ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/7/08

Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι...

Η μεταπολίτευση του 1974, εκτός από την αποκατάσταση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, σήμανε για πολύ κόσμο και την απελευθέρωση από ένα είδος πολιτιστικής καθυστέρησης που κρατούσε τη χώρα "πίσω" σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο αντιλήψεων και πολιτισμού. Η απελευθερωτική αύρα οδήγησε αρχικά σε μια έξαρση της πολιτικοποίησης (που σιγά σιγά βέβαια ξέφτισε και εκφυλίστηκε) και σε διάφορες απόπειρες να διαμορφωθεί ένας λόγος ριζικά διαφορετικός από τον κατεστημένο λόγο της μετεμφυλιακής τάξης. Αυτό το παιχνίδι παίχτηκε (και χάθηκε) σε πολλούς χώρους: στο ντύσιμο και τη μουσική, στη λογοτεχνία, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια και τους χώρους εργασίας. Και με ιδιαίτερα έκδηλο τρόπο, στο σινεμά.

Την εποχή της μεταπολίτευσης πήγαινα πρώτη δημοτικού και φυσικά δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Οι κινηματογραφικές εικόνες που είχα στο μυαλό μου τότε (και για πολλά χρόνια ακόμα) ήταν οι "κλασικές" της Βουγιουκλάκη και των κωμωδιών με τον Κωσταντάρα και τον Παπαγιαννόπουλο, και νομίζω πως τις ίδιες εικόνες είχε στο μυαλό του και ο περισσότερος κόσμος. Κάπου παράλληλα όμως υπήρχε ένα σύμπαν ανθρώπων που είχαν από καιρό διαρρήξει τους δεσμούς τους με τη Φίνος Φιλμ και ψαχνόντουσαν αλλιώς. Βέβαια, ελληνικές ταινίες με καλλιτεχνικές αξιώσεις γυριζόντουσαν και παλιότερα (όπως οι αριστουργηματικές ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου στη δεκαετία του '60, ή η "Αναπαράσταση" του Αγγελόπουλου το 1971, η "Ευδοκία" του Δαμιανού κάπου τότε), χώρια που αρκετές "εμπορικές" ταινίες μια χαρά στεκόντουσαν (και η "Κάλπικη Λίρα" και "Η θεία απ' το Σικάγο" - ο καθείς και τα όπλα του). Ωστόσο, εκεί γύρω στη μεταπολίτευση φαίνεται πως έγινε το μπαμ που οδήγησε σε αυτό που ο Σαββόπουλος θα σάρκαζε μια δεκαετία αργότερα:

"...οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες
νιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες
που οδηγήσαν μια γενιά
στα πιο βαθιά χασμουρητά"

Ανεξάρτητα από το πόσο νυσταλέο ή βερμπαλιστικό ήταν τελικά το "κουλτουριάρικο" σινεμά (άλλωστε εκτός από ιδεολογία η τέχνη θέλει και ταλέντο), το σίγουρο είναι ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος κατέρρευσε, περισσότερο χάρη στην εισβολή της τηλεόρασης βέβαια, παρά σε οποιαδήποτε άλλη μεταπολιτευτική διαδικασία. Αλλά ήταν η τηλεόραση αυτή που κατέστησε ξανά δημοφιλείς τις παλιές ελληνικές ταινίες, καθώς το Σαββατόβραδο της ελληνικής οικογένειας ήταν για χρόνια αφιερωμένο στην ελληνική ταινία που έδειχνε η ΥΕΝΕΔ. Πέρασαν τα χρόνια, οι επαναστημένοι πήγαν σπίτι, εγώ έφτασα δευτέρα λυκείου, τα σινεμά έπαιζαν ξένες ταινίες κυρίως, και ένα βράδι πονηρό ήρθαν όλα τούμπα.

Όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι, η ζημιά έγινε ένα βράδι Σαββάτου, νομίζω στα τέλη του 1983. Η ΥΕΝΕΔ είχε μόλις μετονομαστεί σε ΕΡΤ2 και δεν ήταν πια στρατιωτικό κανάλι. Εκείνη την αποφράδα μέρα (ή νύχτα) είχε προγραμματιστεί η προβολή της ταινίας "Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι" για την οποία κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα. Λίγα λεπτά μετά την έναρξη της προβολής, πλήθη έξαλλων τηλεθεατών είχαν σπάσει τα τηλέφωνα του καναλιού από τις διαμαρτυρίες. Ο πρόεδρος του καναλιού δεν έβρισκε τον αρμόδιο τεχνικό βάρδιας και κατέφυγε στην έσχατη λύση: κατέβασε το γενικό. Για κάνα ημίωρο η οθόνη δεν είχε σήμα. Την Κυριακή παραιτήθηκε και ο ίδιος και όλη η διοίκηση του καναλιού. Τη Δευτέρα οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με πηχιαίους τίτλους "Αίσχος", "Ντροπή", "Τσόντα στην TV" και άλλα τέτοια. Η αντιπολίτευση σήκωσε το θέμα όσο γινόταν - έκανε μήνες να ξεφουσκώσει.

Προς το τέλος της κινηματογραφικής περιόδου, την εβδομάδα μετά το Πάσχα του 1984, ο κινηματογράφος ΑΣΤΥ επί της οδού Κοραή πρόβαλλε την επίμαχη ταινία. Παρά το τέλος εποχής, οι ουρές ξεπερνούσαν τα σκαλιά του υπόγειου σινεμά και έφταναν μέχρι το τέρμα των τρόλεϋ στο απέναντι πεζοδρόμιο (τότε δεν ήταν πεζόδρομος και φυσικά δεν υπήρχε σταθμός μετρό από κάτω). Ήμουν στην Ικαρία τότε, αλλά πήρε το αυτί μου ότι η προβολή είχε απαγορευτεί. Λίγες μέρες αργότερα, Μάιο μήνα, στο ΑΤΤΙΚΟΝ επί της Σταδίου, η Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών γιόρταζε τα "10 χρόνια νέου ελληνικού κινηματογράφου" προβάλλοντας για μια βδομάδα (πέντε ταινίες τη μέρα) διάφορες ταινίες που είχαν γυριστεί μεταξύ 1974-1984. Το βράδι της τελευταίας μέρας, Κυριακή ήτανε, είχε προγραμματιστεί αν θυμάμαι καλά "Ο Θίασος" του Αγγελόπουλου. Όμως λόγω της επικαιρότητας το πρόγραμμα άλλαξε, και στο αναθεωρημένο πρόγραμμα φιγουράριζε πλέον η πέτρα του σκανδάλου.

Κυριακή μεσημέρι, τελείωσα το φαγητό και την ακρόαση των ειδήσεων του Πρώτου Προγράμματος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, και δήλωσα ότι πάω σινεμά. "Μεσημεριάτικα;" ρώτησαν οι δικοί μου. Τους εξήγησα ότι είχε ένα αφιέρωμα με πολλές ταινίες, και ότι θα πήγαινα για να δω την "Παραγγελιά" του Τάσιου και τη "Ρεβάνς" του Βεργίτση, τζάμπα κιόλας. Πήρα το λεωφορείο και έφτασα έξω από το Αττικόν. Οι ουρές είχαν στρίψει τη γωνία και κόντευαν να φτάσουν στην πλατεία Καρύτση. Έκανα διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες να τρυπώσω πλαγίως επικαλούμενος το νεαρόν της ηλικίας μου και διάφορες άλλες σαχλαμάρες. Δεν έπιασαν, κι έτσι στήθηκα στην ουρά που δεν εκινείτο με τίποτα.

