ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/9/11

Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει

Σχεδόν ωραία: μια ψευδαίσθηση ανάγλυφου στο επίπεδο τοπίο (έστω και από άμμο, καθώς η βλάστηση έχει βάθος ελάχιστα εκατοστά). Αμμοθίνες κοντά στη Βόρεια θάλασσα.

Άμα το δεις απέξω, είναι σχεδόν ωραία. Ο Σεπτέβρης τελειώνει και ετοιμάζεται να ξεκινήσει η πολιορκία της πόλης. Το κέντρο έχει κλείσει εντελώς για τα αυτοκίνητα, ακόμα και για τα λεωφορεία. Χαρούμενοι ποδηλάτες και πεζοί διέρχονται ανάμεσα στα τροχόσπιτα και τις πλατφόρμες που ετοιμάζονται για τη γιορτή. Το γιγαντιαίο λούνα-παρκ στήνεται με γοργούς ρυθμούς, το ίδιο και οι εξέδρες για τις αυτοσχέδιες (ή λιγότερο αυτοσχέδιες) συναυλίες. Τα φορτηγά που μεταφέρουν τα βαρέλια με τις μπύρες κάνουν υπερωρίες. Καθώς πέφτει η νύχτα της Παρασκευής, τα περισσότερα πόστα έχουν καταληφθεί, και μερικά πάρτι έχουν αρχίσει ήδη εδώ κι εκεί. Κάπου ακούγεται μια μουσικούλα, κάπου η μύτη σου πιάνει μυρωδιά από φρεσκοψημένα stroopwafel ή από εκείνο το παράξενο κοτόπουλο με σάλτσα φυστίκι, και μετά λίγο μαλλί της γριάς και μπύρα και vlaamse frites (φλαμανδικές πατάτες, δηλαδή τηγανητές με μια σως με βάση τη μαγιονέζα από πάνω).

Η νεολαία της πόλης και των γύρω περιοχών έχει αρχίσει να μαζεύεται· μια παρέα πιτσιρικάδων προσπερνάει και ένας τους κάτι μου λέει στα ολλανδικά. Επαναλαμβάνω τη φράση-κλειδί που μου έχει εντυπωθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: «Δεν μιλάω ολλανδικά», αλλά ατάραχος ο πιτσιρικάς το γυρίζει στα αγγλικά και μου λέει: «το μπλε, κοίτα το μπλε». Κοιτάω προς την κατεύθυνση που κοιτάζει κι αυτός, και βλέπω ότι το πλησιέστερο μπλε είναι μια εντυπωσιακή νεαρά, πολύ ξανθιά και αρκούντως φανταχτερή, αλλά μάλλον έξω από τα γούστα μου (χώρια που πρέπει να την περνάω πάνω από εικοσιπέντε χρόνια). Βρίσκεται σε ένα πηγαδάκι στην άκρη μιας ουράς, η άλλη άκρη της οποίας οδηγεί σε ένα μηχάνημα αναλήψεων μιας τράπεζας. Προς στιγμήν ξεχνάω τη νεαρά και θυμάμαι ότι πρέπει να πληρώσω το νοίκι πριν μπει ο Οκτώβρης. Δηλαδή τώρα .

Για κάποιο παράξενο λόγο έχει πάρα πολύ καιρό να βρέξει, μάλιστα τις τελευταίες μέρες έχει ήλιο σταθερά και ζέστη (για τα ολλανδικά δεδομένα). Την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος, πολλοί παίρνουν το φαγητό τους έξω και αράζουν στο γρασίδι να λιαστούν. Από την άλλη πλευρά είναι όντως φθινόπωρο και φαίνεται, καθώς τα φύλλα στα δέντρα κιτρινίζουν και μετά πέφτουν. Η ισημερία πέρασε και η νύχτα είναι μεγαλύτερη τώρα, ο ήλιος δύει κατά τις εξίμιση με εφτά. Πάντως δε φαίνεται να χαλάει κανέναν που δε βρέχει· αντιθέτως. Χτες μαζεύτηκε όλο το εργαστήριο σε μια από καιρό προγραμματισμένη «μέρα εξόδου» που ευτυχώς έγινε με πλήρη ηλιοφάνεια. Από ό,τι μου εξηγούν, είναι πολύ συνηθισμένο εδώ μια φορά το χρόνο οι συνάδελφοι να περνάνε μια μέρα έξω όλοι μαζί, κάνοντας διάφορες δραστηριότητες. Οι δικές μας περιελάμβαναν ένα πικ-νικ στο ύπαιθρο, ένα κυνήγι θησαυρού στους αμμόλοφους και ένα δείπνο με κρέπες. Όχι κι άσχημα από κοινωνικής πλευράς (πάντα για τα ολλανδικά δεδομένα). Από μια σκοπιά, πρέπει να ήταν από τις πιο ευχάριστες μέρες μου στη χώρα.

Ίσως έφταιγε το ομολογουμένως πολύ καλύτερο του συνήθους σάντουιτς μεσημεριανό γεύμα, που ενισχύθηκε από την προσφορά μερικών κρίσιμων πινελιών πορτογαλικής, γερμανικής, αργεντίνικης, πολωνικής και περσικής κουζίνας (η ελληνική συνεισφορά ήταν σε κρασί, ιταλικής προέλευσης όμως). Χώρια η συγκλονιστική (για Ολλανδία) εμπειρία της ανάβασης/κατάβασης σε λόφο (έστω αμμουδένιο - αυτό έχουν οι άνθρωποι, τι να κάνουμε). Ίσως πάλι η αδιόρατη χαρά της επιτυχίας αφού η ομάδα ΜΑΣ νίκησε με βραχεία κεφαλή στο κυνήγι του θησαυρού (ο οποίος ήταν ένα κουτί μπισκότα) λύνοντας όλους τους γρίφους με ολλανδικό ομαδικό πνεύμα, πορτογαλική γνώση, ελληνική (όχι να το παινευτούμε...) εφευρετικότητα και ξανά ολλανδική τρεχάλα στο φινάλε, καθώς ο Έλληνας αφού έλυσε το γρίφο έστειλε τους άλλους να τρέχουν και έφτασε πάνω στην ώρα του θριάμβου ίσα για να φάει το μπισκότο του. Ίσως να έφταιγε η μπανάνα στην κρέπα ή ίσως πάλι έφταιγε η τουριστική ατραξιόν που αντιπροσώπευε η ύπαρξη ενός παράξενου ναού (Σούφι;) στη μέση του πουθενά πάνω στους αμμόλοφους.

Δε νομίζω να έφτασε ίσαμε εδώ ο Μεβλανά Τζελαλεντίν, αλλά έφτασε κάτι αιώνες αργότερα ο Inayat Khan και έτσι φύτρωσε το Universel Murad Hassil στο Katwijk aan Zee, ναός μιας ινδικής προέλευσης σέκτας που εμπνέεται από τους σούφι και οικοδομεί παλάτια στην άμμο (λέμε τώρα...).

Βέβαια οι ολλανδικές ευχάριστες μέρες πάνε σχεδόν πάντα κατά μόνας και ποτέ πολλές μαζί, οπότε σήμερα η μέρα ήταν της συνήθους εργαστηριακής βαρεμάρας, εκτός από το ότι ήταν Παρασκευή και η ερχόμενη Δευτέρα είναι αργία στο Λέιντεν οπότε ένας ένας οι συνάδελφοι την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, άλλος για Ντόρντρεχτ τράβηξε και άλλος για Ουτρέχτη, κι άλλος στου Λέιντεν τα στενά πλακώνεται στις μπύρες. Ως συνήθως ξώμεινα τελευταίος με τα μεσογειακά εργασιακά μου ήθη και τον Τ. στο σκάιπ να με δουλεύει «τι έγινε, πάλι απλήρωτες υπερωρίες;», αλλά δεν πειράζει, τα μάζεψα κι έφυγα λίγο πριν τις δέκα το βράδι μετά από πλήρες δωδεκάωρο (εντάξει, δεν πάω και πρωί πρωί σαν τους αυτόχθονες) κι άρχισα να βηματίζω προς το σταθμό που ήταν παράξενα ήσυχος από τη μία πλευρά, αλλά μόλις έβγαινες από την άλλη σε έπιανε η μυρωδιά από τα φαγητά και τα γλυκά και τις μπύρες, χώρια τα φωτάκια τύπου λούνα πάρκ και τα τραινάκια του τρόμου στην πλατεία και οι τροχοί της τύχης και οι γκομενίτσες με τα μπλε και οι συνομήλικοι που τις χαλβαδιάζουνε κλείνοντάς σου το μάτι.

