ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/6/08

Πρόσωπο με πρόσωπο

Στην εικόνα βλέπετε μία άποψη (από τη θάλασσα) της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης στο Κολυμπάρι Χανίων. Αριστερά φαίνεται η γειτονική Μονή Γωνιάς, δεξιά τα κτίρια του Συνεδριακού Κέντρου. Η ίδια η ύπαρξη της Ακαδημίας είναι αν δεν κάνω λάθος μια ιδέα του πρώην Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίου (Γαλανάκη), ενός ανθρώπου που από ό,τι μου λένε όσοι τον ξέρουν είναι - αν μη τι άλλο - εξαιρετικά ενδιαφέρων τύπος. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός ότι είχε γίνει ένας ψιλοχαμός στην περιοχή με σκοπό να επανέλθει εκεί ο Ειρηναίος, που είχε διατελέσει Μητροπολίτης στη δεκαετία του '60 αλλά σε κάποια φάση είχε γίνει Μητροπολίτης Γερμανίας. Η Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως και οι μητροπόλεις της διασποράς και δεν έχει διοικητική σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδας. Σε αυτό ίσως να οφείλεται η ύπαρξη ενός πνεύματος οικουμενικότητας, ή τέλος πάντων μιας λιγότερο "μικροελλαδικής" αντίληψης για τον κόσμο που συναντάει κανείς στην Ακαδημία.

Πάντως οι επισκέψεις μου στην Ακαδημία (που είναι κάμποσες τα τελευταία χρόνια) δεν οφείλονται σε εκκλησιαστικούς λόγους αλλά στη διοργάνωση διάφορων επιστημονικών συνεδρίων που φιλοξενούνται κατά σύστημα εκεί και στα οποία τυχαίνει να συμμετέχω. Σε ένα από αυτά (για πεταλούδες, το 2001) άκουσα από την κυρία Ε. Λ., στέλεχος της Ακαδημίας, για το πρόγραμμα "Πρόσωπο προς πρόσωπο". Η ιδέα του στηρίζεται σε μια ιστορία που προέρχεται από το βίο του Αγίου Μακαρίου της Αιγύπτου, ενός ασκητή του 4ου αιώνα. Παρεθέτω (μονοτονισμένο, για τεχνικούς λόγους) το πρωτότυπο από την Πατρολογία του Migne:

Είπεν ο αββάς Μακάριος, ότι περιπατών ποτε εις την έρημον, εύρον κρανίον εις το έδαφος νεκρού ερριμμένον· και σαλεύσας αυτώ τη βαΐνη ράβδω, ελάλησέ μοι το κρανίον· και λέγω αυτώ· συ τις ει; Απεκρίθη μοι το κρανίον· εγώ ήμην ιερεύς των ειδώλων, και των μεινάντων Ελλήνων εν τω τόπω τούτω· συ δε ει Μακάριος ο πνευματοφόρος· οίαν ώραν σπλαγχνισθης τους εν τη κολάσει, και εύχη περί αυτών, παραμυθούνται ολίγον· λέγει ο γέρων αυτώ· ποία εστίν η παραμυθία και τις η κόλασις; Λέγει αυτώ· όσον απέχει ο ουρανός από της γης, τοσούτον εστι πύρ υποκάτωθεν ημών, από ποδών έως κεφαλής εστηκότων ημών μέσον του πυρός· και ουκ έστι πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαί τινα, αλλά ο νώτος εκάστου προς τον ετέρου νώτον κεκόλληται· ως ούν εύχη υπέρ ημών, εκ μέρους τις θεωρεί το πρόσωπον του ετέρου· αύτη εστίν η παραμυθία (P.G., 34:257-258).

Μέσες - άκρες, νεοελληνικά η ιστορία λέει τα εξής: ο Αββάς Μακάριος προχωράει στην έρημο, όπου βρίσκει ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σκουντάει με το ραβδί του και το κρανίο αρχίζει να μιλάει. Ο Μακάριος ρωτάει:

- Ποιός είσαι συ;

- Ήμουν ιερέας των ειδώλων και εκείνων που έμειναν Έλληνες* σ’ αυτό τον τόπο. Συ είσαι ο Μακάριος, ο πνευματοφόρος. Όταν σπλαχνίζεσαι τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.