Περιμέναμε ώρες. Αυτοί που ήταν μέσα δεν ήθελαν να φύγουν για να μπουν οι επόμενοι, οι έξω άρχισαν να φωνάζουν και να ωρύονται, κάποια στιγμή (μετά τις έξι και αφού είχε παιχτεί η "Ρεβάνς") απειλήθηκαν σοβαρά επεισόδια, τελικά κάποιοι βγήκαν και κάποιοι άλλοι μπήκαν φωνάζοντας "Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται", ενώ τα ρολά κατέβηκαν στη μούρη ημών των υπολοίπων που κράζαμε "Ο αγώνας τώρα συνεχίζεται", αλλά μας διαβεβαίωσαν ότι θα μπούμε στην επόμενη ταινία. Βρήκα στην ουρά τον Π., ένα συμμαθητή μου από τα Αγγλικά που ήταν "μεγάλος" (δηλαδή είκοσι χρονών περίπου) και άκουγε σε ένα ραδιοφωνάκι με ακουστικό τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της ημέρας. Είχε ντέρμπυ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον όμως - το πρωτάθλημα ήταν ήδη πράσινο. Ο Π. ήταν έκδηλα ανήσυχος για δύο λόγους: ο Ολυμπιακός είχε φάει γκολ, και είχε ακουστεί στην ουρά ότι "η ταινία δεν έχει πολύ τσόντα τελικά".

Κάποτε άνοιξαν οι πόρτες. Τρέξαμε αγωνιωδώς να βρούμε θέση - γινόταν ο κακός χαμός μέσα. Άλλοι καθόντουσαν στους διαδρόμους, άλλοι κρεμόντουσαν από τους εξώστες. Κάποιοι αρπάχτηκαν δι' ασήμαντον αφορμήν και αφού αντάλλαξαν τα απαραίτητα ("Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;", "Έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας") σηκώθηκαν να πάνε να πλακωθούν έξω και εγώ με τον Π. προλάβαμε και χωθήκαμε στις κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν, προς μεγάλη ζήλεια διαφόρων που δεν πρόλαβαν.

Είχε ζέστη αφόρητη. Πρέπει να είμασταν πατικωμένοι ίσαμε δυό χιλιάδες άτομα μέσα. Επικρατούσε και φοβερή βαβούρα. Κάποιοι από μπροστά κάτι φώναζαν που δεν ακούστηκε, αλλά νομίζω ότι μέσα στη φράση υπήρχε κάτι σαν "μια άλλη ταινία". Ύστερα έσβησαν τα φώτα. Νεκρική σιγή έπεσε.

Άρχιζε...

(η συνέχεια στο επόμενο)



Σ.Σ. Για όσους δεν έζησαν τις εποχές εκείνες, ο αγώνας τότε "δικαιωνόταν" κατά κύριο λόγο στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ που ήταν σχετικά φρέσκια κυβέρνηση, ενώ "συνεχιζόταν" στις συγκεντρώσεις της Αριστεράς και κατά κύριο λόγο του ΚΚΕ, οπότε τα συνθήματα του εξουθενωμένου πλήθους πρέπει να ιδωθούν ως χιούμορ, βέβαια. Ισχυρίζονται κακεντρεχώς ορισμένοι ότι κανένας αγώνας δεν έγινε ποτέ.

Το τραγουδάκι του Σαββόπουλου ονομάζεται "Νέο Κύμα" και ξεκινάει τον αμφιλεγόμενο δίσκο "Τραπεζάκια έξω" (1983).

25/7/08

Τελετές και πανηγύρεις

Φωτό © Μ.Κ., 2008

Την περασμένη εβδομάδα ήμουν στην Ικαρία, δραττόμενος της ευκαιρίας να παραστώ στο γάμο κάποιων φίλων. Την ίδια ευκαιρία εκμεταλλεύτηκαν και πολλοί άλλοι φίλοι και για λίγες μέρες ήμασταν σχεδόν πλήρεις. Ο γάμος έπεφτε ανάμεσα στα τοπικά πανηγύρια της Αγίας Μαρίνας (στις 17) και του Προφήτη Ηλία (στις 20), των οποίων τη μνήμη τιμούν αυτόχθονες και γκρούβαλοι αντάμα σε κρασοκατανυκτικές ολονυκτίες (όπου θυσιάζεται ικανός αριθμός αμνοεριφίων, προς χάριν της διατήρησης της οικολογικής ισορροπίας κυρίως).

Τις ίδιες περίπου μέρες εορτάζεται και η επέτειος της Ικαριακής Επανάστασης. Αν και εκτός νήσου δεν το ξέρει ψυχή, η Ικαρία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους αυτοβούλως και αυτεξουσίως, με ένοπλη εξέγερση τον Ιούλιο του 1912. Ανακύρηξε μια βραχύβια αυτονομία ως "Ελευθέρα Πολιτεία της Ικαρίας" μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων λίγους μήνες αργότερα, οπότε ενώθηκε με την Ελλάδα. Βέβαια η Επανάσταση δεν ήταν και πολύ περιπετειώδης ώστε να δημιουργήσει ικανό μύθο: ο "Τούρκος" καϊμακάμης ήταν στην πραγματικότητα Ρωμιός, οι Τούρκοι υπάλληλοι και στρατιώτες παραδόθηκαν μόλις εξερράγη (κατά λάθος, μάλλον) ένα βαρελάκι με μπαρούτι που εξέλαβαν ως πυρά πυροβολικού, και ο μοναδικός νεκρός μας φημολογείται ότι πήγε από φίλια πυρά που αστόχησαν.

Οι επέτειοι των κατά τόπους απελευθερώσεων συνήθως εορτάζονται με την κλασική διαδοχή δοξολογία-κατάθεση στεφάνων-ομιλίες επισήμων-παρέλαση αλλά εμείς μέσα στο κατακαλόκαιρο δεν είμαστε και για πολλή τρεχάλα, άσε που λόγω συνεορτασμού με την Αγία Μαρίνα συνήθως καταλήγουμε στη γνωστή κρασοκατάνυξη που δεν προσφέρεται για εξάρσεις εθνικής μεγαλοπρέπειας. Έτσι κατά καιρούς οι εκδηλώσεις περιλαμβάνουν διάφορα ετερόκλητα όπως αγώνες σκάκι, επισκέψεις διαφόρων σκαφών, ποιητικούς διαγωνισμούς και άλλα παρόμοια, συνήθως κάτω από την ονομασία "Ικάρια-Ελευθέρια" (προσοχή στους τόνους - είναι στο σωστό σημείο).

Δυστυχώς φέτος μας προέκυψαν δύο κακά μαζεμένα. Το ένα ήταν ότι οι εκδηλώσεις απέκτησαν άλλο concept και κάτω από τον νέο τίτλο "Ικαριάδα" βάζουν πλέον από το παράθυρο μια "αεροπορική" αντίληψη που θέλει σήμα κατατεθέν του νησιού τον συμπαθή πλην κάπως ατυχήσαντα μυθικό ήρωα Ίκαρο (για τις απόψεις μου επ' αυτού δείτε την ανάρτηση "Ήταν Καριώτης ο Ίκαρος;"). Το άλλο ήταν ότι οι σχετικές εκδηλώσεις ετέθησαν υπό την αιγίδα του πάλαι ποτέ Υπουργείου Αιγαίου (και νυν "Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής" ή κάπως έτσι), όπου ο αρμόδιος υφυπουργός τυγχάνει γαμβρός της νήσου (εδώ στην επαρχία μαζί με τη σύζυγο παίρνεις και όοοολη τη γειτονιά). Αν και υπήρξαν στο παρελθόν και άλλοι γαμβροί που υπούργευσαν εδώ κι εκεί, ο συγκεκριμένος τυγχάνει να έχει υποστηρίξει στο παρελθόν διάφορες απόψεις που είναι (για να το πούμε ευγενώς) κάπως υπερβολικά αντιδημοφιλείς στην αριστερή πλειοψηφία των κατοίκων της νήσου. Ίσως αυτό να εξηγεί τη σπουδή του Υπουργείου όχι μόνο να θέσει υπό τη δική του αιγίδα τις εκδηλώσεις, αλλά και να τις "αναβαθμίσει" μέχρι που η αιγίδα να γίνει καταιγίδα...

Έτσι, φέτος παρακολουθήσαμε (κάποιοι εκ του σύνεγγυς και άλλοι εκ του μακρόθεν) διάφορες τελετές και πανηγύρεις ελαφρώς ασυνήθιστες ως τώρα. Μεταξύ άλλων είδαμε επιδείξεις φουσκωτών σκαφών (όπως αυτά στη φωτογραφία από τη Μεσαχτή στην κορυφή της ανάρτησης), επειδείξεις έρευνας και διάσωσης είτε με ελικόπτερο του ΕΚΑΒ είτε με βατραχανθρώπους του Λιμενικού είτε με άλλο ελικόπτερο της Αεροπορίας, είτε με φουσκωτά και άλλα σκάφη, διελεύσεις πέντε χαριτωμένων F-16 (που έκαναν μερικούς ανυποψίαστους να φωνάξουν "Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι!"), μερικούς ακόμα λόγους επισήμων με στολές (πλάκα τα γαλόνια...) ή άνευ και άλλα ηχηρά παρόμοια.

