ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


7/9/09

Υποδομές


Η Μαρία σκέφτηκε ότι χρειαζόταν λίγο νερό ακόμα. Ήταν πρόβλημα, βέβαια, για την ώρα. Ήταν μόνη της - οι υπόλοιποι είχαν πάει να βρουν δωμάτια η τριγύριζαν στο χωριό. Εκείνη είχε προτιμήσει να μείνει στο σκάφος, δεν την πείραζε η ρεστία. Βέβαια, για δεμένο σε λιμάνι, το σκάφος παρακουνούσε. Χάρη σε κάποιο περίεργο λιμενικό σχεδιασμό, το «αλιευτικό καταφύγιο» στο οποίο είχαν δέσει μέσα στο λιμάνι του Ευδήλου ήταν υπερβολικά απροστάτευτο στους βόρειους ανέμους. Αύγουστο μήνα ωστόσο, δεν συναντάς παρά βόρειους ανέμους. Μελτέμια, κοινώς. Κάθε μέρα 4-5 μποφώρ, όχι πάρα πολύ και όχι όλη μέρα (από τις δέκα το πρωί περίπου ως το απογεματάκι). Αλλά αρκετό για να βγάζει ένα φουσκωμένο κύμα που έμπαινε ανενόχλητο στο λιμάνι, έκανε μια μεγάλη βόλτα γύρω-γύρω στην κυκλική προκυμαία και ερχόταν ακριβώς στη μπούκα του «καταφυγίου», ενισχυμένο κιόλας κάπως από το αντιμάμαλο που προκαλούσαν τα τυφλά ανοίγματα στα μπλόκια, όπου το σκάσιμο κάθε κύματος επέστρεφε με διαφορά φάσης, δημιουργώντας ένα μόνιμο κοχλασμό στα νερά, ακόμα κι όταν έξω ο καιρός ήταν σχετικά καλός.

Αλλά η Μαρία ήταν συνηθισμένη, αρκετά χρόνια ιστιοπλόος, κάθε καλοκαίρι έτρωγε την άδειά της στο σκάφος, σε ταξίδια και αγώνες - αγώνες που γινόντουσαν για τη χαρά του ταξιδιού, κυρίως. Ζούσε άνετα εκεί μέσα, χωρίς εξάρσεις και πολυτέλειες, κοιμόταν στις σταβέντο κουκέτες, χρησιμοποιούσε την τουαλέτα του σκάφους και πλενόταν στο εξωτερικό ντους. Και τώρα φορούσε απλώς το μαγιώ της και έκανε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν, και σκεφτόταν ότι χρειαζόταν λίγο νερό ακόμα. Όμως το λιμάνι είχε μεταξύ άλλων ένα πρόβλημα υποδομών – το νερό ήταν εξαιρετικά δυσεύρετο. Υποτίθεται ότι η εκκίνηση του αγώνα, της Ρεγκάτας Αιγαίου 2009 ήταν για τις 24 Αυγούστου. Σήμερα ήταν 19, τα σκάφη είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται (το δικό τους ήταν από τα πρώτα), αλλά οι κολώνες με τις βάνες για το νερό και το ρεύμα είχαν μόλις τοποθετηθεί δίπλα στις δέστρες και το τσιμέντο στη βάση τους δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Ίσως είχαν νερό αύριο, τους είχαν πει. Ή μεθαύριο – φημολογείτο ότι στην Ικαρία δεν πρέπει να παίρνεις πολύ σοβαρά τις διαβεβαιώσεις σχετικά με το χρόνο. Οι κάτοικοι δεν έχουν και πολύ ισχυρή αντίληψη του χρόνου, λένε.

Πάντως τα σκάφη συνιστούσαν φαίνεται ένα κάπως αξιοπερίεργο θέαμα για τους ντόπιους. Το «αλιευτικό καταφύγιο» συνόρευε με ένα υπαίθριο αυτοσχέδιο πάρκιγκ-εργοτάξιο που μάλλον επρόκειτο κα γίνει αποβάθρα για μεγάλα πλοία σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Η Μαρία σκέφτηκε ότι μάλλον σε αυτό θα χρησίμευε κάτι σαν ανισόπεδος κόμβος που έβλεπε να χτίζεται πενήντα-εκατό μέτρα πιο κάτω και έβγαζε στον κεντρικό δρόμο. Κάμποσοι ερχόντουσαν να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους στο εργοτάξιο, και με την ευκαιρία χάζευαν και «τα κότερα». Ένας τύπος με κοιλιά και μαλλιά κοντοστάθηκε μπροστά στο σκάφος. Η Μαρία δεν κατάλαβε αν πίσω από τα στρογγυλά αλλά Τζον Λένον γιαλιά ηλίου κοιτούσε το σώμα της (το μαυρισμένο, όμορφο σώμα της) ή το σκάφος. Δεν είχε σημασία άλλωστε, το βασικό ήταν να βρει νερό. Υπήρχε μια βρύση κάπου μέσα στο εργοτάξιο, αλλά ο λαστιχένιος σωλήνας δεν έφτανε ως εδώ. Χρειαζόταν ένα δεύτερο λάστιχο, σαν αυτό που είχε μόλις νετάρει και τακτοποιήσει στο ταμπούκι – μαζί ίσως έφταναν εδώ. Ξετρύπωνε το νεταρισμένο λάστιχο όταν άκουσε το χοντρό Τζον Λένον να ρωτάει:

- Από πού έρχεστε;
- Ήμασταν σε διάφορα μέρη, είπε η Μαρία αδιάφορα.
- Ναι, αλλά πού είναι η βάση σας;

Η Μαρία σκέφτηκε ότι θα ήταν υπερβολή να πει «στο ΝΟΠΦ» και είπε απλώς «στην Αθήνα», ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει το λάστιχο έξω. Ο τύπος όμως συνέχισε:

- Πασαρέλα δεν έχετε;

Α, ήξερε και την πασαρέλα. Την είχαν βγάλει, όπως και τη σκάλα. Ήθελαν το σκάφος να είναι όσο γίνεται πιο ελαφρύ, ενόψει αγώνα. Άλλοι αφήνανε άγκυρες, άλλοι μη απαραίτητα μέλη του πληρώματος... Αυτοί είχαν απλώς ξεφορτωθεί τα βασικά, με τίμημα μια κάπως προβληματική επικοινωνία με τη στεριά.

- Να σας βοηθήσω; είπε ο τύπος κι έσκυψε προς το σκάφος για να πιάσει το λάστιχο.
- Με άφησαν μόνη... γκρίνιαξε λίγο η Μαρία. Κι έχουμε ένα σωρό δουλειές. Χρειάζομαι νερό.
- Δε δουλεύουν οι βάνες;
- Όχι, μόλις τις έβαλαν. Ίσως αύριο, μας είπαν.
- Πάντως είστε σε καλή θέση. Οι άλλοι που δένουν απέναντι δεν έχουν καθόλου νερό.
- Γι αυτό ήρθαμε από τους πρώτους, να βρούμε καλή θέση. Δεν είναι και πολύ έτοιμη η μαρίνα σας.
- Είναι τριών ημερών μόλις. Την περασμένη εβδομάδα δεν υπήρχε ακόμα. Θα φτιάξει...


Ο τύπος στήριξε το σανίδι που είχαν αντί για πασαρέλα και έδωσε το χέρι του στη Μαρία για να βγει έξω. Εκείνη τον ευχαρίστησε και πήγε να φέρει το λάστιχο από τη βρύση του εργοταξίου. Όπως φανταζόταν, έφτανε μέχρι τη μέση. Ξαναπήγε να φέρει το υπόλοιπο – οι περαστικοί και οι οδηγοί που πάρκαραν γύριζαν να κοιτάξουν την όμορφη μελαχροινή με το μαύρο μπικίνι που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους με ένα λάστιχο ποτίσματος. Χρειαζόταν κάτι να γεφυρώσει τα δύο λάστιχα – είχε κάτι κατάλληλο στο σκάφος. Πήγε ξανά προς τα εκεί, αλλά δυσκολεύτηκε να μπει, καθώς το σκάφος κλυδωνιζόταν έντονα και η σανίδα δε στεκόταν. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε πάλι ο από μηχανής χοντρός που περιεργαζόταν άλλα σκάφη στο μεταξύ. Στήριξε τη σανίδα και η Μαρία μπήκε και ξαναβγήκε, δίνοντάς του πάλι το χέρι.

- Σαν πολύ ρεστία έχει το λιμάνι σας, του είπε.
- Λοίπουν διακόσια μέτρα κυματοθραύστης ακόμα. Όταν φτιαχτεί δεν θα έχει πια. Αλλά μια και βρήκατε το δρόμο, να έρχεστε.

Η Μαρία κούνησε το κεφάλι σκεφτική. Το υπόλοιπο πλήρωμα έψαχνε ακόμα για δωμάτια είτε γιατί δεν άντεχαν το κούνημα είτε την ολονύχτια φασαρία της πλατείας (μα δεν κοιμούνται αυτοί οι ντόπιοι;). Στα διπλανά σκάφη έδεναν μετά φόβου θεού μήπως χτυπήσουν τα κατάρτια τους ή μήπως ξεσύρει καμμιά άγκυρα και τους πετάξει στον τσιμεντένιο ντόκο. Μια και βρήκατε το δρόμο... Μια κουβέντα είναι. Αλλά ο κόσμος ήταν εν τέλει συμπαθητικός, το χωριό φαινόταν ωραίο. Και το νερό επιτέλους έτρεχε από το λάστιχο και της επέτρεπε να ξεπλύνει τα σπιράγια και την κουβέρτα.