- Ποιά είναι η παρηγοριά και πώς είναι η κόλαση; ;

- Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι η φωτιά από κάτω μας κι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι στεκόμαστε μέσα στις φλόγες. Και δεν μπορούμε να βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου, γιατί είμαστε κολλημένοι - δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όταν όμως προσεύχεσαι, λασκάρουν τα σκοινιά και μπορούμε να κοιταχτούμε, πρόσωπο προς πρόσωπο. Αυτή είναι η παρηγοριά.



Το κείμενο το είχα ξανασυναντήσει μικρός, σε κάποιο έντυπο που μοίραζαν στις εκκλησίες. Μου είχε κάνει εντύπωση τότε η ύπαρξη ενός ομιλούντος κρανίου και το θυμήθηκα. Πάνω κάτω το κείμενο ήταν το ίδιο, τα συμφραζόμενα όμως ήταν διαφορετικά: στην εκδοχή που θυμόμουν το κείμενο ήταν μια αιτιολόγηση του γιατί γίνονται τα μνημόσυνα, ενώ στην εκδοχή που άκουγα στη Ακαδημία, το κλειδί ήταν στη συνάντηση των ανθρώπων πρόσωπο με πρόσωπο.

Όντας βυθισμένοι στα κλισέ οι περισσότεροι (των πιστών και των ιερέων μη εξαιρουμένων) συχνά φανταζόμαστε μια κόλαση όπως αυτές των ανεκδότων ή των σχετικών κόμικς του Αρκά: καζάνια που βράζει η πίσσα, λάκκοι με ακαθαρσίες, φλόγες και χαιρέκακοι δαίμονες. Εικάζω ότι η συγκεκριμένη εικονογράφηση έχει προφανώς ρίζες στην εκκλησιαστική παράδοση, όμως με βάση αυτά που ξέρω για τα Ευαγγέλια και την Πατερική διδασκαλία, νομίζω ότι πρόκειται κυρίως για συμβολισμούς ή μεταφορές. Υποψιάζομαι ότι από αυτά που αναφέρει το κρανίο στο Μακάριο, το βασικό συστατικό της κόλασης δεν είναι οι φωτιές ή τα δεσμά - το βασικό είναι η έλλειψη του Άλλου, η απουσία του. Κόλαση είναι να μη μπορείς να δεις το πρόσωπο του Άλλου, κόλαση είναι εν τέλει να είσαι μόνος.

Κατά καιρούς έχω πέσει σε διάφορες ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές εκδοχές της κόλασης, από τη "Δεύτερη ζωή του Επισκόπου" στα "Κινούμενα Σχέδια" του Πέτρου Τατσόπουλου, μέχρι τα κείμενα που αποθησαυρίζει ο Μπόρχες στο τέλος του "Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας", για να μην αναφερθώ σε Θείες Κωμωδίες και λοιπά. Πριν κάποια χρόνια είχα δει από έναν ερασιτεχνικό (βιολογικό!) θίασο το θεατρικό έργο του Ζαν Πωλ Σαρτρ "Κεκλεισμένων των θυρών" (Huis clos), η βασική ιδέα του οποίου είναι η εντελώς αντίθετη της εκδοχής του Αββά Μακαρίου. Εκεί, οι κολασμένοι που κλείνονται σε ένα δωμάτιο, γίνονται ο καθένας το μαρτύριο του άλλου: σύμφωνα με ένα άλλο διάσημο κλισέ "Η κόλαση είναι οι άλλοι". Περίπου την ίδια εποχή ήταν σε κυκλοφορία στα κουλτουρέ ραδιόφωνα που άκουγα ένα σχετικό ψιλοσουξεδάκι του αντιπαθέστατου (σε εμένα) συγκροτήματος "Συνήθεις Ύποπτοι", όπου ο κ. Θηβαίος τραγουδούσε περιπαθώς πόσο ψέμα είναι ο παράδεισος και πόσο ωραία θα περνάγανε αγκαλίτσα με την αγαπημένη του στην κόλαση αυτή (τον κόσμο που ζούμε, υποθέτω). Είχα σκεφτεί τότε, ελαφρώς χαιρέκακα, ότι αν ίσχυε η αντίληψη του Σαρτρ, τότε η αγαπημένη του κ. Θηβαίου θα του έκανε τη ζωή κόλαση (και αντιστρόφως) μέχρι να πεις κύμινο, όπως τόσο συχνά συμβαίνει μεταξύ των ζωντανών. Ο Αββάς Μακάριος μάλλον θα με επιτιμούσε για τη χαιρεκακία μου και θα προσευχόταν ώστε να μπορεί ο ατυχής τραγουδοποιός να ρίξει μια ματιά στην καλή του στον άλλο κόσμο (λέμε τώρα - να 'ναι καλά οι άνθρωποι και να μακροημερεύουν). Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη μάλλον με τον Παράδεισο ταιριάζει - είτε με Σαρτρ είτε με Αββά Μακάριο στην κόλαση δεν πάς με την παρέα σου, πας μόνος.

