξανάνοιξα όταν ακούστηκε πάλι το διαστρεβλωμένο μου όνομα από τα μεγάφωνα. Η μαμά και το μικρό είχαν φύγει, ακουγόταν μόνο ο επίμονος βήχας του διπλανού παππούλη.

Χώθηκα πάλι στα ιατρεία προσπαθώντας να καταλάβω πού μου είχαν πει να πάω. Στο τέλος άρχισα να ρωτάω “Do you speak English?” όποιον έβλεπα μπροστά μου. Κάποιος είχε την υπομονή να κοιτάξει το κίτρινο βραχιολάκι που έγραφε το όνομά μου. “Grego?” ρώτησε. «Γραίγος», απάντησα. Μετά έβγαλε μια δυνατή φωνή με το διαστρεβλωμένο όνομά μου και από μια άκρη ακούστηκε κάτι. «Στο οχτώ» είπε ο τύπος, και πήγα στο οχτώ όπου με περίμενε μια ξανθιά. “Kalimera” είπε. Ρώτησα τι έχω· όπως φοβόμουν μου είπε ότι έχω ένα κρύωμα. Προφανώς είχα μια βαριά γρίπη και κάποιο βακτήριο με βρήκε μπόσικο και με αποτελείωσε. Μου έδωσε αντιβίωση, αποχρεμπτικό για τα φλέματα και διουρητικό για να ξεπρηστώ. Μου έδωσε και τις αιματολογικές (εξαιρετικές ήτανε, μη με βασκάνω). Ρώτησα αν υπάρχει κανένα θέμα καρδιακής ή νεφρικής ανεπάρκειας. Γούρλωσε τα μάτια «Όοοοοοχι, μια χαρά είσαι». Με διαβεβαίωσε ότι σε μια βδομάδα δε θα το θυμάμαι καν, αρκεί να παίρνω τα φαρμακάκια μου και να ξεκουράζομαι.

Βγήκα χαλαρός, σέρνοντας βέβαια τα πρησμένα πόδια μου, αλλά εντάξει. Το τηλέφωνο δε σταματούσε να χτυπάει, από την Π. και τα παιδιά του εργαστηρίου που ρωτούσαν τι έγινε. Βρήκα ένα μηχάνημα και έκανα ανάληψη και μετά πήρα ένα ταξί όπου με τη γλώσσα του σώματος προσπάθησα να εξηγήσω στον ταξιτζή πού θέλω να πάω. Ήταν πολύ μπερδεμένη έννοια το Ινστιτούτο, οπότε βολεύτηκα με το Σταθμό που είναι κοντά. Σταμάτησα σε ένα φαρμακείο και πήρα τα φάρμακα (δεκαεφτά ευρώ· ο υπάλληλος μου εξήγησε ότι σε κάποιο δε θα μου δώσει το γραμμένο αλλά το γενόσημο, διότι λόγω λιτότητας έχουν περικοπές). Γύρισα στο Ινστιτούτο μετά τις έξι, όπως αναμενόταν κρυωμένος αντί για πεθαμένος. «Σε μια βδομάδα θα το ξεχάσω», τους είπα.

Μια βδομάδα και κάτι αργότερα, η κατάσταση έχει βελτιωθεί, δε λέω, κρύωμα δεν έχω ούτε πυρετό, αν και αραιά και που μου ξεφεύγει κάνα βηχαλάκι. Αλλά αν και ξεπρήστηκα κάμποσο, τα πόδια μου έχουν ακόμα το χαρακτηριστικό στυλάκι των κωδωνόσχημων ειδωλίων που μεγαλούργησαν (χμ...) προ ετών με τα ψευδώνυμα Φοίβος και Αθηνά. Οι συνάδελφοι στο Ινστιτούτο έχουν μάλλον πειστεί ότι είμαι κάποιου είδους άτομο με ειδικές ανάγκες έτσι όπως σέρνομαι δεξιά κι αριστερά, κι εγώ έχω ξεσκολίσει τις εγγραφές με το όνομα «οίδημα» στο διαδίκτυο. Αλλά δεν ανησυχώ, κάποια βδομάδα θα το ξεχάσω, απλά δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι η παρούσα.

Α, ναι, και πού και πού θυμάμαι εκείνο το ποίημα του Βαφόπουλου που είχα μνημονεύσει εδώ μια εποχή.

5 σχόλια:

karagiozaki είπε...

