ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/11/10

Λιμερίκιον

Το εξώφυλλο της έκδοσης του "A book of nonsense" του διάσημου Λιμερικιοσυνθέτη E. Lear, όπως το σελέμισα από το σχετικό άρθρο της wikipedia.

Αν δεν ήταν ο Χριστόφορος πριν κάνα-δυο χρόνια ούτε που θα είχα πάρει είδηση την ύπαρξη του Limerick ως ποιητικού είδους (ως πόλη της Ιρλανδίας το ήξερα από ένα σχετικό βιβλίο του Ιουλίου Βερν). Βέβαια ο καλλιτέχνης αργότερα ασχολήθηκε εκτενέστερα και παραγωγικότερα με τα χαϊκού χακί χρώματος, αλλά εγώ ξαναέπεσα πάνω στα Λιμερίκια χαζεύοντας το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου που δεν τον ξέρω αλλά εικάζω από τα συμφραζόμενα ότι είναι γείτονας εδώ παραδίπλα (στο Βέλγιο; στο Λουξεμβούργο; κάπου εδώ γύρω τέλος πάντων) και νταλαβερίζεται με τις λέξεις επαγγελματικά μάλλον. Στην σχετικά πρόσφατη ανάρτηση "Το λημέρι με τα λιμερίκια" αναφέρει αρκετά τεχνικά και καλλιτεχνικά θέματα πάνω στο αντικείμενο, και στο τέλος προκυρήσσει διαγωνισμό συγγραφής λιμερικίων, στον οποίο σπεύδει να ανταποκριθεί το κοινό του ιστολογίου του. Έτσι μαθαίνουμε πρώτον ότι οι σχολιαστές του κατά κανόνα γνωρίζονται μεταξύ τους, και δεύτερον ότι είναι ΠΟΛΛΟΙ (φτου να μην τους βασκάνουμε τους ανθρώπους).

Διαβάζοντας την ανάρτηση μαθαίνουμε ότι "Τα λιμερίκια είναι η ελληνική απόδοση του αγγλικού limericks, λίμερικ. Είναι πεντάστιχα ποιήματα, με ομοιοκαταληξία ΑΑΒΒΑ, με σατιρικό, άσεμνο ή ανόητο θέμα –είναι μια άσκηση στην αθυροστομία και στη σαχλαμάρα, αλλά έχει γούστο.[...] Στα αρχετυπικά λιμερίκια, ο πρώτος στίχος πάντοτε λέει «Ήταν Χ από το Υ», όπου Χ ο προσδιορισμός ενός προσώπου (ένας γέρος, νέος, άντρας, μια γυναίκα, γριά, κοπέλα, ένα αγόρι, κορίτσι κτλ.) και Υ ένα τοπωνύμιο. Ο δεύτερος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο. Ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος έχουν λιγότερες συλλαβές, είναι πιο κοντοί, ενώ ο πέμπτος συνήθως επαναλαμβάνει επαυξητικά τον πρώτο.

Εγώ δε συχνάζω στο σαραντάκειο ιστολόγιο (αν και κάνα-δυο περαστικοί σχολιαστές μου συχνάζουν) και η αλήθεια είναι ότι μάλλον δε με ξέρουνε, οπότε δεν μου πέρασε από το μυαλό να συμμετάσχω στο διαγωνισμό, αν και ομολογουμένως ξεράθηκα στο γέλιο με ορισμένα στιχάκια. Καθώς περνούσαν οι μέρες όμως, κάτι με γαργάλαγε και με ξαναγαργάλαγε οπότε για να μη γαργαλιέμαι άλλο είπα να αφήσω την έμπνευση να πηγάσει από μέσα μου, και ακολουθώντας τους ανωτέρω αρχετυπικούς κανόνες του είδους κατέληξα στο εξής στιχούργημα:

Ήταν ένας μπλόγκερ απ' την Ικαρία
που επιθυμούσε σφόδρα μια κυρία
και πήγε να τη βρει
μα ήταν σ' άλλο μαντρί
φουκαρά μου μπλόγκερ απ' την Ικαρία.


(Καλλιτεχνικώς δεν ξέρω, τεχνικώς πάντως μου φαίνεται άψογο).


ΥΓ. Να διευκρινίσω ότι τα περι μπλόγκερ και Ικαρίας έχουν μπει για λόγους ομοιοκαταληξίας και μόνο - οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Καλού κακού όμως (επειδή ξέρω μερικούς που αλλού θα πάει το βρώμικο μυαλό τους) αντικατέστησα με πιο ευπρεπείς τους αρχικούς στίχους που μου ήρθαν (τύπου "του έτρεχαν τα σάλια - μα έμεινε μπουκάλα" κλπ.) μπας και περιορίσω κατά τι τις παράπλευρες απώλειες...

Άντε, καλό χειμώνα.

25/11/10

Επιστημονικός τουρισμός

Εύδηλος by night, Καλοκαίρι 2010. Φωτό Ροβυθέ.

Κατηφόριζα βιαστικά στην πλατεία του Ευδήλου - όσο βιαστικά μου επιτρέπει η ικαριακή μου ανατροφή και ο νωχελικός μήνας Αύγουστος. Ήθελα να προλάβω να δω τη φίλη μου την Α. πριν φύγει για το εξωτερικό, καθώς είχαμε συναντηθεί ελάχιστα αυτές τις μέρες των διακοπών. Την εντόπισα να κάθεται σε ένα καφενείο μαζί με μια παρέα αδέλφια, ξαδέλφια και ανήψια κι έσπευσα προς τα εκεί· καθ' οδόν διασταυρώθηκα με μια ομάδα νεαρών που κρατούσαν μουσικά όργανα. Τους έριξα μια φευγαλέα ματιά: «γκρούβαλοι», σκέφτηκα, και συνέχισα την πορεία μου, αν και κάτι στην εικόνα μου φάνηκε απροσδιόριστα γνωστό.

Έκατσα στο καφενείο με την παρέα των αδελφοξάδελφων. «Τι να κεράσουμε;» ρώτησε ο σύζυγος μιας αδελφής, «καφέ, ελληνικό» απάντησα αθώα. Μεσάνυχτα σχεδόν ήτανε, μια χαρά ώρα για ένα καφεδάκι. Ο σύζυγος δε μάσησε· αν και «γαμβρός» (από αυτούς που οι αυτόχθονες ονομάζουν δήθεν σκωπτικώς «μαζέματα»), ήταν καλά εκπαιδευμένος στα ήθη και έθιμα της νήσου. Μου έδειξε τον καφέ που έπινε ο ίδιος, επίσης ελληνικό, διπλό μάλιστα.

