ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


22/12/09

Οι περιπέτειες του κάπτεν-Νέτου reloaded

Καλλιτεχνική απεικόνιση με τίτλο "Ο καπτεν-Νέτος συναντά τη Γοργόνα", έργο αγνώστου καλλιτέχνη από τη Γη του Πυρός γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα, αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το έργο είναι προκολομβιανής περιόδου. Σε κάθε περίπτωση, η φήμη του κάπτεν-Νέτου προηγείται της εποχής του.

Όλη νύχτα φύσαγε στις Τρεις Κλεισιές, αλλά στο βάθος του κόλπου δεν έπιανε καθόλου κύμα. Το σκάφος ήταν δεμένο με δυο κάβους στο ρεμέτζο (που ήταν μια ποντισμένη, σκουριασμένη μηχανή) και κρατιόταν καλά και πάνω στην άγκυρά του. Ο σκίπερ που κοιμόταν έξω ξύπνησε πριν το πρώτο φως, και μαζί του ο Ίμερος που είχε πιάσει τον απέναντι πάγκο. Μπήκαν να φτιάξουν καφέ - ο θόρυβος ξύπνησε τον Keel Bill που ανέβηκε κι αυτός. Η Μαρίστρα και η Βιντσιρέλλα κοιμόντουσαν στην πλωριά καμπίνα, η Κάντυ στη μία από τις πρυμιές. Τα αγόρια είπαν να ξεκινήσουν μόλις θα έβγαινε το φως, και να βγάλουν το σκάφος από τον κόλπο έχοντας κάποια ορατότητα. Μοίρασαν ρόλους - ο σκίπερ στο τιμόνι, ο Keel Bill στο ρεμέτζο, ο Ίμερος στον άλλο κάβο...

- Θέλουμε άλλον έναν, να είναι στον αργάτη της άγκυρας.
- Να ξυπνήσω τα κορίτσια;
- Δε χρειάζεται
, ακούστηκε μια βαθειά φωνή από τα σκοτάδια της πλώρης.

Στο λυκαυγές αχνοφάνηκε μια σιλουέτα να σαλεύει δίπλα στον πρότονο. Στο ένα χέρι κρατούσε τον αργάτη της άγκυρας. Με το άλλο άναψε τσιγάρο: στο αβέβαιο φως του αναπτήρα εμφανίστηκαν τα γνώριμα χαρακτηριστικά του Νέτου. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Οι πρωινές ομίχλες άρχιζαν να διαλύονται, η μέρα ερχόταν. Ο βυθός κάτω από το σκάφος άρχιζε να ξεχωρίζει.

- Είμαστε έτοιμοι; ρώτησε ο σκίπερ.
- Είμαστε πάντα έτοιμοι, απάντησε ο Νέτος ανάμεσα σε συννεφάκια γαλάζιου καπνού.



"Είμαστε πάντα έτοιμοι", είπε ο κάπτεν-Νέτος και κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν ερώτηση αυτό, ήταν διαταγή. Το πλήρωμα ήταν άντρες άφοβοι, έμπειροι και αποφασιστικοί. Όμως ο κάπτεν-Νέτος ήταν σαν πατέρας για όλους τους, και πρόσεχε να τους έχει απίκο, για το δικό τους το καλό. "Γιατί αν δεν είμαστε έτοιμοι η θάλασσα δεν θα συγχωρήσει τίποτα. Θα κάνει το σκαρί κολυμπηθρόξυλο, όπως έκανε η φάλαινα το Μόμπυ-Ντικ".

- Καπετάνιο... ακούστηκε ο λοστρόμος.
- Τι θες; ρώτησε απότομα ο κάπτεν-Νέτος.
- Νομίζω πως Μόμπυ-Ντικ λεγόταν η ίδια η φάλαινα. Το σκάφος το λέγανε αλλιώς.
- Σκασμός! στο πόστο σου! είπε κοφτά ο κάπτεν-Νέτος, και ο λοστρόμος έντρομος άρχισε να ματίζει κάτι παλαμάρια.

Το σκάφος άρχιζε σιγά σιγά να τραμπαλίζεται από διαδοχικά κύματα. Ο άνεμος δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Ο κάπτεν-Νέτος συλλογιζόταν ότι η νύχτα θα ήταν δύσκολη. Είχε εμπιστοσύνη και στο σκαρί του και στο πλήρωμα, και πιο πολύ απ' όλα είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Όμως η θάλασσα δεν αστειεύεται ποτέ - τη μια στιγμή μπορεί να σε χαϊδεύει και την επόμενη να σε αφήσει συντρίμμια.