Όπως λέει και η γνωστή παροιμία, όπου γάμος και χαρά... Ακολούθησε "παραδοσιακό" πανηγύρι για τους επισήμους και τα πλήθη των περιέργων που συνέρρευσαν στη Μεσαχτή για το νταβαντούρι, προς μεγάλη απελπισία της "δικής μας" νύφης που συνειδητοποίησε ότι το εκκλησάκι που θα παντρευόταν την επομένη (δεξιά στη φωτογραφία) είχε κατακλυστεί από τα ψυγεία και τα φαγητά για το γλέντι του υπουργείου. Τελικά βέβαια το γλέντι σχόλασε νωρίς και ο γάμος έγινε χωρίς προβλήματα (και μάλιστα ακριβώς στην ώρα του, πράγμα σπάνιο για τα ικαριακά έθιμα).

Λίγο αργότερα ξεκινούσε στην παραλία μια θεατρική παράσταση in situ με βάση το concept που λέγαμε, όπου ο μύθος του ατυχήσαντος Ικάρου ζωντάνευε μέσα από ένα κείμενο του Λουντέμη που είχε θεατρικοποιηθεί για την περίσταση. Δεν είδα την παράσταση, αν και ο σκηνοθέτης είναι γνωστός μου - προτίμησα το γάμο που ήταν πιο γνωστοί μου οι άνθρωποι. Την επομένη ήρθε και με βρήκε μια φίλη να τη βοηθήσω (εγώ ο μάγος των υπολογιστών, με το ανά χείρας laptop) να ξαναβρεί τις φωτογραφίες που είχε σβήσει κατά λάθος από την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή της. Κάτι ψιλοκαταφέραμε - εντόπισα ανάμεσα στις φωτογραφίες και μερικές από την παράσταση, όπου ο 'Ικαρος είχε πέσει ολοφτέρωτος αντί για την ίδια τη θάλασσα στο παρακείμενο της σκηνής ποταμάκι (που παρίστανε τη θάλασσα στην παράσταση). Ο άνθρωπος ήταν όντως ατυχήσας - το ποταμάκι δεν ρέει τους καλοκαιρινούς μήνες και περιέχει κάτι βρωμόνερα όλο κουνούπια και βατράχια. Θαύμασα το κουράγιο του.

Ανάμεσα στις φωτογραφίες που διασώθηκαν ήταν και μερικές από την εκδήλωση "υπό την αιγίδα". Μεταξύ αεροσκαφών, ελικοπτέρων, βατραχανθρώπων, επισήμων και ανεπισήμων, η φίλη μου είχε σημαδέψει μια παρέα μικρών παιδιών που λίγο χάζευαν τα δρώμενα, λίγο έπαιζαν μεταξύ τους, και πιο πέρα ένα λίγο μεγαλύτερο αγοράκι με ένα κοριτσάκι που έπαιζαν στα κύματα. Ατυχώς κάμποσες από αυτές τις φωτογραφίες δεν διασώθηκαν τελικά, αλλά μερικές επιβίωσαν αρτιμελείς. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να υποκλέψω μία προς χάριν του ιστολογίου, όπου το κοριτσάκι της παρέας φαίνεται λιγάκι σα να χορεύει.

Δεξιά, στην άλλη μεριά της παραλίας, ο κόσμος κοιτούσε τα ελικόπτερα.

Φωτό © Μ.Κ., 2008

Σ.Σ. Να διευκρινίσω ότι η κάπως προφανής απαξία μου για τις εκδηλώσεις υπό την αιγίδα του Υπουργείου δε σημαίνει τίποτα για την καλλιτεχνική αξία εκδηλώσεων όπως η θεατρική παράσταση που αναφέρεται - αν εγώ έχω αλλεργία στην ταύτιση του Ικάρου με το νησί, δε φταίει σε τίποτα ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί. Το ίδιο ισχύει και για τη συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη που ακολούθησε.

Τούτων λεχθέντων, να ευχαριστήσω τη Μ.Κ. για τις φωτογραφίες, κι αν τυχόν ξαναχάσει τίποτα να μας ξανάρθει.

Πίσω στην Κρήτη, τα κεφάλια μέσα.

19/7/08

Στη φρενίτιδα της σιωπής (Αλέξης Σεβαστάκης)

Είναι πια κατακαλόκαιρο, η σελήνη φούσκωσε τα ασήμια της, η δρόσης της αυγής αχνίζει στο κοιμισμένο ακόμα δάσος και στη μαύρη ράχη των κάβων η ράθυμη βαφή του δύοντος ηλίου αναπαλαιώνει το αρχαίο βλέμμα. Οι ώρες των διακοπών βηματίζουν αμείλικτα.

Λοιπόν, ένα κείμενο εκτινασσόμενο ως δέσμη χαιρετισμών και ασπασμών πάντα θα πεθαίνει πριν αγγίξει το κατακαλόκαιρο, πριν κατακαθίσει στης παιδίσκης το γυμνό στήθος, που έχει αιχμαλωτιστεί από τη θωπεία του φέγγους, πριν ακουμπήσει τα μαραμένα χρόνια των άλλων και πριν ενσφηνωθεί ανάμεσα στα μάτια των ρομαντικών. Το κατακαλόκαιρο αποστρέφεται και απωθεί τις συντεταγμένες λέξεις. Με ένα φύσημα του μαΐστρου διαλύει τις ευπρεπείς συντάξεις και διασκορπίζει τις διμοιρίες των λέξεων, σαν άχυρα στο λίχνισμα.

Το κατακαλόκαιρο είναι, πάντα, το μονόλεκτο θαύμα των διακοπών και το ανοιχτό τραύμα της ανομολόγητης οδύνης, που οι αμείλικτες ώρες της σχεδιάζουν το σύντομο τέλος.

Το κατακαλόκαιρο προσκαλεί, ακαταπαύστως, στη φρενίτιδα της σιωπής και αμαχητί παραδίδεται στις χορογραφίες των αναιτιολόγητων μετακινήσεων, καθώς δρασκελίζει τα άκρα του γιαλού ή αναρριχάται για να εκπνεύσει στις ατραπούς της μνήμης.

Όσοι αναγνώστες απομυζούν ακόμα τις ύστατες στάλες των διακοπών δεν έχουν νου για αναγνώσεις κειμένων και για προκαταβολικές εισπνοές αναθυμιάσεων.

Όσοι τώρα ορμούν στην ευωχία των διακοπών απολεπίζονται από τις σκουριές της καθημερινότητας και, φυσικά, ανατινάσσουν τις ξύλινες γέφυρες των ανά Τετάρτη κειμένων, αποκειμένων πια στη νεκρή μνήμη.

Όσοι αναχωνεύουν τις συντελεσμένες διακοπές τους αναμηρυκάζουν τα μικρά έως ασήμαντα συμβάντα εκείνων των ημερών και η λογόρροια των αφηγήσεων δεν εξαντλεί τη νοσταλγία μαγικών στιγμών, όπου ένα απρόσμενο, ελάχιστο βλέμμα επόθησε ή απώθησε, όπου το απρόβλεπτο έμεινε ημιτελές, όπου το σώμα ξεψύχησε με το άλγος του μεσημεριού, όπου η αίσθηση του ωραίου είχε γίνει στιγμιαίο κτήμα.

Αχ, εγώ θα επιμένω με το δίστιχο των παλαιών ανθρώπων:


"Στα μυγδαλοτσακίσματα
σας στέλνω χαιρετίσματα"


Αλέξης Σεβαστάκης
Η ΑΥΓΗ - Ιούλιος 1997

14/7/08

Ιστορίες σε ριπλέι απ' την Παλαιά Διαθήκη

Η μικρή "Αννούλα της Αλλαγής", που λεγόταν Ιωάννα και δεν ήταν πάνω ακριβώς στην ηλικία που συμβόλιζε, αλλά ποτέ μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάει μια ωραία ιστορία. Δεξιά, τώρα που μεγάλωσε (συμπαθέστατη, πάντως...)