Από το βάθος ακούστηκαν κάτι μουσικές. Η ομάδα τραγουδούσε, άκουγα να έρχεται κάτι σαν ταραντέλλα. Μετά από λίγο είπαν το «Χαράματα η ώρα τρεις». Η Α. σχολίασε ότι τραγουδούσαν σε πολλές γλώσσες, προηγουμένως είχαν πει κάτι γαλλικά.

Κάτι έκανε «κλικ».

- Γαλλικά; Είσαι σίγουρη;
- Φυσικά, το ξέρω το κομμάτι. Μα πού πας;
- Επιστρέφω αμέσως.


Κατευθύνθηκα βιαστικά (όσο μου επιτρέπει κλπ.) προς την ομάδα των μουσικών. Πρόσεξα ότι εκτός από τις κιθάρες και τα απαραίτητα τουμπερλέκια είχαν και μερικά πιο ψαγμένα όργανα, κάτι σα μαντολίνο συν κάτι ξύλινα πνευστά, φλάουτα, φλογέρες... Μια νεαρή μάγισσα με ένα ντέφι μάζευε τις εισφορές του κοινού (όχι και πολλές). Το μάτι μου κόλλησε σε έναν ψηλό, ξανθό, επιβλητικό κιθαρίστα. Απροσδιορίστως γνωστό. Όχι και τόσο απροσδιορίστως, τελικά.

- Να σε ρωτήσω, ρε φιλαράκι, μήπως είσαι Γάλλος;
- Ναι, Γάλλος, είπε ο τύπος ενώ προσπαθούσε να καταλάβει από πού του ερχόταν η ερώτηση - χρειάστηκε να σκύψει για να με αντιληφθεί.
- Ολιβιέ δε σε λένε;
- Ολιβιέ, απάντησε ο τύπος, χαρούμενος που είχε εντοπίσει την πηγή των ερωτήσεων στο κάτω μέρος του οπτικού του πεδίου.
- Και δε μου λες... Δεν ήσουνα ερευνητής στα Λέιζερ στην Κρήτη;
- Ναι! αναφώνησε συγκινημένος ο Ολιβιέ, χαρακτηριστικότατη φάτσα της κοινότητας των ξένων επιστημόνων-ερευνητών του Ηρακλείου τον καιρό που ζούσα εκεί, δηλαδή μέχρι πρότινος.

Η επόμενη ερώτηση κανονικά θα ήταν «- Και τι σκατά θέλεις κοτζάμ ερευνητής Λέιζερ να παριστάνεις τον κιθαρίστα σε περιπλανώμενο θίασο στην Ικαρία, μου λες;», αλλά περιορίστηκα να ρωτήσω πώς βρέθηκε εδώ. Μου είπε ότι είχε αφήσει την Κρήτη και δούλευε στο Παρίσι, αλλά κάτι φίλοι (να αυτός εδώ με το μαντολίνο είναι Ιταλός, εκείνος εκεί με τη φλογέρα Έλληνας, ο άλλος Ιρλανδός...) αποφάσισαν να γυρίσουν τα νησιά το καλοκαίρι κι εκείνος δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ξαναβρεθεί στην Ελλάδα, διότι ήταν πολύ ωραία εδώ και...

- Αργείς; αγρίεψε η (Ελληνίς) ταμίας του θιάσου με το ντέφι. Έχουμε δουλειά!

Ο Ολιβιέ με κοίταξε αμήχανα· είπα «σερσέ λα φαμ», χαμογέλασα στην κοπέλα (εκείνη πάλι όχι) και ξαναπήγα προς το καφενείο. Άκουσα πίσω μου την ομάδα να τραγουδάει κάτι στα ισπανικά.

- Μα πού ήσουνα; Ρώτησε η Α. ενώ ο καφές μου μόλις είχε καταφθάσει.
- Στην Κρήτη, είπα δοκιμάζοντας την πρώτη γουλιά.

Η Α. μου έριξε ένα κάπως απορημένο βλέμμα με τα μαύρα, γελαστά μάτια της. Πάνω στην ώρα, από απέναντι ακούστηκαν οι πρώτες νότες του Ερωτόκριτου.


Δημοσιεύτηκε στις "Ελεύθερες πτήσεις" του ikariamag στις 15 Νοεμβρίου 2010.

21/11/10

...βασίλεψε κι η Πούλια

Το ανοιχτό αστρικό σμήνος Μ45 ή Πλειάδες (κοινώς "Πούλια") από την ιστοθέση http://www.stargazer-observatory.com/m45-5.html.

δέδυκε μὲν ἁ σελάνα καὶ Πληϊάδες,
μέσαι δὲ νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεθ’ ὥρα,
ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω.

ΣΑΠΦΩ

Πρέπει να ήταν πριν οχτώ χρόνια, ένα βράδι σε μια κάπως παρακμιακή ταβέρνα σε ένα Αθηναϊκό προάστιο. Η παρέα ήταν πολυεθνική και αρκούντως ετερόκλητη, ηλικιακά και πολιτισμικά, με κοινό χαρακτηριστικό ότι συνεργάζονταν στα πλαίσια κάποιου ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, και είχαν μαζευτεί για να κάνουν ένα από τα εξαμηνιαία ή ετήσια "progress reports" που προέβλεπε η εκτέλεσή του. Ο Έλληνας καθηγητής που ατύπως έπαιζε ρόλο οικοδεσπότη είχε αγγαρέψει όλο το φοιτητομάνι του εργαστηρίου σε ρόλο συνοδού (κοινώς "για μπούγιο"), οπότε τους κάπως μεσήλικες Ευρωπαίους ερευνητές πλαισίωναν αναλογικώς περισσότεροι πιτσιρικάδες Έλληνες, κάπως βαριεστημένοι είναι η αλήθεια. Βοηθούντος πάντως του κρασιού και της χαλάρωσης στο τέλος μιας κουραστικής ημέρας, οι γλώσσες λύθηκαν σιγά σιγά, με προεξάρχοντα ένα μπον βιβέρ Ιταλό του Νότου που με την πάροδο του χρόνου άρχισε να "ανεβαίνει" και να εκφράζει τον ενθουσιασμό του για ό,τι υπήρχε γύρω του, απευθυνόμενος κατά προτίμηση σε νεαρά Ελληνίδα μεταπτυχιακή φοιτήτρια, ευειδεστάτη ομολογουμένως, που τον παρακολουθούσε με απροσποίητο ενδιαφέρον (ως εξωτικό φρούτο, μάλλον).