- Συντρίμμια; ρώτησε η Βιντσιρέλλα με απορία κοιτάζοντας το κόκκινο μπλουζάκι του Νέτου.
- Όχι ακριβώς, περίπου. Sea'n'dream. Για τους φίλους Συντρίμ...
- Και έτσι βρήκατε να τη βγάλετε την ομάδα;
- Των αρχαρίων. Στους προχωρημένους είμασταν αλλιώς.
- Πώς αλλιώς;
- Χύμα στο κύμα.

Κούνησε το κεφάλι της. Ήταν το πιο πρόσφατο μέλος της ομάδας, τα πρώτα επεισόδια τα είχε χάσει. Ύστερα κοίταξε προς την πλώρη - το σκάφος ταξίδευε νότια, σημαδεύοντας την είσοδο της καλδέρας, ανάμεσα Σαντορίνη και Θηρασιά. Η Ίος έμενε πίσω σιγά σιγά. Ξημέρωνε καλά πια. Το αεράκι πήρε να δυναμώνει, άνοιξαν και τη τζένοα μετά από τη μαΐστρα. Στο GPS φαινόταν η ένδειξη της ταχύτητας, πάνω από έξι κόμβοι. Ο σκίπερ έσβησε τη μηχανή. Ακουγόταν μόνο ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός των κυμάτων.



Ακουγόταν μόνο ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός των κυμάτων. Το έμπειρο αυτί του κάπτεν-Νέτου όμως άκουγε πιο βαθιά - άκουγε την ανεπαίσθητη διαφορά από κύμα σε κύμα καθώς ο καιρός δυνάμωνε. Ο ουρανός ήταν ακόμα ασυννέφιαστος, αλλά για πόσο; Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να προσεγγίσουν τις ηπειρωτικές ακτές και να αναζητήσουν καταφύγιο σε κανέναν απάνεμο κολπίσκο. Από την άλλη σκεφτόταν ότι αν τους έπιαναν οι ανταληγείς άνεμοι σε τούτη την απόμερη γωνιά του Νoτίου Ημισφαιρίου, καλύτερα να μην ήταν κοντά σε ακτές, γιατί οι καιροί και τα ρεύματα μπορεί να τους τραβούσαν πολύ μακριά και αντί να πέρναγαν τον πορθμό του Μαγγελάνου να εξορίζονταν στην αφιλόξενη Γη του Πυρός, που αντίθετα από ό,τι λέει το όνομά της είναι εντελώς παγωμένη.

- Μα τους χίλιους καρχαρίες! Στις Μαλβίνες! είπε ο κάπτεν-Νέτος και το πρόσωπό του φωτίστηκε.
- Στα νησιά Φώκλαντ δηλαδή; ρώτησε ο λοστρόμος με απορία.

Το πρόσωπο του κάπτεν-Νέτου σκοτείνιασε.

- Σιωπή, πράκτορα των Εγγλέζων! Στις Μαλβίνες, είπα!

Ο λοστρόμος, που ήταν της σχολής του Αγγλικού Ναυαρχείου άρχισε να μουρμουράει "μα εμένα στη σχολή αλλιώς μου τα είπανε" αλλά εν τέλει το βούλωσε κι άρχισε να επιθεωρεί τις καντηλίτσες των μούτσων. Ο κάπτεν-Νέτος μπήκε στη γέφυρα. Κοίταξε προσεκτικά το χάρτη του Νότιου Ατλαντικού. Μέτρησε μια απόσταση με το ασημένιο κουμπάσο του και τη μετέφερε με το διπαράλληλο στο ανεμολόγιο. Ύστερα διέταξε τον τιμονιέρο:

- Πορεία εκατόν ογδονταπέντε.
- Εκατόν ογδονταπέντε, επανέλαβε ο τιμονιέρος.