Αλλά εσύ βέβαια σκέφτεσαι ότι πρέπει όχι μόνο να πληρώσεις το νοίκι αλλά και να ενημερώσεις ότι ενδέχεται (όσο πατάει η γάτα λέμε...) να χρειαστεί να αδειάσεις το σπίτι πριν το τέλος του χρόνου για λόγους άσχετους με τη θέλησή σου (λέμε τώρα...) μπας και φιλοτιμηθεί η ιδιοκτήτρια να σου επιστρέψει την εγγύηση εάν και εφόσον εσύ είσαι τύπος και υπογραμμός, και σκέφτεσαι ακόμα τι δουλειά να έχει ένας τεκές δερβίσιδων σούφι ανάμεσα στους αμμόλοφους, και αν το μαλλί της γριάς βγαίνει και σε άλλα χρώματα εκτός από ροζ, και περιφέρεσαι ανάμεσα στο σχετικά μικρό ακόμα πλήθος σκεπτόμενος μήπως αξίζει τον κόπο να πας αύριο το πρωί έξω από το Hooglandsekerk να χαζέψεις τους τύπους που φτιάχνουν υπαίθριο Hutspot και μοιράζουνε δωρεάν ρέγγες (σε εγγεγραμμένους συνδρομητές φυσικά) όπως τον καιρό της πολιορκίας του Λέιντεν και του Γουλιέλμου του Σιωπηλού, και μπαινοβγαίνεις στα μαγαζιά και χαζεύεις τους διαγωνισμούς τοξοβολίας με έπαθλο ένα λούτρινο κουκλάκι και τα παιδάκια που φουσκώνουν μπαλόνια και τα πετάνε σε μια πισίνα και σκέφτεσαι ότι άμα το δεις απέξω είναι σχεδόν ωραία.

Αλλά επειδή εσύ το έχεις δει από μέσα, και το ξέρεις το έργο, μπαίνεις στο Nacht Markt και αγοράζεις ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να πάρεις από σήμερα κανένα ποτάκι για το αυριανό πάρτυ του Μ., διότι το έργο από κάποια στιγμή και μετά δε βλέπεται με τίποτα, οπότε δεν χρειάζεται να περιμένεις να λυθεί η πολιορκία, αλλά δραπετεύεις το ταχύτερο, οπότε λοιπόν Σάββατο στην εξωτική Ουτρέχτη στο Μ., να 'ναι καλά το παλληκάρι, και Κυριακή στο μαγευτικό Άμστερνταμ περιμένοντας τους φίλους και συναδέλφους από Ελλάδα που έρχονται για ένα συνέδριο, θα τους πας σε εκείνο το βελγικό καφέ που παίζει ζωντανή τζαζ τα απογεύματα της Κυριακής και το βραδάκι θα μαζευτείς στον Τ. και την Π. με μια αλλαξιά εξτρά και την πετσετούλα στη μια μασχάλη (και φυσικά το λάπτοπ στην άλλη, όχι παίζουμε...) να σε φιλοξενήσουν τα παιδιά κάνα διήμερο μέχρι να περάσει η μπόρα, κι από Τρίτη που θα μαζεύουν τα σκουπίδια ακόμα από τους δρόμους στο Λέιντεν το συζητάμε πάλι, διότι έχεις να μαζέψεις και το Γιαπωνέζο σύνεδρο που προέκυψε ουρανοκατέβατος και θέλει να χαζέψει πεταλούδες, αλλά μέχρι τότε έχει ο Θεός.

Άλλωστε θα 'χει πια μπει για τα καλά ο Οκτώβρης.

25/9/11

Αφρόκρεμα και παγκοσμιοποίηση


Στις δύσκολες στιγμές που διανύει η πατρίδα, η Αφρόκρεμα του έθνους δίνει και πάλι δυναμικό παρών.

Ό,τι είναι βαθιά εθνικό γίνεται ταυτόχρονα και παγκόσμιο, όπως έλεγε ο γνωστός καλλιτέχνης Χλέμπουρας στο Βαγγέλη την αρκούδα (στο κόμικ Show Business του Αρκά). Αλλά όπως όλοι ξέρουμε, there is no business like show business, και ως εκ τούτου το κάπως παλιό αλλά σίγουρα όχι παρωχημένο κόμικ προσφέρει ένα σημαντικό ερμηνευτικό εργαλείο για να κατανοήσουμε αυτά που ζούμε ως χώρα, ειδικά εσχάτως. Έτσι, το βαθύτατα εθνικό δημόσιο χρέος της χώρας, έχει γίνει ένα ζήτημα τόσο παγκόσμιο που κάθιδροι πασχίζουν να επιλύσουν οι Μέρκελες και οι Ομπάμες του αιώνος τούτου. Για κάποιο παράξενο λόγο, η πτωχή (πλην σχεδόν τίμια...) Ελλάς έχει γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος, οι αίρων τας αμαρτίας του κόσμου. Στιγμές αγωνίας διάγει το πανελλήνιο - μην πω και ο πλανήτης - σε κάθε τηλεδιάσκεψη του λαλίστατου υπουργού μας επί των Οικονομικών. Θα σωθεί άραγε η ανθρωπότης από την επικείμενη κρίση; Θα μας δώσουν πίσω το κατοχικό δάνειο συν μια προκαταβολή για τυχόν επικείμενες κατοχές; Ή έστω μόνο την προκαταβολή βρε αδερφέ, και κάτι ψιλά να πορευόμαστε να βγάλουμε το μήνα;

Σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες της αγωνίας (που επαναλαμβάνονται κάπως μαζοχιστικά κάθε Σαββατοκύριακο τον τελευταίο καιρό), λίγα σημάδια ελπίδας αχνοφαίνονται (ή ίσως αργοσβήνουν) στο ζοφερό ορίζοντα. Εκεί όμως που είσαι έτοιμος να παραδοθείς, κάτι αστράφτει μέσα στο σκοτάδι (δηλαδή στην οθόνη του υπολογιστή). Κάποια γνώριμα πρόσωπα βρίσκονται μπροστά σου, ο καθένας στο μετερίζι του. Deja vu? Όχι! Νομίζεις ότι τα έχεις κάπου ξαναδεί, αλλά όχι με αυτό τον τρόπο. Αυτό που βλέπεις τώρα μπροστά σου είναι κάτι ολοκαίνουργιο (δηλαδή μερικών μηνών, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα αντανακλαστικά της Ροβυθέ είναι λιγάκι βραδείας καύσεως, ωσάν του Ραν-Ταν-Πλαν). Αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι ταυτόχρονα οικείο και καινοφανές, κάτι που σε κάνει να ξαναβλέπεις αυτά που ήδη γνώριζες ίσαμε τώρα με άλλα μάτια. Κλείνεις λοιπόν τα μάτια, τα ξανανοίγεις· είναι λοιπόν αλήθεια: οι θρυλικοί Afrocrema ξαναχτυπούν, με μια ακόμα μοναδική δημιουργία. Έχει φτάσει πια η ώρα της αλήθειας.

Και η αλήθεια είναι σκληρή· δε χαρίζεται. Αρχικά νομίζεις ότι πρόκειται και πάλι για τυπικό concept Αφρόκρεμα: το εργαστηριακό σκηνικό, το σκούρο γυαλί του Άφρο, η α-λα-Γκράουτσο-Μαρξ παραλλαγή του Κρέμα, η κιθάρα, ο Τσε Γκεβάρα ως αφανής εταίρος. Μόλις όμως φτάσουν στα αυτιά σου οι πρώτες νότες, αισθάνεσαι σοκ και δέος. Για πρώτη φορά στα χρονικά των Αφρόκρεμα, ΔΕΝ συμμετέχει (!!!) ο διαχρονικός Γιάννης Πάριος. Αυτή τη φορά (και εδώ η αλήθεια σε χτυπάει με αριστερό κροσέ), αν και έχουμε πάλι μία απόδοση ελληνικού άσματος στην αγγλική (πρόκειται για το «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης» σε στίχους και μουσική Τάκη Μουσαφίρη), ο κανονικός πρώτος ερμηνευτής είναι ο Δημήτρης Κοντολάζος. Πριν προλάβεις να συνέλθεις από το κροσέ, η αλήθεια σε ξαναχτυπάει με δεξί ντιρέκτ: αυτή τη φορά οι αγγλικοί στίχοι (εκτός του πρώτου ρεφραίν) δεν μεταφράζουν απλώς τους αντίστοιχους ελληνικούς. Και σα να μην έφτανε αυτό (κι εδώ την ώρα που τρεκλίζεις έρχεται η αλήθεια να σου δώσει τη χαριστική βολή με ένα αποφασιστικό άπερκατ) οι στίχοι διηγούνται μια ιστορία που πιο πολύ παραπέμπει σε συνεστιακή μικροσκοπία λέιζερ, παρά σε ερωτικό τραγούδι. Παρά το φιλικό χτύπημα συμπαράστασης στην πλάτη, μια οικεία χειρονομία στο τέλος του βίντεο, δεν αντέχεται τόση αλήθεια: σωριάζεσαι νοκ-άουτ σε δευτερόλεπτα.