Για να είμαστε δίκαιοι με τον άνθρωπο, δεν της την έπεφτε της κοπέλας, αλλά προφανώς του άρεσε να μιλάει σε κοινό και (για να το πω ευγενικά) να εντυπωσιάζει το εν λόγω κοινό. Αφού λοιπόν της αποκάλυψε πως νεώτερος είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική, και ότι ήταν μέγας θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού, έριξε και την τελειωτική κορώνα ότι είχε διδαχτεί και αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Η κοπέλα δεν είχε διδαχτεί "Αρχαία", διότι είχε πάει σε Πολυκλαδικό και δεν τα επέλεξε ως μάθημα μια και εστίαζε στις ιατροβιολογικές επιστήμες, αυτή όμως η πληροφορία δεν ήταν γνωστή στον Ιταλό που άρχισε να απαγγέλλει (με ερασμιακή προφορά και ελαφρώς εξεζητημένο τονισμό) κάποιους στίχους. Ύστερα γύρισε στην κοπέλα και ρώτησε, εν είδει αινίγματος, τι σήμαιναν οι στίχοι.

Η κοπέλα έβαλε τα γέλια (διότι της φάνηκε εντελώς ανέκδοτο αυτό που συνέβαινε), ο Ιταλός μάλλον δε χάρηκε και άρχισε να παρεξηγείται (κάτι που στα Ναπολιτάνικα είναι κάπως σοβαρό ζήτημα), οπότε ένας παρακαθήμενος μεταδιδακτορικός ερευνητής (που είχε κάνει Αρχαία στο σχολείο στην προ Πολυκλαδικών εποχή) σφύριξε στο αυτί της κοπέλας στα νέα ελληνικά τους επίμαχους στίχους, τους οποίους η κοπέλα φιλοτίμως μετέφρασε σε τσάτρα-πάτρα αγγλικά προς κατευνασμό του προφεσόρε. Πάνω-κάτω οι στίχοι έλεγαν τα εξής:
Να το φεγγάρι έδυσε, βασίλεψε κι η Πούλια
είναι μεσάνυχτα, περνάει και φεύγει η ώρα,
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ιταλός δεν έφαγε αμάσητη την προσποίηση, αλλά καθώς η κοπέλα του γέμισε το ποτήρι με κρασί και σήκωσε και το δικό της στην υγειά του, έδωσε τόπο στην οργή (τελικά αυτές οι Ναπολιτάνικες οργές μπορεί να μην είναι και τόσο σόι) και το άφησε να περάσει αλλάζοντας θέμα γρήγορα. Μετά όμως διπλάρωσε δήθεν στο άσχετο το μαρτυριάρη μεταδιδάκτορα και του είπε δήθεν φιλικά "Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό". Ψύχραιμος ο Έλλην (από γκράντε προφεσόρους στην Ελλάδα άλλο τίποτα, οπότε δε μάσαγε) εξήγησε στον λάτρη του ελληνικού πολιτισμού ότι η Σαπφώ δεν διδάσκεται στο πρωτότυπο στα ελληνικά σχολεία. "Κι εσύ πού το ήξερες τότε;" ρώτησε ο πονηρός επιστήμων, αλλά ο άλλος εξήγησε ότι οι στίχοι είχαν γίνει τραγούδι (στα νέα ελληνικά, εννοείται) και το ήξερε από εκεί.

Έλεγε αλήθεια· θυμάμαι τουλάχιστον ένα τραγουδι με αυτούς τους στίχους, σε μουσική Μιχάλη Τερζή που είχε τραγουδήσει η Κρίστη Στασινοπούλου σε κάτι Αγώνες Τραγουδιού που είχε οργανώσει ο Χατζιδάκις στην Κέρκυρα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 - αργότερα το είπαν κι άλλες ερμηνεύτριες. Ίσως να υπάρχει και άλλη μελοποίηση, δεν είμαι βέβαιος. Το ποίημα βέβαια και κατ' επέκταση το περιστατικό το θυμήθηκα από μια τελείως άλλη αφορμή: επειδή απόψε το φεγγάρι και η Πούλια θα ανατείλουν και θα δύσουν μαζί (δείτε σχετικά εδώ) και σκέφτηκα ότι θα ήταν μια αφορμή να δω επιτέλους καθαρά πώς μοιάζει η Πούλια, κι αν έχει όντως εφτά παιδιά (όπως ισχυρίζεται ένα άλλο τραγουδάκι, του Ελύτη, που μελοποίησε ο Θεοδωράκης στις Μικρές Κυκλάδες).

Αλλά μάλλον θα έχει συννεφιά εδώ που βρίσκομαι, οπότε εσείς στην Ελλάδα δείτε και πείτε μου, εντάξει;

Περιμένω.



Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά τραγουδάει τη "Μάγια" από τις Μικρές Κυκλάδες του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους (γραμμένους για τραγούδια) του Οδυσσέα Ελύτη. Πάντα είχα την απορία πώς είναι να είσαι "ο άντρας του ουρανού", πώς την αγκαλιάζεις τη Μάγια, δεν καίγεσαι; Αλλά βλέπω διάφορους καμένους γύρω-γύρω και πονηρεύομαι...

Σ.Σ. Ενίοτε άλλα ξεκινάς να γράψεις, άλλα σου προκύπτουν. Πριν κάνα μήνα σχολίαζα σε μια ανάρτηση ένα ποίημα της Σαπφούς που εντόπισα σε έναν τοίχο στο Λέιντεν. Εκατόν ένα είναι τα ποιήματα στους τοίχους της πόλης (μετρημένα), τα δύο στα ελληνικά: το προαναφερθέν επίγραμμα της Σαπφούς και τα "Κρυμμένα" του Καβάφη. Στην τελευταία λεξούλα εκείνης της ανάρτησης σχολίασα, αστειευόμενος, ότι θα ψάξω να βρω και τυχόν τρίτο ελληνικό ποίημα - ει δυνατόν από στρέιτ ποιητή. Ο αστεϊσμός δεν έτυχε ευμενούς αποδοχής από ένα μέρος του αναγνωστικού κοινού: η Γωγούλα αντέδρασε κάπως, υπενθυμίζοντάς μου (ακουσίως μάλλον) ότι σε ορισμένα θέματα τα αστειάκια μπορούν να παρεξηγηθούν και να τρέχεις μετά και να μη φτάνεις (ειδικά άμα σε τουλουμιάσουν μαζί με διάφορους μάλλον αντιπαθητικούς τύπους κάτω από μια κοινή ταμπέλα).

