ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


18/3/10

Λιμενικός σταθμός παραλιακής λεωφόρου


Το περιστατικό έχει ηλικία κάμποσων χρόνων πια. Ζούσα τότε στην Αθήνα ακόμα, και αν και είχα φύγει από το πατρικό μου πολύ καιρό, υπήρχαν κάποιες λίγες μέρες που για κάποιους λόγους ξέμενα εκεί το βράδυ, και κοιμόμουν στο παιδικό μου κρεβάτι (ο τριαντάχρονος και βάλε) προς μεγάλη χαρά της μάνας μου, βέβαια, η οποία δε νομίζω να θεώρησε ποτέ ότι κάποιο από τα παιδιά της (αθροιστικά εκατό ετών τότε και τα τρία μαζί) ήταν αρκετά μεγάλο για να αντιμετωπίσει τον κόσμο χωρίς μητρικές φροντίδες.

Κάποιo τέτοιο βράδυ βρέθηκα αντιμέτωπος με μια οροφή που έσταζε από παντού - είχε βρέξει βέβαια, αλλά άλλο να βρέχει έξω κι άλλο μέσα στο σπίτι. Χτύπησα την πόρτα της από πάνω (έχει πεθάνει τώρα πια) που ζούσε μαζί με μια αλβανίδα που την πρόσεχε και την περιποιόταν. Ήταν αργά το βράδι, οι γυναίκες είχαν κοιμηθεί χωρίς να προσέξουν ότι το διαμέρισμά τους είχε πλημμυρίσει από τα νερά της βροχής που λίμναζαν στις βεράντες. Ξεβούλωσα τους αγωγούς ομβρίων που είχαν σκεπαστεί με φύλλα από τις απεριποίητες γλάστρες, το νερό έτρεξε ορμητικά μέχρι τις πλάκες της αυλής και το διαμέρισμα (και ακολούθως το ταβάνι μας) άδειασε. Τότε είδα την ξένη γυναίκα για πρώτη φορά, μου τη σύστησαν ως "Έφη".

Αν και εργένης σε μεταφοιτητικό στάδιο, είχα αποφασίσει ότι μου αξίζει να ζω σε ένα σπίτι λιγότερο ύποπτης καθαριότητας από όση μπορούσα να εξασφαλίσω ο ίδιος χωρίς να μου προκαλεί βαριεστημάρα η όλη διαδικασία. Αναζήτησα κάποια στιγμή μια κυρία για να καθαρίζει περιοδικά - η μάνα μου προσφέρθηκε να φωνάξει την Έφη "που έχει και παιδιά να θρέψει η καημένη". Η Έφη ήρθε ένα πρωί Σαββάτου, κοίταξε το σπίτι μου με μια ορισμένη απελπισία, χώθηκε σε σκούπες, φαράσια, ξεσκονόπανα και σφουγγαρίστρες και μετά από μία ώρα ακριβώς έβγαλε το κεφάλι πίσω από μια πόρτα (εγώ κάτι χαρχάλευα στον υπολογιστή) να με ρωτήσει αν μπορεί να κάνει τσιγάρο. Φυσικά και μπορούσε - κι εγώ κάπνιζα τότε. Της έφτιαξα ένα στριφτό, της έκανα και καφέ μερακλίδικο "ελληνικό". Πιάσαμε κουβέντα, ξεκινώντας από τον καφέ που συμφωνήσαμε αβίαστα ότι είναι τούρκικος μάλλον, και περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο φτάσαμε στο όνομά της (που δεν ήταν βέβαια Έφη αλλά Τέφτα) και στην οικογένειά της.

Ήταν χωρισμένη πολλά χρόνια. Ο ένας της γιος ζούσε στην Αλβανία, ο άλλος ήταν εδώ. Δούλευε σε ένα σουβλατζήδικο στη γειτονιά της μάνας μου, ερχόταν πότε πότε και στο σπίτι. Για κάποιο λόγο ήταν πολύ περήφανη για αυτό της το γιό - κατά κάποιο τρόπο ήταν ο άντρας της ζωής της. Στα πενήντα της θεωρούσε ότι είναι γριά πια (μια άποψη που όσο πλησιάζω σε αυτή την ηλικία όλο και πιο παράξενη μου φαίνεται). Της είπα ότι γριά είναι η κυρία που πρόσεχε, που κόντευε τα ενενήντα και δεν είχε να περιμένει τίποτα πια από τη ζωή. Εκείνη πάλι είπε ότι περίμενε να μαζέψει κάποια λεφτά για να γυρίσει στην Αλβανία, "αφού πρώτα παντρευτεί ο Έντι μου και μου κάνει εγγονάκια".