Στην Ακαδημία πάντως, αντί να αμολάνε τους αμαρτωλούς στις φλόγες, κάνουν κάτι πιο χριστιανικό και πιο χρήσιμο. Ζητάνε, εδώ και πολλά χρόνια, από διάφορους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο που διαβάζουν το διάλογο του Αββά με το κρανίο, να τους στείλουν έργα που εμπνέονται από αυτή την ιστορία. Κάποια στιγμή ο χώρος φαίνεται πως πλημμύρισε έργα και σταμάτησαν να δέχονται πάνω από πέντε ανά χώρα. Πάντως αρκετά μπορεί να τα δει κανείς στους χώρους της Ακαδημίας - δεν έχω ιδέα από εικαστικά βέβαια, αλλά διαισθάνομαι ότι κάποια έχουν σοβαρές καλλιτεχνικές αξιώσεις. Όχι κατ' ανάγκην αυτά που τράβηξα φωτογραφία και δείχνω εδώ.



Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το πνεύμα που διαπνέει αρκετά από αυτά τα έργα είναι απολύτως συμβατό με το εκκλησιαστικό ύφος της καθ' ημάς Ανατολής. Ένας έστω και λίγο αυστηρός άνθρωπος της Εκκλησίας ενδεχομένως να έφριττε με κάποια. Ωστόσο στην Ακαδημία δε φαίνεται να φρίττουν και τόσο με την ύπαρξη διαφορετικών αντιλήψεων. Και αναρτούν τα αντίστοιχα έργα δίπλα στα άλλα, τα "εντός θέματος" χωρίς πολλές τύψεις. Και χωρίς φασαρία, ασχολούνται με το έργο της διακονίας καταθέτοντας στο σύγχρονο κόσμο τη μαρτυρία τους, και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Τους εύχομαι να συνεχίσουν την καλή δουλειά τους - και ο Κύριος του αμπελώνος εν καιρώ να τους ανταμοίψει. Α, και να βρουν κι άλλα έργα, ακόμα και από γωνιές του παρόντος κόσμου που δεν βλέπουν καταπρόσωπο παρά μόνο τις φλόγες που φτάνουν ως τον ουρανό. Ίσως κάπως έτσι να βρίσκεται λίγη παρηγοριά.

* "Έλληνες", κατά την ορολογία των χριστιανικών κειμένων της εποχής σημαίνει "ειδωλολάτρες" και δεν αφορά την εθνικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Πάνω σε αυτή την εννοιολογική αμφισημία ωστόσο στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας ενός ορισμένου νεοπαγανιστικού ρεύματος που διατρέχει εσχάτως τις παρυφές της παρ' ημίν εθνικιστικής δεξιάς.

28/6/08

Οι πεταλούδες

Επειδή κατά καιρούς μου γκρινιάζουν μερικοί από τους πολυπληθείς (πέντε) αναγνώστες ότι τους απασχολώ υπερβολικά με τα πειραματόζωά μου, σαλιγκάρια, μυγάκια και δε συμμαζεύεται, σκέφτηκα να ανακοινώσω την προσεχή ενασχόλησή μου με το επόμενο πειραματόζωο με μια εικονογραφημένη ιστοριούλα με ηθικό δίδαγμα, μέσα στο γενικώς πολιτικά ορθό πλαίσιο του ιστολογίου. Για να μη βρούμε και κάνα μπελά με τα κλοπυράιτ, διευκρινίζω πως ό,τι διαβάσετε από δω και κάτω (σε μονοτονικό, βέβαια, και με πιο σύγχρονη ορθογραφία), μαζί και η εικονογράφηση, προέρχεται από το αναγνωστικό του δημοτικού σχολείου που εδιδάχθην το πάλαι ποτέ. Κι εσείς οι πέντε, νομίζω...