Από την άλλη βέβαια προβληματίστηκα κιόλας με τον εαυτό μου: γιατί άραγε έκανα το συγκεκριμένο σχόλιο; Φαντάζομαι ότι δεν θα μου πέρναγε από το μυαλό να αναζητήσω κανέναν τρίτο "όχι στρέιτ" αν οι εκπρόσωποι της ελληνικής ποίησης ήταν ο Αρχίλοχος και ο Σεφέρης, ο Ευριπίδης και η Κική Δημουλά. Εξορθολογίζοντάς κάπως το πράγμα αργότερα, διαχώρισα τις περιπτώσεις: εικάζω ότι η Σαπφώ μπήκε στους 101 ως γυναίκα μάλλον (και δη της αρχαίας Ελλάδας) και όχι ως σεξουαλικός προσανατολισμός. Ο Καβάφης πάλι, είναι από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές του νεώτερου ελληνισμού, σκέφτομαι όμως ότι ενδεχομένως αναγνωρίστηκε διεθνώς με διαπιστευτήρια και σεξουαλικής ταυτότητας (δηλαδή ότι ένα σημαντικό μέρος του έργου του εύρισκε απήχηση στην κοινότητα των ανθρώπων ομοερωτικού προσανατολισμού). Μια γρήγορη ματιά στην εκπροσώπηση άλλων ποιητών στους τοίχους της πόλης, πληροφορεί ότι μια χαρά στρέιτ κόσμος κυκλοφορεί εκεί, κι αν τυχόν εγώ θα προτιμούσα τον Εγγονόπουλο από το Μαρινέτι και τον Ελύτη από το Νερούδα, μικρή σημασία έχει.

Ξαναδιαβάζω την προηγούμενη παράγραφο, και αναρωτιέμαι πόσο θα άλλαζε το νόημα αν επέλεγα λιγότερο politically correct φρασεολογία, όχι αναγκαστικά χυδαία, αλλά λιγότερο στραμπουληγμένη σε σχέση π.χ. με την έκφραση "κοινότητα ανθρώπων ομοερωτικού προσανατολισμού", που υπονοεί ότι οι άνθρωποι που συνωθούνται πίσω από το ακρωνύμιο
LGBT (ελληνιστί ΛΟΑΤ) αποτελούν όντως μια "κοινότητα" και διαθέτουν παρεμφερή χαρακτηριστικά. Το θέμα προσφέρεται για διάφορες απλοποιήσεις ή και γελοιοποιήσεις, αλλά αν και δε με έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως σοβαρά, σκέφτομαι ότι ανάγεται εν τέλει στον αν θεωρείς ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις αφορούν κάτι που οι άνθρωποι "είναι" ή κάτι που "κάνουν".

Στη δεύτερη περίπτωση (που κατ' αρχήν την προτιμώ, αλλά ο κάθε ενδιαφερόμενος ξέρει για τον εαυτό του καλύτερα), νομίζω ότι μια χαρά μας καλύπτουν τόσο τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη όσο και αυτά της Σαπφούς, χωρίς να φοβηθούμε μήπως ταυτιστούμε με κάτι που δεν "είμαστε". Άλλωστε λίγους ανθρώπους ξέρω που δεν θα αισθάνθηκαν κάποτε (ανεξαρτήτως φύλου ή προτιμήσεων) το βάρος αυτού του "κοιμάμαι μόνη", είτε το λέει η Σαπφώ είτε εικοσιπέντε αιώνες αργότερα ένας Ναπολιτάνος προφεσόρε, είτε με κάποιες άλλες λέξεις ένας χαμηλών τόνων υπάλληλος στην οδό Λέψιους ή μια λίγο άρρωστη και ίσως μπερδεμένη αλλά πολύ γλυκειά κοπέλα πάνω στην ακμή της ή ένας όχι και τόσο γλυκός μεσήλιξ σε απαρχές παρακμής.

Κοιτάζω το νυχτερινό ουρανό· τα αιώνια σύννεφα. Είναι μεσάνυχτα· περνάει και φεύγει η ώρα.

15/11/10

Straat

Φωτογραφία Μ.Β. (aka Maristra), Ουτρέχτη, Οκτώβριος 2010.

Δε μπορώ να ισχυριστώ ότι αναγνωρίζω φάτσες στο δρόμο, αν και κοντεύω να κλείσω επτάμηνο στο Λέιντεν. Αυτόν όμως τον αναγνωρίζω, γιατί ως πρόσωπο είναι εξαιρετικά οικείος. Δεν είμαι βέβαιος αν είναι Ολλανδός, μοιάζει περισσότερο μεσογειακός ή μεσανατολίτης. Βέβαια μιλάει αβίαστα ολλανδικά με αυτούς που περνάνε δίπλα του μπαινοβγαίνοντας στο σουπερμάρκετ. Έχει το πόστο του δίπλα ακριβώς στην είσοδο, δεν ενοχλεί κανέναν, απλώς κρατάει στο χέρι μερικά αντίτυπα ενός περιοδικού. Κάποιοι σταματάνε και αγοράζουν, οι πιο πολλοί - οι συντριπτικά πιο πολλοί - περνάνε χωρίς να σταθούν, φορτωμένοι με τα ψώνια της ημέρας.

Ο τίτλος του περιοδικού είναι Straat ή κάπως έτσι, νομίζω σημαίνει "Δρόμος" και έχω την εντύπωση ότι είναι μια τοπική εκδοχή του Big Issue, ενός περιοδικού που πριν μερικά χρόνια είχε κάνει μια ορισμένη αίσθηση χάρη το γεγονός ότι πωλείτο (ή διανεμόταν αν θέλετε) αποκλειστικά από αστέγους. Κάποιοι εξασφάλιζαν τα υποτυπώδη προς το ζην με αυτό τον τρόπο - ένα σκαλί παραπάνω από την απλή ελεημοσύνη. Θυμάμαι έναν κλώνο που είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και λεγόταν, νομίζω, "Δρομολόγια", ίσως έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από εκείνη την εποχή. Κάπου είχα φυλάξει κάποια τεύχη που πιθανώς ανακυκλώθηκαν εν τέλει σε κάποια από τις μετακομίσεις μου. Από ό,τι θυμάμαι το περιεχόμενο των άρθρων δεν έλεγε και σπουδαία πράγματα, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Άλλωστε άπειρες ασημαντότητες κυκλοφορούν τυπωμένες, αυτό τουλάχιστον έπιανε και τόπο.

Την εποχή εκείνη οι άστεγοι ήταν στην Αθήνα μάλλον λίγοι, σε σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα (από ό,τι μου λένε οι φίλοι μου, καθώς δεν ζω εκεί τα τελευταία χρόνια). Στην Ολλανδία που είναι απείρως πιο πυκνοκατοικημένη από την Ελλάδα φαντάζομαι θα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στέγης, φαίνεται όμως πως ίσως υπάρχει μικρότερο πρόβλημα κοινωνικού αποκλεισμού. Εκτός από μερικά εμφανή πρεζόνια δεν μου έχουν ζητήσει ποτέ λεφτά στο δρόμο, από την άλλη όμως δεν ζω και σε μεγάλη πόλη, οπότε δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.

