ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


10/5/10

Cicer arietinum

Χαρακτηριστικά στυλιζαρισμένη φωτογραφία έξω από το σπίτι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μάλλον. Η κληματαριά θάλλει, για τυχόν ρεβύθια δεν ξέρω.

Από τον Εύδηλο παίρνεις τον αμαξωτό δρόμο για τη Μεσαριά - περίπου σε πέντε χιλιόμετρα φτάνεις στην Ακαμάτρα. Λίγο μετά τα πρώτα σπίτια, υπάρχει μια αριστερή στροφή σχεδόν ορθή γωνία, δίπλα σε ένα εκκλησάκι που μερικοί λένε Αη-Βασίλη κι άλλοι Αη-Γιάννη (το Χρυσόστομο) και που μάλλον είναι Τρεις Ιεράρχες, δηλαδή περιλαμβάνει και τους δύο προαναφερθέντες αγίους. Αν αντί να στρίψεις αριστερά πας δεξιά, ο δρόμος σύντομα εκφυλίζεται σε ένα κατηφορικό χωματόδρομο που οδηγεί στο νεκροταφείο της Υπαπαντής και μετά μετατρέπεται στο παλιό μονοπάτι που όταν ήμουν παιδί οδηγούσε από τη Μεσαριά στο Φύτεμα και τον Εύδηλο και λεγόταν "Καρυδάκι".

Φαντάζομαι θα οδηγεί ακόμα, δεν ξέρω, γιατί την τελευταία φορά που το κατέβηκα ποδαράτο πρέπει να ήταν 1977 ή 1978. Την εποχή εκείνη ξεκαλοκαιριάζαμε στην Ακαμάτρα, μια προβιομηχανική νησίδα μακριά ακόμα από το σημερινό ικαριακό φολκλόρ (γκρούβαλοι, ξενύχτι, μηχανάκια). Βγαίναμε για να πάμε στην πλατεία για λουκουμάδες, παίζαμε στα χωράφια μαζί με τα παιδιά του χωριού διάφορα αυτοσχέδια παιχνίδια, κάναμε αγώνες με φανταστικά αυτοκίνητα, χτίζαμε σπιτάκια από καλάμια και υπολογίζαμε να βγάλουμε το χειμώνα μέσα σε αυτά.

Εμείς οι «πρωτευουσιάνοι» είχαμε την πολυτέλεια να είμαστε σε διακοπές – το να αρμέγουμε και να ταΐζουμε τα κατσίκια δεν ήταν η καθημερινότητα αλλά η διασκέδασή μας, το ίδιο και να κυνηγάμε τα άμοιρα κοτόπουλα της γειτονιάς δήθεν για να τα ξαναβάλουμε μέσα στο κοτέτσι. Τα πρωινά η μάνα μου απήγαγε όλα τα πιτσιρίκια του σογιού, τα έχωνε στο λεωφορείο του Λεσέ και τα πήγαινε για μπάνιο στη θάλασσα. Το λεωφορείο περνούσε κανονικά στις δεκάμιση και μετά ξανά στις εντεκάμιση, και ξανανέβαινε στη μία και μετά πάλι στις δύο. «Κανονικά» για τα ικαριακά δεδομένα βέβαια, μια και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Γιώργης ο Λεσές παρέλειπε να περάσει διότι κάπου αλλού είχε να πάει. Συνήθως όμως ακουγόταν από μακριά η κόρνα του που έπαιζε «τα παιδιά του Πειραιά» αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται στην Ακαμάτρα ενώ ήταν ακόμα στη Δάφνη, ένα-δυό χιλιόμετρα πιο πέρα.

Το παιδομάνι σκιζόταν να κατέβει με το πρώτο λεωφορείο στις δέκα και μισή και να γυρίσει με το δεύτερο στις δύο ώστε να έχει ένα γεμάτο δίωρο στη θάλασσα. Αυτό ήταν κάπως παράδοξο, δεδομένου ότι οι Καριώτες γενικά φοβούνται το νερό – η Ικαρία είναι περισσότερο ένα βουνό στο πέλαγος, παρά ένα νησί που ζει από τη θάλασσα. Για πολλά χρόνια η χειρότερη κατάρα που μπορούσαν να σου απευθύνουν ήταν το «άμε θαλάσσωσε» ή «μπα που να πας στη θάλασσα». Για λόγους αυτοπροστασίας βέβαια ουδέποτε πηγαίναμε σε φουρτουνιασμένες θάλασσες – ή μέσα στο λιμανάκι του Ευδήλου ή στα Σπάσματα δίπλα. Άμα είχε μπουνάτσα πηγαίναμε και σε μια μικρή παραλιούλα που σήμερα δεν υπάρχει πια έξω από το λιμάνι, στον Κόφινα, απέναντι από το νησάκι με το φάρο.