Πριν λίγο μιλούσα με μια συνάδελφο που η κόρη της έδινε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Μου έλεγε ότι προσδοκούσε τις διακοπές της με περισσότερη αδημονία παρά ποτέ "γιατί η μικρή έχει τρελαθεί τελείως" και είχε την ελπίδα ότι με τις διακοπές θα καταλάγιαζαν κάπως τα πράγματα. Όχι άδικα - το τέλος του σχολείου λειτουργεί υπό πολλούς τρόπους απελευθερωτικά, ειδικά αν έχεις μόλις περάσει από μια διαδικασία έντονης καταπίεσης όπως είναι σήμερα (ή ίσως ήταν πάντα) οι εξετάσεις. Από αυτή τη σκοπιά δεν είναι παράξενο για τη μικρή να "τα παίρνει"με τα πάντα, ακόμα κι αν έχει πάει καλά στις εξετάσεις, όπως στην περίπτωσή μας.

Θυμήθηκα το μακρινό καλοκαίρι του 1985, τότε που τελείωνα το σχολείο. Εμείς δίναμε "πανελλαδικές" εξετάσεις, που σύμφωνα με το βερμπαλιστικό πνεύμα της πρώτης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης της εποχής ήταν ποιοτικά διάφορες από τις "πανελλήνιες" εξετάσεις της Δεξιάς. Η διατύπωση ήταν επίκαιρη, γιατί είχαν μόλις προηγηθεί εκλογές (στις 2 Ιουνίου), στις οποίες η "δημοκρατική παράταξη" είχε αναβαπτιστεί εκλογικά για δεύτερη τετραετία.

Στην προεκλογική περίοδο είχαν κυριαρχήσει τα πλαστικά σημαιάκια και οι βόλτες με αυτοκίνητα που κόρναραν στο ρυθμό "ε-ε-έρχεται" (όποιος κι αν ερχόταν), και ομολογώ ότι αν και με ενοχλούσε λίγο στο διάβασμα είχα διασκεδάσει υπερβολικά τη φάση που ορδές κομματικών μελών έβγαιναν για αφισοκόλληση νυχτιάτικα και πλακωνόντουσαν στις γρήγορες με αντίστοιχα συνεργεία των αντιπάλων. Με ένα φίλο μου γυρίζαμε στα τραπεζάκια και τα τροχόσπιτα των κομμάτων κρατώντας διάφορες άσχετες σημαίες - πότε του ΚΟΔΗΣΟ, πότε του ΠΑΟΚ - είτε μοιράζαμε αυτοσχέδιες προκυρήξεις που έγραφαν διάφορες αρλούμπες και οι εύπιστοι τις έπαιρναν για κομματικό υλικό. Θυμάμαι ένα βράδι που μοίραζα σε ανύποπτους Νεοδημοκράτες προκυρήξεις του ΚΚΕ Εσωτερικού, και ακόμα μια θεαματική καραμπόλα πέντε-έξι αυτοκινήτων εναλλάξ ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, που συνέβη ενώ εκινούντο με ταχύτητα 10-15 χιλιομέτρων την ώρα το πολύ (αλλά κανένας δεν κοιτούσε μπροστά του).

Λίγες μέρες πριν τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε κάτι αφίσες με ένα κοριτσάκι που κρατούσε κάτι λουλουδάκια (ή σε μια άλλη εκδοχή κάτι εργαλεία) - ήταν η περίφημη "Αννούλα της Aλλαγής" που μπορεί και να μην την έλεγαν ακριβώς έτσι και να μην ήταν ακριβώς αυτό, αλλά επικοινωνιακά εκείνη τη στιγμή μετρούσε πολύ. Σε αντιπαράθεση, η ΝΔ είχε βγάλει κάτι ασπρόμαυρες αφίσες με το Μητσοτάκη με ένα απερίγραπτα σφιγμένο χαμόγελο λες και τον είχε πετύχει ο φωτογράφος στην τουαλέτα. Το παιχνίδι ήταν χαμένο - στην προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στο Σύνταγμα το κοριτσάκι εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και έδωσε τα λουλούδια στον Αντρέα, η Αλλαγή μάζεψε 46% χωρίς άγχος, καθώς το 42% των αντιπάλων έμοιαζε λιγοστό και μαραμένο (σήμερα θα τους έβγαζε μακράν αυτοδύναμους). Άλλοι καιροί...

Με τα πολλά τέλειωσαν οι εκλογές, άρχισαν οι εξετάσεις, τέλειωσαν κι αυτές (καλά πήγα) και μετά οι μέρες ήταν άδειες μέχρι να προχωρήσει ο Ιούλιος και να φύγουμε για Ικαρία. Προσπαθούσα να τις γεμίσω με μπάνια (κάπως δύσκολο στην Αθήνα), θερινά σινεμά και τζάμπα πολιτιστικές εκδηλώσεις (καμιά συναυλία στο Λυκαβηττό από τα βραχάκια, κανένα πάρτυ κλπ.). Τα θερινά έπαιζαν άπειρο Χίτσκοκ, επαναλήψεις χειμερινών ταινιών, παλιά κλασικά όπως το "Τζο ο Λεμονάδας" και το "Εξπρές του Μεσονυκτίου", αφιερώματα στο Φασμπίντερ και διαφημίσεις για τσιγάρα Malrlboro με καουμπόηδες, Camel με ένα μουστακαλή με τζιπ και West με κάτι νταλικιέρηδες που έκαναν κόντρες όπως στο "Convoy, η άγρια σύγκρουση" του Πέκινπα με τον Κρις Κριστόφερσον. Μετά τις προβολές στο Βοξ και τη Ριβιέρα κάναμε άσκοπες βόλτες στα Εξάρχεια μήπως και δούμε από κοντά τα φοβερά και τρομερά φρικιά που πανικόβαλλαν τον κόσμο στις εφημερίδες και τις ειδήσεις, αλλά μετά τρέχαμε να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο για το προάστιό μας, γιατί για ταξί δε μας έπαιρνε, κι ας άρχιζε στις δύο η διπλή ταρίφα.

Μια μέρα όμως η γειτονιά μας ήρθε στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Κάποιος τύπος στη απέναντι πλευρά της λεωφόρου τσακώθηκε με τον αδελφό του και κουβέντα στην κουβέντα αρπαχτήκανε άσχημα και τον σκότωσε. Ύστερα ταμπουρώθηκε στο σπίτι και απειλούσε ότι θα σκότωνε όποιον πήγαινε να τον πιάσει. Σκέφτομαι τι νταβαντούρι θα γινόταν αν υπήρχε τότε η ιδιωτική τηλεόραση - αλλά δεν υπήρχε ακόμα, και τα δύο κρατικά κανάλια δεν μετέδιδαν ποτέ ανησυχητικές ειδήσεις. Υπήρχαν όμως κραταιές εφημερίδες, ορισμένες από τις οποίες είχαν και σοβαρή παράδοση στον κιτρινισμό. Χτύπησαν λοιπόν κάτι τεράστια πρωτοσέλιδα "ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ Ο ΚΑΪΝ" και "Ο ΚΑΪΝ ΑΠΕΙΛΕΙ" και κάτι τέτοια και έγιναν ανάρπαστες. Τόσο, που δεν τις βρήκα στο συνηθισμένο στέκι και πήγα πιο πέρα - κοντά στο σπίτι του αδελφοκτόνου.

Βρήκα ένα πλήθος μαζεμένο απέξω - μεταξύ των οποίων κάμποσοι πρώην συμμαθητές. Δυο τύποι με μια κάμερα της ΕΡΤ έπαιρναν πλάνα. Ο ψιλικατζής μου έδωσε το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας και μου χαμογέλασε. Είχε ξεπουλήσει εκείνη την ημέρα - χυμούς, παγωτά, πατατάκια, τα πάντα. Κάποιοι αστυνομικοί με κράνη ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο του πλήθους "Σας παρακαλώ, πηγαίνετε πιο πέρα" αλλά όλοι περίμεναν πότε ο Κάιν θα πεταχτεί έξω ζωσμένος με φυσεκλίκια και θα αποφασίσει να παραστήσει το Σαμψών παίρνοντας μαζί του και μερικούς αλλόφυλους.