Ο άνθρωπος απέναντί μου όμως δεν ζητάει λεφτά από κανέναν. Απλώς στέκεται εκεί, όλες τις ώρες που είναι ανοιχτό το σουπερμάρκετ, με τα περιοδικά στο χέρι. Πού και πού ανταλλάσσει καμμιά κουβέντα με κανέναν. Πρέπει να είναι άνω των σαράντα, με κάπως κουρασμένη φάτσα, στην οποία όμως φυτρώνει ένα συμπαθητικό χαμόγελο. Δεν είναι ούτε ρακένδυτος ούτε απεριποίητος. Αφήνει τα περιοδικά δίπλα του και βγαίνει για λίγο στο δρόμο, παρά τη συνηθισμένη ολλανδική βροχή, για να ανάψει ένα τσιγάρο.

Η κυρία που σπρώχνει το καροτσάκι μπροστά μου, εικάζω ότι είναι ασιατικής καταγωγής. Το λέω χωρίς να βλέπω το πρόσωπό της, επειδή τα ψώνια της είναι κυρίως πράγματα που ταιριάζουν σε ασιατική κουζίνα, νουντλς και γαρίδες, σάλτσα σόγιας και ανανάς. Της ρίχνω μια ματιά καθώς κοντοστέκεται μπροστά μου στην ουρά για το ταμείο: έχω κάνει λάθος, είναι τυπικά ευρωπαϊκή φάτσα, με χαρακτηριστικά πράσινα μάτια και ασορτί ρυτίδες. Παραδόξως μικροκαμωμένη και σκυφτή για τα ολλανδικά δεδομένα, πρέπει να είναι άνω των εβδομήντα. Της παίρνει λίγη ώρα να μοιράσει τα ψώνια της στις τσάντες που κουβαλάει (εδώ είθισται τα ψώνια να τα παίρνεις σε επαναχρησιμοποιούμενες τσάντες που φέρνεις από το σπίτι) και στο μεταξύ έχω περάσει κι εγώ από το ταμείο. Κατευθυνόμαστε ταυτόχρονα προς την έξοδο, η βροχή έχει δυναμώσει κάπως και αφήνω τα ψώνια για να κουμπώσω το αδιάβροχο και να εντοπίσω την ομπρέλα μου.

Στο μεταξύ η κυρία πλησιάζει τα αφημένα περιοδικά, και σηκώνει ένα. Το ξεφυλλίζει με κάποιο ενδιαφέρον, κι ύστερα κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, μέχρι που εντοπίζει τον πωλητή στην πόρτα και του κάνει ένα νεύμα. Ο άνθρωπος πλησιάζει χαμογελαστός, προς έκπληξή μου μιλάνε στα αγγλικά, καθώς η κυρία φαίνεται ότι δεν είναι Ολλανδέζα τελικά. Τον ρωτάει πόσο κάνει το τεύχος (αν και η τιμή είναι γραμμένη με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλο). Της λέει "ενάμιση ευρώ" και εκείνη βγάζει ένα νόμισμα των δύο ευρώ και του το δίνει. Ο άνθρωπος πάει να της δώσει τα ρέστα μαζί με το περιοδικό, κι εκείνη του λέει (λίγο σα να ζητάει συγγνώμη) ότι δεν μιλάει ολλανδικά. Αφήνει λοιπόν το περιοδικό, που δεν της είναι χρήσιμο, μαζί και τα ρέστα, και βγαίνει στη βροχή.

Βγαίνω πίσω της και στεκόμαστε δίπλα δίπλα στη διάβαση περιμένοντας να περάσουν τα ποδήλατα (που έχουν προτεραιότητα εδώ). Ύστερα σαν κάτι να θυμάμαι γυρίζω πίσω προς το σουπερμάρκετ. Ο άστεγος είναι στο πόστο του, του δίνω ενάμιση ευρώ και κάνω ότι ξεφυλλίζω το περιοδικό. "Δεν ξέρω Ολλανδικά", λέω στο τέλος και κάνω να του το επιστρέψω, "όπως η κυρία". Ο τύπος βάζει τα γέλια. "Η κυρία είναι Ολλανδέζα", μου λέει, "περνάει σχεδόν κάθε μέρα και παίρνει από ένα, αλλά μια και έχω το ίδιο τεύχος τις πιο πολλές φορές, βρίσκει άλλη δικαιολογία κάθε μέρα για να μου το δώσει πίσω". Κουνάω το κεφάλι "Εγώ πάντως δεν ξέρω ολλανδικά", επιμένω, και του το δίνω πίσω. "Ευχαριστώ", λέει, και από τον τόνο της φωνής του διαισθάνομαι ότι το εννοεί.

Ξαναβγαίνω στο δρόμο. Η βροχή έχει δυναμώσει, βλέπω τις στάλες να αυλακώνουν το νερό στο κανάλι κι αναρωτιέμαι πώς να μπορεί κανείς να ζήσει όντας άστεγος σε μια χώρα που βρέχει τρακόσιες μέρες το χρόνο. Το μάτι μου πιάνει την κυρία στην απέναντι όχθη του καναλιού καθώς μεταφέρει τα ασιατικά ψώνια της. Βαδίζει αργά αλλά σταθερά, μικροκαμωμένη και σκυφτή, με τις σακούλες που τη βαραίνουν.

Ένα ποδήλατο προσπερνάει κουδουνίζοντας. Βραδιάζει.

12/11/10

Σιλάνς

Επιγραφή σίγασης σε τραίνο των ολλανδικών σιδηροδρόμων που κινείται μεταξύ Βρυξελλών και Άμστερνταμ. Με βάση την εμπειρία μου, η προτροπή μάλλον δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο.

Χώθηκαν στο τραίνο δευτερόλεπτα πριν κλείσουν οι πόρτες. Το βαγόνι ήταν από αυτά που έχουν και πρώτη και δεύτερη θέση, που διαχωρίζονταν από μια μετακινούμενη πορτούλα από πλεξιγκλάς. Η κοπέλα έσπρωξε την πορτούλα και μπήκε πρώτη στο τμήμα που ήταν δεύτερη θέση, ο άλλος μπήκε πίσω της. Οι πιο πολλές θέσεις ήταν κατειλημμένες, αλλά ένα κουπέ πίσω ήταν εντελώς άδειο. Κάθησαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, ευχαριστημένοι. Το τραίνο κινείτο ήδη με ταχύτητα, με κατεύθυνση το Άμστερνταμ. Κάτι ξεκίνησαν να λένε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο της κοπέλας με ένα χαρακτηριστικό ήχο. Εκείνη απάντησε, σε μια γλώσσα ξένη στο υπόλοιπο βαγόνι. Προφανώς δεν άκουγε καλά ή δεν την άκουγαν καλά, διότι μιλούσε δυνατά επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση. Πρόσεξα ότι χειρονομούσε με έμφαση ταυτόχρονα, σαν ο αόρατος συνομιλητής της να την έβλεπε κιόλας.

