ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


29/10/10

Εγώ με την αξία μου

Εικόνα μάχιμου οπλίτη χωρίς ακαδημαϊκές φιλοδοξίες, από τον Αστειάτορα.

Ήμουνα ίσαμε 16 μήνες φαντάρος ήδη, είχα περάσει το τρίμηνο στο Κέντρο Εκπαίδευσης και ένα αξέχαστο επτάμηνο στην παραμεθόριο κάπου στο Βόρειο Έβρο, και έχοντας πάρει μια απρόσμενα καλή "τελική" μετάθεση στα περίχωρα της Αθήνας, περνούσα τις μέρες μου κατά κύριο λόγο σκουπίζοντας, σφουγγαρίζοντας και πλένοντας πιάτα στο αναρρωτήριο, καθώς και κάνοντας αποψίλωση (ή κατά τη στρατιωτική αργκό "αποξήλωση") σε κάτι μαραμένα αγρωστώδη στα χωράφια που όριζαν το στρατόπεδο, μετρώντας ανάποδα τις μέρες μέχρι να πάρω την άδεια που ο Διοικητής μου είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν "απολύσεως". Αλλά οι μέρες δεν πέρναγαν και πολύ εύκολα και για να μην ακούει διαρκώς τη γκρίνια μου ο γιατρός με έστελνε πότε πότε (αφού πλύνω τα πρωινά πιάτα) με παραπεμπτικό στο 401 για εξετάσεις, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι εκεί θα με έβρισκαν υγιή και θα επέστρεφα το μεσημέρι για τα υπόλοιπα πιάτα και το σφουγγάρισμα.

Έτσι είχα την ευκαιρία να μετρήσω τη μυωπία μου (άφθονη ως συνήθως), να παραπονεθώ για ένα βουητό στο δεξί αυτί (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω είναι κουφό, πράγμα που μου προσπόρισε από την αρχή της θητείας μου το πολυπόθητο Ι4, χάρη στο οποίο ήμουν μεν "ντακότα", δηλαδή δεν πήρα όπλο, πλην όμως πήρα σφουγγαρίστρα επ' ώμου για όλο το δεκαοκτάμηνο), και τέλος να ανακαλύψω ότι έχω άσθμα (και με τη βούλα) και όχι ένα απλό αλλεργικό βηχαλάκι. Η τελευταία ανακάλυψη όμως δεν ήταν εντελώς χωρίς συνέπειες - ο πνευμονολόγος ήταν κατηγορηματικός. "Δεν πρέπει να πηγαίνεις αγγαρεία μαγειρεία, σκουπίδια, αποψίλωση κλπ." Του εξήγησα ότι πήγαινα ανελλιπώς επί δεκαεξάμηνο, αλλά δεν τον έπεισα. "Αποκλείεται" είπε. "Αφού έχεις άσθμα, θα πρέπει να βγεις Ι4 και να μην κάνεις τέτοια." Του επισήμανα ότι ήδη ήμουν Ι4 από άλλη αιτία. "Αδιάφορο" μου είπε: "ο κανονισμός λέει ότι πρέπει να περάσεις από επιτροπή απαλλαγών". Και συμπλήρωσε ότι ήμουν τυχερός διότι η επιτροπή θα συνεδρίαζε οσονούπω - θα έβαζε το φάκελλό μου μέσα, κι εγώ απλώς θα περίμενα να με φωνάξουν.

Μετά από δεκάξι μήνες είχα συνηθίσει τον παραλογισμό - πιο πολύ άλλωστε με προβλημάτιζε το άσθμα (μήπως να έκοβα το τσιγάρο; μπαααα... δύσκολο...) παρά οι διαδικασίες. Έκατσα και περίμενα - παραδόξως δεν άργησαν πολύ. Άκουσα το όνομά μου και προχώρησα στην αίθουσα που συνεδρίαζε η επιτροπή. Στο κέντρο καθόταν ένας υψηλόβαθμος του Υγειονομικού - διέκρινα ένα αστεράκι χρυσό δίπλα στα σπαθάκια. "Ταξίαρχος", σκέφτηκα. Οι διπλανοί είχαν μόνο κάτι χλωμά αστεράκια χωρίς άλλα λιλιά, υπολοχαγοί και λοχαγοί, πιτσιρικάδες. Χτύπησα μια ψευδοπροσοχή και αναφέρθηκα, βαθμό, Σώμα, επώνυμο, όνομα, ΕΣΣΟ. Ο Ταξίαρχος κοιτούσε τα χαρτιά του, δε μου έδωσε σημασία. Οι άλλοι κοιτούσαν τον Ταξίαρχο. Κανείς δε μιλούσε.

Κάποια στιγμή τα μάτια του με κοίταξαν πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Δε νομίζω ότι με είδε πάντως, διότι η ερώτησή του ήταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου:

- Γιατί παιδί μου δεν θέλεις να υπηρετήσεις; Γιατί θέλεις απαλλαγή;

Συγκράτησα το χαμογελάκι που πήγε να μου ξεφύγει και απάντησα σχετικώς σταθερά, αν και μάλλον χαμηλόφωνα:

- Δεν θέλω απαλλαγή κύριε Ταξίαρχε.
- Και τι κάνεις εδώ πέρα; Αναβολή θέλεις;
- Έχω άσθμα και με έστειλαν για το γιώτα... Βασικά ήδη υπηρετώ ξέρετε, δεκαέξι μήνες, σε δυό μήνες απολύομαι.