Η Άννα έπαιζε με τις φίλες της. Κυνηγούσαν πεταλούδες. Μόλις όμως πλησίαζαν, οι πεταλούδες πετούσαν μακριά.

Στο τέλος η Άννα έπιασε μία. Ήταν μία μικρή πεταλούδα. Τα φτερά της ήσαν ωραία. Είχαν διάφορα χρώματα. Η Άννα την κρατούσε απαλά και της τραγουδούσε:

Έλα, πεταλουδίτσα μου
στάσου να σε τσακώσω
δεν θα σου τσαλακώσω
καθόλου τα φτερά.

Θα σε ταΐζω ζάχαρη,
θα σού'χω για σπιτάκι
μεταξωτό κουτάκι,
θα ζήσεις μια χαρά...
Η πεταλούδα όμως ήθελε να φύγει, και αν είχε φωνή θα έλεγε:

Για τη δική σου ζάχαρη,
καθόλου δεν με μέλει.
Των λουλουδιών το μέλι
μ' αρέσει πιο πολύ.

Έχω τον κάμπο τον πλατύ,
τη χλόη τη δροσάτη
βασιλικό παλάτι,
κοπέλα μου καλή.
Η Άννα αγαπούσε την πεταλούδα και γι' αυτό την άφησε να φύγει.


23/6/08

Ανώμαλα ζευγάρια* (Περικλής Κοροβέσης)


(...) Από την πλευρά λοιπόν του ανεξάρτητου παρατηρητή, αυτό που μου είναι εντυπωσιακό είναι οι στιγμές που επιλέγει το ζευγάρι για να τσακωθεί.

Ενώ έχουν μια κανονική συμβίωση, χαλαλίζουν χιλιάδες ώρες μπροστά στην τηλεόραση, βρίσκουν να "επεξεργαστούν" τα προβλήματά τους όταν είναι σε ταξίδι ή ασυνήθιστες διακοπές, όπου και οι δύο τις ήθελαν πολύ και τους είχαν κοστίσει πανάκριβα. Φιλικό μου ζευγάρι έμεινε κλεισμένο για μία εβδομάδα στο ξενοδοχείο τους στη Βενετία χωρίς να δούνε τίποτα. Η κυρία είχε κάνει μια άστοχη παρατήρηση, πως το κουστούμι που φοράει ο κύριός της ήταν κατάλληλο μόνο για νυφοπάζαρο στο Αιγάλεω. Ο κύριος παρατήρησε πως ήταν δικό της δώρο! Τη συνέχεια την ξέρετε. Ακόμη, ευνοϊκός τόπος για τέτοια ξεσπάσματα είναι οι φιλικές παρέες, όπου το φιλόξενο ζευγάρι για μέρες κάνει προετοιμασίες και την τελευταία στιγμή ανατρέπονται όλα από κάποιο τηλεφώνημα που δέχτηκε ο σύζυγος. Στον αντίποδα αυτής της γυναικείας συμπεριφοράς, είναι η ανδρική. Αυτός κατά κανόνα αντιδράει μ' αφασία. Νομίζεις πως έγινε κωφάλαλος ή αυτιστικός και έχει χάσει την επαφή με τον έξω κόσμο.