- Εκατόν ογδονταπέντε, είπε ο Σαρανταεφτά αφήνοντας το τιμόνι στον Ίμερο, και κατέβηκε στο chart-table να δει τους χάρτες. Ο Νέτος ρύθμισε το φορητό GPS στο map και το σκάφος φάνηκε στην οθόνη σαν μια κουκίδα στην έξοδο της καλδέρας. Η Κάντυ ανέβηκε στα σπιράγια για ηλιοθεραπεία. Η Βιντσιρέλλα καθόταν στο στασίδι της πρύμης - τα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα. Ο Keel Bill προσγειώθηκε με φόρα στον αριστερό πάγκο, πάνω σε ένα μισογεμάτο κουτί με μπισκότα που μετατράπηκε αυθωρεί σε σκόνη.

Ο Σαρανταεφτά τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη "Γεια σου ρε βασιλιά της σκόνης" και ξανάπιασε το τιμόνι. Ο Ίμερος άρχισε να τραβάει φωτογραφίες τη θάλασσα και τον ουρανό και το δράκο στην άκρη της Θηρασιάς.

- Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για μη σε βλέπουμε, είπε.
- Κοιτάξτε, δελφίνια! είπε η Κάντυ.

Όλοι κοίταξαν δεξιά, στο σημείο που δυο πτερύγια ξεπρόβαλλαν από το μπλε και ταξίδευαν με χάρη προς τα δυτικά. Ο Νέτος έπιασε να τραγουδάει:

Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο...

- Με ζήτησε κανείς; ακούστηκε η φωνή της Μαρίστρας από τη φάλκα. Το μελαχροινό κεφάλι της ξεπρόβαλλε με τα άταχτα, κατσαρά μαλλιά της να ανεμίζουν.

Η σκιά της γοργόνας ενώ στέκεται πάνω στην ψαρίσια ουρά της και ατενίζει το πέλαγος. Δεν φαίνεται αυτοπροσώπως διότι όπως όλοι γνωρίζουμε όποιος τη δει μαρμαρώνει. (Η φωτό είναι κλεμμένη από τη Μαρίστρα στο facebook).


Το μελαχροινό κεφάλι της ξεπρόβαλλε με τα άταχτα, κατσαρά μαλλιά της να ανεμίζουν. Το σκάφος έμεινε να αιωρείται ανάμεσα σε δυό κύματα, καθώς η γοργόνα το κρατούσε με το ένα χέρι. Η ψαρίσια ουρά της ταλαντευόταν στον αφρό των κυμάτων. Οι ναύτες είχαν μείνει με κάτασπρα πρόσωπα από τον τρόμο. Άλλος καλούσε τον Άη-Νικόλα σε βοήθεια, κι άλλος τον Ποσειδώνα.

- Είναι η γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου! ψέλισσε ο λοστρόμος.
- Η κόρη του Αλέξανδρου, εξυπνάκια, τον διόρθωσε η γοργόνα.
- Και της Ρωξάνης; επέμεινε ο λοστρόμος.
- Και της Πελαγίας, είπε μάλλον εκνευρισμένη η γοργόνα. Πού είναι ο καπετάνιος σου;

Η αρχοντική κορμοστασιά του κάπτεν-Νέτου ξεπρόβαλλε στην κουπαστή της γέφυρας. Ήταν ο μόνος που είχε κρατήσει το φυσικό του χρώμα. Χωρίς να λυγίσει βλέφαρο, χωρίς να χαράξει ρυτίδα, κοίταξε τη γοργόνα ίσα στα μάτια.

- Εδώ είναι ο καπετάνιος. Τι θες;
- Ωραίο το σκαρί σου. Πώς το λένε;
- Γράφει, είπε αδιάφορα ο κάπτεν-Νέτος.

Η γοργόνα έσκυψε προς την αριστερή μάσκα για να διαβάσει το όνομα του σκάφους. Τα μαλλιά της έγειραν αποκαλύπτοντας λίγο από δεξί της στήθος. Οι κατάχλωμοι ναύτες και ο λοστρόμος βρήκαν λίγο από το χρώμα τους και τεντώθηκαν για να το δουν καλύτερα. Ο κάπτεν-Νέτος πάλι δε σάλεψε ρούπι. Η γοργόνα ξαναγύρισε στην όρθια θέση και οι ναύτες στο κλασικό άσπρο χρώμα τους.