Δε βγήκε. Την άλλη μέρα ξαναπέρασα. Οι αστυνομικοί φορούσαν πηλίκια, όχι πια κράνη. Ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί - ένας εφευρετικός τυπάκος νοίκιαζε πλαστικές καρέκλες από ένα φορτηγάκι, ένα πενηντάρικο. Αρκετοί είχαν πάρει. Μια καντίνα είχε πιάσει θέση και έφτιαχνε σουβλάκια, χοτ ντογκ και σάντουιτς. Ο ψιλικατζής είχε δυσανασχετήσει κάπως διότι ο καντινιέρης του έτρωγε μερίδιο από τις κοκακόλες. Είχε γεμίσει το μαγαζί προμήθειες και φοβόταν μην του μείνουν. Το βράδι ξαναπέρασα πηγαίνοντας για το σπίτι. Είχε λιγότερο κόσμο, αλλά αρκετούς στα γύρω μπαλκόνια και τις ταράτσες. Βρήκα ένα συμμαθητή μου με σαγιονάρες και πετσέτα θαλάσσης - είχε ξεκινήσει το μεσημέρι για μπάνιο αλλά κόλλησε. Ρώτησα "τι νέα", μου είπε "ακόμα μέσα είναι".

Δε θυμάμαι πόσο κράτησε το σκηνικό. Μπορεί καμιά βδομάδα - ίσως λίγο λιγότερο. Η αστυνομία είχε κόψει το ρεύμα και το νερό στο σπίτι και έκανε ό,τι μπορούσε να τον κρατήσει άυπνο, με την ελπίδα κάποτε να βαρεθεί και να παραδοθεί. Κάποτε βγήκε στην αυλή να πετάξει έναν κουβά με ακαθαρσίες - δε μπορούσε να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα χωρίς νερό. Τότε τον έπιασαν. Θυμάμαι αμυδρά τις πρωτοσέλιδες φωτογραφίες - ένας ταλαίπωρος, κουρασμένος άνθρωπος. Ο κόσμος διαλύθηκε σε πέντε λεπτά. Την άλλη μέρα πέρασα πάλι από εκεί για εφημερίδα - βρήκα ένα σημείωμα στα ψιλικά που έγραφε "κλειστόν λόγω διακοπών".

Λίγες μέρες μετά φύγαμε κι εμείς. Δεν είχα άγχος για τα αποτελέσματα, δεν είχα άγχη καθόλου. Στην παραζάλη ξέχασα και τον Κάιν και τις μέρες που προηγήθηκαν, και θα τα είχα ξεχάσει ίσως για πάντα αν την άλλη χρονιά δεν άκουγα ένα τραγούδι των Μουσικών Ταξιαρχιών (δηλαδή του Τζίμη Πανούση) που αν και είναι ο ορισμός του "επικαιρικού" τραγουδιού, διατηρεί μια ισχυρή αντήχηση στη μνήμη μου μέχρι σήμερα. Οι στίχοι λένε, αν θυμάμαι καλά, τα εξής:

Σε γιγαντοαφίσες, καουμπόι καπνιστής
με ύφος Τζων Γουαίην, ψυχρός εκτελεστής
με άλογο και λάσο, με τζιπ ή με κανώ
σκηνές από Ελ Πάσο στην εθνική οδό.

Υπουργός με σκουλαρίκι, ένας μπέης λίγο ψευδός
από πίσω αλαλάζουν ο φιλήσυχος λαός
με σταυρούς και με κουκούλες αρπάζουνε τους πανκ
τους καίνε στις πλατείες, Αθηναίοι Κου-Κλουξ-Κλαν.

Σε γιγαντοαφίσες, κορούλα αριστερή
με πλαστικά λουλούδια και γαλλικό κλειδί
μέχρι το 2000, χρυσή μεταγραφή
κι εμείς όλοι στον πάγκο να παίζουμε αλλαγή

Ιστορίες σε ριπλέι απ' την Παλιά Διαθήκη
ο Κάιν να κλαίει σε παλιά αποθήκη
παραλυτικοί οι θεατές με τα κρεβάτια μαζί
κοιτάνε το θαύμα: ο Κάιν ζει!

Το τελευταίο τετράστιχο είναι το ρεφραιν - τραγουδιέται μετά από κάθε κουπλέ. Να πω ότι ο Πανούσης δείχνει τον τότε Υπουργό Δημόσιας Τάξης Σκουλαρίκη και τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων Μπέη ως υπεύθυνους για τις επιχειρήσεις αρετής στα Εξάρχεια, αλλά όταν βγήκε το τραγούδι σε δίσκο είχε ήδη γίνει η ιστορία με τον δεκαπεντάχρονο που σκοτώθηκε από πυρά αστυνομικού το Νοέμβριο του 1985 και το πράγμα είχε παλιώσει πια. Την εποχή εκείνη το σημείο αναφοράς ήταν "το 2000" σε κάμποσα τραγούδια (θυμάμαι ένα της Αρλέτας σε μουσική Λάκη Παπαδόπουλου με τα Ψηλά Ρεβέρ και στίχους Μαριανίνας Κριεζή που έλεγε "το 2000 - θα 'ναι μπαμπάδες - οι σημερινοί πιτσιρικάδες"). Τελικά η σημαδιακή χρονιά πέρασε και έφυγε καιρό τώρα, και μπαμπάδες ακόμα δε γίναμε μερικοί. Πάντως σε σχέση με το καλοκαίρι του 1985 λίγα έχουν μείνει ίδια, εκτός του Μητσοτάκη. Οι διαφημίσεις τσιγάρων απαγορεύτηκαν σχεδόν παντού, ο Αντρέας μας άφησε χρόνους, τα Εξάρχεια είναι παραδομένα στην πρέζα και την παρακμή, ο Πανούσης δίνει "χιουμοριστικά" σώου και τα χώνει στο Νταλάρα αλλά από τραγούδια άστα να πάνε, για τη μικρή Αννούλα της Αλλαγής είχα μάθει κάποια νέα από την Ελευθεροτυπία παλαιότερα και πιο πρόσφατα από το Βήμα (δείτε το σχετικό άρθρο από όπου και οι φωτογραφίες), κι εγώ μαζί με τους άρτι αποφοιτήσαντες από το Λύκειο περιμένω να περάσει ο καιρός και να φτάσει Τετάρτη για να φύγω για το νησάκι μου ησύχως και αξιοπρεπώς.


ΥΓ. Ο Κάιν δεν ξέρω τι απέγινε - σα να θυμάμαι αμυδρά ότι μετά πέθανε ή αυτοκτόνησε αλλά μπορεί και να κάνω λάθος (ποιος μαθαίνει ποτέ τίποτα για τους φυλακισμένους;). Αν ζει, θα έχει εκτίσει την ποινή του σήμερα φαντάζομαι και θα κυκλοφορεί ελεύθερος - όσο ελεύθερος μπορεί να είναι κανείς μετά από όλα αυτά. Το σπίτι του πάντως έχει μάλλον πουληθεί και ανακαινιστεί πολλά χρόνια τώρα - αναρωτιέμαι αν οι οικογένειες που ζουν εκεί έχουν ακούσει την ιστορία. Μάλλον θα την έχουν ακούσει.

Α, ναι, πρόπερσι με έπιασε μια πετριά και διάβασα όλη σχεδόν την Παλαιά Διαθήκη. Έχει πολλές ιστορίες για ριπλέι.




"Ο Κάιν ζει" όπως ανέβηκε στο youtube πολύ καιρό μετά την ανάρτηση.