Το απομεσήμερο γυρίζαμε στο χωριό, η μάνα μου έκανε διανομή το κάθε παιδί σπίτι του κι ύστερα μάζευε τα δικά της και γυρίζαμε σπίτι. Το σπίτι ήταν το πατρικό της – τα χρόνια εκείνα τα είχαμε βγάλει εκεί, περισσότερο ελλείψει άλλων επιλογών παρά γιατί μας άρεσε (δηλαδή των μεγάλων, διότι εμάς των παιδιών φυσικά και μας άρεσε). Το σπίτι ήταν άδειο από κατοίκους κάμποσα χρόνια, από τότε που η γιαγιά μου είχε πεθάνει το 1970. Ο παππούς είχε «φύγει» κι αυτός λίγα χρόνια νωρίτερα, τα αδέλφια της μάνας μου ζούσαν αλλού. Αν και τυπικά το σπίτι ανήκε στο μικρό αδελφό τη μάνας μου, δεν υπήρχε καμμιά αντίρρηση να μείνουμε εκεί. Όμως μετά από εφτά χρόνια κλεισίματος και εγκατάλειψης, υπήρχαν διάφορα ζητήματα προς αντιμετώπιση.

Κατ' αρχήν, το σπίτι δεν είχε ρεύμα. Αυτό δεν ήταν πολύ περίεργο για το 1977 στην Ικαρία, αν και η χρήση του ηλεκτρικού είχε αρχίσει πλέον να γενικεύεται. Έπειτα, το νερό έφτανε μέχρι δίπλα, αλλά μέσα στο σπίτι δεν έμπαινε. Φυσικά είμασταν συνηθισμένοι και στις λάμπες πετρελαίου και στο μπάνιο στη σκάφη με νερό που είχε ζεσταθεί στον ήλιο. Ένα μικρό πρόβλημα ήταν η τουαλέτα, με μια ημιυπαίθρια λεκάνη σε ικανή απόσταση από την αυλή μας. Ένα λίγο σοβαρότερο ήταν τα ποντίκια που μπαινόβγαιναν από τα φαγωμένα ξύλα του πατώματος, και δεν έλεγαν να λιγοστέψουν όσο κι αν πιάναμε ένα την ημέρα σε μια μεγάλη φάκα. Στο τέλος μας υιοθέτησε μια από τις γάτες τις γειτονιάς, που αν και ήταν θηλυκή τη φωνάζαμε «μπαρμπα-Λιά». Μας συνόδευε σχεδόν μέχρι την πλατεία τα βράδια, καραδοκούσε πότε θα γυρίζαμε, κοιμόταν κάτω από τα κρεβάτια μας και η παρουσία της τρομοκρατούσε τα ποντίκια για καιρό.

Η εκ πατρός γιαγιά μου που ζούσε μαζί μας δυσκολευόταν από τη μια να μένει στο σπίτι των πεθαμένων συμπέθερων, και από την άλλη να στερείται τις μικρές ανέσεις που απολάμβανε ζώντας στην Αθήνα επί χρόνια. Το πάλευε όμως φιλότιμα, να μαγειρέψει στο γκάζι ή στην εξωτερική εστία της αυλής με τη φωτιά στα ξύλα, να πλύνει τα κατσαρολικά με νερό από τον κουβά στο νεροχύτη της αυλής, να σκαρφαλώσει τα πέτρινα σκαλοπάτια για να συμμαζέψει τα εγγόνια της που έκαναν ακροβατικά δίπλα στο πατητήρι και σκαρφάλωναν από την αποθήκη στις πλάκες της σκεπής.