- "Μιράμπελλο"; Τι όνομα είναι αυτό;
- Αυτό γουστάρω. Έχεις κανένα καλύτερο;
- Μμμ... "Καμάρι της Γαρίπας" ίσως;
- Γι' αυτό μας σταματησες μεσοπέλαγα, για να μας ξαναβαφτίσεις; ρώτησε αγανακτισμένος ο κάπτεν-Νέτος.
- Καλά, ντε. Μη συγχίζεσαι. Ένα αστείο κάνουμε, να γελάσει λίγο το χειλάκι σου.
- Όταν λευτερωθεί η Κρήτη, τότε θα χαμογελάσω, είπε ο κάπτεν-Νέτος αλύγιστος. Άσε μας κάτω τώρα και άντε καλιά σου.

Στιγμές απόλυτης σιωπής ακολούθησαν, βουτηγμένες στην αγωνία. Οι ανάσες των ναυτών είχαν σταματήσει, κι ακόμα και τα κύματα της θάλασσας λες και είχαν κοπάσει. Τα βλέμματα του κάπτεν-Νέτου και της γοργόνας διασταυρώνονταν γεμάτα ηλεκτρισμό. Ύστερα η γοργόνα ακούμπησε αργά το σκάφος πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας λέγοντας:

- Λένε διάφορες ιστορίες για μένα, αλλά κατά βάθος είμαι καλή ψυχή.
- Θα το 'χω υπόψιν μου, είπε ο κάπτεν-Νέτος, κι ύστερα γύρισε στο εμβρόντητο πλήρωμα:

- Τι κάθεστε; Κοιμάστε; Πόντζα α λα μπάντα, τώρα! ΤΩΡΑ!

Ο κάπτεν-Νέτος έπιασε το τιμόνι και το γύρισε απότομα. Το σκάφος έστριψε αντίθετα περνώντας τον άνεμο από την πρύμη. Τα πανιά φούσκωσαν ξαφνικά και τα άλμπουρα έτριξαν, αλλά οι ναύτες κρεμάστηκαν στα σκοινιά και κράτησαν τα πανιά στη θέση τους. Το πολυταξιδεμένο σκαρί του Μιράμπελλου κινήθηκε με φόρα προς τα δυτικά, σημαδεύοντας τώρα το ακρωτήριο Χορν. Λίγες οργιές πιο πέρα, η ουρά της γοργόνας σάλευε παιχνιδιάρικα στα κύματα.

- Γειά σας ναυτάκια, καλό ταξίδι, φώναξε η γοργόνα από τη θάλασσα. Η φωνή της ακούστηκε βραχνή και βαθειά.



Η φωνή της ακούστηκε βραχνή και βαθειά. Μόλις είχε ξυπνήσει - κοίταξε γύρω της να αναγνωρίσει το τοπίο. Βγήκε στο κόκπιτ κι έκατσε δίπλα στον Ίμερο που συνέχιζε να τραβάει φωτογραφίες. Κοίταξε δεξιά-αριστερά σα να έψαχνε κάτι.

- Είχα αφήσει κάτι μπισκότα...

Όλοι κοίταξαν τον Keel Bill που κοιτούσε αιδημόνως τις πατούσες του. Η Κάντυ ξετρύπωσε κάτι άλλα μπισκότα και τα έδωσε στη Μαρίστρα. Ο αέρας ανακάτεψε την πλούσια κόμη του Σαρανταεφτά πριν φτάσει στο στασίδι της Βιντσιρέλλας.

Ο Νέτος έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα ματζόρε.

(συνεχίζεται...)


Σ.Σ. Η αφήγηση επεκτείνει (όχι με απόλυτη χρονολογική συνέπεια) τις προγενέστερες "Περιπέτειες του Κάπτεν-Νέτου στη θάλασσα των Σαργασσών". Πιστές στο πνεύμα του κάπτεν-Νέτου, οι αφηγήσεις αυτές είναι περισσότερο θρύλος παρά ιστορία, οπότε ας μου συγχωρεθούν ορισμένες αναληθοφάνειες όπως οι ανταληγείς άνεμοι (του Ισημερινού) που φτάνουν ως το ακρωτήριο Χορν - τον καιρό του κάπτεν Νέτου μπορεί και να έφταναν. Στο ομώνυμο έργο του Μέλβιλ, ο "Μόμπυ-Ντικ" είναι όντως η φάλαινα, το πλοίο του κάπτεν-Έιχαμπ λέγεται Pequod. Μαλβίνες (κατά τους Αργεντινούς) και Φώκλαντ (κατά τους Άγγλους) είναι το ίδιο σύμπλεγμα νησιών ανατολικά της Γης του Πυρός για το οποίο οι δύο χώρες πολέμησαν το 1982. Δεν έχω ιδέα για τις σχολές λοστρόμων του Αγγλικού Ναυαρχείου, άλλα ξέρω κάτι αντίστοιχες κλασικές άγκυρες (τώρα έχουν βγει πιο μοντέρνες, εννοείται). Ο "δράκος" είναι ένα δρακόμορφο ακρωτήριο στη Θηρασιά. Η φράση του Ίμερου "Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε" είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω ακούσει πάνω σε σκάφος, οπότε είπα να τη μεταφέρω και εδώ.