Ύστερα όμως μαζεύεις τα κομμάτια σου και στοχάζεσαι. Όπως όλοι ξέρουμε, στις λίγες αλλά σημαντικές εμφανίσεις των Αφρόκρεμα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πρώτα από όλα λοιπόν, στοχάζεσαι ότι η εμβληματική μορφή του Τσε Γκεβάρα που είχε προσωρινά αποσυθεί επανέρχεται στο συλλογικό ασυνείδητο (δηλαδή στον πίσω τοίχο) όπως στις αρχικές δημιουργίες του ντουέτου. Ακολούθως, υπό αυτό το πρίσμα εξετάζεις μια ακόμα αλλαγή: ο Κρέμα για μια ακόμα φορά συνοδεύει τη μουτσούνα του Γκράουτσο Μαρξ με ένα επιπλέον αξεσουάρ· αυτή τη φορά, η καλλιτεχνική κόμη δεν κουκουλώνεται, αλλά κοσμείται από ένα κομψό ψαθάκι. Και μην τυχόν νομίσει κανείς ότι αυτό είναι συμπτωματικό και ότι θα μπορούσε αντί για ψαθάκι να φοράει, ξέρω γω, τζόκεϊ· μακριά από εμάς αυτές οι ερμηνευτικές ευκολίες! Τέλος, διερευνάς ενδελεχώς την αυθαίρετη στιχοπλοκή που σε ένα πρώτο επίπεδο αρκείται να περιγράψει τα πάθη ενός τρόφιμου ερευνητικού εργαστηρίου με έντονη εξάρτηση από το μικροσκόπιο φθορισμού. Μπορείς όμως να αρκεστείς σε αυτό το πρώτο επίπεδο; Όπως όλοι γνωρίζουμε από την προγενέστερη ερμηνευτική δουλειά της Ροβυθέ πάνω στο φαινόμενο Αφρόκρεμα, πρέπει πάντοτε να έχουμε τα μάτια ανοιχτά αναζητώντας ένα δεύτερο επίπεδο (ή και τρίτο ενίοτε).

Κρατάμε λοιπόν τα μάτια ορθάνοιχτα, και ξεκινάμε τη αποκρυπτογράφηση με οδηγό μια εκ πρώτης όψεως ασήμαντη παρατήρηση: σε αντίθεση με τις προγενέστερες δημιουργίες του ντουέτου, αυτή τη φορά η κάμερα δείχνει την αληθινή εικόνα, όχι την κατοπτρική όπως άλλοτε. Μη βιαστεί κανείς να συνάγει ότι η ηχογράφηση αυτή τη φορά έγινε σε άλλο υπολογιστή με άλλη κάμερα. Διότι το αληθινό νόημα της καθόλου τυχαίας αυτής κίνησης (όπως αυθεντικά ερμηνεύει η Ροβυθέ ως διαμεσολαβητής μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου), είναι ότι σε αντίθεση με τα προηγούμενα δημιουργήματά τους όπου οι Αφρόκρεμα απλά καθρεφτίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, τούτη τη φορά γίνονται ένα μαζί του: συμπορεύονται, συνταυτίζονται, αλληλοδιαπλέκονται και αλληλεπιδρούν με τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Ας αντισταθούμε λοιπόν στις φτηνές βεβαιότητες και ας μην ξεγελαστούμε ούτε μια στιγμή από την υποτιθέμενη διήγηση της αγωνίας του ερευνητή που θέλει να σκανάρει φθορίζοντα παρασκευάσματα μέχρις εξαντλήσεως· ας αναζητήσουμε τα σύμβολα που πίσω από την ελαφρώς εξωπραγματική διήγηση υποκρύπτουν το αυθεντικό καλλιτεχνικό μήνυμα.

Τι είναι λοιπόν αυτό που θέλει να ιστορήσει ο ποιητής; Δεν είναι μια ασήμαντη προσωπική ιστορία ερευνητικής μικροσκοπίας· δεν είναι καν το αίσθημα της παγίδευσης (in deep shit) ούτε απλώς μια υπαρξιακή, μεταφυσική σχεδόν αγωνία (εξ' ου και οι αναφορές στο Γκάντι και στο γνωστό για τις πάμπολλες μεταφυσικές ανησυχίες του «βρώμικο Χάρυ» Κάλλαχαν). Δεν είναι καν η προσδοκία της μετάπτωσης σε μια τρίτη διάσταση που προσεγγίζεται από διαδοχικές επιστρώσεις πολλαπλών επιπέδων, δεν είναι το φως που διέρχεται επιτυχώς από το μικροσκοπικό pinhole φωτίζοντας διαφορικά τα επίπεδα και εστιάζοντας πολλαπλά υπό διαφορετικές γωνίες στις αντιθέσεις της πραγματικότητας. Θυμίζω ότι υπερβαίνοντας την κατοπτρική αφήγηση που χαρακτήριζε τα προγενέστερα έπη των Αφρόκρεμα, οι καλλιτέχνες πλέον είναι στην ίδια πλευρά με το κοινό τους, συμπάσχουν και ταυτίζονται μαζί του υπό το υποβλητικό βλέμμα του διηνεκούς Τσε. Αυτό μας επιτρέπει τη βαθύτερη πια αντίληψη του σημαινομένου: δεν είναι απλώς κάτι σαν «απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα», είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, καθώς το ελαφρώς στραβοφορεμένο ψαθάκι του Κρέμα συνοψίζει επακριβώς αυτό που θα έλεγε στην αντίστοιχη περίσταση ο πρώτος διδάξας Αντωνάκης Κοκοβίκος: μπροστά στο σημερινό κοινωνικό αδιέξοδο, στο βαθύ σκότος της επικείμενης κρίσης, στην αγωνία του κάθε διερχόμενου Σαββατοκύριακου, οι Αφρόκρεμα απαντούν με σαφήνεια και δωρικότητα: παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω.

Οι πληροφορίες ότι το επόμενο σουξέ του θρυλικού ντουέτου θα είναι μια αγγλική απόδοση του «Φεύγω κι αφήνω πίσω μου συντρίμμια» ελέγχονται, φυσικά, ως ανακριβείς. Είναι αλήθεια όμως ότι σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της Ροβυθέ, εις εκ των μελών του ντουέτου (ο Άφρο) είναι ήδη υπ' ατμόν για τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού (που μετά από αυτό θα είναι πολύ λιγότερο ειρηνικός, όπως εύκολα αντιλαμβανόμεθα) και ακολούθως για τη Φραγκφούρτη όπου εδρεύει, όχι τυχαία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό φυσικά σε καμμία περίπτωση δεν υποδηλώνει χαλάρωση ή (Θεός φυλάξοι...) διάλυση του ντουέτου· κάθε άλλο. Είναι απλώς η συνεισφορά του καλλιτεχνικού κόσμου στη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, και μια ανέλπιστη χείρα βοήθειας στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία και κοινωνία. Μετά από την κίνηση αυτή, είναι ηλίου φαεινότερον το σχέδιο αντεπίθεσης της χώρας έναντι των αγορών και του ΔΝΤ, με όπλο το καλλιτεχνικό μέγεθος των Αφρόκρεμα, που για μια ακόμα φορά θα καταδείξουν τη βασιμότητα της (κατά Χλέμπουρα) προδρομικής ανάλυσης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Αναδεικνύοντας τα βαθιά εθνικά στοιχεία της τέχνης τους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, οι Αφρόκρεμα θα είναι το αποφασιστικό χαρτί της Ελλάδας στη μάχη για να σωθεί ο κόσμος: αν δε μας δώσουν την επόμενη δόση (και μερικά ψιλά ακόμα) όχι μόνο δε θα ξαναφέρουμε πίσω τον Άφρο, αλλά θα αμολήσουμε και τον Κρέμα (που ήδη έχει φορέσει το καπελάκι και είναι έτοιμος για τα χειρότερα). Και τότε γαία πυρί μιχθήτω.

Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, ο ελληνικός λαός να είναι ήσυχος ότι ακόμα κι αν η πολιτική του ηγεσία καθεύδει, η καλλιτεχνική πρωτοπορία αγρυπνά. Η πατρίδα λοιπόν είναι σε σίγουρα χέρια· καλού κακού βέβαια άμα θέλετε να τα σιγουρέψετε λίγο περισσότερο, μπορείτε όπως πάντα να στείλετε τα εμβάσματά σας σε υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό (του εξωτερικού, ε;) υπόψιν Ροβυθέ. Δεκτά μόνο μετρητά και σε σκληρό νόμισμα· τις μεταχρονολογημένες επιταγές και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, αλλού...

Ο γνωστός φιλόσοφος της τέχνης Χλέμπουρας εξηγεί στο μαθητευόμενό του το Βαγγέλη τα όρια της ευθύνης του προοδευτικού καλλιτέχνη (Αρκάς, Show Business, αρχές δεκαετίας '80, νομίζω).

20/9/11

Everybody knows (Leonard Cohen)


Ο Leonad Cohen, στυλάτος παρόλα τα χρονάκια του, τραγουδάει αυτά που όλοι ξέρουν (και μερικοί κάνουν πως δεν ξέρουν). Επίκαιρο...

Everybody knows that the dice are loaded
Everybody rolls with their fingers crossed
Everybody knows that the war is over
Everybody knows the good guys lost
Everybody knows the fight was fixed
The poor stay poor, the rich get rich
That's how it goes, everybody knows

Everybody knows that the boat is leaking
Everybody knows that the captain lied
Everybody got this broken feeling
Like their father or their dog just died
Everybody talking to their pockets
Everybody wants a box of chocolates
And a long stem rose, everybody knows

Everybody knows that you love me baby
Everybody knows that you really do
Everybody knows that you've been faithful
Ah give or take a night or two
Everybody knows you've been discreet
But there were so many people you just had to meet
Without your clothes, and everybody knows

Everybody knows, everybody knows
That's how it goes, everybody knows

And everybody knows that it's now or never
Everybody knows that it's me or you
And everybody knows that you live forever
Ah when you've done a line or two
Everybody knows the deal is rotten
Old black Joe's still pickin' cotton
For your ribbons and bows, and everybody knows

And everybody knows that the plague is coming
Everybody knows that it's moving fast
Everybody knows that the naked man and woman
Are just a shining artifact of the past
Everybody knows the scene is dead
But there's gonna be a meter on your bed
That will disclose what everybody knows

And everybody knows that you're in trouble
Everybody knows what you've been through
From the bloody cross on top of Calvary
To the beach of Malibu
Everybody knows it's coming apart
Take one last look at this sacred heart
Before it blows and everybody knows

Everybody knows, everybody knows
That's how it goes, everybody knows
Everybody knows

(Leonard Cohen / Sharon Robinson, πρωτοκυκλοφόρησε το 1988 στο δίσκο I'm your man)

17/9/11

Η κιθάρα σκεβρώνει

Το σχέδιο καταστρώθηκε την προηγούμενη μέρα, καθώς γύριζαν από τον πανηγύρι της Ακαμάτρας - δεκαπενταύγουστος ήτανε. Μια παρέα δεκαπεντάχρονα πες, άντε λίγο παραπάνω. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου (μια νόστιμη μελαχροινή, σχετικά καινούργια προσθήκη στην παρέα), προχωρούσε με ένα πλήθος άλλα κορίτσια μερικά βήματα μπροστά. Τα αγόρια ακολουθούσαν πιο πίσω, και στην ουρά η τριάδα. Ο Ένας (ο ενδιαφερόμενος) κι ο Άλλος (ο κολλητός του), κι ο Τρίτος (λίγο της προσκολλήσεως αυτός, πιο μεγάλος, δεν ήταν σταθερό μέλος της παρέας αλλά για την περίσταση είχε βάλει το λιθαράκι του). Κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, και ο Τρίτος τους εξηγούσε τις λεπτομέρειες του σχεδίου. Έτσι, έτσι, και μετά έτσι. Αλλά πρώτα θα πρέπει να κάνουμε πρόβα.

Ο Ένας κοίταζε τον Άλλο, και οι δύο μαζί τον Τρίτο. Δε γίνεται αλλιώς; Κάπως να μην εκτεθούμε; Αν δε βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρώς, επέμενε ο Τρίτος. Στο τέλος τους έψησε· ήταν και μεγαλύτερος, είπαμε, Σ' αυτές τις ηλικίες μετράνε αυτά. Πριν φτάσουν στον Εύδηλο, πλησίασαν το σκοτεινό αντικείμενο που λέγαμε και άρχισαν να της λένε κάτι ασυνάρτητα, ότι αύριο κάτι θα γίνει, και να έχει το νου της και τέτοια. Δε φάνηκε να προβληματίζεται και τόσο, δεν πήγε το μυαλό της.

Το άλλο βράδι μαζεύτηκαν στο λιμάνι, όπως πάντα. Οι γονείς δεν ήθελαν και πολλά πολλά ξεμοναχιάσματα στο μώλο, διότι ήταν υπόπτως σκοτεινά και τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν διάφορα αίσχη στο μισοσκόταδο. Να ανάψουν τσιγάρο, ας πούμε. Ο Άλλος έκανε το συνηθισμένο κολπάκι, άναψε το τσιγάρο, το κάπνισε, και πέταξε τη γόπα αναμμένη κατακόρυφα προς τα πάνω. Μια από τις νυχτερίδες που περιφέρονταν γύρω από τις λάμπες στις κολώνες (και μάζευαν τα έντομα που ξεστράτιζαν τυφλωμένα) άρπαξε τη γόπα στον αέρα και την παράτησε μόλις κατάλαβε ότι δεν τρώγεται. Τα παιδιά δεν είδαν το ζώο, είδαν ωστόσο τη γόπα να διαγράφει μια περίεργη παραβολική τροχιά πριν πέσει στο έδαφος κάμποσα μέτρα παραπέρα. Ο Άλλος έβαλε τα γέλια.

Χαζολόγησαν κάμποση ώρα, μέχρι που κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Τρίτος με μια κιθάρα. Έβγαλε την κιθάρα και άρχισε να γρατσουνάει, λίγο παράμερα. Δεν έπαιζε κάτι συγκεκριμένο, κούρδιζε μάλλον. Στην παρέα κάποιοι τον ήξεραν καλά, κάποιοι όχι, αλλά δεν ήταν ώρα για συστάσεις. Τα περισσότερα κορίτσια (και αγόρια, και αγόρια...) είχαν περιορισμούς στην ώρα επιστροφής, και το πολύ κατά τα μεσάνυχτα έπρεπε να είναι σπίτι, ή και νωρίτερα, λες και θα μεταμορφωνόντουσαν σε Σταχτοπούτες μόλις χτυπούσε το ρολόι. Η παρέα αραίωσε μέχρι διαλύσεως· πριν εξαφανιστεί το σκοτεινό αντικείμενο, ο Ένας πρόλαβε και της είπε ψυθιστά στο αυτί «Μην κοιμηθείς αμέσως». Εκείνη ρώτησε γιατί. «Δε σου είπα ότι κάτι θα γίνει;» είπε αυτός, λίγο μυστηριωδώς. «Με τρομάζεις!» απάντησε εκείνη γελώντας· στα αστεία πάντως, δεν την τρόμαζε. Έφυγε. Στο τέλος ξέμεινε η τριάδα να ακούει το κύμα στον κυματοθραύστη. Ο Τρίτος έκανε μια προσπάθεια να παίξει αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται, αλλά λίγο μάταια. Ύστερα έβαλε τους άλλους δύο να επαναλάβουν τους στίχους που τους είχε ψευτοδιδάξει το απόγευμα.

- Ρε λες να το αφήναμε; είπε ο Ένας. 
- Τώρα δε γίνεται, είπε ο Άλλος. Τώρα της είπαμε να περιμένει κάτι. 
- Κι αν δε δουλέψει; 
- Θα δουλέψει, είπε ο Τρίτος αποφασιστικά - άλλωστε δική του ήταν η ιδέα και έπρεπε να την υπερασπιστεί. Άντε, πάμε.