Σκέφτηκα τη μάνα μου και τις εμμονές της στο θέμα, και ότι όλες οι μαμάδες κάπου μοιάζουν. Κάναμε κάμποσα τσιγάρα παρέα, κάποτε σουλούπωσε το σπίτι και χάρηκε που αφενός την πλήρωσα μάλλον γενναιόδωρα και αφετέρου την πήγα σπίτι όπου η μάνα μου είχε ετοιμάσει ένα μάλλον πλούσιο τραπέζι, μαγειρεύοντας κατά παράβαση των αρχών της μοσχαράκι μέσα στη Σαρακοστή για την Τέφτα-Έφη που δεν είχε τις ίδιες με εμάς θρησκευτικές πεποιθήσεις (αν είχε κάποιες).

Λίγο καιρό μετά, κοιμόμουν πάλι στο πατρικό μου ένα βράδι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο γύρω στις τρεις το πρωί. Αυτά τα χτυπήματα μόνο για καλό δεν είναι - ήταν η από πάνω που ζητούσε τη βοήθειά μας. Η αστυνομία είχε πιάσει τον Έντι χωρίς χαρτιά και η Έφη ζητούσε κάποιον να την πάει μέχρι το τμήμα για να του πάει τη (ληγμένη) άδεια παραμονής. Σηκώθηκα παραπατώντας υπό τις ευλογίες της μάνας μου (βοήθησέ την παιδάκι μου την καημένη τη μανούλα), πήρα τα κλειδιά του αμαξιού και σύρθηκα προς την πόρτα. Η Τέφτα με περίμενε κρατώντας μια ζελατίνα με κάτι χαρτιά. Έτρεμε από το κρύο - ίσως όχι μόνο από το κρύο.

Έλειπα καιρό από τη γειτονιά, η αστυνομία δεν ήταν πια εκεί που την είχα αφήσει. Έκοβα άσκοπες βόλτες στην παραλιακή λεωφόρο, κάποια στιγμή σταμάτησα σε ένα περίπτερο να ρωτήσω που είναι το τμήμα. Ο περιπτεράς μου είπε ότι αν ήμουν από δω θα έπρεπε να ξέρω ότι το τμήμα είχε καταργηθεί και το πολυδύναμο ήταν ένα προάστιο παραπέρα. Μετά μου είπε ότι έχει γεμίσει ο τόπος ξένους και έχει βρωμίσει και ώρα να τα μαζεύουμε και να γυρνάμε στην πατρίδα μας να ξεβρωμίσει. Το τελευταίο το είπε φωνάζοντας μάλλον, και συμπλήρωσε με ένα "κατάλαβες;" μες στα μούτρα μου. Σκέφτηκα να του απαντήσω κάτι για το επάγγελμα της μάνας του ή να του περιγράψω μια σκηνή ανασκολοπισμού με πρωταγωνιστή τον ίδιο αλλά με τράβηξε η Τέφτα πίσω και περιορίστηκα σε ένα "ευχαριστώ, είστε εξαιρετικά ευγενής" με ύφος δήμιου πριν αποκεφαλίσει το θύμα του.

Έβραζα ενώ οδηγούσα προς το δίπλα προάστιο, ενώ η Τέφτα μου έλεγε "σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μην τσακώνεσαι, πάμε γρήγορα στον Έντι". Εντόπισα το "πολυδύναμο" από τη σκοπιά στην είσοδο, είπα στον καχύποπτο φρουρό τι θέλαμε. Κάποιος μας πήγε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, που δεν ήταν μέσα. Μας ρώτησαν πάντως τι θέλαμε, αλλά μας κοίταξαν με απορία, εξηγώντας ότι δεν είχαν πιάσει κανέναν και δεν κρατούσαν κανέναν απόψε. Ο Έντι δεν ήταν εκεί. Ναι, αλλά πού ήταν; Η Τέφτα άρχισε να λέει ότι της είπαν ότι ήταν στο τμήμα της παραλιακής. Ένας ήχος από καζανάκι τουαλέτας ακούστηκε, και ο αξιωματικός υπηρεσίας βγήκε από μια πόρτα. Μας κοίταξε ερωτηματικά, ο άλλος αστυνομικός άρχισε να λέει την ιστορία. Ο αξιωματικός σα να θυμήθηκε κάτι, είπε: "α, ναι, μας πήραν τηλέφωνο. Στο Λιμενικό είναι."