11/7/08

Ιστιοφλώροι

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά

Νίκος Καββαδίας - Αρμίδα

Από τον καιρό που το πειρατικό του κάπτεν Τζίμυ (που μ' αυτό θα φύγετε κι εσείς) ξεκίνησε για να φτάσει στο Περού (όπου ακόμα αναμένεται), λογής λογής πλεούμενα ταξιδεύουν στις θάλασσες και τους ωκεανούς, συναντώντας λογής παράξενα φυτά. Δεν αναφέρομαι φυσικά ούτε στο παπόρι απ' την Περσία που πιάστηκε στην Κορινθία, ούτε στην υψωμένη πειρατική σημαία της φωτογραφίας, που κοσμεί ένα καλοκάγαθο μηχανοκίνητο που παριστάνει το ιστιοπλοϊκό σε ανάλαφρα ταξιδάκια Ηράκλειο-Δία για τουρίστες με φαντασία. Αναφέρομαι σε άλλου τύπου επιβαίνοντες που ενίοτε κυκλοφορούν στα πελάγη και τα νησιά μας, φορτωμένοι με ποικίλες αποσκευές: ξιπασιά, έπαρση, τουπέ. Ένα συνηθισμένο εξωτικό φρούτα αυτής της κατηγορίας, είναι οι ιστιοφλώροι.

Οι ιστιοφλώροι ή γενικά θαλασσόφλωροι, ξεχωρίζουν από το συνολικό φλωροπληθυσμό ενίοτε από τα χρώματος πράσινου ή μπορντώ παπούτσια Timberland καταστρώματος, ενίοτε πάλι από τα διακοσμημένα με χρωματιστά καταμαράν ριγέ μπλουζάκια Νautica (ή ίσως North Sails, σε χτυπητή αντίθεση πάντως με τα μονόχρωμα Lowe Alpine και τα Columbia των βουνίσιων φλώρων και την εμπριμέ πολυχρωμία των αστικών φλώρων), αλλά κυρίως ξεχωρίζουν από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την ενασχόληση με τη θάλασσα, που συμπυκνούται στην απλή ερώτηση:

-Πόσα;

Η απάντηση δεν δίνεται σε πόδια ή σε οργιές, ούτε σε χρόνια ή σε άτομα. Δίνεται σε λεφτά. Όχι σε λεφτά που ξόδεψες, μαζί με το χρόνο και τη δημιουργικότητά σου, για να κάνεις το σκάφος σου έτσι ή για να μάθεις την τέχνη. Σε λεφτά που βγάζεις ή θα βγάλεις από αυτό. Σε λεφτά που δηλώνεις έμμεσα ότι έχεις, μέσω αυτού - κατά κύριο λόγο, μέσω της καταξίωσης που το "κότερο" θα σου προσφέρει, όπως στην παλιά ελληνική ταινία όπου ο Βουτσάς-Ράμογλου πλησίαζε τα κοριτσάκια λέγοντας "Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;".

Στην ταινία ο "κοτεράς" μαζεύει κάποτε κάποιαν, αλλά όταν πάει να φύγει για τη βόλτα ξεχνάει να λύσει τους κάβους και γίνεται καταγέλαστος. Ατυχώς στην πραγματική ζωή, πλήθη ιστιοφλώρων περιφέρονται ενεργοί στις Μαρίνες, στα Skipper's bar και στους ναυτικούς ομίλους. Δεν είναι κακό - από οικολογικής απόψεως υπάρχει πάντα ένας θώκος για τον καθένα. Είναι όμως λίγο εκνευριστικό να ακούς το κακάρισμά τους διαρκώς στα αυτιά σου. Ευτυχώς, αν ξανοιχτούμε λίγο στο πέλαγος, οι πληθυσμοί τους αραιώνουν, καθώς προτιμούν τα παράλια - πώς να επιδειχθείς στα σοβαρά άμα δε σε βλέπουν; Άσε που στη θάλασσα μπορεί να λερωθεί και το πατούμενο...

Κι έτσι ησυχάζουμε. Στο τέλος της ημέρας, αφήνοντας πίσω τα ντεμέκ πειρατικά και τη βαβούρα, αυτό που μένει περισσότερο είναι η αίσθηση της ελευθερίας. Και του παιχνιδιού - κάπως όπως τελειώνει τη στροφή ο Καββαδίας:

...ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι


Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια των μαθημάτων ιστιοπλοΐας - σήμερα που το κοιτάζω από μια απόσταση μου φαίνεται λίγο πιο σαρκαστικό από ό,τι θα έπρεπε. Όχι τίποτα άλλο, αλλά σκαλίζοντας τη γκαρνταρόμπα μου εντόπισα σχεδόν όλες τις προαναφερθείσες μάρκες, έστω και κάπως τριμμένες απ' τη χρήση. Επίσης, τον καιρό που έμενα στην Αθήνα, σα να θυμάμαι να έχω πιει και μερικά ποτάκια στο Skipper's που ήταν και παραθαλάσσιο...

Τουλάχιστον έχω γλυτώσει το πειρατικό τατουάζ - για την ώρα.

"Ντεμέκ" για τυχόν απορούντες Νοτιοελλαδίτες, σημαίνει "δήθεν". Αν κοιτάξουμε γύρω θα βρούμε αρκετό. 'Η αν κοιταχτούμε - δεν υπάρχει εμβόλιο, νομίζω.

8/7/08

Ελαφρώς λοξός

Η Μανταλένα μου τηλεφώνησε Παρασκευή πρωί. "Πάμε κάμπιγκ Αγιοφάραγγο, έρχεσαι;". Δεδομένης της αποχής από τις ιστιοπλοϊκές δραστηριότητες τώρα που τέλειωσε η εκπαίδευση, τα Σαββατοκύριακα μοιάζουν λιγάκι άδεια. Είπα πως θα ερχόμουν το Σάββατο, μπας και προλάβω να τελειώσω κάποιες δουλειές την Παρασκευή. Δεν τις πρόλαβα, φυσικά, ωστόσο το βράδι μου έστειλε SMS που έλεγε "Είναι καταπληκτικά, ελάτε οπωσδήποτε". Ρώτησα τους πέριξ για το πώς θα πάω - μου εξήγησαν με εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Δεδομένης της εκπληκτικής (χμ...) φυσικής μου κατάστασης και της γενικής καχυποψίας μου για δραστηριότητες τύπου trekking έχω μια σοβαρή επιφύλαξη όταν ακούω φαράγγι, αλλά με διαβεβαίωσαν ότι περπατιέται άνετα σε 15-20 λεπτά. Και ότι αξίζει τον κόπο. Πείστηκα.

Το Σάββατο ξύπνησα μεσημέρι. Δεν έχει να κάνει με την ώρα που κοιμάμαι - πάντα ξυπνάω μεσημέρι μόλις μπει Ιούλιος. Ο οργανισμός μου, μου υπενθυμίζει ότι είναι καλοκαίρι και πρέπει να κάνω διακοπές. Ακόμα και αν με κάποιο μαγικό τρόπο σηκωθώ πρωί, ανακτώ κάποιο στοιχειώδη έλεγχο σώματος και πνεύματος κατά τις δύο η ώρα. Ικαριακά πράγματα. Έφτιαξα ένα γερό πρωϊνό και ρούφηξα κι ένα φραπέ. Κάποια στιγμή ξεκίνησα για το Αγιοφάραγγο - ήταν περίπου τρεις η ώρα και έξω είχε τριαντακάμποσους βαθμούς. Έβαλα Δεύτερο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο, αλλά κάπου στην Αγία Βαρβάρα εκφυλίστηκε σε ένα μάτσο παράσιτα. Το γύρισα σε κάποιο τοπικό σταθμό που έπαιζε μαντινάδες. Προσπαθούσα να μαντέψω το δεύτερο στίχο από τα λόγια του πρώτου, όχι με πολύ μεγάλη επιτυχία. Καμιά φορά, έπεφτα μέσα.