Εντάξει, αφού μπορείς και περπατάς πάλι καλά. Πάντως έχεις δίπλα σου ανθρώπους που νοιάζονται αρκετά ώστε να μισολιποθυμάνε από την πείνα. Και αυτό είναι κάτι. :)

αράπης είπε...

Περαστικά σου εύχομαι κι από εδώ, φιλαράκι ! Και ξενιτιά και αρρώστια ? ΑΜΑΝ ! Ευτυχώς έχεις κάνει καλούς φίλους κι εκεί ! ;-)

Christoforos είπε...

Πώπω περιπέτειες!

Περαστικά και καλή ανάρρωση!

Από το μπλόγκ θα τα μαθαίνουμε δηλαδη; Ελπίζω να είσαι καλύτερα ήδη και κοίτα να σε προσέχεις ώστε να μην συνδέσεις τα ξένα με τις αρρώστιες μόνο.

Πάντως προέκυψε νομίζω κι ενα καλό από την υπόθεση κι αυτό είναι πως η Π. άφησε το "ολλανδικό" ψυχρό της προσωπείο στην Εσπερία και γυρίζοντας στην πατρίδα ανέκτησε τις φιλόξενες ιδιότητες των "γουρουνιών".
Δεν είναι και λίγο...

Idom είπε...

Περαστικά και ανώδυνα και από εμένα Ροβυθέ!

Μετά την λήψη τού 3ου πτυχίου μου, δεν ασχολούμαι πια με ιατρική, αλλά από την καθημερινή τριβή μου με τους ανθρώπους έχω μάθει ότι από "απλή", "σκέτη" γρίππη, οι αστράγαλοι δεν πρήζονται.
Αυτό συμβαίνει μόνο αν υπάρχει ιδιαίτερο "υπόστρωμα" στην (μη) υγεία τού ασθενή.

Έτσι μού έκανε αλγινή εντύπωση οτι σε εξιτηρίασαν τόσο γρήγορα οι γιατροί τής Λισαβώνας.
Βέβαια, απόξω απόξω, μάς δίνεις ένα hint: έγραψες ότι σού πήραν (δις) ιστορικό. Αν το ιστορικό περιέχει μέσα τρομερά πράγματα - κάτι, το οποίο απεύχομαι - τότε ίσως συγκριτικά, τα πρησμένα πόδια να τους φάνηκε light σύμπτωμα.

Όπως και να 'ναι όμως, παραμένει επιπλοκή - ή εσύ κατατάσσεσαι σε ομάδες υψηλού κινδύνου (ξαναλέω: το απεύχομαι) - οπότε νομίζω ότι έπρεπε να σε είχαν κρατήσει ένα βράδυ. Μάλλον μπάζει το σύστημα υγείας τής Πορτογαλίας όπως και τής Ελλαδίας, όπως και των άλλων μικρών γουρουνιών (PIGS) - υποθέτω.


Τέλος πάντων, για να μην μένω μόνο σε κριτική των άλλων, θα καταθέσω και εγώ την άποψή μου.
Εγώ έσφαξα μία μανιταρόπιτα και διάβασα τα σπλάχνα της (για χάρη σου) και ο χρησμός ήταν ότι το πρόβλημά σου είναι ψυχοσωματικό - κυρίως.
"Φταίει η στενοχώρια του που έφυγε από την πολιτισμένη Ολλανδία και ξανέπεσε στους Μεσόγειους. Το σώμα του προσπαθεί να διαμαρτυρηθεί: 'Ροβυθέ, γύρνα πίσω!'", είπε η γέμιση τής μανιταρόπιτας.
Αν ασημώσεις θα θυσιάσω και άλλα φαγώσιμα και θα μάθουμε λεπτομέρειες.

Idom

Β. είπε...

Idomέστατε, "αλγεινή" από το άλγος (τον πόνο) κι όχι "αλγινή" από τις άλγες (τα φύκια), έτσι; Το αναφέρω διότι μπορεί να σου έπεσε ανάμεσα στα πτυχία.

Θα τη συζήταγα τη ψυχοσωματική ερμηνεία, αλλά είναι λίγο αγεωγράφητη. Μια ματιά στο χάρτη θα σε πείσει ότι η Πορτογαλία ΔΕΝ είναι στη Μεσόγειο. Και οι κάτοικοί της, νότιους τους λες, μεσογειακούς (αλεγρία, αλεγρία...) δεν τους λες.

Δοκίμασε να σφάξεις σπανακόπιτα, μπορεί να δουλεύει πιο καλά.