Για τη θεατρική μεταφορά του έργου του Καζαντζάκη "Ο Καπετάν Μιχάλης" έχει γράψει μερικά πολύ όμορφα τραγούδια ο Μάνος Χατζιδάκις - από εκεί έχω δανειστεί τις φράσεις "Ήταν η γοργόνα η αδελφή του Μεγαλέξανδρου" και "Όταν λευτερωθεί η Κρήτη, τότε θα χαμογελάσω". Στο "Δελφινοκόριτσο" του Λίνου Κόκκοτου οι στίχοι είναι του Οδυσσέα Ελύτη:
Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν' το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι σου

Αγόρι εγώ δεν έχω, μου αποκρίνεται
Βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται

Θεέ μου, συγχώρεσέ με, σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει, το παλιόπαιδο
Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε


Nαυτάκια και δελφινοκόριτσα όλου του κόσμου, καλά ταξίδια και καλές γιορτές.


ΥΓ. Όπως ορθώς επισήμανε ο εκ των σχολιογράφων "αράπης" η φράση "Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε" είναι από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη - και πάλι...

5 σχόλια:

αράπης είπε...

"ναυτάκια και δελφινοκόριτσα" my ass... και για μας τους φανατικούς αράπηδες αναγνώστες ούτε μια ευχούλα... :-(
Καλές γιορτές και καλή χρονιά με υγεία, αγάπη και χαρές για όλους μας (και για τα εργαστηριακά ποντίκια)

αράπης είπε...

Επίσης η "φράση του Ίμερου": "Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε..." είναι στίχος του Οδ. Ελύτη.

Β. είπε...

ναυτάκια και δελφινοκόριτσα είμαστε όλοι μας, αράπη μου, οι ευχές είναι για όλους όσους μας διαβάζουν...

(Καλά, εσένα λέω να στις δώσω και δια ζώσης...)

Για τον Ελύτη πρόσθεσα διευκρινιστικό υστερόγραφο, ευχαριστώ.

Idom είπε...

Ισμαήλ Χρόνια Πολλά!

Αλλά αν περνάτε τόσο καλά στις ιστιοπλοΐες, γιατί χρειάζεστε όλο αυτό το package φαντασιώσεων;

Και εκείνος ο Kill Bill κάνει τίποτε χρησιμότερο πέρα από την παραγωγή μπισκοτάλευρου;

Δια τον καινούργιο χρόνο αναμένω αναφορές από τον Σεβάχ τον Θαλασσινό και από τον Φώτη Κόντογλου!

Καλαί διακοπαί!
Idom

Β. είπε...

Κύριε Idom, την αντίθετη περίπου ερώτηση μου κάνατε στην προηγούμενη ιστορία του κάπτεν-Νέτου, αν θυμάστε. Μιας και τίθεται αντιστρόφως τώρα το ερώτημα, να πω ότι στη θάλασσα μπορεί να μην περνάμε "αντικειμενικά" υπέροχα, αλλά μια και έχουμε μαζί της ένα είδος "ερωτικής" σχέσης, απαιτείται ένα ποσοστό φαντασίωσης, ου μην αλλά και "παραμυθιάσματος" για να λειτουργήσουν όλα όπως πρέπει - όπως στον έρωτα.

Ο Keel Bill κάνει και κάνα χαμαλίκι πού και πού, αλλά όχι φοβερά πράγματα. Δαπανά το χρόνο του σκεπτόμενος το Σεβάχ το θαλασσινό - για τον Φώτη Κόντογλου δεν ξέρω από που σας προέκυψε η ναυτοσύνη, στεριανός ήταν ο άνθρωπος κατά βάση.

Καλή χρονιά!