Το σπίτι είχε αρχίζει να χτίζεται μάλλον λίγο μετά τις αρχές του εικοστού αιώνα, κατά την ικαριακή συνήθεια με δύο συνεχόμενα δωμάτια σε μια αυλή. Μια και δεν ακουμπούσε σε ψηλή αναβαθμίδα, η σκεπή του ήταν δίριχτη και όχι η κλασική μονόριχτη, το «χυτό». Αυτό επέτρεψε όταν μεγάλωσε η οικογένεια και προστέθηκε ένα τρίτο δωμάτιο, σαν «πυργάρι» που λένε, αυτό να γίνει συνεχόμενο με τα υπόλοιπα και απλώς να προεκταθεί η σκεπή, αν και κάτω από αυτό ήταν ένα κελλάρι για τα κρασιά και μεσοτοιχία το πατητήρι. Η αυλή γύριζε στις δύο πλευρές του σπιτιού, σκεπασμένη με μια κληματαριά (μια περιπατίνα, όπως λένε) και άφηνε χώμα ελεύθερο όπου φύτρωνε μια μεγάλη τριανταφυλλιά κι ένα γιασεμί. Τον καιρό της ακμής του σπιτιού η σκαλίτσα που οδηγούσε στο πυργάρι είχε σε κάθε σκαλοπάτι κι ένα γλαστράκι με βασιλικό, νομίζω.

Η τελευταία προσθήκη στο οικοδόμημα ήταν μια τσιμεντένια αποθήκη μεσοτοιχία με την κουζίνα. Αυτή είχε χτιστεί μεταπολεμικά, με εντελώς άλλη λογική από το υπόλοιπο σπίτι που ήταν πέτρινο. Κάποιοι του ευρύτερου σογιού που είχαν μάθει μπετατζήδες, καλούπωσαν εν τάχει τον κενό χώρο ανάμεσα στον τοίχο της κουζίνας και την ξερολιθιά, και μάλιστα έστρωσαν πάνω στα ξύλα εφημερίδες πριν ρίξουν την πλάκα (δεν πολυπίστευαν ότι το υγρό μπετόν δεν θα τρέξει ανάμεσα από τα ξύλα). Πολλά χρόνια μετά, τα κείμενα ακόμα διαβάζονται – οι ημερομηνίες είναι του 1956 νομίζω. Η αποθήκη είχε διάφορα γεωργικά εργαλεία, άχρηστα ήδη το 1977, καθώς και κάτι ξεχασμένα συμπράγκαλα που χρησίμευαν μάλλον για να ζεύονται τα υποζύγια.

Αλλά δεν υπήρχαν πια ζώα στο νοικοκυριό, ούτε καν νοικοκυριό. Είμασταν ο τελευταίοι που έζησαν σε αυτό το σπίτι – πολλά χρόνια μετά έβρισκα το θείο μου εκεί πότε πότε τα πρωινά, καθώς τα χωράφια του ήταν εκεί γύρω. Είχε ένα μπρίκι και κάτι φλυτζανάκια για τον καφέ του, κάτι παλιές φωτογραφίες που μούχλιαζαν πάνω σε ένα σαρακοφαγωμένο καθρέφτη και απεικόνιζαν εμάς και τα ξαδέλφια μας ως μωρά κάπου στη δεκαετία του '60. Τώρα ο θείος μου έχει πεθάνει επίσης, κανονικά το σπίτι το νέμονται κάτι ξαδέλφες μου που έχουν πολλά χρόνια να φανούν στην Ακαμάτρα. Κι εγώ έχω πολλά χρόνια να πάω πια.

Την παλιά εποχή, πριν ακόμα από το χτίσιμο του σπιτιού, ήταν τριγύρω κάτι χωράφια που καλλιεργούσαν όσπρια – λίγο κουκί, λίγα φασολάκια, κάτι ρεβύθια. Όσο ήμουν εγώ εκεί ρεβύθια δεν είδα ποτέ (κουκιά είδα κάμποσα), αλλά τα ονόματα έχουν τη δική τους ιστορία. Όποιος αναφερόταν στο σπίτι αυτό και την τοποθεσία του, το έλεγε «Ροβυθέ» κι ας μην εντοπιζόντουσαν πια ρεβυθιές τριγύρω. Αλλά το σποράκια τους αυτών των επίμονων ψυχανθών όπου βρουν χώμα φυτρώνουν, πότε στην Κρήτη, πότε στην Αθήνα και πότε στο Λέιντεν – φαίνεται πως ο κόσμος έχει ακόμα κρυφές γωνιές, ανεξερεύνητες.