Φαίνεται ότι τα λόγια μου τον εντυπωσίασαν, διότι όχι μόνο με ξανακοίταξε, αλλά με είδε κιόλας αυτή τη φορά.

- Υπηρετείς;
- Μάλιστα.
- Και γιατί είσαι με πολιτικά; Πού είναι η στολή σου;


Είχε αγριέψει, δήθεν. Οι παρατρεχάμενοι με κοίταζαν με απορία, μα ΠΟΥ ήταν η στολή μου; Πήρα μια ανάσα προσπαθώντας να σκεφτώ την καλύτερη διατύπωση.

- Δεν μου έχει χορηγηθεί στολή εξόδου.
- Τι λες; Και πώς ορκίστηκες;
- Με χειμερινή. Τότε ήταν Μάρτιος και φορούσαμε χειμερινή. Τώρα είναι Ιούλιος και φοράμε θερινή. Αλλά δεν μου έχει χορηγηθεί θερινή.
- Ποτέ;
- Ποτέ. Κι επειδή δεν επιτρέπεται να κυκλοφορώ με τη στολή παραλλαγής εκτός στρατοπέδου, ήρθα με πολιτικά.


Δεν έλεγα ψέμματα, αλλά και στολή να είχα πάλι με πολιτικά θα ερχόμουνα - εννοείται.

- Αίσχος, είπε ο Ταξίαρχος. ΑΙΣΧΟΣ! Είναι κράτος αυτό; Είναι στρατός αυτός;

Άρχισε να οικτίρει το κράτος που σπαταλάει εκατομμύρια σε ένα σωρό αηδίες και τσιγκουνεύεται μια στολή να δώσει στους φαντάρους του. Συνέχισε μιλώντας για τα ελλείματα της Ολυμπιακής Αεροπορίας, τα χρέη των αστικών συγκοινωνιών και τη γενική κατάντια της Ψωροκώσταινας. Οι παρατρεχάμενοι κουνούσαν το κεφάλι καταφατικά ενόσω ο Ταξίαρχος περνούσε γενεές δεκατέσσερις τις εκάστοτε κυβερνήσεις και έλεγε κάθε τόσο "δίκιο δεν έχω;" - "Μάλιστα, κύριε Ταξίαρχε" απαντούσαν οι κινούμενες κεφαλές. Όταν τελείωσε ο δεκάρικος γύρισε και με ξανακοίταξε. Με έβλεπε καλύτερα όσο περνούσε η ώρα.

- Σιτεμένος φαίνεσαι. Πόσο χρονών είσαι;
- Τριάντα, κύριε Ταξίαρχε, τα στρογγύλεψα προς τα κάτω.
- Και πώς και άργησες να μας έρθεις; Σπούδαζες, σπούδαζες;

Διέκρινα μια ελαφρά ειρωνία στον τόνο της φωνής του.

- Σπούδαζα κύριε Ταξίαρχε, σπούδαζα.
- Και τελειωμό δεν είχαν οι σπουδές σου; Δέκα χρόνια έκανες να τελειώσεις;


Αυτή τη φορά άφησα το χαμογελάκι να σκάσει ανεμπόδιστο. Είχε όρεξη για κουβέντα.

- Όχι, κύριε Ταξίαρχε, έκανα και μεταπτυχιακά... (Παύση) ...και Διδακτορικό έκανα.

Ο Ταξίαρχος τραμπαλίστηκε ανάλαφρα ενώ οι κινούμενες κεφαλές έμειναν ακίνητες. Έκανε μια γκριμάτσα σα να έλεγε "πω, πω", δήθεν εντυπωσιασμένος.

- Τι λές βρε παιδί μου... Διδακτορικό... Και με τι θέμα;

Σκέφτηκα προς στιγμήν να του εκσφενδονίσω κατακούτελα τον πλήρη τίτλο της διατριβής μου, αλλά με την έμπνευση που είχε ο Καθηγητής μου την εποχή εκείνη ο τίτλος ήταν γύρω στη μισή σελίδα. Προτίμησα να του κάνω μια περίληψη - δυο λέξεις το πολύ. Λίγοι άντεχαν περισσότερες, άλλωστε.

- Μοριακή Βιολογία, κύριε Ταξίαρχε.

Το χαμογελάκι άνθιζε στο πρόσωπό μου. Ο Ταξίαρχος κούνησε το κεφάλι και μουρμούρισε "Μοριακή Βιολογία... Χμμ...". Διαισθανόμουν ότι για έναν γιατρό της παλιάς σχολής αυτές οι δυο λέξεις μπορεί να αντιπροσώπευαν κάτι μεταφυσικό, κάτι απροσδιόριστα επίφοβο. Γύρισε και με κοίταξε με ύφος απρόσμενα φιλικό, αλλά νομίζω ότι πάλι δε με έβλεπε. Ρώτησε με ήρεμη φωνή:

- Και σκέφτεσαι να κάνεις ακαδημαϊκή καριέρα;
- Το κατά δύναμιν, κύριε Ταξίαρχε.


Δεν σκεφτόμουν τίποτα πέρα από το απολυτήριο, αλλά αυτά δεν είναι πράγματα να συζητάς με Ταξιάρχους.

- Μάλιστα... Και δε μου λες, τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;
- Ο πατέρας μου;
- Ναι, ναι, ο πατέρας σου, τι δουλειά κάνει;
- Είναι συνταξιούχος, αλλά ήταν ναυτικός παλιά.


Γούρλωσε τα μάτια θεατρικά, δήθεν έκπληκτος. Άρχισε να φωνάζει.