Περπάτησαν στο μισοσκόταδο (ο φωτισμός του λιμανιού ήταν από τότε σε κακό χάλι, όπως και σήμερα) μέχρι το αμμουδάκι, κι ύστερα σφυρίζοντας αδιάφορα πέρασαν (με την κιθάρα υπό μάλης) μπροστά από τα τραπεζάκια των εστιατορίων που έκλειναν. Πλησίασαν το έρημο πλακόστρωτο με προφυλάξεις, και χώθηκαν αριστερά σε ένα μονοπατάκι. Ανέβηκαν τριάντα-σαράντα μέτρα ακροποδητί. Κιχ δεν ακουγόταν.

- Εδώ είναι, είπε ψιθυριστά ο Ένας.

Έδειξε ένα μπαλκόνι που έβλεπε σε μια αυλή, το μονοπάτι ήταν στο πλάι. Από πάνω τους ήταν ένα παράθυρο, μισάνοιχτο. Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Ο Τρίτος έβγαλε αργά την κιθάρα, παρέδωσε τη θήκη στον Άλλο και έψαξε μια βολική θέση. Στο τέλος βολεύτηκε στο κεφαλόσκαλο του απέναντι σπιτιού, στην άλλη πλευρά του μονοπατιού, που ήταν ευτυχώς ακατοίκητο. Ο Ένας κι ο Άλλος παρατάχθηκαν απέναντί του, δεξιά και αριστερά από το υπερυψωμένο παράθυρο. Για μια στιγμή κράτησαν όλοι την αναπνοή τους. Ύστερα ο κιθαρίστας έφερε τον παράμεσο του δεξιού στη μι καντίνι και με το αριστερό γλίστρισε πάνω στα τάστα, παίζοντας τις πρώτες νότες από τη Ρομάντζα.

Δεν έπαιζε χάλια, αλλά δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου. Το καταλάβαινε και μόνος του, χωρίς να χρειάζεται τα νοήματα «πιο δυνατά» που του έκαναν ο Ένας κι ο Άλλος. Έπαιξε όλο το πρώτο μέρος χωρίς να σταματήσει όμως, με την κρυφή ελπίδα ότι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου θα έχει στήσει αυτί ακριβώς πίσω από τα κουφωμένα παντζούρια και δε θα χάνει νότα. Μάταιη ελπίδα· τίποτα ζωντανό δεν ακούστηκε από το στοιχειωμένο σπίτι. Ο Ένας κι ο Άλλος τον κοίταζαν με απελπισία. Έβαλε τα δυνατά του· το δεύτερο μέρος το έπαιξε λίγο πιο τσάτρα πάτρα, αλλά χτυπώντας τις χορδές με δύναμη. Αισθητικά δεν ήταν τέλειο, αλλά ακουγόταν λίγο περισσότερο. Και πάλι όμως, ψυχή ζώσα δεν ακούστηκε από το σπίτι. Ο κιθαρίστας δεν πτοήθηκε, και έπαιξε όσο πιο δυνατά του επέτρεπαν τα νύχια του κάτι που έμοιαζε πάλι με το πρώτο μέρος, υπό το έντρομο βλέμμα των παραστατών του. Αυτή τη φορά κάτι σάλεψε μέσα στο σπίτι· σαν κάποιος να βημάτισε, χωρίς όμως να ανάψει φως. Οι τρεις καμπαλέρος κοιτάχτηκαν αναθαρρημένοι. Ο κιθαρίστας έκανε νόημα στους άλλους δύο· είχε φτάσει η ώρα να αλλάξουν τροπάριο.

Άρχισε να παίζει ένα μπερδεμένο αρπέζ σε ρε μινόρε, που το συμμάζεψε καθ' οδόν για να το φέρει πιο ρυθμικά, καθώς έμπαιναν και οι τρεις μαζί τραγουδιστά. Δηλαδή τι τραγουδιστά, ξεψυχισμένα όσο δεν πάει, αλλά επειδή ήταν τρεις μαζί κάπως ακούστηκε, μια ελαφρώς παράφωνη μελωδία στην ησυχία της ικαριακής νύχτας:

Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής για σένανε είναι γραμμένο από το κλάμα κάποιας ψυχής...
Ένα φως άναψε μέσα στο σπίτι, αλλά όχι στο παράθυρο που τραγουδούσαν. Στο δωμάτιο που έβλεπε στο μπαλκονάκι· πρέπει να ήταν η κουζίνα. Η αναθαρρημένη παρέα (η ψυχούλα τους το ήξερε βέβαια...) συνέχισαν πιο δυνατά:
Το παραθύρι σου άνοιξε ρίξε μου μια γλυκειά ματιά...
Το παραθύρι όντως άνοιξε, αλλά αντί για τη γλυκειά ματιά εμφανίστηκε ένα χέρι με μια κατσαρόλα που αναποδογυρίστηκε απότομα. Τα νερά περιέλουσαν (όχι πολύ) τον κιθαρίστα, που πάνω στη σύγχιση πρόλαβε απλώς να πει:

- Μη, η κιθάρα σκεβρώνει!

Αλλά ήταν αργά πια· κι ο Ένας κι ο Άλλος είχαν βγάλει φτερά στα πόδια κι ακόμα τρέχουν. Ο κιθαρίστας έμεινε να στάζει (όχι πολύ, είπαμε...) πάνω στο βουβαμένο μουσικό όργανο. Ένα μελαχροινό κεφάλι, σκασμένο στα γέλια, εμφανίστηκε στο παραθύρι. Αντί να δει όμως αυτούς που περίμενε, είδε τον μαραμένο Τρίτο να την κοιτάει με ύφος απελπισίας. Δίπλα εμφανίστηκε ένα άλλο μελαχροινό κεφάλι (της μεγαλύτερης αδελφής, που είχε και την ιδέα του μπουγέλου άλλωστε). Κοίταξε τον κιθαρίστα με απορία.

- Αυτός πάλι ποιος είναι;

Το σκοτεινό αντικείμενο (του πόθου των άλλων...) κατέβηκε με κάτι πετσέτες. Ο κιθαρίστας καθόταν στην ίδια θέση, στο κεφαλόσκαλο του απέναντι έρημου σπιτιού. Δόθηκαν κάτι στοιχειώδεις εξηγήσεις (συγγνώμη, δεν ήθελα να σε βρέξω, δεν ήξερα ότι η κιθάρα σκεβρώνει, μα πώς βρέθηκες εσύ εδώ - ναι, βασικά έκανα μια εξυπηρέτηση σε κάτι παλληκάρια που μάλλον θα αργήσουν να ξαναφανούν, ναι καλά δεν πειράζει τέλος πάντων - βασικά δεν ξέρω από καντάδες, δε μου έχουν ξανακάνει, αλλά η αδελφή μου μου είπε ότι το σωστό είναι να σας μπουγελώσουμε, έτσι λέει η παράδοση - κοίτα, ούτε εγώ έχω ξανακάνει, αλλά δεν ήταν ανάγκη να ρίξεις κι έναν κουβά - μα δε σου έριξα κουβά, ένα ποτηράκι ήτανε, μας έχουν κόψει το νερό κι έβαλα από το ψυγείο). Και μετά σαν κάτι να θυμήθηκε, τη ρώτησε:

- Πώς σε λένε είπαμε;

Του είπε. Ύστερα γέλασε με ένα πνιχτό γελάκι. Τον κοίταξε λίγο λοξά.