Όταν περάσει η θύελλα και τα πάντα επανέλθουν στο κανονικό, κανείς δεν θυμάται τίποτα. Ίσως γιατί σειρά έχουν τ' άλλα ζευγάρια και μέχρι να έρθει πάλι η σειρά τους, έχουν καιρό. Εγώ πάντως, όταν βέβαια δεν μ' αφορά η κατάσταση, βλέπω αυτές τις εκδηλώσεις με συμπάθεια. Μου θυμίζουν τα "τυφλά" κοινωνικά κινήματα, που ξεσπούν πάντα στην ακατάλληλη στιγμή και τον ακατάλληλο χώρο. Ενίοτε και με λάθος κατεύθυνση και με λάθος στόχο. Βρίσκω πως είναι μια απελπισμένη κραυγή για να ορίσεις τον εαυτό σου, να αισθανθείς πως υπάρχεις, πως δεν καταβροχθίζεσαι από τον άλλον, προσπαθώντας να εξουδετερώσεις την απειλή που αντιπροσωπεύει ο άλλος, μετατρέποντάς τον σε ιδιοκτησία σου.

Αλλά το σύμπαν που υπάρχει μέσα μας δεν μπορεί να γίνει ιδιοκτησία. Όντας καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι και να συνυπάρχουμε μ' ένα εαυτό, εξίσου απέραντο και μυστηριώδη, όπως ο κόσμος, δεν μπορούμε να προσφέρουμε καμιά ασφάλεια στον άλλον ούτε ο άλλος σε μας. Μας χρειάζεται μονάχα η δικιά μας συμφιλίωση με τον εαυτό μας, ακριβώς για να δεχτούμε την απειλή του άλλου. Και αυτός είναι ο έρωτας. Η απόφασή σου να χάσεις, για να μετασχηματιστείς σε κάτι που δεν ξέρεις. Μ' άλλα λόγια, η συμφιλίωση με το φθαρτό της ύπαρξης για κάποιες στιγμές αιωνιότητας. Όποιος ευνουχίζει δεν αγαπάει. Απλά εκφράζει την ανικανότητά του ν' αγαπηθεί.

Περικλής Κοροβέσης
"Στο ψευδοκράτος των Αθηνών"
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27/1/1997

* Δε μου φαίνονται ανώμαλα - κάπως υπερβολικά συνηθισμένα μου φαίνονται. Πάντως οφείλω ευχαριστίες στο πρόσωπο που έγινε αφορμη να ξαναθυμηθώ απόψε το παραπάνω κείμενο.

20/6/08

Αθλιομαντινάδας εγκώμιον

Την περασμένη εβδομάδα, τριήμερο του Αγίου Πνεύματος γαρ, αποφάσισα να ξεκολλήσω από το μαγευτικό Χερκουλάνουμ και να εκδράμω στην ενδοχώρα με μια παρέα ξέμπαρκων ιστιοπλόων. Πήγαμε στην Κάτω Ζάκρο, στην ανατολικότερη πλευρά της Κρήτης, που είναι η απόληξη ενός φαραγγιού που ονομάζεται "Φαράγγι των νεκρών". Φυσικά, όπως συνήθως συμβαίνει, μόνο ζωντανοί κυκλοφορούσαν, αν και η αλήθεια είναι πως κάπως ταβλιασμένους τ' ανάσκελα τους έβρισκες συνήθως. Δεν ξέρω αν τους βλέπετε αμυδρά στη φωτογραφία, κάτω από τις ομπρέλες, αλλά περίπου αυτή ήταν η εικόνα που έβλεπα από την είσοδο της σκηνής. Ούτε λόγος να το κουνήσουμε από κει, φυσικά.

Όταν φτάσαμε, εννιά νοματέοι εξοπλισμένοι με 4x4, είδη κατασκήνωσης, είδη κατάδυσης, είδη ψαροντούφεκου, είδη προικός, ψυγειάκια με όλα τα καλά της κατανάλωσης και δύο τουλάχιστον κιθάρες, νύχτωνε πια. Περάσαμε το πρώτο βράδι με ρακές, και όλη τη δεύτερη μέρα με κολύμπι (μερικοί κατάδυση) και ψαροντούφεκο. Το δεύτερο βράδι ανάψαμε φωτιά και βάλαμε στην ψησταριά μπριζόλες, βάλαμε στη μέση σαλάτες, τυριά, κρασιά, και στο τέλος πιάσαμε τις κιθάρες (τις πιάσανε - το δημοφιλές ντουέτο "ο Μπομπ κι ο Μπόμπος") και έκαναν πρόγραμμα. Το πρόγραμμα συμπεριέλαβε κάποια στιγμή και κάποιες μαντινάδες, όχι όμως τις συνηθισμένες κάπως σοβαρές που κυκλοφορούν, αλλά κάποιες άλλες, που επιεικώς μπορούν να ονομαστούν άθλιες.