- Ναυτικός; Και ΠΟΥ ΠΑΣ βρε κακομοίρη να κάνεις ακαδημαϊκή καριέρα με πατέρα ναυτικό ; Ενώ άμα ήσουνα ο γιος του τάδε ή του δείνα (είπε τα ονόματα δύο πασίγνωστων καθηγητών της Ιατρικής) θα άνοιγαν οι πόρτες, τώρα με πατέρα ναυτικό θα κάτσεις απέξω και θα χτυπάς στο βρόντο κακομοίρη μου.

Ύστερα γύρισε στις κινούμενες κεφαλές, που είχαν σπάσει κάθε ρεκόρ κινητικότητας όσο φώναζε. "Επίκουρος δεν έγινε ο γιος του Τάδε κατευθείαν; Σιγά μην πήγαινε Λέκτορας... Πρώτα Επίκουρος και μετά φαντάρος πήγε... Και ο Δείνα, κατευθείαν από πατέρα σε γιο δεν πήγε η έδρα; Και η κλινική; Και η πελατεία, βέβαια..." Οι κινούμενες κεφαλές κόντευαν να φτάσουν στο πάτωμα από το κούνημα και τα "Μάλιστα κύριε Ταξίαρχε". Αυτός έβαλε τα γέλια, αυτοί γέλασαν όλοι μαζί, για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή κάτι θυμήθηκε και σταμάτησε να γελάει. Σταμάτησαν και οι άλλοι. Με κοίταξε με γυάλινο βλέμμα αυτή τη φορά. Σκέφτηκα ότι ως παλαίουρας και μάλιστα με διδακτορικό, ίσως μπορούσα να πω κι εγώ καμιά βλακεία να περνάει η ώρα. Κόλλησα το πιο αγαθιάρικο χαμόγελο που μπορούσα και είπα ήρεμα.

- Ο καθείς και τα όπλα του.

Έπεσε σιγή πάλι. Οι κινούμενες κεφαλές κοίταξαν τον Ταξίαρχο που κοιτούσε εμένα. Ήταν αστείο - δεν άντεξα και μου έφυγε ένα γελάκι. Το κατέπνιξα όμως και συνέχισα.

- Ξέρετε, εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες...

Και δώστου το αγαθιάρικο χαμόγελο ξανά. Σκέφτηκα ότι άμα στράβωνε θα είχαμε τραβήγματα, αλλά προφανώς με θεώρησε εντελώς βλαμμένο: δεν του ξέφυγε απλώς γελάκι - ολόκληρο χάχανο εξωστρεφέστατο. Οι παρατρεχάμενοι ανακουφίστηκαν και γέλασαν κι αυτοί, λιγότερο εντυπωσιακά αυτή τη φορά. Γέλασα κι εγώ - είμασταν για πολλά γέλια. Κάποτε βαρέθηκε, μάζεψε το χαρτί που είχε μπροστά του και είπε:

- Γιώτα-τέσσερα, αν και κανονικά θα έπρεπε να σου δώσω απαλλαγή διότι είσαι για δέσιμο.

Συνέχισα να χασκογελάω - ωστόσο ήμουν μάλλον ο μόνος. Ψευτοεκνευρίστηκε.

- Φύγε μωρέ από δω... Γιωτάς με πατέρα ναυτικό... Και θα μου γίνεις και Καθηγητής Πανεπιστημίου... Φύγε, φύγε, ΦΥΓΕ! Κοίτα κάτι στρατιώτες χωρίς στολή... ΦΥΓΕ ΛΕΜΕ!

Κάποιος με τράβηξε και βρέθηκα έξω από την αίθουσα σκασμένος στα γέλια - ούτε να χτυπήσω προσοχή θυμήθηκα ούτε τίποτα. Ρώτησα τι θα γινότανε με το γιώτα, μου είπανε ότι τα χαρτιά θα πήγαιναν υπηρεσιακώς, πράγμα που σήμαινε ότι μπορεί να έκαναν και δυο μήνες. Έστριψα ένα τσιγάρο κι έκανα δυο τζούρες - τόσο περίπου άντεχα. Το πέταξα και πήρα ταξί για το στρατόπεδο. Πέρασα την πύλη πέντε λεπτά πριν αρχίσει το νούμερό μου - παρέλαβα τα κλειδιά του οπλοβαστού με τα πολιτικά και έβαλα την παραλλαγή κατά τη διάρκεια. Το βράδι ξαναπήγα στο αναρρωτήριο για τη λάντζα. Ο γιατρός με περίμενε να μιλήσουμε για σινεμά - ήταν η βραδινή μας διασκέδαση. Προηγουμένως με ρώτησε πώς πήγε η επίσκεψη.

- Μια χαρά. Έμαθα ότι έχω άσθμα και ότι δεν θα κάνω ακαδημαϊκή καριέρα.
- Το άσθμα πρόσεξέ το. Το άλλο δεν ακούγεται και πολύ σοβαρό. Έρχεσαι αύριο να δούμε τον "Εραστή της Κομμώτριας";
- Δεν προλαβαίνω, απολύομαι.

Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τότε - σκέφτομαι ότι εν τέλει όντως δεν είναι πολύ σοβαρό.

Το άσθμα βέβαια το προσέχω, ούτε λόγος.