- Εσένα;

Της είπε κι αυτός. Είπαν χαίρω πολύ· μίλαγαν για κάμποση ώρα περί ανέμων και υδάτων, πώς βρέθηκε να κάνει διακοπές στο νησί ο καθένας τους, πώς ήταν το πανηγύρι χτες, (η μεγάλη αδελφή βγήκε κάποια στιγμή στο παράθυρο και είπε «μην αργήσεις πολύ» και η μικρή συγκατένευσε), αν ακούστηκε η Ρομάντζα (όχι, καθόλου, μόνο το τραγούδι), μα καθόλου; όχι, καθόλου. Θες να την ξαναπαίξω τώρα που ακούς;

Και άρχισε πάλι να παίζει τη Ρομάντζα («ωραίο είναι, ποιανού είναι;» και της είπε ότι είναι ανώνυμου, έτσι λέγεται, η Ρομάντζα του ανώνυμου) και πάνω που θα έπαιζε, καλά ίσως, το δεύτερο μέρος, εμφανίστηκαν ο Ένας κι Άλλος με τη θήκη παραμάσχαλα σα να μη συμβαίνει τίποτα και είπανε «ρε συ, ξέχασες τη θήκη στο μώλο και πήγαμε να στη φέρουμε», και ο Ένας είπε στην κοπέλα κάτι σαν «Γεια σου» και κάπως σα να κοκκίνησε, κι εκείνη είπε επίσης «Γεια» αλλά μέ ένα ύφος σα να του έλεγε «άλλος έπρεπε να φάει το μπουγέλο κι άλλος το έφαγε», κι ύστερα έκατσαν και οι τέσσερις και είπανε διάφορα άλλα τραγουδάκια, ξανά το «Μινόρε» και το «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη» και γενικά διάφορα που ήτανε απλές συγχορδίες μι-ρε-λα, διότι ο κιθαρίστας δεν ήτανε και πολλής περιωπής και δεν ήξερε πολλά, άσε που από την άλλη η κοπέλα δεν τα ήξερε τα κομμάτια γιατί είχε μεγαλώσει στο εξωτερικό και δεν τα είχε ξανακούσει, χώρια που η αλήθεια είναι ότι και τα παλληκάρια κάτι σε Duran-Duran θα προτιμούσανε (δεκαετία '80 ήτανε άλλωστε) αλλά ο κιθαρίστας που είχε και την ιδέα αδυνατούσε να τους βοηθήσει σε αυτό, και μείνανε και λέγανε διάφορα ξανά περί ανέμων και υδάτων μέχρι που ο Άλλος πήρε κάποια στιγμή τον κιθαρίστα και φύγανε, κι έμεινε ο Ένας και η κοπέλα (και η μεγάλη αδελφή να ελέγχει την κατάσταση από ψηλά, καλού κακού).

Αλλά δεν έμειναν πολύ γιατί δυο-τρία λεπτά αργότερα άρχισε - παράξενο πράγμα, Αύγουστο μήνα! - να ψιχαλίζει, κι η κοπέλα καληνύχτισε και ξαναμπήκε στο σπίτι, κι ό Ένας πήγε και βρήκε τον Άλλο και τον κιθαρίστα στη έρημη πλατεία, περασμένες δύο η ώρα, και τον ρώταγαν «τι έγινε, τι έγινε;» και τους είπε «έβρεξε», κι ύστερα τράβηξε ο καθένας για το σπίτι του διότι θα είχανε πρόβλημα τέτοια ώρα με τους γονείς και τους κηδεμόνες, εκτός από τον κιθαρίστα που είχε τελειώσει το σχολείο μόλις και περίμενε να βγουν οι βαθμοί από τις Πανελλήνιες (που τώρα τις έλεγαν Πανελλαδικές, καλοκαίρι '85 πρέπει να ήτανε) και είχε μια ελευθερία παραπάνω από τους μικρούς, αλλά τι να έκανες στον έρημο Εύδηλο δύο η ώρα τη νύχτα, στις δεκάξι Αυγούστου, κι έτσι πήρε να ανηφορίζει το πλακόστρωτο με την κιθάρα υπό μάλης, και συνέχισε να ψιχαλίζει, κι όλο μουρμούραγε δρόμο-δρόμο «η κιθάρα σκεβρώνει, λέμε» και πρόλαβε και χώθηκε στο στενάκι του λίγο πριν αρχίσει να πέφτει πραγματική δυνατή καλοκαιρινή βροχή, χοντρές σταγόνες που έσκαγαν πάνω στη θήκη της κιθάρας και το μακώ μπλουζάκι που φορούσε, κι ύστερα έπεσε και κοιμήθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί πώς είπαμε ότι τη λέγανε την κοπέλα, α, ναι, έτσι, και τελικά δεν της έπαιξα το δεύτερο μέρος της Ρομάντζας, να θυμηθώ να της το παίξω αύριο.

- . - . -

Εικοσικάμποσα χρόνια μετά, το εν λόγω αύριο εκκρεμεί βέβαια, και θα δυσκολευτεί να άρει την εκκρεμότητα καθώς μόνο αραιά και πού συναντάει σε κάποια άκρη του κόσμου το πάλαι ποτέ σκοτεινό αντικείμενο, που μια χαρά φωτεινότατη είναι βέβαια στην πραγματικότητα, πάντα όμορφη (όχι ότι έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία αυτό), τον Έναν και τον Άλλο πάλι δεν τους βλέπει, αν και καμμιά φορά ανταλάσσουν καμμιά σαχλαμάρα στο facebook, τα καλοκαίρια κατεβαίνει σταθερά στον Εύδηλο, αλλά οι παρέες του είναι άλλες, κι έχει κόψει τα νύχια πλέον και την κιθάρα έχει πάψει να την κουβαλάει από δω κι από κει, ποτέ δεν έμαθε παραπάνω συγχορδίες ή κάτι περισσότερο από την ύλη της πρώτης κατωτέρας και τη Ρομάντζα που ήταν το κομμάτι που έπαιξε στις εξετάσεις, απλά τυχαίνει πότε πότε να περνάει από το ίδιο μονοπάτι που τώρα έχει βέβαια πλακοστρωθεί, και κάτω από το σπίτι και το μισάνοιχτο παράθυρο (που φυσικά άλλοι μένουν τώρα, περιστασιακά έμενε η οικογένεια της κοπέλας το καλοκαίρι εκείνο) κοντοστέκεται στο κεφαλόσκαλο του ακατοίκητου απέναντι σπιτιού (που έμαθε χρόνια μετά ότι ανήκε σε έναν προπάππου του, για φαντάσου!) και για λίγο σκέφτεται το Μινόρε και τη Ρομάντζα κι ότι δε θυμάται από πότε έχει να βρέξει Αύγουστο μήνα (ψέματα, μια χαρά θυμάται, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).

Σκέφτεται ακόμα ότι εκείνη η κιθάρα πρέπει να έχει πια για τα καλά σκεβρώσει.

Η Ρομάντζα (ανωνύμου), ισπανικής προέλευσης μάλλον, από τα πιο κλασικά κομμάτια για του κιθαρίστες. Εννοείται ότι ο οργανοπαίκτης της ιστορίας μας δεν έπαιζε τόσο καλά ακούγεται ο Antonio de Lucena στο youtube, και φυσικά ούτε τρέμολα ούτε οι λοιπές ομορφιές δεν υπήρχαν στην υπαίθρια ικαριακή παράσταση. 

Το «Μινόρε της αυγής» είναι γνωστό κανταδόρικο ρεμπετοειδές του Σπ. Περιστέρη, που ήταν σχετικά διάσημο στη δεκαετία του '80 χάρη σε ένα σήριαλ της εποχής. 

Η εικόνα στην κορυφή είναι από το μπλογκ kantades.blogspot.com

11/9/11

Η Μπουμπού στο Παρίσι

Η Μπουμπού χαζεύοντας τους χιονισμένους δρόμους κάπου κοντά στο Gare du Nord, Δεκέμβριος 2010.

Να πω ότι συμπαθιόμαστε ιδιαίτερα, ψέματα θα σας πω. Δε φταίει βέβαια η ίδια η Μπουμπού (ούτε κι εγώ, εκουσίως τουλάχιστον), αλλά ο καθένας πρέπει να πηγαίνει σύμφωνα με τη φύση του. Η φύση της Μπουμπούς λοιπόν είναι να γλείφει το τρίχωμά της όπως όλες οι γάτες, οπότε το σάλιο της ξεραίνεται και κάνει μια ανεπαίσθητη σκονίτσα που απλώνεται σε όλο το σπίτι, στα έπιπλα και στους τοίχους και στα ρούχα και στα σεντόνια και στον αέρα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται καθόλου (είναι η φύση τους τέτοια), αλλά η δικιά μου η φύση με προίκισε με ένα ανήσυχο ανοσοποιητικό σύστημα που μόλις έρθει σε επαφή με την εν λόγω σκονίτσα τρελλαίνεται και πιστεύει ότι πρέπει να αντιδράσει σπασμωδικά. Έτσι, πρώτα δακρύζω, μετά φταρνίζομαι, μετά με πιάνει δύσπνοια, και στη μισή ώρα πάνω νιώθω μια ακατανίκητη ανάγκη να πάρω τους δρόμους, μακριά από τη Μπουμπού και όλες τις γάτες αυτού του κόσμου.

