ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


8/4/11

Η στρατηγική της Λισσαβώνας

Padrão dos Descobrimentos ανάμεσα σε κατάρτια (για πού σαλπάρουμε όμως;). Φωτό Ροβιθέ, από την προηγούμενη βόλτα το 2010.

Την Τρίτη είχε απεργία το Μετρό, σήμερα τα τραίνα. Στους δρόμους βλέπω αφίσες που καλούν σε αντίσταση. Στις εφημερίδες και τα κανάλια μιλάνε για τα ελλείματα των συγκοινωνιακών φορέων, για δάνεια και χρέη. Ο (υπηρεσιακός, πλέον) πρωθυπουργός βγήκε περίλυπος το βράδι της Τετάρτης και ανακοίνωσε ότι τα χειρότερα έρχονται: το ΔΝΤ, η «τρόικα», τα γνωστά... Οικεία πράγματα, μόνο που δεν είμαι στην Ελλάδα. Επσκέπτομαι πάλι την Πορτογαλία αυτές τις μέρες, υποτίθεται για επαγγελματικούς λόγους, αλλά εντίμως μάλλον για να σπάσω κάπως την ολλανδική καθημερινότητα που δεν διανθίζεται και από φοβερές εναλλαγές. Αλλά έχω πέσει στην κατάλληλη περίσταση, και σπεύδω να εξηγήσω στους Πορτογάλους φίλους τα ντεσού της «σωτηρίας» που τους περιμένει. Κάποιος μου λέει ότι πήρε ένα email που περιγράφει περίπου τα ίδια, με Ιρλανδό αποστολέα όμως. Δεν είμαστε μόνοι· είμαστε τα τρία γουρουνάκια, τα P.I.G που ίσως γίνουν τέσσερα P.I.G.S. (αν και οι Ισπανοί σφυρίζουν δήθεν αδιάφορα προσώρας).

Αυτές τις μέρες έχει ζέστη, αφύσικα πολλή ακόμα και για τους ντόπιους. Από το Λέιντεν ξεκίνησα με φλις μέσα από το μπουφάν, πήρα λεωφορείο, τραίνο, αεροπλάνο, ξανά λεωφορείο, ξανά τραίνο κι έφτασα στο Εστορίλ μόνο με το φανελάκι και κάθιδρος ίσα για να ανακαλύψω ότι η κράτησή μου στο ξενοδοχείο είχε κατά λάθος γίνει για τις 13 του μήνα ενώ είχαμε μόνο 3. Αλλά δωμάτια υπήρχαν άφθονα, καθώς η τουριστική περίοδος μόλις άρχισε· παντού, όπως μου θυμίζουν οι εποχικά εργαζόμενοι φίλοι μου στην Κρήτη που έπιασαν δουλειά πριν λίγες μέρες. Δεν έχω παράπονο, μου έδωσαν δωμάτιο με θέα στον Ωκεανό και χαζεύω την άδεια παραλία και τα τρία γκαζάδικα στο βάθος. Ο Ατλαντικός είναι ήρεμος, αν και εδώ είναι σχετικά κλειστός κόλπος κοντά στις εκβολές του Τάγου. Αχνά βλέπω στο βάθος την άλλη όχθη στο νότο.

Στο πρόγευμα ήμουν για μέρες σχεδόν μόνος, οι πελάτες άρχισαν να πληθαίνουν χτες και σήμερα. Αμερικάνοι συνταξιούχοι ως επί το πλείστον, και κάνας περαστικός Βραζιλιάνος, μάλλον. Τα πρωινά από το ξενοδοχείο κατηφορίζω λιγάκι προς το σταθμό της προαστιακής γραμμής της Κασκαΐς. Το «κατηφορίζω» είναι μεγάλο επίτευγμα, καθώς στην Ολλανδία η υψομετρική διαφορά είναι μάλλον άγνωστη έννοια. Στη διαδρομή χαζεύω τη θάλασσα στα δεξιά, και το τραίνο που θυμίζει λίγο το δικό μας Ηλεκτρικό όπως ήταν πριν το 2004 που εκσυγχρονίστηκε, δήθεν. Κατεβαίνω στο Οέιρας και σκέφτομαι ότι και οι σταθμοί αποπνέουν μια παλαιότητα και μια ορισμένη εγκατάλειψη. Μπορεί βέβαια να έχω κακομάθει στο Βορρά...