Σ.Σ. Για την ιστορία, έμαθα ότι η στολή εξόδου καταργήθηκε μαζί με το δίκωχο - σήμερα οι φαντάροι βγαίνουν πλέον νομίμως με παραλλαγή και μπερέ. Το ότι σπάει ο διάολος το ποδάρι του σχεδόν σε κάθε εθνική επέτειο και όλο και κάποια ιστορία από το στρατό μου τριβελίζει το μυαλό είναι γνωστό και παρατηρημένο στους προσεκτικούς αναγνώστες του μπλογκ. Αυτό που πιθανόν δεν είναι γνωστό είναι ότι τελευταία εμπλέκομαι σε διάφορες συζητήσεις για θέματα οργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης - με αφορμή κυρίως πρόσφατες βαρύγδουπες εξαγγελίες μεταρρυθμίσεων που φοβούμαι ότι είναι περί όνου σκιάς. Από αυτή τη σκοπιά ίσως δεν είναι τυχαίο που θυμήθηκα την ιστορία του Ταξίαρχου. Σκέφτομαι ότι από την ώρα που οι σύλλογοι των πανεπιστημιακών εξέφρασαν αντιρρήσεις για πάμπολλες από τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις, ο αρμόδιος υφυπουργός θυμήθηκε να εγείρει το ζήτημα του νεποτισμού και των εκλεκτικών συγγενειών (κυριολεκτικά ενίοτε) μεταξύ πανεπιστημιακών, με την πρόθυμη (αν και ελαφρώς ανθρωποφαγική ενίοτε) συμπαράσταση ορισμένων Μέσων κατ' επίφασην ενημέρωσης.

Το ζήτημα είναι υπαρκτό βεβαίως, ειδικά σε ορισμένες νησίδες. Ευτυχώς πάντως που η Κυβέρνηση (η εκάστοτε) και το Κοινοβούλιο είναι θωρακισμένη απέναντι σε τέτοια φαινόμενα νεποτισμού και συγγενικών αλληλοεξυπηρετήσεων - ούτε μύγα στο σπαθί μας δε σηκώνουμε λοιπόν, κι αλοίμονο αν τυχόν νομίσει κανείς ότι σε περίπτωση που η πανεπιστημιακή κοινότητα στήριζε ομοθυμαδόν το επιλογές του Υπουργείου αντί να τις αντιστρατεύεται, ο ρέκτης Υφυπουργός θα δίσταζε τυχόν να στηλιτεύσει το φαινόμενο.

Αλλά τελικά δεν είναι πολύ σοβαρό - αρκεί να μη σε πιάνει βρογχόσπασμος.



Ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμηνεύει το "Εγώ με την αξία μου", σε μουσική δική του και στίχους Χρ. Κολοκοτρώνη, όπου εξηγεί με ποιο τρόπο περάσαν απ' τα χέρια του λεφτά, γυναίκες μάτσα, κι αντιμετώπισε εχθρούς, φουρτούνες και στραπάτσα.

16/10/10

Η στέρνα πίσω απ' τα βάτα

Λίγο κάτω από τις πλάκες της σκεπής, στην εξωτερική πλευρά του πίσω τοίχου, μερικά μέτρα αριστερά από την επίμαχη στέρνα. (Φωτό Β.Δ., ikariamag)

- Θα ‘ρθεις να σου δείξω τις ελιές;
- Ε, ‘α ‘ρτω...


Όπως όλοι ξέρουμε, στην Ικαρία όταν λες «α ‘ρτω» εννοείς από «ίσως έρθω» μέχρι «μωρέ δε μας παρατάς κι εσύ κι οι ελιές». Ο πατέρας μου σαράντα χρόνια ναυτικός, θυμήθηκε μετά τη σύνταξη να κάνει τον αγρότη, περιστασιακά έστω. Κάθε καλοκαίρι λοιπόν που κατεβαίνω κάτω, αρχίζει να μουρμουράει για το πότε θα πάμε να δούμε τα χωράφια των παππούδων, των οποίων αγνοώ φυσικά τις συντεταγμένες. Ξέρω ότι βρίσκονται κάπου στη Μεσαριά, σε περιοχές που φέρουν τοπωνύμια που δεν ανευρίσκονται στους χάρτες, καθώς αντιστοιχούν σε μια γεωγραφία σε μικροκλίμακα που μου είναι άγνωστη και απρόσιτη, όπως θα ήταν σε οποιονδήποτε δεν έχει μεγαλώσει εκεί.

Ούτε ο πατέρας μου βέβαια μεγάλωσε στην Ικαρία, καθώς ήδη προπολεμικά η οικογένεια είχε μεταναστεύσει, αλλά το δέσιμό του με τη γη και τον τόπο είναι σαφώς πιο ισχυρό. Παλεύει λοιπόν κάθε καλοκαίρι να με τραβήξει να ασχοληθώ πότε με τις ελιές και πότε με το αμπελάκι που φύτεψε κάποτε και το ρήμαξαν βέβαια τα αμολατά κατσίκια του γείτονα. Βέβαια ο γείτονας τυγχάνει εκ μητρός δεύτερος ξάδελφος και ως εκ τούτου δεν κάνει να τον μαλώσουμε...

-...χώρια που είναι και ορφανό το κακόμοιρο, λέει η μάνα μου από την κουζίνα όπου φτιάχνει γεμιστά.
- Τι ορφανό ρε μάνα; Είκοσι τόσα χρόνια έχει πεθάνει ο θείος, πατημένα σαράντα είναι ο ξάδελφος, δε μπορεί να δέσει τα κατσίκια;
- Ε, άστο τώρα...