Ένας πανύψηλος Ολλανδός σηκώθηκε από ένα διπλανό κάθισμα και πήγε προς τη θέση των δύο. Με αυστηρό ύφος τους έδειξε, χωρίς να μιλήσει, μια επιγραφή πάνω στο παράθυρο. Ήταν γραμμένη ολλανδικά και αγγλικά, αναγνώρισα την αγγλική λέξη "silence". Ο τύπος έδειξε επίσης μια άλλη επιγραφή που είχε ένα διαγραμμένο κινητό τηλέφωνο. Το ύφος του ήταν βαρύ κι ασήκωτο, αλλά απλώς τους έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, περιφρονητικό κάπως, πριν καθήσει, αμίλητος πάντα, στη θέση του. Η κοπέλα που δεν πρόσεξε την κίνηση διότι μιλούσε, πρόσεξε το συνοδό της που της έκανε νοήματα και έκλεισε το κινητό. Μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα, ο άντρας της έδειχνε τις επιγραφές στα παράθυρα και τους τοίχους του βαγονιού. Το βλέμμα και των δύο είχε μια απορία, μάλλον δεν είχαν ξαναδει κάτι τέτοιο. Οι υπόλοιποι επιβάτες κάθονταν σιωπηλοί, αφοσιωμένοι σε αυτά που διάβαζαν. Ο δράστης της υπόδειξης είχε βυθιστεί σε μια εφημερίδα.

Το κινητό της κοπέλας ξαναχτύπησε: απάντησε με κάποια σύντομη φράση (προφανώς κάτι σαν "θα σε πάρω μετά") και το έκλεισε πάλι. Μετά άρχισε να χτυπάει του αλλουνού, το έκλεισε κι αυτός, μετά κάνανε μπιπ κάτι γραπτά μηνύματα. Μέχρι το Άμστερνταμ αντάλλαξαν δυο-τρεις κουβέντες μόνο, χαμηλόφωνες. Από όλο το υπόλοιπο βαγόνι δε μίλησε κανείς. Κατέβηκαν στο Centraal και έμειναν να κοιτάζουν τα παράθυρα του τραίνου απέξω. Αυτός της έδειξε την επιγραφή Silence που κάλυπτε τα παράθυρα σε όλο το βαγόνι, αλλά όχι και στο διπλανό. Η κοπέλα έβγαλε το κινητό της και κάλεσε κάποιο νούμερο. Προχώρησαν δίπλα δίπλα μέχρι τις κυλιόμενες σκάλες, κι ύστερα χάθηκαν μέσα στο πλήθος. Σκέφτηκα ότι έμοιαζαν διαφορετικοί. Δεν πρέπει να ήταν ζευγάρι: η κοπέλα ήταν δυσανάλογα όμορφη σε σχέση με το συνοδό της, με μαύρα κατσαρά μαλλιά, μαύρα μάτια και γεμάτα χείλη, ενώ αυτός είχε μια συνηθισμένη νοτιόφατσα, κοντός, με κοιλιά, αξύριστος, απεριποίητος. Πώς καταλαβαίνεις αν δυο άνθρωποι είναι ζευγάρι; Υπάρχει κάτι που να τους ενώνει, μια γλώσσα του σώματος; Αυτοί δεν την είχαν.

Πριν λίγες μέρες ξαναβρέθηκα σε ένα τέτοιο βαγόνι, γυρνώντας από τις Βρυξέλλες προς το Ρότερνταμ. Οι επιβάτες του μάλλον δεν πρόσεξαν τις επιγραφές: άλλοι έτρωγαν χάμπουργκερ, άλλοι μιλούσαν στα κινητά, μια παρέα φλαμανδικής καταγωγής κοριτσόπουλα γελούσε παίζοντας κάποιο παιχνίδι, ένα ζευγάρι μεσήλικων και βάλε Ολλανδών υπό εμφανή επήρεια αλκοόλ ερωτοτροπούσε θορυβωδώς, κάποιος βίδωνε και ξεβίδωνε ένα πτυσσόμενο ποδήλατο που προσπαθούσε να στριμώξει (και εν τέλει κατάφερε) στο χώρο αποσκευών πάνω από τα καθίσματα. Κάποια στιγμή κάπου στην Αμβέρσα η διερχόμενη ελεγκτής των εισητηρίων έκανε κάτι νοήματα τύπου "σσσσστ" στις ξεκαρδισμένες κοπελούδες. Της απάντησαν κουνώντας σιωπηλά το κεφάλι, αλλά μόλις βγήκε από το βαγόνι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και συνέχισαν από εκεί που είχαν μείνει. Κανείς δε φάνηκε να ενοχλείται.

Ούτε κι εγώ, βέβαια. Έριχνα απλώς κλεφτές ματιές στο ζευγάρι που έπινε τις μπυρίτσες του, φιλιόταν και χαϊδευόταν, παρά τις εμφανείς ρυτίδες και την παρηκμασμένη κόμη, και σκεφτόμουν απλά ότι άμα έχεις κάτι να σε ενώνει, μια γλώσσα του σώματος (και της ψυχής, ακόμα καλύτερα), μικρή σημασία έχουν οι απαγορευτικές επιγραφές.

Σ.Σ. Τώρα που το θυμάμαι λίγο καλύτερα, η ξένη γλώσσα που μιλούσε η κοπέλα στο βαγόνι-ησυχαστήριο ήταν ελληνικά· με ανεπαίσθητα κρητική προφορά.

8/11/10

Ο φάρος στην άκρη του κόσμου

Ο φάρος στον Κάβο-Πάπα, Ικαρία, Αύγουστος 2009.

Στα χωριά του Πάπα δεν είχα πάει ποτέ μικρός, διότι τότε δεν υπήρχε τρόπος να πας άλλος παρά μόνο δια θαλάσσης. Θυμάμαι βέβαια μια εποχή, το 1977 μάλλον, που το «Μιαούλης» έκανε μια απίστευτη εικοσιτετράωρη διαδρομή Τζια-Σύρο-Τήνο-Μύκονο-Καρκινάγρι-Αρμενιστή-Εύδηλο-Άγιο-Φούρνους-Καρλόβασι-Βαθύ. Από κει πρέπει να είναι η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από το Καρκινάγρι, όπως φαίνεται από τη θάλασσα. Θυμάμαι τις βάρκες που ερχόντουσαν να παραλάβουν τους επιβάτες (δεν υπήρχε προβλήτα, βέβαια) και παρέλαβαν μεταξύ άλλων και μία κατσίκα ζωντανή. Αναδρομικά προσπαθώ να καταλάβω γιατί έκανε τη διαδρομή Πειραιά-Καρκινάγρι η κατσίκα, αλλά ίσως τότε να μην ήταν τριάντα χιλιάδες τα κατσίκια της Ικαρίας και ο πληθυσμός τους να χρειαζόταν ενίσχυση, δεν ξέρεις ποτέ. Άλλα χρόνια εκείνα...