Μαντινάδα στη μαντινάδα έφτασα στη Μονή Οδηγήτριας όπου τελείωνε η άσφαλτος. Το ράδιο σίγησε από μόνο του, ελλείψει σήματος, το ίδιο και το κινητό μου. Μπήκα στο χωματόδρομο ατάραχος με το αυτοκινητάκι πόλης που οδηγώ. Σκέφτηκα ότι έχω οδηγήσει σε πολύ χειρότερους δρόμους στην Ικαρία, οπότε κατηφόριζα σφυρίζοντας. Πέρασα ένα μικρό πλάτωμα και μετά μου κόπηκε το σφύριγμα, διότι ΟΥΤΕ στην Ικαρία δεν έχω οδηγήσει σε χειρότερο δρόμο. Όχι ότι δεν υπάρχει, αλλά δεν είχε τύχει ως τότε - επρόκειτο περί εμπειρίας αξιομνημόνευτης. Κυρίως όταν διαταυρώθηκα με άλλο αυτοκινητάκι, εξίσου πόλης, που ανηφόριζε. Ήμουν ο τυχερός που οδηγούσε "από μέσα", η κοπελίτσα του άλλου αμαξιού ήταν η ατυχής "απέξω". Εκμεταλλεύτηκα την τύχη μου, κόλλησα δεξιά και μάζεψα καθρέφτες. Η κοπέλα πέρασε στον πόντο, αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν είχα πέσει σε κανένα SUV. Συνειδητοποίησα ότι γενικά ήμουν πολύ τυχερός εκείνη την ημέρα - είχα βρεθεί σε τέσσερις πέντε διασταυρώσεις που δεν ήμουν σίγουρος πού πήγαινα, ωστόσο είχα πάρει το σωστό δρόμο πάντα. Έφτασα σε ένα άλλο πλάτωμα όπου δεκάδες αυτοκινητάκια πόλης ήταν παρκαρισμένα εδώ κι εκεί. Κι ένα δυό τζιπάκια. Κάποιοι έβγαιναν - "μπες εδώ", μου είπαν. Ήμουν στ' αλήθεια πολύ τυχερός.

Πήρα το τσαντάκι μου (μαγιώ, πετσέτα, αντηλιακό, φωτογραφική μηχανή, καπελάκι, νερό) και χώθηκα στην είσοδο του φαραγγιού. Είχα αποφασίσει από νωρίς να μη μείνω το βράδι διότι την άλλη μέρα θα ερχόταν για λίγο στο Ηράκλειο η αδελφή μου, και ήθελα να τη δω. Περπατούσα στην κοίτη και χάζευα τις σπηλιές στα πλάγια. Παλιά ζούσαν εδώ ασκητές (εξ' ου και Αγιοφάραγγο). Ο καθένας ζούσε στη σπηλιά του και δεν επικοινωνούσε με τους άλλους. Μια φορά το χρόνο μαζευόντουσαν (το Πάσχα, νομίζω) σε μια μεγάλη σπηλιά που είχε από μια πέτρα-στασίδι για τον καθένα τους. Αν η πέτρα έμενε άδεια, οι άλλοι ήξεραν ότι αυτός ο ασκητής είχε πια πεθάνει.

Σήμερα είναι λιγότερο ασκητικά τα πράγματα. Ένα γκρουπ περιπατητών εμφανίστηκε από απέναντι, μετά κάτι ζευγαράκια. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Σταμάτησα για να βγάλω φωτογραφία τα κατσίκια που καθόντουσαν αμέριμνα στο βράχο - βλέπετε τη φωτογραφία στην κορυφή. Άλλα κατσίκια περιδιάβαιναν εδώ κι εκεί. Γνώριμο συναπάντημα. Βρήκα κάτι μακριά σχοινιά που κρεμόντουσαν από τους βράχους. Τα κατσίκια δεν τα χρειάζονται, βέβαια. Έφτασα στο εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου (ο οποίος ήταν από τους πρώτους ασκητές). Δίπλα είχε ένα πηγάδι που έγραφε "πόσιμο νερό". Παραδίπλα διάφορες σκηνές. Δεν ήταν οι δικοί μου. Κοίταξα το κινητό - δεν είχε καθόλου σήμα. Έφτασα στην θάλασσα ακριβώς σε είκοσι λεπτά, όπως μου είχαν πει. Υπήρχε κάμποσος κόσμος, κάποιοι σε σκηνές, κάποιοι στην παραλία, κάποιοι με σκάφη.

Γύρισα όλη την παραλία πάνω κάτω δυό φορές. Πουθενά οι δικοί μου. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γυρίσω στο φαράγγι να κοιτάξω τις άλλες σκηνές, σκέφτηκα ότι θα είχαν πάει για ψαροτούφεκο ή για φαγητό αλλού. Κάποια στιγμή είδα μια κοπελίτσα που έγραφε ένα SMS - αναρωτήθηκα αν υπάρχει σήμα σε κάποιο σημείο. Υπήρχε - σε μια έκταση πλάτους περίπου τριών μέτρων, ακριβώς στη μέση της παραλίας. Άρχισα τα τηλέφωνα - όλοι ήταν εκτός δικτύου. Κάποια στιγμή πέτυχα τη Μανταλένα - στο τρίτο χτύπημα το σήκωσε. Ανακουφίστηκα.

- Έλα ρε, πού είσαι, σε περιμένουμε.
- Αγιοφάραγγο.
- Αγιοφάραγγο; Τι κάνεις εκεί πέρα; Αγιοφάραγγο σου είπα;
- Ναι, πού είσαστε;
- Στο Λέντα. Κάπου κοντά στο Λέντα, δεν ξέρω ακριβώς.


Το σήμα χάθηκε όπως είχε έρθει. Αισθάνθηκα για πολλοστή φορά ελαφρώς λοξός ως προς το υπόλοιπο σύμπαν. Για πολλοστή φορά, αποφάσισα ότι τόσο το χειρότερο για το υπόλοιπο σύμπαν - αυτό χάνει. Κοίταξα γύρω μου - η σκιά του βουνού έπεφτε στην παραλία, η θάλασσα ήταν γαλήνια και διαυγής. Έβαλα μαγιώ και βούτηξα. Κολύμπησα για ώρα, ύστερα μάζεψα μαύρα βοτσαλάκια από την παραλία. Στέγνωσα, τα μάζεψα κι άρχισα να ανηφορίζω. Μπήκα στο εκκλησάκι (ήταν ανοιχτό, και παραδόξως περιποιημένο). Χάζεψα τα σχήματα που είχαν φτιάξει με πετρούλες γύρω από ένα δέντρο ακριβώς έξω κάποιοι κατασκηνωτές. Παρατήρησα τους σταυρούς που ήταν χαραγμένοι σε κάποιους βράχους, και σκέφτηκα ότι οι ασκητές ίσως ήταν θαμμένοι εκεί γύρω.

Προχωρώντας, άκουγα φωνές να αντηχούν στις πλαγιές του φαραγγιού. Δεν καταλάβαινα από πού ερχόντουσαν, ίσως κάπου ψηλά. Μιλούσαν ελληνικά, με κρητική προφορά και πολλές ξένες λέξεις που δεν αναγνώριζα. Κάποια στιγμή έπιασα τη λέξη "ραπέλ" και κατάλαβα - εντόπισα τους ομιλητές να κρέμονται από τα σχοινιά της απέναντι πλαγιάς. Αναρριχητές. Δε θαυμάζω αυτό το είδος πανίδας, αλλά είναι κάπως σπάνιο - άρχισα να τραβάω φωτογραφίες κατά βούληση. Κάποια στιγμή άκουσα από πάνω μου μια φωνή:

- Ψιτ, φιλαράκι...

Ο τύπος αιωρείτο καμιά εικοσαριά μέτρα ψηλότερα, ακριβώς πάνω μου.

- Καλησπέρα, του είπα.
- Ναι, καλησπέρα. Να σου πω, δεν πας λίγο πιο δεξιά μην ξεκολλήσει καμιά πέτρα και σου' ρθει στο κεφάλι;

Έκανα αριστερά - προχώρησα κι άλλο προς την έξοδο. Για λίγο άκουγα τη γλώσσα με τις άγνωστες λέξεις. Μετά χάθηκε. Ακουγόντουσαν μόνο κάτι κατσίκια κουδουνάτα. Όχι σαν αυτά του φαραγγιού, τα ελεύθερα. Κάποιο κοπάδι που βοσκούσε κοντά.

Οδήγησα σφυρίζοντας στον ανήφορο χωρίς να μπερδέψω καμία διασταύρωση. Στη Μονή Οδηγήτριας ξαναπήρε μπρος το ραδιόφωνο μόνο του και το κινητό άρχισε να βγάζει ήχους μηνυμάτων, μάλλον από αναπάντητες κλήσεις. Σκέφτηκα να στείλω ένα μήνυμα στη Μανταλένα που να λέει "Είναι καταπληκτικά, ελάτε οπωσδήποτε" αλλά μπορεί να το πέρναγε για φτηνό χιούμορ. Εγώ πάλι θα το εννοούσα σοβαρά, αλλά πού να μπλέκεις τώρα... Σουρουπώνοντας έμπαινα στο Ηράκλειο.