Άρα πάει καλιά του το αμπέλι και ξεμπλέξαμε προσώρας – τις ελιές όμως δεν τις έφταναν τα κατσίκια να τις αφανίσουν κι αυτές οπότε υπήρχε πρόβλημα. Κάθε χρόνο λοιπόν έλεγα «ά ‘ρτω» και κάθε χρόνο έμπλεκα με κάτι πανηγύρια και κάτι εκδρομές και κάτι ξενύχτια, και πέρναγαν οι μέρες και ξέμεναν οι ελιές για του χρόνου. Φέτος όμως ήταν κακοχρονιά, με θανάτους και πένθη και με λιγότερα πανηγύρια από άλλοτε, κι όπως περνάνε και τα χρόνια δε σηκώνει ο οργανισμός κάθε μέρα ξενύχτι, οπότε ένα πρωί που βρέθηκα άεργος τον έχωσα στο αμάξι και βουρ για την Ακαμάτρα.

Είχα σκεφτεί να πάρω μαζί μου GPS για να πάρω στίγμα και μπορέσω να ξαναβρώ τα μέρη κάποτε, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Αντ’ αυτού πήρα τη φωτογραφική μηχανή, ό,τι πιάσει η κάμερα. Πήγαμε πρώτα στο πατρικό του, ένα ερειπωμένο κτίσμα κοντά στο εκκλησάκι του Αη-Νικόλα. Είχα χρόνια να έρθω, από παιδί. Η σκεπή με τις πλάκες κρατούσε ακόμα, το σπίτι όμως μου φάνηκε τώρα απίστευτα μικρό. Το είχαν εγκαταλείψει βέβαια στα τέλη της δεκαετίας του ’30, δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ.

- Μα πώς ζούσατε εδώ; ρώτησα με ειλικρινή απορία. Δεν έχει ούτε νερό.
- Πώς δεν έχει; απορεί με τη σειρά του ο πατέρας μου, και μου δείχνει τη στέρνα που μισοκρύβουν οι βατακιές.

Ύστερα αρχίζει να μου διηγείται πώς ερχόντουσαν όλοι οι γειτόνοι να πάρουν νερό από κει, και πώς ο γιός της τάδε έπεσε μια μέρα μέσα και κόντεψε να πνιγεί – δεν ήξερε κολύμπι – και τον έσωσε η γιαγιά μου. Ασυναίσθητα γυρίζω τη μηχανή να τραβάει βίντεο και πατάω το play. Του γνέφω να συνεχίσει. Συνεχίζει περιγράφοντας τα δέντρα που είχε το περιβόλι: εδώ η δρυς που έκοψε ο θείος ο Χριστόδουλος και την έκανε κάρβουνα, εδώ οι δυο λεμονιές (η μία υπάρχει ακόμα), εδώ η ροδιά. Ύστερα λέει για το πώς χώραγαν όλοι στο μικροσκοπικό σπίτι, πού μαγείρευαν και πού κοιμόντουσαν, μου λέει για το δημοτικό σχολείο με τα εβδομήντα παιδιά που πήγαινε (τώρα έχει κλείσει πια) και για το τι έκανε μόλις έμαθε την αλφαβήτα.

- Τι έκανες;
- Έγραψα το όνομά μου στον τοίχο, εδώ από πίσω. Τα αρχικά. Δε θα φαίνεται πια, πρέπει να ήταν το 1931.


Πηγαίνω στον πίσω τοίχο, ενώ ο πατέρας μου περιγράφει πώς άπλωναν στις πλάκες της σκεπής τα σύκα για να ξεραθούν στον ήλιο κι ύστερα τα γέμιζαν με ένα αμύγδαλο και τα έψηναν στο φούρνο, γλύκισμα για το χειμώνα. Αλλά δεν τον ακούω, γιατί πίσω από τα ξεφτισμένα στρώματα του ασβέστη βλέπω αχνά τα γράμματα που φανταζόταν ότι δε θα υπάρχουν πια, βλέπω ένα παιδί 5-6 χρονών προπολεμικά που μαθαίνει την αλφαβήτα. Τώρα έχει φτάσει αισίως τα ογδονταπέντε και κάνει σχέδια για το μέλλον – αν φυτέψουμε τώρα αυτό σε λίγα χρόνια θα βγάλει καρπό κι αν μπολιάσουμε τη νερατζιά, τότε θα...

Σηκώνω αργά τη μηχανή και φωτογραφίζω τα μισοσβησμένα γράμματα. Στ’ αυτιά μου η φωνή του μπερδεύεται με τις φωνές των εβδομήντα συμμαθητών, κι ακόμα με το κελάρυσμα του νερού που στάζει αργά γεμίζοντας τη στέρνα πίσω απ’ τα βάτα.


Σ.Σ. Δημοσιεύτηκε στις "Ελεύθερες πτήσεις" του http://www.ikariamag.gr/ στις 13 Οκτωβρίου 2010 (με λίγο διαφορετική στίξη εδώ κι εκεί...). Ελπίζω να ξαναπετάξουμε παρέα.

13/10/10

Παράξενοι τόποι (Χαΐνηδες)

Ο κύριος Δημήτρης Αποστολάκης βάζει τους στίχους και τη μουσική, ο κύριος Μιχάλης Σταυρακάκης τη φωνή, και κάποιος άγνωστός μου κύριος φτιάχνει ένα γλυκύτατο βιντεάκι, που σκέφτηκα να αφιερώσω στους ιστιοπλόους φίλους που ταξίδεψαν από την Κρήτη μέχρι το Λέιντεν να με δουν (και λιγάκι παραπάνω σ' εκείνους που δεν ταξίδεψαν).