Σ.Σ. Cicer arietinum είναι η λατινική "επίσημη" ονομασία του φυτού της ρεβυθιάς. Για την κατασκευή των παραδοσιακών ικαριακών σπιτιών (αν και η Ροβυθέ δεν είναι εντελώς τυπικό παράδειγμα) ο φιλομαθής αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το εξαιρετικό βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου "Η παραδοσιακή κατοικία της Ικαρίας και το ιδιόμορφο κτιστό περιβάλλον του νησιού", εκδόσεις Εταιρίας Ικαριακών Μελετών (2005). Η βασική αρχή που διέπει αυτή την αρχιτεκτονική μπορεί να συνοψιστεί στο απόφθεγμα "Σπίτιν όσο να χωρείς, και τόπον όσο να θωρείς" ή κάπως έτσι...

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ ξενιτεμένε.

Ωραίο το κείμενο αλλά με στεναχωρεί που βρίσκεσαι εκεί που βρίσκεσαι και κάθεσαι και γράφεις για την Ικαρία. Σε διαβεβαιώνω: η Ικαρία είναι μια χαρά και οι Ολλανδοί μοιάζουν με σας τους Καριώτες στην τρέλα. Έχω αρκετό Ολλανδέζικο (αίμα, όχι γάλα εβαπορέ) και στο λέω με μεγάλη βεβαιότητα.

.

Β. είπε...

Είχα κάτι γνώριμους ημι-Ολλανδούς εξ' αίματος και Καριώτες εκ πεποιθήσεως, νομίζω καταλαβαίνω τι λες.

Το κείμενο εκκρεμούσε για καιρό, απλά ήρτε η ώρα του (που λέμε στην Ικαρία).

Τα λοιπά επωάζονται, καλά να είμαστε...

qed είπε...

Θυμάμαι ότι η έλευση του Λεσσέ με τους λουόμενους "χωριανούς", όπως τους αποκαλούσαν οι Ευδηλιώτες, σηματοδοτούσε μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι πιτσιρικαρία του Ευδήλου, απέφευγε να πάει στη θάλασσα.Τους θεωρούσαν παρακατιανούς και άξεστους. Μας εντυπωσίαζε το γεγονός ότι οι μαμάδες έφερναν μαζί τους το κολατσιό των παιδιών που το αποτελούσαν ντομάτες, ψωμί και ώ τι φρίκη ακόμη και βραστά αυγά.
" Χάλια τα Σπάσματα σήμερα,έλεγαν, κατέβηκαν βλέπεις οι χωριανοί και τη βρόμισαν την παραλία"
Έτσι τις μέρες της φουρτούνας κατεβαίναμε πιο νωρίς για μπάνιο, αλλά στις καλοσύνες ήταν πραγματικά μαρτύριο. Να βλέπεις τη θάλασσα και να μην σου επιτρέπει η "ταξική σου συνείδηση" να κατέβεις για μπάνιο γιατί ήταν εκεί οι χωριανοί!!
Ευτύχώς ο Ροθιβέ στα εφηβικά του χρόνια πολιτογραφήθηκε Ευδηλιώτης και ξέπλυνε οριστικά από πάνω του το στίγμα.

Β. είπε...

qed, στοπ - ντομάτα. Ακόμα δεν έχω πολιτογραφηθεί Ευδηλιώτης (σιγά τη μεγάλη πολιτεία, παρεμπιπτόντως...) - πολίτης του κόσμου, να το συζητήσουμε...

αράπης είπε...

Άει ρε ψωνάκι ! Ακόμα δεν πήγες κι έγινες "πολίτης του Κόσμου"...

:P

(από τη ζήλεια μου τα λέω...)

Β. είπε...

Φιλοσοφικώς, αράπη μου... Ούτε στο δημαρχείο να δηλώσω την παρουσία μου δεν έχω πάει (ως όφειλα...)

αράπης είπε...

Γράψε τίποτα για Λέιντεν, να δούμε: α'ρτομε για 'ε θα προκάμομε ?

Ανώνυμος είπε...

Α, ναι αυτό περίμενα. Χαίρομαι που επανήλθες.
Δρούτσουλας
ΥΓ. Εκείνο το γλαστράκι-τσουκάλι με το βασιλικό στα σκαλάκια δεν έλειπε από πουθενά στο νησί,έτσι;