Το πρωί με ξύπνησε το τηλεφώνημα της αδελφής μου. Ήταν στον Κούλε και πήγαινε προς τα Λιοντάρια. Πήγα και τη βρήκα με την παρέα της κατά τις εννιά - στις δέκα και μισή έφευγαν για Σαντορίνη. Κάτσαμε για καφέ στο πάρκο Θεοτοκόπουλου - φεύγοντας εντόπισα καμιά σαρανταριά ροζ φιγούρες να ανηφορίζουν την 25ης Αυγούστου. Έχωσα γρήγορα γρήγορα την αδελφή μου και τους φίλους της σε κάτι ταξί και ξανάσκασα μύτη στα Λιοντάρια. Το θέαμα ήταν μαγευτικό: οι ροζ φιγούρες ήταν στημένες μπροστά στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου και ήταν μια χορωδία που λεγόταν Texas Girls Choir και ήταν ακριβώς κορίτσια από το Τέξας. Άσπρες, μαύρες, κίτρινες, κοντές και ψηλές, χοντρές και λεπτές. Έφηβες, οπωσδήποτε. Συνοδευόντουσαν από μία εξίσου ροζ κυρία που έπαιζε ένα αρμόνιο, έναν τύπο που κουβαλούσε κάτι ηχειάκια για το αρμόνιο και μια δυστυχισμένη υπάλληλο ταξιδιωτικού πρακτορείου με μια ταμπελίτσα που πήγαινε μπροστά δίκην τροχονόμου. Την ώρα που έσκασα μύτη τα κοριτσάκια τραγουδούσαν ένα χορωδιακό που μου θύμισε απροσδιόριστα κάτι παιδικά τραγουδάκια του Κατηχητικού. Δεν πολυκαταλάβαινα τους στίχους, είδα όμως ότι περιελάμβανε και κάτι σαν αμήχανες χορευτικές κινήσεις, στο τέλος όμως όλα μαζί ξέσπασαν σε ένα ηχηρό "Texas, Texas!" και οι δεκαπέντε παρευρισκόμενοι χειροκρότησαν - κι εγώ μαζί. Ύστερα το ροζ κύμα τα μάζεψε και άρχισε να κατηφορίζει στοιχημένο την 25ης Αυγούστου προς τη θάλασσα και το κρουαζιερόπλοιο που τις πήγαινε all inclusive εκδρομούλα στο Αιγαίο.

Κόντευε έντεκα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να πάω να βρω την παρέα στο Λέντα ή όπου αλλού ήτανε. Αλλά δεν είχα ξυπνήσει ακόμα στ' αλήθεια - τελικά αγόρασα εφημερίδες και πήγα σπίτι. Διαβάζοντας, με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα αργά το απόγευμα, από την πείνα μάλλον. Στο γραφείο ήταν παρατημένα τα βότσαλάκια που είχα μαζέψει την προηγουμένη. Σκέφτηκα ότι αυτή την ώρα η παρέα θα τα μάζευε από το Λέντα και οι Texas Girls Choir θα ήταν ένα θαλασσί ή πράσινο κύμα κάπου στη Ρόδο ή στην Αλικαρνασσό. Στο Αγιοφάραγγο, κάποιοι θα δοκίμαζαν τα σχοινιά για αναρρίχηση. Δεν ήμουν σίγουρος ποιος από όλους μας ήταν ο πιο λοξός ως προς το υπόλοιπο σύμπαν.

Αλλά για το ποιος χρειάζεται τάχιστα διακοπές, είμαι απόλυτα σίγουρος.


"Ελαφρώς λοξός ως προς το υπόλοιπο σύμπαν" είναι μια φράση που αν δε με απατά η μνήμη μου έχει χρησιμοποιήσει ο E.M. Forster για τον Καβάφη. Η φίλη και συνάδελφος το πάλαι ποτέ Λ.Κ., θερμή συνήγορος των φυσικών δραστηριοτήτων τύπου trekking, καλή της ώρα, είναι υπεύθυνη για την εμπέδωση της λέξης "ραπέλ" που σημαίνει αν δεν κάνω λάθος να "περπατάς" πάνω στο βράχο ενώ κρέμεσαι από το σχοινί. Θυμάμαι απροσδιόριστα επίσης τη λέξη "κραμπόν" που δεν έναι καρμπόν και έχει ίσως σχέση με κράμπες, αλλά ίσως πάλι να τη μπερδεύω και με τα "μπατόν" που μπορεί και να είναι μπαστούνια - τα υπόλοιπα όλα που μου έλεγε τα έχω πια ξεχάσει. Τέλος, ενδομύχως εικάζω ότι η φράση "Σουρουπώνοντας έμπαινα στο Ηράκλειο" είναι αντιγραφή από το διήγημα του Μάριου Χάκκα "Το ψαράκι της γυάλας".

4/7/08

Κλιμακοστάσιο

Ενάμιση χρόνο μένω στην πολυκατοικία, είναι ζήτημα αν έχω χρησιμοποιήσει τις σκάλες τρεις φορές. Κάτι που μένω τρίτο όροφο, κάτι που είμαι τριψήφια κιλά, κάτι που ρέπω γενικά προς την ακινησία και το ραχάτι, μπαίνω στο ασανσέρ αβλεπί ακόμα και με διακοπή ρεύματος. Φυσικά το ασανσέρ δε λειτουργεί χωρίς ρεύμα, αλλά εγώ πατάω τα κουμπιά μπας και γίνει τίποτα. Δε γίνεται, βέβαια, οπότε σκαρφαλώνω σιγά σιγά και μέχρι να φτάσω στο δεύτερο έχω γίνει μελιτζανί και υπό κατάρρευση. Τότε σταματάω να πάρω ανάσα, κοιτάζω το κίτρινο ποδήλατο που έχει η κυρία του δεύτερου πατώματος, σκέφτομαι ότι είναι χαριτωμένο με το καλαθάκι με τα λουλούδια και οτι κάποια στιγμή πρέπει να το βγάλω φωτογραφία, κι ύστερα συνεχίζω με τα εναπομείναντα σκαλιά μέχρι να φτάσω σπίτι και να τα ξεχάσω όλα.

Χτες βράδι δεν είχε διακοπή, αλλά το ασανσέρ είχε χαλάσει. Ανέβηκα ασθμαίνοντας ως συνήθως και στο δεύτερο έσβησαν τα φώτα. Έψαξα ψηλαφώντας το τοίχο για το κουμπί - κάποια στιγμή το βρήκα και το κίτρινο ποδήλατο έλαμψε κι αυτό μπροστά μου. Ανέβηκα πάνω και ξέχασα τα πάντα, αλλά σήμερα το πρωί το ασανσέρ ήταν ακόμα χαλασμένο. Άρχισα να κατηφορίζω τα σκαλιά χωρίς βιασύνη (στην κατηφόρα αγχώνεται κανείς λιγότερο) και ξανάπεσα στο ποδήλατο. Με περίμενε, με την άσπρη του σέλα, το "γυνακείο" σκελετό (για να ποδηλατείς με φούστα), το καλαθάκι με τα πλαστικά λουλούδια. Ψαχούλεψα την τσάντα και ανέσυρα τη φωτογραφική μηχανή. Το αποτέλεσμα το βλέπετε.

Την κυρία του κάτω πατώματος μάλλον δεν την έχω δει ποτέ, ή κι αν τη δω δε θα την αναγνωρίσω. Δεν ξέρω πως μοιάζουν οι κυρίες με κίτρινα ποδήλατα με καλαθάκι. Ίσως λίγο ρομαντικές ή παλιομοδίτικες ή πάλι όχι, δεν ξέρω. Δεν έχω δει και κανέναν να το καβαλάει αυτό τον ενάμιση χρόνο. Η μπροστινή του ρόδα είναι ξεφούσκωτη.

Δεν ξέρω ποδήλατο, δεν έμαθα ποτέ. Μπορεί να είναι κι αυτό μια μορφή αναπηρίας.

Αναρωτιέμαι, τώρα που θα γυρίσω σπίτι, έχουν άραγε φτιάξει το ασανσέρ;


ΥΓ 5/7: Το είχαν φτιάξει τελικά...