Η άγνοιά μου για τα Δυτικά συνεχίστηκε για καιρό· θυμάμαι μετά την πρωτοχρονιά του 1986 να συναντάω απρόσμενα στο λιμάνι του Αγίου μια κοπέλα που ήξερα από την Αθήνα, και όταν τη ρώτησα πώς βρέθηκε τέτοια εποχή στο νησί, μου είπε ότι τη φιλοξενούσε μια φίλη της καριωτίνα στο Αμάλου ή στον Κάλαμο. Προς μεγάλη μου αμηχανία δεν ήξερα να τοποθετήσω τα μέρη αυτά στο χάρτη· η κοπέλα με πρσανατόλισε λέγοντάς μου ότι πήγαν και σε ένα «μεγάααααλο» χωριό λίγο πιο πέρα: στο Καρκινάγρι. Κάπως έτσι ανακάλυψα ότι υπάρχει ζωή πιο δυτικά από τις Ράχες (και μάλιστα χειμώνα). Το γεγονός με εντυπωσίασε τόσο που το ανέφερα στους γονείς μου ως αξιοπερίεργο: «ε, ναι», μου είπαν, «οι Παπιστάνοι». Η λέξη ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή, δεν την είχα ξανακούσει ως τότε. Η μάνα μου θυμήθηκε και μια (σκωπτική, μάλλον) ρίβα:

Παπιστάνα, Παπιστάνα, με τα δώδεκα φουστάνια
Το ‘να βγαζεις, τ’ άλλο βάζεις, πάλι Παπιστάνα μοιάζεις
Δεν ήξερα πως μοιάζουν οι Παπιστάνοι, μέχρι που λίγους μήνες αργότερα, μια συμφοιτήτριά μου δήλωσε ότι θα πήγαινε με τον καλό της μια βδομάδα διακοπές στην Ικαρία. Της είπα να έρθει να με βρει: αν και δεν είχαμε τηλέφωνο σπίτι, ούτε υπήρχαν κινητά, μπορούσε απλώς να ρωτήσει στο περίπτερο ή στο καφενείο, θα με έβρισκε σίγουρα. Μου το υποσχέθηκε, αλλά το καλοκαίρι πέρασε χωρίς να δώσει σήμα. Την ξαναβρήκα το Σεπτέβρη, ενθουσιασμένη από την Ικαριακή εμπειρία, αλλά «ούτε περίπτερο είχε, ούτε στο καφενείο σε ήξερε κανείς». Ρώτησα απορημένος πού ακριβώς ήταν· κατάλαβα ότι βρέθηκαν στο Καρκινάγρι επειδή πήρανε το «Ίκαρος» μια Δευτέρα. Το «Ίκαρος» τις Δευτέρες έκανε μια στάση στο Καρκινάγρι καθ’ οδόν για τον Άγιο· την άλλη Δευτέρα το ξαναπήρανε για πίσω.

- Δυσκολευτήκαμε βέβαια, γιατί δε μας άφηναν να φύγουμε οι ντόπιοι, σκοτώθηκαν ποιος θα μας πρωτοφιλοξενήσει και μετά παρεξηγήθηκαν που έπρεπε να φύγουμε. Πάντως περάσαμε καταπληκτικά, τι απίστευτοι άνθρωποι είναι αυτοί;

Εμένα πάλι μου πήρε σχεδόν μια δεκαετία ακόμα να φτάσω εκεί οδικώς. Έκτοτε όμως κάνω σχεδόν ανελλιπώς το δρομολόγιο τα καλοκαίρια, συχνά πηγαίνοντας από τον ορεινό δρόμο και επιστρέφοντας από τον (κατ’ επίφασιν) παραλιακό. Κουβαλάω μαζί και τους φίλους που φιλοξενώ κατά καιρούς· επειδή δεν αρέσει σε όλους, παραφράζοντας τον Καβάφη τους λέω ότι «κι αν φτωχικό τον βρεις, ο Πάπας δε σε γέλασε...σου ‘δωσε το ωραίο ταξίδι». Συνήθως πιάνει το επιχείρημα.

Πέρσι βρέθηκα με μια φίλη και τη φίλη της, αμφότερες «ξένες» (με την ικαριακή έννοια της λέξης) να ψάχνουμε το δρόμο για το φάρο στον κάβο-Πάπα, που ακόμα και τώρα δεν έχω φτάσει. Η φίλη της φίλης ήταν λιγάκι (χμ...) ξυνή και δεν πολυγούσταρε, οπότε προκειμένου να ακούμε γκρίνιες μείναμε να κοιτάμε από πάνω τα κύματα που χωρίζονταν σε μια γραμμή στην προέκταση του κάβου: άλλο καιρό είχε βόρεια κι άλλο νότια. Αλλά η φίλη μου ψιθύρισε φεύγοντας στο αυτί «την άλλη φορά θα έρθω μόνη μου, και θα πάμε μαζί μέχρι εκεί, ακούς;».

Ακούω, κοπελιά. Σε περιμένω· μην αργήσεις.


Σ.Σ. Ο τίτλος είναι παρμένος από ένα μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 4/11/2010



Μια άλλη όψη του φάρου στο βιντεάκι από μια εκπομπή της ΕΡΤ - στο τιμόνι του καϊκιού ο φίλτατος κ. Γιάννης K., ο μοναδικός εξ' όσων γνωρίζω Ακαματριώτης με πλεούμενο.

4/11/10

Αφρόκρεμα: η επιστροφή των Τζεντάι


Οι θρυλικοί Αφρόκρεμα ξαναχτυπούν με μια παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του σουξέ "Τι θέλεις να κάνω;" του έκπαιλαι δημοφιλούς τραγουδιστή Γιάννη Πάριου. Η εικασία ότι οι στίχοι του άσματος στην πραγματικότητα απευθύνονται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την κ. Μέρκελ αυτοπροσώπως έλεγχεται ως ανακριβής.

Η λιτότητα δεν αφορά μόνο μισθούς, επιδόματα και συντάξεις, και η ανάγκη να καλύψουμε τα ελλείματά μας και να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας δεν είναι μόνο οικονομική. Βαθιά ταγμένοι στο μετερίζι του πολιτισμού (και του αθλητισμού, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης), οι γνωστοί στους αναγνώστες του ιστολογίου Άφρο και Κρέμα (αθροιστικώς Αφρόκρεμα) έρχονται να καταθέσουν την επίκαιρη μαρτυρία και την κρίσιμη συμβολή τους στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η Ροβιθέ προστρέχει άμεσα (δηλαδή με εξάμηνη καθυστέρηση περίπου) στην αποκάλυψη του ιστορικού μηνύματος που μεταφέρει το επιτυχημένο (σε κάτι τέλος πάντων...) επιστημονικο-καλλιτεχνικό δίδυμο και προσφέρει στο πολυπληθές (τρεις κι ο Idom) κοινό της όχι μόνο μια προεπισκόπηση του νέου πονήματος των δύο δημιουργών (που μπορείτε μήνες τώρα να βρείτε και στο you tube άλλωστε) αλλά και ένα ερμηνευτικό πλαίσιο, υπό το πρίσμα του οποίου δίδεται ένα διαφορετικό φως στα όσα διαδραματίζονται στο αναρτηθέν βιντεάκι.

Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για ένα τυπικό concept Αφρόκρεμα. Τα πάντα είναι στη θέση τους: το εργαστηριακό σκηνικό, το μαύρο γυαλί του Άφρο, η α-λα-Γκράουτσο-Μαρξ παραλλαγή του Κρέμα, η κιθάρα, ο διαχρονικός Γιάννης Πάριος σε μία ακόμα απόδοση άσματος στην αγγλική γλώσσα (πρόκειται για το "Τι θέλεις να κάνω;" σε στίχους K. Ρουβινέτη και μουσική Γ. Χατζηνάσιου), το φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Σε μια πρώτη ανάγνωση θα έλεγε ο ανυποψίαστος θεατής ότι το έχουμε ξαναδεί το έργο. Είναι όμως έτσι; Μια πιο προσεκτική δεύτερη ματιά αποκαλύπτει μερικές διαφορές σε κάποιες λεπτομέρειες. Και όπως όλοι ξέρουμε, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες...

Πρώτα από όλα, αυτή τη φορά δεν υπάρχουν ούτε γκεστ-σταρ, ούτε κλήσεις στο σκάιπ και άλλες παρεκβάσεις. Το ντουέτο έχει αφαιρέσει από το εκφραστικό του οπλοστάσιο αυτά τα αφηγηματικά μέσα που μάλλον συσκοτίζουν παρά αποκαλύπτουν την ουσία, και αφήνει να μιλήσει μόνο το τραγούδι, λιτό και απέριττο όπως ταιριάζει σε μια εποχή κρίσης... Το πιο χαρακτηριστικό, είναι ότι αυτή τη φορά απουσιάζει ακόμα και η εμβληματική μορφή του Τσε Γκεβάρα που ενυπήρχε στο συλλογικό ασυνείδητο (δηλαδή στον πίσω τοίχο) στις προγενέστερες δημιουργίες του ντουέτου. Μη βιαστεί κανείς να πει ότι αυτή τη φορά το βιντεάκι είναι τραβηγμένο σε άλλο χώρο που δεν είχε Τσε, γιατί σε μια τόσο σφιχτοδεμένη ομάδα σαν τους Αφρόκρεμα, τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Και υπό αυτό το πρίσμα είναι που αναγκάζεται κανείς να προσέξει μια ακόμα αλλαγή: ο Κρέμα δεν αρκείται αυτή τη φορά στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του πίσω από τη μουτσούνα του Γκράουτσο Μαρξ. Έχει προσθέσει και μια κουκούλα. Τι συμβολίζει άραγε η κουκούλα; Μια πρώτη επιπόλαια ανάγνωση θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αφορά έναν "κουκουλοφόρο Μαρξ" ως ένα σύμβολο της εξέγερσης - σε αυτή την εκδοχή μάλιστα ο Τσε λείπει από το πλάνο διότι έχει πάει να συμπαρασταθεί στους εξεγερμένους. Πόσο μάλλον που η εποχή που γυρίστηκε το βίντεο είναι ακριβώς τις μέρες της επιβολής του Μνημονίου της Τρόικας. Προσθέστε ακόμα το αμφίσημο νόημα των στίχων "whatever you want, you tell me I'll do" που θα μπορούσαν να απευθύνονται όχι μόνο στο ΔΝΤ και στην Τρόικα αλλά στην Ανγκέλα Μέρκελ αυτοπροσώπως.

Όμως η φριχτή αλήθεια που κρύβεται πίσω από την μεταμόρφωση του Κρέμα είναι λιγότερο επιρρεπής σε επικαιρικές σχηματοποιήσεις του συρμού. Το κλειδί για την κατανόηση του συμβόλου της κουκούλας (διότι συμβολική είναι, αναμφίβολα...) εμπεριέχεται στους στίχους, και μάλιστα στον εναλλακτικό τίτλο του άσματος: aka "The mask of the pain". Αυτό που θέλει να πει οι ποιητής είναι ότι η κουκούλα επιχειρεί ακριβώς να κρύψει "τη μάσκα του πόνου" - του πόνου που προκαλείται από την αργή αλλά επίπονη μεταμόρφωση που συμβολίζει (επιτέλους τώρα το αντιλαμβανόμεθα ολοκληρωμένα) η μουτσούνα του Γκράουτσο. Διότι τον σωστό Μαρξ επικαλούνται οι καλλιτέχνες μας, και μας προσανατολίζουν μέσω της κινηματογραφικής περσόνας στη λύση του αινίγματος: Ο Κρέμα (ίσως και ο Άφρο, αλλά αυτό θέλει ακόμα μερικά σήκουελ) δεν συμβολίζει αυτό που νομίζουμε αρχικά: είναι σύμβολο ενός βαθιά διχασμένου όντος, που υποφέρει στην αιώνια πάλη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, που φοράει "τη μάσκα του πόνου" καθώς υπερισχύει μέσα του η "σκοτεινή πλευρά". Είναι ένας ιππότης Τζεντάι, που ρέπει πλέον προς το να γίνει (τρομακτικός) Νταρθ Βέιντερ. Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, αφού το λένε κι οι ίδιοι: "what if I'm a man, I'm fearful, so fearful...".

Μετά από αυτή την αποκάλυψη, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος. Τι να μας πουν και οι Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές, τι να μας πειράξει η Τρόικα, τι να μας κάνει η νύχτα, μια νύχτα μόνο, τι να μας κάνει. Θα πω απλά και μόνο ότι με επιστημονικο-καλλιτεχνικό δυναμικό σαν τους Αφρόκρεμα, η χώρα δεν έχει φόβο ούτε ελλειμάτων ούτε χρεών· το δίδυμο φτάνει και περισσεύει.

Όσο για τα φράγκα, στείλτε ότι έχετε ευχαρίστηση σε έναν λογαριασμό που θα σας υποδείξω (σε ολλανδική τράπεζα), και θα λάβετε δώρο αυθεντικό συλλεκτικό φωτόσπαθο. Πίστωση δεν δίδεται· αυτά με την αναδιάρθρωση του χρέους και τις λοιπές εξυπνάδες να πάτε να τα πείτε αλλού.