Εγώ στα φύλλα της καρδιάς κρύβω βαθιά τον πόνο
στρέφω το βλέμμα μη με δουν και σαν παιδί βουρκώνω

Θε μου πόσο παράξενοι είν' οι δικοί μας τόποι
θλιμμένα τα τραγούδια μας και γελαστοί οι αθρώποι

Κλείσε τα μάτια κι άσε με θάλασσα να σε λέω
τούτο το βράδυ που μπορεί ναι 'ναι το τελευταίο

Θάλασσα πικροθάλασσα μια νύχτα θα γυρίσω
κι ένα κορμί και μια καρδιά στο κύμα σου θ' αφήσω




Το τραγούδι "Θάλασσα πικροθάλασσα" είναι από το δίσκο των Χαΐνηδων "Το μεγάλο ταξίδι" (1997). Λόγω μιας μικρής ασυνεννοησίας στο φόρματ του youtube και του blogspot, ίσως είναι καλύτερα να δείτε το βιντεάκι εδώ.

9/10/10

Η λύση της πολιορκίας

Δυο ιστιοπλόες από το Ηράκλειο φωτογραφίζουν την Ολλανδία - μεταξύ της πύλης του Λέιντερντροπ και ενός ποιήματος της Σαπφούς στην Oude Singel, η μία τους εντοπίζει σε ένα παράθυρο ένα βάζο με καρότα, κρεμμύδια κι πατάτες, που είναι και η αφορμή για την ανάρτηση (φωτογραφία Μ.Β., aka Μαρίστρα).

Ο πόλεμος κράτησε πάνω-κάτω ογδόντα χρόνια. Ξεκίνησε το 1568, όταν οι 17 περιοχές των Κάτω Χωρών επαναστάτησαν εναντίον της αυταρχικής εξουσίας που ασκούσε ο Δούκας της Άλβα εν ονόματι του βασιλιά της Ισπανίας, κληρονόμου της "Αγίας Ρωμαϊκής" αυτοκρατορίας των Αψβούργων, στα πλαίσια μάλλον των θρησκευτικών πολέμων του 16ου αιώνα στην Ευρώπη. Η επανάσταση προχώρησε υπό την (χαλαρή) αρχηγία του Γουλιέλμου της Οράγγης, του λεγόμενου και "Σιωπηλού", ενός από τους ελλάσσονες ευγενείς της περιοχής, και σύντομα οδήγησε στην αυτονόμηση των 7 βόρειων περιοχών που μέσες-άκρες αποτελούν τη σημερινή Ολλανδία. Επισήμως ο πόλεμος έληξε το 1648 με την υπογραφή της συνθήκης του Μύνστερ, που αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας (ναι, δεν είχε κληρονομικό ηγεμόνα). Στην πραγματικότητα η χώρα ήταν de facto αυτονομημένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1580, αλλά για να φτάσει εκεί μεσολάβησαν σφοδρές μάχες, σφαγές μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών (διαφόρων τύπων), και εκτεταμένες πολιορκίες πόλεων. Καλή ώρα, της πόλης του Λέιντεν.

Η πρώτη πολιορκία ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1573. Τα ισπανικά στρατεύματα τα βρήκαν λίγο σκούρα στην αρχή, καθώς οι έγκλειστοι υπερασπιστές διέθεταν πληθώρα τροφίμων, και το υγρό, σαθρό έδαφος δεν προσφερόταν για την κατασκευή πολιορκητικών ορυγμάτων (την εποχή εκείνη τα τείχη έπεφταν με λαγούμια τα οποία έσκαβαν και ανατίναζαν οι πολιορκητές). Ο Γουλιέλμος ξεκίνησε να βοηθήσει τους πολιορκημένους, οι Ισπανοί αποχώρησαν προσωρινά για να τον αντιμετωπίσουν, ωστόσο ο ετερογενής επαναστατικός στρατός ηττήθηκε στη μάχη του Mookerheyde, και η πόλη ξαναβρέθηκε πολιορκημένη στις 26 Μαΐου του 1574. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για τους Λεϊντενιώτες, καθώς οι φίλιες δυνάμεις είχαν ηττηθεί και οι προμήθειες ήταν πια περιορισμένες.

Ο Γουλιέλμος έστειλε ένα ταχυδρομικό περιστέρι (!) στην πόλη, ζητώντας από τους κατοίκους να αντισταθούν για τρεις μήνες. Σκόπευε να λύσει την πολιορκία δια της υδάτινης οδού: καθώς η πόλη, και η κοιλάδα στην οποία βρίσκεται, είναι 2-3 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, η ιδέα ήταν ότι σπάζοντας τα φράγματα θα έθετε εκτός μάχης το ισχυρό ισπανικό ιππικό και μέσω των ελαφρών πλοίων που διέθετε ο στόλος των επαναστατών (οι λεγόμενοι "Επαίτες της θάλασσας") θα έφερνε βοήθεια στους πολιορκημένους. Ωστόσο, η ιδέα δεν άρεσε στους ανθρώπους των οποίων η γη θα πλημμύριζε (και θα καταστρεφόταν) και του πήρε αρκετό χρόνο να τους πείσει (ή να τους "πείσει") - στο μεταξύ η κατάσταση στην πόλη χειροτέρευε.