Μου είπαν ότι ο σταθμός του Λιμενικού ήταν στο Τροκαντερό, δίπλα στο θωρηκτό "Αβέρωφ". Οδήγησα προς τα εκεί ανάμεσα στο πλήθος των ξενύχτηδων που γύριζαν από τα μαγαζιά, περασμένες τέσσερις. Με είχανε ζώσει τα φίδια, αναρωτιώμουν αν θα έπρεπε να επικοινωνήσω με κανένα δικηγόρο, με καμμιά επιτροπή για τα δικαιώματα των μεταναστών. Έστριψα προς το σταθμό και σταμάτησα μπροστά σε κάτι τζιπάκια, από τα οποία πετάχτηκαν κάτι οπλισμένοι με στολές παραλλαγής. Τους είπα τι θέλαμε καθώς μας κοιτούσαν καχύποπτα. Σκέφτηκα ότι αν τον είχαν κακομεταχειριστεί θα έπρεπε να ειδοποιήσω τη Διεθνή Αμνηστία ή κάτι τέτοιο. Ήρθε ένας τύπος και μας είπε "ελάτε, εδώ είναι". Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος "α, να η μαμά μου".

Τον αναγνώρισα από την ομοιότητα με την Τέφτα - ήταν σαν αρσενικός κλώνος της. Είχε το πιο μωρουδίστικο πρόσωπο που έχω δει σε ενήλικο άτομο. Καθόταν ανάμεσα σε δύο γυναίκες λιμενικούς - αριστερά του μια ξανθιά της ηλικίας μου ή λίγο παραπάνω με άσπρη στολή και δεξιά του μια μελαχροινή πιτσιρίκα με παραλλαγή. Η ξανθιά τον κρατούσε απαλά από το ένα χέρι, και με το άλλο τον χάιδευε στην πλάτη, όπως θα χάιδευε το γιό της. Η μελαχροινή τον κρατούσε απαλά από το άλλο χέρι. Την κοίταξα στο πρόσωπο - η ομορφιά της με ανατρίχιασε. Γύρω τους ήταν αφημένα απομεινάρια από ντελίβερι, πίτσες και αναψυκτικά. Ο Έντι χάθηκε στην αγκαλιά της μαμάς του - παρατήρησα όμως ότι η ξανθιά εξακολουθούσε να τον χαϊδεύει κρατώντας του το χέρι απαλά. Ύστερα έριξε μια φευγαλέα ματιά στη ζελατίνα που της έδειξε η Τέφτα και του είπε:

- Να προσέχεις! Να τα έχεις πάντα πάνω σου!
- Ναι, ναι, είπε εκείνος. Έσκυψε πάνω της (την περνούσε ένα κεφάλι) και τη φίλησε σταυρωτά. Εκείνη τον αγκάλιασε μητρικά και μετά τον παρέδωσε στην πραγματική του μαμά.

- Ο γιος σας είναι πολύ γλυκό πλάσμα, είπε.
- Το ξέρω, είπε η Τέφτα, φουσκώνοντας από χαρά.

Το γλυκό πλάσμα ήρθε προς το αυτοκίνητο, και συστηθήκαμε και επισήμως. Τον ρώτησα αν του φέρθηκαν καλά - μάλλον δεν κατάλαβε την ερώτηση. Μου είπε ότι αργήσαμε να έρθουμε και παρήγγειλαν πίτσες να φάνε. Επίσης ότι οι κυρίες ήταν πολύ καλές, ειδικά η ξανθιά που πλήρωσε τις πίτσες. Δεν αμφέβαλλα - άφησα τη Διεθνή Αμνηστία και τους δικηγόρους κατά μέρος, και οδήγησα ανάμεσα στους βλοσυρούς οπλοφόρους και τα τζιπάκια για να ξαναβγώ στην παραλιακή. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα αν όπως με πέρασε για ξένο ο περιπτεράς θα μπορούσαν να με περάσουν και οι λιμενικοί και να με φέρουν κι εμένα για πίτσες, με τη μελαχροινή κατά προτίμηση. Αλλά με το που θυμήθηκα τον περιπτερά κάτι χάλασε μέσα μου και με έπιασε ένας επίμονος τσιγαρόβηχας, κι ύστερα σκέφτηκα για πολλοστή φορά ότι μάλλον ήταν πια καιρός να το κόψω.