Αν τα θυμάμαι καλά, η Μπουμπού είχε βρεθεί ως εγκαταλελλειμένο γατάκι κάτω από ένα αυτοκίνητο στα Γιάννενα, όπου και σπούδαζε εκείνη την εποχή η φίλη μου η Κ. (τύποις ιδιοκτήτρια της Μπουμπούς, αν και με τις γάτες ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι το αφεντικό, η γάτα ή ο άνθρωπος). Στην πορεία βρέθηκε στην Αθήνα, και αργότερα στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της Κ. (είναι γνωστό ότι τα μικρά παπάκια όταν μεγαλώσουν γίνονται μεταναστευτικές πάπιες, κάτι άλλα είδη που τους πιάνει το ταξιδιάρικο στα τριανταοχτώ τους δεν ξέρω πού να τα κατατάξω...). Νομίζω ότι την πρωτοσυνάντησα στο πλοίο με το οποίο κατέβαινα στην Κρήτη για να εγκατασταθώ, λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2007. Συνταξιδεύαμε, αλλά αρχικά δεν την πήρα είδηση, μέχρι που ενώ κουβέντιαζα ήσυχα ήσυχα με την Κ. άρχισα αιφνιδίως να φταρνίζομαι. Η αίσθηση δεν ήταν πρωτόγνωρη, οπότε ψυλλιάστηκα την αιτία· η Κ. μου την παρουσίασε υπερηφάνως. Γρήγορα κατάλαβα ότι δε θα επισκεπτόμουν ποτέ το σπίτι της· και όντως δεν βρέθηκα εκεί όσο καιρό έμεινε στο Ηράκλειο, παρόλη την παρέα που κάναμε. Μετά έφυγε για το Παρίσι για να ξεκινήσει μια διατριβή· μιλάγαμε καμμιά φορά στο skype, όπου η Μπουμπού εμφανιζόταν στην οθόνη (που για κάποιο λόγο τη συμπαθούσε πολύ) και ενίοτε πατούσε και κάνα τυχαίο πλήκτρο γράφοντας ακατανόητες φράσεις στο πεδίο ανταλλαγής μηνυμάτων.

Όταν βρέθηκα κι εγώ με τη σειρά μου στας Ευρώπας, τρεις ώρες με το τραίνο από το Παρίσι, προβληματίστηκα. Παρόλη την ανοιχτή πρόσκληση της Κ. (που είχε ήδη κάνει μια περαντζάδα από την Ολλανδία και με χαρά θα με φιλοξενούσε), ήξερα τι με περιμένει. Η Μπουμπού φυσικά δεν είχε καμμιά κατανόηση για το πρόβλημα, άλλωστε σπίτι της βρισκόταν· ο φιλοξενούμενος ήμουν εγώ. Η Κ. είχε προσφερθεί να περιορίσει τη γάτα στο ένα δωμάτιο για όσες μέρες θα έμενα μαζί τους, αλλά εγώ ήμουν σίγουρος από προγενέστερη εμπειρία ότι ακόμα και αν η γάτα έχει εκλείψει για καιρό από το σπίτι, η ανεπαίσθητη σκονίτσα το κάνει το θαύμα της. Η πρεμούρα όμως να δω το Παρίσι (στο οποίο είχα ξαναπάει, αλλά πάντα περαστικός και δεν είχα ποτέ χρόνο στη διάθεσή μου) ήταν μεγαλύτερη από το φόβο ότι θα τρέχω να παίρνω τους δρόμους, οπότε μάζεψα ό,τι πιο χοντρό ρούχο είχα (Δεκέμβρης ήτανε, και χιόνιζε κάργα σε όλη τη δυτική Ευρώπη), χώθηκα στο τραίνο και έφτασα στο σταθμό του Βορρά ένα βράδι Πέμπτης, με εισιτήριο επιστροφής για Κυριακή.

Η Μπουμπού φυσικά με αντιμετώπισε με αδιαφορία, όπως όλους τους μη μόνιμους κατοίκους του σπιτιού. Η ίδια ήταν κανονική ένοικος, και η Κ. όταν αναφερόταν στους κατοίκους του σπιτιού έλεγε «εμείς οι τέσσερις», δηλαδή η Ε., ο Ψηλός, η ίδια, και η Μπουμπού. Βέβαια το νοίκι το πλήρωναν δια τρία, αλλά ό,τι άλλο υπήρχε μοιραζόταν στα τέσσερα, φαντάζομαι. Η Ε. ήτο ελληνίς (και φαν της Ικαρίας ολωσδιόλου) οπότε προς μεγάλη μου χαρά είχαμε θέματα για συζήτηση σε κοινή γλώσσα. Ο Ψηλός πάλι (όνομα και πράγμα) ήτο λίαν φιλέλλην αν και Γάλλος, (λογικό βέβαια, αφού συγκατοικούσε με τρεις ελληνίδες, της Μπουμπούς συμπεριλαμβανομένης, ας έκανε κι αλλιώς). Ο φιλελληνισμός του εμπεριείχε και μια παθολογική αγάπη για τα ρεμπέτικα τραγούδια· ένας φίλος του, εξίσου Γάλλος, είχε φτιάξει ένα κόμικ με ρεμπέτες πρωταγωνιστές, με πρότυπα το Βαμβακάρη και την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς. Ο Ψηλός μου το έδειξε με ενθουσιασμό (δεν καταλάβαινα βέβαια τους διαλόγους, αργότερα είδα ότι βγήκε και στα ελληνικά από την Ελευθεροτυπία, αν και διάβασα μια κριτική από τον κομίστα Γιάννη Καλαϊτζή, που μάλλον το περνάει πριονοκορδέλλα, φοβούμαι...). Στο σπίτι υπήρχε και ένα πικάπ και κάμποσοι δίσκοι βινυλίου· για κάποιο λόγο αισθάνθηκα πολύ οικεία, σα να είχα επισκεφτεί κάτι από τη δεκαετία του '80.

Από αριστερά, η Κ., η Ε., ο Ψηλός και πάνω από όλους η Μπουμπού εκφράζοντας τα πηγαία της αισθήματα. Έργο άγνωστου (σε εμένα) καλλιτέχνη, μέρος του ντεκόρ.

Αλλά η Μπουμπού ήταν εκεί και η καταλυτική της παρουσία με επανέφερε στο σήμερα με δάκρυα και φταρνίσματα. Ευτυχώς η Ε. (καλή της ώρα) με έπεισε να δοκιμάσω ένα μπλε χαπάκι (όχι Βιάγκρα, μην πάει το μυαλό σας στο κακό) που κατέστελλε κάπως τα επίπεδα της ισταμίνης στον οργανισμό μου κι έκανε τη συμβίωση ανεκτή. Έτσι η Μπουμπού όχι μόνο ξεπόρτιζε από το δωμάτιο, αλλά κάποια στιγμή ήρθε και θρονιάστηκε πάνω μου όπως ήμουν μισοξαπλωμένος στον καναπέ. Εξαιρουμένης της αλλεργίας, τις γάτες τις αγαπάω και εμφανώς τις προτιμώ από τα σκυλιά (άλλο τώρα αν έχω μπλέξει με σκυλιά σε διάφορες άλλες φάσεις ζωής). Κι έτσι με κάποια παράξενη ευχαρίστηση άρχισα να τη χαϊδεύω (υπό την ισχυρή επήρεια του μπλε χαπιού, ομολογουμένως), και η Μπουμπού γουργούριζε για ώρα, μέχρι που κάποτε βαρέθηκε και πήγε στο παράθυρο να χαζέψει το χιόνι που έπεφτε στο χειμωνιάτικο Παρίσι.

Με τους υπόλοιπους ενοίκους μοιραζόμασταν διάφορα αποκτήματα των ημερών: φρέσκο ψωμί και φέτα (ελληνική) και ελιές και χαλβά (αγορασμένα από τον Τούρκο της γωνίας), τη ρακή που απόσταξε ο κυρ-Αλέξανδρος στη Γαρίπα και την έστειλε στην κόρη του τη Μαρίστρα στο Ηράκλειο (χωρίς να φανταστεί ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή να την πίνουν κάτι άσχετοι τύποι στο Παρίσι, μέσω Άμστερνταμ κιόλας), καφέ Λουμίδη σε φλυτζανάκι του εσπρέσσο, χαλαρές κουβέντες για μουσική και ταξίδια, για διακοπές στην Ικαρία και στην Κρήτη, σχέδια για το μέλλον όταν θα τελείωνε η φοιτητική περίοδος (για μένα και για τη Μπουμπού έχει τελειώσει από χρόνια, αλλά οι άλλοι τρεις είναι νέα παιδιά ακόμα), ιστορίες από ρεμπέτικα τραγούδια σε ένα μίγμα αγγλογαλλικών και ελληνικών της διασποράς (όπου οι γλώσσες μπερδεύονται ενίοτε ανάλογα με το συνομιλητή και προκύπτει ένα αποτέλεσμα αστείο καμμιά φορά) και μια ανάλαφρη διάθεση σαββατοκύριακου, πριν ο καθένας γυρίσει στην καθημερινότητα και τα άγχη του, στα εργαστήρια και τα σπουδαστήρια και τις προσομοιώσεις.