Έξω από το σταθμό χαζεύω μια ατμομηχανή-φουφού όπου μια γερόντισσα ψήνει κάστανα και τα πουλάει σε χωνάκι όπως στην Ελλάδα. Με 28 βαθμούς θερμοκρασία μου φαίνεται παράξενο, αλλά κάμποσοι παίρνουν. Στο τέλος της μέρας που επιστρέφω, είναι στη θέση της. Χαζεύω τη θάλασσα αριστερά αυτή τη φορά μέσα από το τραινάκι. Έξω από το σταθμό του Εστορίλ σταματάω σε κάτι σαν περίπτερο· γράφει Quiosque da Marginal. Στην πραγματικότητα είναι ένα είδος μίνι καφενείου για ορθίους. Κάμποσοι μεσήλικες στέκονται απέξω με ένα ποτήρι κρασί και ένα υποτυπώδες μεζεδάκι και κουβεντιάζουν, νομίζω για μπάλα. Ο υποτιθέμενος περιπτεράς ακούει ένα ματς από το ράδιο, και νομίζω ότι οι υπόλοιποι σχολιάζουν επ' αυτού. Ζητάω έναν καφέ (υποχρεωτικά εσπρέσσο, δεν υπάρχει επιλογή στη χώρα...) κι ένα μπουκάλι νερό, με νοήματα.

Ο άνθρωπος με ρωτάει με σπαστά αγγλικά από πού έρχομαι. Εικάζω ότι το εννοεί γενικά, οπότε απαντάω «από την Ελλάδα». Χαμογελάει πλατιά και λέει σπαστά «Ευ-κα-ρι-στώ» καθώς του δίνω το αστείο ποσό που κάνει ο καφές. Απαντάω "obrigado" με κάπως καθαρό το δέλτα (όχι ντ) καθώς ως Έλλην μια χαρά μπορώ να το πω, αν και μου ξεφεύγει το τελικό "ο" και δεν βγαίνει προς το ου όπως θα έπρεπε. Σκέφτομαι ότι λένε «ευχαριστώ» συνεχώς, αλλά με έναν τόνο σα να λένε «σου είμαι υπόχρεος» - και με ένα ύφος σα να το εννοούν κιόλας. Αλλά όλοι χρωστάμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (άλλο αν γενικά πιστεύουμε συχνά ότι μας χρωστάνε), όχι λεφτά κατ' ανάγκην.

Ανηφορίζω ράθυμα προς το ξενοδχείο· οι υψομετρικές διαφορές έχουν και τα κακά τους. Στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπω μια διαδοχή από υποκαταστήματα τραπεζών: Μιλένιουμ, Σανταντέρ (αυτή είναι Ισπανική), Σπιρίτο Σάντο. Το ξανακοιτάω μήπως με γελάνε τα μάτια μου: Τράπεζα του Αγίου Πνεύματος; Μου φαίνεται λίγο αστείο, αλλά ενώ πάω να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή βλέπω την αντιπαθητική φάτσα του Κριστιάνο Ρονάλντο στη διαφημιστική αφίσα και μου κόβεται το αστείο στη μέση. Στο ανταγωνιστικό μαγαζί δίπλα φιγουράρει ο Ζοζέ Μουρίνιο. Σκέφτομαι ότι για να έχεις επαρκείς καταθέσεις μάλλον πρέπει να είσαι ποδοσφαιρικός αστήρ, εν τέλει. Δεν είμαι· αλλά τουλάχιστον μπορώ να χαζέψω κι εγώ λίγο μπάλα χωρίς τύψεις όσο είμαι εδώ.

Και να ρίχνω και κλεφτές ματιές στη θάλασσα. Δε βλάφτει, μάλλον...

4 σχόλια:

Το Φαουδι είπε...

Από την Ολλανδία στην Πορτογαλία, με την Ελλάδα όμως στις αποσκευές.
Πολύ ωραίο κείμενο. Καλημέρα και καλά ταξίδια

Τηρήματα είπε...

Τυχερέ... Να μια τράπεζα πνεύματος χρειάζεται κι εδώ. Ας μην είναι άγιο δεν πειράζει. Αν και εννοείται δανεικά λεφτά θα δίνουν κι εκεί...

αράπης είπε...

Εγώ πάντως εκτός από λεφτά χρωστάω και της Μιχαλούς.
Τι ωραία που (μάλλον θα) είναι η Πορτογαλία !... Μακάρι να μπορέσω κάποια στιγμή να την επισκεφθώ κι εγώ.
Και δε μου λες βρε καλέ μου άνθρωπε, Ελλάδα θα έρθεις ποτέ ? Σε πεθυμήσαμε!

Β. είπε...

Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα... στις αποσκευές.

Σας πεθύμησα κι εγώ.