13 σχόλια:

Idom είπε...

Τι όμορφο!

Μπορεί να το κάνει διαφημιστικό ο ΕΟΤ για τις χώρες από όπου μάς έρχονται οικονομικοί μετανάστες:
"Ελάτε στην χώρα των ονείρων σας"!

(sic sic sic sic...)

Idom

Β. είπε...

Έλα τώρα... μη γίνεσαι κακός... Το ξέρω ότι είμαστε της Παγανής εν γένει, αλλά καμμιά φορά κάτι είναι αλλιώς.

Η κοπέλα ήταν ΑΛΗΘΕΙΑ πολύ όμορφη, ακόμα και μέσα στην απωθητική στολή (χάλια η στολή στις γυναίκες, χειρότερα από ό,τι στους άντρες).

Το τσιγάρο το έχω κόψει εφτά χρόνια σχεδόν.

Ανώνυμος είπε...

Η ξανθιά της διεθνούς αμνηστείας είναι δικηγόρος. Πραγματικά όμορφη και γλυκομίλητη αν και με ενοχλεί όταν δακρύζει στις διάφορες εκδηλώσεις-ομιλίες.

Υ.Γ.

Χάθηκες για μερικές ημέρες και για ένα περίεργο λόγο φοβόμουν πως ήσουν ο Βιολόγος που έπεσε νεκρός στη συμπλοκή στη Δάφνη. Άκου να δεις... Χάσαμε το σκουλαρίκι. Να χάναμε μαζί και τον Βιολόγο;

Β. είπε...

Άκου να δεις, πράγματι... Τι πίνετε ακριβώς, αν επιτρέπεται;

Ανώνυμος είπε...

Τίποτα. Φαίνεται πως πιστεύω κι εγώ στο στερεότυπο του Ικαριώτη, αναρχικού, αριστεριστή, ποπολάρου. Το βρίσκω γοητευτικό αν και πολύ παλαιομοδίτικο.

Β. είπε...

Ευτυχώς που από τα παραπάνω είμαι μόνο Καριώτης και παλιομοδίτικος (ούτε καν γοητευτικός).

Κάνα ψευδωνυμάκι να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε με το ίδιο πρόσωπο κάθε φορά; "Σκουλαρικού" ας πούμε;

Ανώνυμος είπε...

Καλά, από μένα θ'αρχίσεις να χτίζεις βεβαιότητες;:-) Το έχω σκεφτεί να βρω ένα ψευδώνυμο αλλά φοβάμαι ότι θα εξελισσόταν σε περσόνα ενώ ανωνύμως, είμαι ο εαυτός μου αλλά είναι ευδιάκριτη η γραφή μου, Ροβυθέ.

.

Ορειβατικός Πεζοπορικός Σύλλογος Ικαρίας είπε...

Πολύ καλή ιστορία. Απίθανο δεν είναι όταν καμιά σπάνια φορά σπάνε τα δυσοίωνα στερεότυπα; Κάποτε κι εγώ βρέθηκα σε τέτοια θέση. Πίστευα ότι θα με έστηναν στα 6 μέτρα (και θα είχαν και δίκιο, άστα που να στα λέω), όμως την άλλη μέρα βρέθηκα στο σπίτι του διοικητή να με παντρολογούνε με την κόρη του!

Β. είπε...

Τι λες Άγγελέ μου, σοβαρά; Και τι έγινε τελικά, την πήρες;

Ανώνυμ(η), δεν θα αρχίσω με εσένα το χτίσιμο, θα τελειώσω με εσένα - οι άλλοι ξέρω ποιοι είναι όταν μιλάνε.

Όχι, η γραφή σου δεν είναι ευδιάκριτη, χρειάζεται ένα σκουλαρίκι τη φορά. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα μονόγραμμα, εναλλακτικά.