Γύρω στις 10 Σεπτεμβρίου, κάτι που ο Γουλιέλμος αρρώστησε, κάτι που οι Ισπανοί που υπεράσπιζαν κάποια φράγματα αντιστέκονταν σθεναρά, κάτι που φυσούσε από τα ανατολικά με αποτέλεσμα τα νερά να σπρώχνονται προς τη Βόρεια Θάλασσα, τα πλημμυρισμένα χωράφια είχαν πολύ λίγο νερό και ακόμα και τα ελαφρά σκάφη είχαν προσαράξει. Οι πολιορκημένοι είχαν απελπιστεί - είχαν κρατήσει παραπάνω από τρεις μήνες, τους δύο τρώγοντας και κάτι, τον τελευταίο μήνα και βάλε εντελώς νηστικοί. Ο Δήμαρχος van der Weeff πρόσφερε τα μέλη του ως τροφή σε μια κίνηση απελπισίας - αν και η σκληρότητα του Δούκα της Άλβα που εγγυόταν το θάνατο σε περίπτωση παράδοσης υπήρξε μάλλον ισχυρότερο κίνητρο αντίστασης.

Γύρω στην 1η Οκτωβρίου, κάτι άρχισε να αλλάζει. Ο άνεμος γύρισε δυτικός, και η θάλασσα άρχισε κατά κύματα να εισβάλλει στην κοιλάδα. Ο επαναστατικός στόλος άρχισε πάλι να πλέει. Δύο ισπανικά οχυρά βρίσκονταν ανάμεσα στην πλημμυρισμένη κοιλάδα και την πολιορκημένη πόλη - η φρουρά του ενός εξαφανίστηκε μόλις είδε το στόλο να πλησιάζει. Τη νύχτα της 2 προς 3 Οκτώβρη και η δεύτερη φρουρά αποφάσισε να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια αντί να ρισκάρει ένα πόλεμο χωρίς ιππικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, τα νερά υπέσκαψαν το έδαφος κάτω από ένα σημείο των τειχών, τα οποία έπεσαν: η πόλη θα μπορούσε να είναι στο έλεος των πολιορκητών, μόνο που αυτοί είχαν φύγει χωρίς να το πάρουν είδηση.

Η παράδοση λέει ότι οι πολιορκημένοι έστειλαν ένα ορφανό αγόρι με το όνομα Cornelis Joppenszoon να δει αν όντως οι Ισπανοί είχαν φύγει και δεν κρύβονταν εκεί κοντά. Το παιδί γύρισε από το ισπανικό οχυρό κρατώντας ένα καζάνι με "Hutspot", ένα φαγητό που παράτησαν φεύγοντας οι πολιορκητές και που περιείχε καρότα, κρεμμύδια και πατάτες. Λίγο αργότερα κατέφτασαν οι "Επαίτες της θάλασσας" με ρέγγες και άσπρο ψωμί. Η πολιορκία είχε λυθεί, το Λέιντεν είχε σωθεί. Έκτοτε, την 3η Οκτωβρίου γιορτάζουν τη λύση της πολιορκίας, με ένα τελετουργικό που περιλαμβάνει τζάμπα ρέγγες και άσπρο ψωμί, και μαγείρεμα "Hutspot".

Ή τέλος πάντων, αυτά περιλαμβάνει το άρθρο της wikipedia που κανιβαλλίζω ασυστόλως σε σχέση με την πολιορκία. Η πραγματικότητα όμως που βίωσα την περασμένη εβδομάδα, μαζί με μια παρέα συγγενών και φίλων, ήταν λίγο παράξενη, καθώς το Λέιντεν βρισκόταν στ' αλήθεια υπό πολιορκία, όχι από ισπανικά στρατεύματα αλλά από ένα απίστευτης πυκνότητας μεθυσμένο πλήθος. Η πόλη είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο λούνα-παρκ, καθώς όλοι οι κεντρικοί δρόμοι, τα κανάλια και οι πλατείες είχαν καταληφθεί από πάγκους μικροπωλητών, πίστες για συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, καρουζέλ, αγώνες σκοποβολής με τόξο, αεροβόλο ή με τα χέρια, ποπκόρν, βάφλες, μαλλί της γριάς, τραινάκια του τρόμου και γαϊτανάκια, υπαίθριους πωλητές μπύρας, μπύρας και μπύρας, αυτοσχέδιες ή όχι-και-τόσο-αυτοσχέδιες μουσικές σκηνές, συχνά η μία απέναντι από την άλλη ώστε να μη μπορείς να ακούσεις καμμία, αγώνες διάβασης καναλιών επί κοντώ (με θεαματκά πλαφ στις αποτυχημένες προσπάθειες), τσίκνα από κεμπάπ και σουβλάκια (σουβλάκια!), κι άλλη μπύρα, παρατημένα ποδήλατα, χιλιάδες, εκατομμύρια ποδήλατα και αντίστοιχο κόσμο που εισέβαλλε από όλες τις εισόδους της πόλης, από το Λέιντερντροπ και το Κάτγουϊκ και τη Χάγη και το σταθμό των τραίνων και το ποτάμι που κατ' ευφημισμόν ονομάζουν Ρήνο.