Ο τύπος την αποχαιρέτησε ρωτώντας το όνομά της. Του το είπε, ρώτησε και το δικό του. Είχε το ίδιο όνομα με τον κυβερνήτη του σκάφους και άλλον έναν αρσενικό του πληρώματος.

- Γεμάτο Β. είναι το σκάφος μας, σχολίασε γελώντας.
- Και το δικό μας, μια χαρά πάει από Μαρίες, είπε ο άλλος.

Της ευχήθηκε καλή επιτυχία στη Ρεγκάτα. Ύστερα πλησίασε ένα άλλο σκάφος που ερχόταν να δέσει και προσφέρθηκε να πάρει το σκοινί που θα του πέταγαν.

- Πέρνα το στη δέστρα και δώστο πίσω, του φώναξαν από το σκάφος.
- Πεντένι; ρώτησε ο τύπος.

«Ίσως να ξέρει κάτι από σκάφη» σκέφτηκε η Μαρία.


Σ.Σ Μπορεί και να μην το σκέφτηκε ποτέ, αλλά γράφοντας την ιστορία μάλλον αυτό θα ήθελα να έχει σκεφτεί. Η Μαρία είναι πραγματική, όπως πάνω κάτω και οι διάλογοι – οι σκέψεις που της αποδίδω είναι βέβαια φανταστικές. Το σκάφος δεν ήταν ανάμεσα στους νικητές σε καμμιά ιστιοδρομία της Ρεγκάτας, οπότε ίσως τζάμπα πήγε η πασαρέλα. Αλλά πάλι, οι αγώνες είναι για να δίνονται, όχι μόνο για να κερδίζονται – και δεν εννοώ μόνο οι ιστιοπλοϊκοί.

Πάντως πίσω απ’ τα στρογγυλά γιαλιά ηλίου – πιστέψτε με – ο τύπος κοιτούσε τον Εύδηλο πίσω από τα σκάφη, όπως στη φωτογραφία στην κορυφή.

4 σχόλια:

Idom είπε...

Ε, ρε ένας Τζων Λέννον Βούδας!
:-)))

Όσο για την Μαρία, θα έπρεπε να μπορεί να δρασκελά από το παπόρι στην προβλήτα και τανάπαλιν, χωρίς πασαρέλες και σκάλες! :-)

Με το καλό να ξαναβρεθούν οι δύο ήρωες τού χρόνου και να έχει και αυστηρώς ακατάλληλα η συνάντηση!

Idom

Μαύρος Πητ είπε...

Τον Εύδηλο κοιτούσες Ροβιθέ μου, αλλά είναι έυδηλον ότι ο νού σου αλλού 'έτρεχε'...

(Και καλά έκανε! Ή είμαστε υπέρ της ελευθεριάς της σκέψης ή δεν είμαστε...)

Ε, καλό φθινόπωρο!

αράπης είπε...

"...Μαρία με τα κίτρινα,
ποιον αγαπάς καλύτερα ?
ποιον αγαπάς καλύτερα ?
Το Λένον ή το γείτονα ?..."

Υποδομές μπορεί να μην έχομεν,
αλιευτικό καταφύγιο όμως ΕΧΟΜΕΝ !
Και εν τέλει αγαπητέ Ροβιθέ διατί γκρινούτε πάλι ? Αν το λιμάνι ήτο άρτιο και τετελεσμένο, πως θα σας έπιανε την κουβέντα η τρισχαριτωμένη νεανίς ?

Β. είπε...

@Idom: Υπάρχει διαφορά ύψους μεταξύ παποριού (sic) και προβλήτας.

Για την ιστορία το "βαπόρι" προέρχεται από το "vapour" που σημαίνει "ατμός" (δηλ. ατμόπλοιο). Τα ιστιοπλοϊκά ΔΕΝ εμπίπτουν στην κατηγορία (είναι μάλλον "καΐκια", ε;).

Μέχρι του χρόνου, ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι (στη βράση κολλάει το σίδερο).

@Πητ: εύδηλον είναι; Κι εγώ που νόμιζα πως κανείς δεν το κατάλαβε... Καλά να είστε (αλλά δεν ήρθε ακόμα φθινόπωρο, θέλει κάνα δεκαήμερο).

@αράπη: γκρινούμεν, διότι καταφθάνει και η κλιμακτήριος και τι άλλο να κάμωμεν; Άσε που μέχρι να γίνει άρτιο και τελετεσμένο το λιμάνι θα περνάνε κλιμακτήριο τα εγγόνια μας (τα ανύπαρκτα).