Αλλά η Μπουμπού αδιαφορούσε για όλα αυτά· ενδιαφέρθηκε λίγο για τα χάδια της Κ. κι ύστερα αποσύρθηκε πάλι στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Θυμάμαι ότι το χιόνι έπεφτε χωρίς να το στρώνει, κι ακόμα θυμάμαι την Κ. να λέει ότι μέχρι του χρόνου το φθινόπωρο που θα τέλειωνε η υποτροφία της θα ζούσε ακόμα στο Παρίσι και να ξαναπάω όποτε ήθελα. Το επίμαχο φθινόπωρο έφτασε και μαζί του διάφορες αλλαγές, άλλες αναμενόμενες και άλλες λίγο πιο απότομες. Προχτές μιλήσαμε και ανταλλάξαμε τα νέα του καλοκαιριού· μου είπε ότι δεν ήρθε στην Ελλάδα διότι έχει πολλή δουλειά γράφοντας τη διατριβή της, την οποία πρέπει να παρουσιάσει εντός δύο μηνών. Μετά ίσως βρει δουλειά σε μια άλλη πόλη, πιο νότια. Τη ρώτησα για τους άλλους ενοίκους και μου είπε ότι υπάρχουν πλέον δυο δωμάτια για υπενοικίαση, καθότι σήμερα η Ε. επρόκειτο να αλλάξει διαμονή και οι άλλοι τρεις (και η Μπουμπού) αποφάσισαν να συμπτυχθούν για λόγους οικονομίας (είναι πανάκριβα τα ενοίκια στο Παρίσι και η υποτροφία τελειώνει οσονούπω). Πάντως μου διευκρίνισε ότι ο καναπές είναι διαθέσιμος όποτε θέλω να πάω.

Το σκέφτομαι σοβαρά. Στο ράφι της βιβλιοθήκης αναπαύονται τα μπλε χαπάκια (που μετά της παριζιάνικη εμπειρία θεώρησα καλό να κουβαλάω μαζί μου σε ημιμόνιμη βάση). Μου λείπει βέβαια η ταξιδιωτική διάθεση που με διακατείχε πριν κάνα χρόνο, καθώς εσχάτως όλο πηγαινοέρχομαι, αλλά νομίζω ότι θα την ξαναβρώ χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Μου λείπει ακόμα η ρακή του κυρ-Αλέξανδρου (ήπια πριν κάνα δεκαήμερο τις τελευταίες γουλιές και της δεύτερης παρτίδας που μου έστειλε η καλή Μαρίστρα) και σκέφτομαι πως δε μπορώ να πάω με άδεια χέρια. Μου λείπει τέλος ο χρόνος καθώς πνίγομαι στη δουλειά ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, αλλά η Κ. είναι ξεκάθαρη: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά στην παρουσίασή μου θα έρθεις ο κόσμος να χαλάσει. Θα είναι αγγλικά και θα καταλαβαίνεις!».

Οπότε το βλέπω να 'ρχεται. Κι ακόμα κι αν δεν έρθει τώρα αμέσως, έχω μια περίεργη αίσθηση ότι με τη Μπουμπού σύντομα θα μεταναστεύσουμε και πάλι προς την ίδια κατεύθυνση, κάπου στα νοτιοδυτικά, περίπου την ίδια εποχή. Το βλέπω να 'ρχεται: θα ξαναγουργουρίσει πάλι, κι εγώ θα ξαναφταρνιστώ.

Ο καθένας ανάλογα με τη φύση του, είπαμε...

7/9/11

Ατυχήσατε, κύριε συνάδελφε (από μνήμης)


Την ιστορία (ανέκδοτο, μάλλον...) την είχε αφηγηθεί αν θυμάμαι καλά ο Λεωνίδας Κύρκος, και πρέπει να την είχα διαβάσει στο περιοδικό ΑΝΤΙ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τη θυμάμαι βέβαια από μνήμης· αν και κάποτε τα μάζευα τα τεύχη (θα βρίσκονται ακόμα τα καϋμένα πουθενά...) τρέχα γύρευε τώρα να διασταυρώνεις. Με κάθε επιφύλαξη λοιπόν (καθώς η μνήμη παίζει περίεργα παιχνίδια) σας τη μεταφέρω όπως τη θυμήθηκα πρόσφατα, μετά το θάνατο του αφηγητή της. Ο εις εκ των πρωταγωνιστών της δεν ξέρω ποιος είναι, εικάζω πάντως ότι δεν θα ήτο ο ίδιος ο Λεωνίδας αλλά κάποιος συμφοιτητής του στην Ιατρική Σχολή (την οποία ποτέ δεν τελείωσε). Ο έτερος των πρωταγωνιστόν ήταν ο Καθηγητής Γ. Πανταζής, ο οποίος υπήρξε ιστορική μορφή της επιστήμης της Βιολογίας στην Ελλάδα, καθώς κατέλαβε πρώτος την αντίστοιχη έδρα στο Καποδιστριακό, και αργότερα συνέβαλε στην ίδρυση των αντίστοιχων τμημάτων.


Μια ιστορική (και στυλιστικά...) φωτογραφία που απεικονίζει τον Γεώργιο Πανταζή με τον διάδοχό του στην έδρα της Βιολογίας, νεαρό (τότε) Φώτη Καφάτο, προφανώς κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960.


Την εποχή της ιστορίας όμως, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1930 (τότε που σπούδαζε ο Λεωνίδας πριν τον διακόψει η Κατοχή και όσα ακολούθησαν), ο Πανταζής ήταν καθηγητής της Ζωολογίας, και δίδασκε μεταξύ άλλων και στους φοιτητές της Ιατρικής. Η εξέταση του μαθήματος ήταν προφορική, και το γεγονός αυτό προκαλούσε ιδιαίτερο άγχος στους φοιτητές. Ένας εξ' αυτών ήταν προφανώς υπερβολικά αγχωμένος και φαινόταν· ίσως γι' αυτό ο Πανταζής θέλησε να του κάνει μια εύκολη ερώτηση για αρχή, ώστε να τον ξεαγχώσει:

- Πείτε μας, κύριε συνάδελφε, από τι ιστό αποτελείται, κυρίως, ο μαστός;

Όλους «κύριε συνάδελφε» τους έλεγε, αλλά ο συγκεκριμένος συνάδελφος είχε πάθει τέτοια ταραχή, που δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα. Ίδρωνε, ξεΐδρωνε, από δω το 'φερνε, από κει το πήγαινε, στο τέλος το ξεφούρνισε:

- Από οστίτη! (Σ.Σ. κοινώς κόκκαλο...).

Ψύχραιμος ο Πανταζής, το επαναφέρει το θέμα:

- Από οστίτη... Μμμμ... Μάλιστα... Οστίτη... Να σας ρωτήσω, κύριε συνάδελφε, έχετε ψηλαφήσει ποτέ μαστό;

Κάγκελο ο συνάδελφος (μιλάμε και για δεκαετία τριάντα...), γίνεται μελιτζανί, αλλά στο τέλος ψελλίζει:

- Μάλιστα, έχω ψηλαφήσει...

Ακάθεκτος ο Πανταζής, συνεχίζει:

- Και δε μου λέτε κύριε συνάδελφε, όταν τον ψηλαφούσατε ήτανε μέρα ή ήτανε νύχτα;

Φαντάζομαι το συνάδελφο από μελιτζανί να γίνεται κάτωχρος δίνοντας την απάντηση:

- Νύχτα ήτανε...

Κουνάει το κεφάλι περιχαρής ο Πανταζής, και αποφαίνεται:

- Α, νύχτα ήτανε, έτσι λοιπόν εξηγείται... Ατυχήσατε, κύριε συνάδελφε... Πέσατε πάνω σε άγαλμα!