Το πανηγύρι ξεκίνησε για τα καλά το βράδι της περασμένης Παρασκευής - το Σάββατο καταφέραμε να δραπετεύσουμε για το Άμστερνταμ και την Κυριακή κρυφτήκαμε στο Ντελφτ. Κάθε φορά που γυρίζαμε πέφταμε στο ίδιο μανιασμένο πλήθος, και φτάναμε εξουθενωμένοι στο σπίτι που τρανταζόταν από τα ντεσιμπέλ της παρακείμενης πλωτής σκηνής. Αυστηρά μέχρι τις 2 το βράδι - ένα λεπτό αργότερα οι έφιπποι αστυνομικοί έπειθαν και τους πιο δύσπιστους ότι το πάρτι είχε τελειώσει για σήμερα και έπρεπε να πάνε σπίτι. Τη Δευτέρα είχα μια ελπίδα ότι τα πράγματα θα ήταν πιο φυσιολογικά, μάταιη όμως. Σε μια επίδειξη μεσογειακής μάλλον μεγαλοψυχίας, η μέρα ήταν αργία, εκ μεταφοράς από την "κανονική" ημερομηνία της Κυριακής (για να μη λέμε ότι αυτά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν κλπ.). Τρέξαμε πάλι να κρυφτούμε στο Άμστερνταμ - γυρίσαμε σε κακό χάλι κατά τα μεσάνυχτα.

Τα νερά είχαν υπονομεύσει πια τις αντιστάσεις μας, τα τείχη μας είχαν πέσει, και είμασταν έτοιμοι να υποστούμε τη μοίρα των κατακτημένων. Όμως μόλις ξεμυτίσαμε από το σταθμό, είδαμε την πολιορκία να λύνεται: οι πάγκοι ξεμοντάρονταν πια, οι μουσικές είχαν σχεδόν παντού σταματήσει, ο κόσμος είχε αραιώσει τόσο που μπορούσες σχεδόν να περπατήσεις φυσιολογικά, χωρίς ζιγκ-ζαγκ, και μόνο μερικά περαστικά πιτσιρίκια που μύριζαν ακόμα μπύρα , καθώς και το περιφερόμενο ιππικό της αστυνομίας θύμιζαν το πανηγύρι που είχε προηγηθεί. Το πρωί της Τρίτης πήγα την αδελφή μου μέχρι το σταθμό για να πάρει το τραίνο για το αεροδρόμιο - με εξαίρεση μερικά διάχυτα σκουπίδια στους δρόμους και τα φορτηγά που κουβαλούσαν τα ξεμονταρισμένα τραινάκια του τρόμου, η πόλη έμοιαζε φυσιολογική. Το πρωί της Τετάρτης έκανα την ίδια διαδρομή με την Κάντυ και τη Μαρίστρα - τα σκουπίδια είχαν πια μαζευτεί και σκόρπια συνεργεία επιδιόρθωναν το τούβλινο δάπεδο της Haarlemstraat.

Η πολιορκία είχε λυθεί για φέτος.

(Ο πόλεμος όμως δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει ακόμα...)


Σ.Σ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Γουλιέλμος θέλησε να ανταμείψει τους Λεϊντενιώτες για την αφοσίωσή τους και τις κακουχίες που υπέστησαν, προτείνοντάς τους φοροαπαλλαγές ή εναλλακτικά την ίδρυση ενός Πανεπιστημίου. Οι ζαλισμένοι από την πείνα κάτοικοι προφανώς υπέθεσαν ότι η ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να τους δώσει ψωμί να φάνε ακόμα σε συνθήκες πολέμου ή πολιορκίας και διάλεξαν το Πανεπιστήμιο - η εκτίμησή τους προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τις επιλογές της καθ' ημάς ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας (+ μερικών ακόμα πραγμάτων) που προτιμά να κλείσει μερικά Πανεπιστήμια ως περιττά. Αλλά οι Υπουργοί μας δεν είναι τόσον ζαλισμένοι από την πείνα και κάνουν έξυπνες και σύγχρονες επιλογές, ενώ οι Ολλανδοί του 1574 με μια ρέγγα κι ένα καρβέλι ανά χείρας μάλλον χαζοί ήτανε, φαίνεται...

Το ποιον θα κλαίνε οι ρέγγες θα φανεί στο τέλος.

6/10/10

Η Σαπφώ στο Λέιντεν

Η Σαπφώ απευθύνει την περιφρόνησή της σε κάποια πλούσια γυναίκα που δεν αξιώθηκε τα ρόδα της Πιερίας (δηλαδή το άγγιγμα της τέχνης) μέσω ενός αποσπάσματος που διασώζει ο Πλούταρχος και διαιωνίζει προσώρας ένας τοίχος στο Λέιντεν της Ολλανδίας. Τα κλειδιά χιαστί είναι ο θυρεός της πόλης που σημαιοστολίστηκε για την τοπική γιορτή της στις 3 Οκτώβρη.


κατθάνοισα δὲ κείσηι οὐδέ ποτα μναμοσύνα σέθεν
ἔσσετ΄ οὐδὲ ποκ΄ὔστερον· οὐ γὰρ πεδέχηις βρόδων
τὼν ἐκ Πιερίας· ἀλλ΄ ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμωι
φοιτάσηις πεδ΄ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα.


Θα πεθάνεις και θα κείτεσαι, και μήτε
θ' απομείνει η θύμησή σου σε κανέναν,
μήτε και καημός για σε, τι οι Mούσες σού 'χουν
της Πιερίας αρνηθεί τα ρόδα, κι έτσι
και στον Kάτω Kόσμο ασήμαντη θα μείνεις,
σα βρεθείς με τις σκιές των πεθαμένων.


(απόδοση στη νεοελληνική I. Θ. Kακριδής)

Σ.Σ. Η αναζήτηση στους τοίχους της πόλης συνεχίζεται για τυχόν τρίτο ποίημα στα ελληνικά μετά τον Καβάφη και τη Σαπφώ (ελπίζω να υπάρχει και κανένας στρέιτ...).