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο που παραμένεις Καριώτης ανθρωπιστής κι επαναστάτης. Γιατί λίγοι επονομαζόμενοι'"επαναστάτες" θα σηκώνονταν βράδυ από το ζεστό τους κρεβάτι για να βοηθήσουν έναν σχεδόν άγνωστο μη "Ελληναρά". Μπράβο και στις "μανούλες" που δε σκέφτηκαν από που είναι το παιδί παρά μόνο ότι είναι παιδί...
"Δρούτσουλας"

Β. είπε...

Μάλλον αυτοί οι λιμενικοί που συνάντησε ο Έντι δεν ήταν οι ίδιοι με αυτούς που έκαναν παρέλαση χτες... Δηλαδή, ελπίζω ότι δεν ήταν... Ουφ!

ολα θα πανε καλα... είπε...

Χαίρομαι που διαβάζω πως έκοψες τελικά το κάπνισμα.Για να μην αρχίσω τα περί αντικαπνιστικής εκστρατείας και ακουστώ σπαστική και παλιομοδίτικη(ή παλιομοδίτισσα; - τελοσπάντων).
Λοιπόν εγώ γέλασα πάρα πολύ με το θέμα του ανασκολοπισμού που σκέφτηκες να...θίξεις,υπάρχουν τελικά πολύ όμορφοι τρόποι για να εννοούμε βίαιες σκηνές και καταστάσεις.
:)
Πολύ ωραία η περιγραφή σου όπως όλες,επιμένω να λέω πως όταν σε διαβάζω,προσέχω κάθε σου λέξη,μπαίνω στο κείμενο και το ρουφάω - και παρακαλώ,να λείψουν οι συνειρμοί από το βρώμικο μυαλό σας.
:)
Το αναφέρω το παραπάνω διότι έχω μεγάλη διάσπαση προσοχής,ιδίως όταν είμαι κουρασμένη και ενώ το θέλω,σπάνια επικεντρώνομαι για αρκετά λεπτά,συνεχόμενα,πάνω σε ένα κείμενο.Αλήθεια,είναι πρόβλημα αυτό,ιδιαίτερα όταν έχεις πολλή δουλειά και διάβασμα να κάνεις.Πρέπει να επιστρέφω ξανά και ξανά και να συνεχίζω από εκεί που το μυαλό μου...άφησε το κείμενο.
Για λίγα δευτερόλεπτα πάντως,και ενώ πρόσεχα πολύ τι διάβαζα,είχα μια απορία σχετικά με την κυρία που ήθελες να σου καθαρίζει...περιοδικά.Ειλικρινά,προς στιγμήν νόμισα ότι εννοούσες να πετάει τα περιοδικά σου από το σπίτι.Αλλά δεν καταλάβαινα τι σόι δουλειά θα ήταν αυτή,πόσα πολλά περιοδικά πια,θα είχες μαζεμένα στο σπίτι,και γιατί,σώνει και καλά,θα έπρεπε να στα...καθαρίζει!Μετά βέβαια κατάλαβα το επίρρημα "περιοδικά" και ησύχασα!
Πού κολλάει μερικές φορές κανείς...

Β. είπε...

Γωγούλα μου γλυκειά, φαίνεται ότι ασχολείσαι πολύ με διαβάσματα γι' αυτό και η διάσπαση προσοχής, ε; Καλά, όχι ότι εγώ κάνω χειρωνακτική δουλειά (το πληκτρολόγιο δε μετράει).

Ίσως αντί για "περιοδικά" έπρεπε να πω "από καιρού εις καιρόν", αλλά τώρα που το σκέφτομαι εκείνο το σπίτι ήταν γεμάτο περιοδικά σε όλες τις ντουλάπες και τα ράφια, αλλά τακτοποιημένα σε θήκες "Ιωνία" με χρονολογική τάξη και μια φθίνουσα ελπίδα ότι κάποτε θα ξαναδιαβαστούν (εννοείται περιείχαν κείμενα ελάχιστα επικαιρικά). Τα περιοδικά είναι ακόμα στο υπόγειο της μάνας μου - ελπίζω να μη γεμίσει τόσο που να οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Αλλά για να τα ξαναδιαβάσω... χμμμ...

Ευχαριστώ που "ρουφάς" τις λέξεις. Τις λέξεις, βέβαια, τι άλλο... ;-)