Δεν είμαι ειδικός στη μαντιναδολογία βέβαια, νομίζω πάντως ότι το είδος είναι ταυτόσημο ή πολύ συγγενικό με τις ικαριακές "ρίβες". Βέβαια οι μαντινάδες κανονικά απαγγέλλονται συνοδεία μουσικής, και μάλιστα του σκοπού που χορεύεται ως "σιγανός". Επιπλέον η μαντινάδα είναι ολοζώντανη στην Κρήτη, ενώ την τελευταία ικαριακή ρίβα που άκουσα την είχε πει η θεία μου η Κλειώ γύρω στο 1982. Κάποια άλλη στιγμή στην Κύπρο είχα ακούσει μια κυρία που έλεγε αντίστοιχα δίστιχα - για την ακρίβεια μιλούσε μόνο έτσι, ό,τι κι αν της έλεγες. Την είχαν βάλει απέναντι σε ένα γεμάτο αμφιθέατρο που της εκσφενδόνιζε δίστιχα και τετράστιχα δουλεμένα πριν επί ώρες - ακατάβλητη η κυρία απαντούσε διαρκώς με άλλα που κατασκεύαζε εκ του προχείρου και ήταν πολύ πιο επιτυχημένα. Προφανώς, πέρα από την ικανότητα, πρέπει να είχε και τεράστια παρακαταθήκη.

Οι αθλιομαντινάδες των παιδιών φυσικά δεν ήταν καθόλου αυτοσχέδιες. Κάποιες τις ήξερα από πριν - κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και στις τοπικές εφημερίδες, όπως αυτή που λέει:

Μόντεμ και ει-ντι-ες-ελ θα βάλω στο μιτάτο
για να πουλώ στο ίντερνετ το γάλα των προβάτω
και η άλλη που απαντά στην πρώτη:

Μόντεμ και ει-ντι-ες-ελ δε βάνω στο μιτάτο
γιατ'η ογρασά τσι εξοχής το ίντερνετ χαλά το

γιατί φοβούμαι για ιό στο γάλα των προβάτω)
Ο διαγωνισμός συνεχίστηκε με ακόμα αθλιότερες, όπως αυτή που έλεγε

Κάνανε μπλόκο τα ΕΚΑΜ απάνω στη μαδάρα
(πάνω στην Κρύα Βρύση)
μα δεν υπολογίσανε πως είχα Γκραν Βιτάρα
(πως είχα Μιτσουμπίσι)
και μερικές ακόμα αντίστοιχες που δε συγκράτησα, μέχρι που φτάσαμε στο

Μάρανες το βασιλικό οπού 'χα στην τενέκα
γιατί δεν τον επότιζες, ξεδιάντροπη γυναίκα
Υπέθεσα ότι είχε φαλλικό-σεξουαλικό υπονοούμενο, αλλά με διαβεβαίωσαν ότι ουδείς γνήσιος Κρητικός θα έβγαζε μαντινάδα αν ο "βασιλικός" του ήταν στ' αλήθεια μαραμένος, οπότε να το πάρω κατά κυριολεξία. Ακολούθησαν κάποιες ακόμα χειρότερες που δεν μεταφέρω εδώ, για λόγους ευσπλαχνίας μάλλον. Το πρόγραμμα τελείωσε με έναν Ερωτόκριτο προσαρμοσμενο κάπως στα καθ΄ ημάς (Άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα, καήκανε τα κάρβουνα και σβήστηκε η θράκα). Το πρωί ένα κλιμάκιο (κι εγώ μαζί) τα μάζεψε μετά την πρωϊνή βουτιά και γύρισε στην πόλη. Οι άλλοι έμειναν να περιποιηθούν τα ψαρικά που έβγαλαν, καθώς και το κεφαλόποδο μαλάκιο που φαίνεται στη φωτογραφία, στη θέση από την οποία παρακολουθούσε τα δρώμενα.


Γυρίζοντας στη δουλειά, ανέφερα στους συναδέλφους την εμπειρία και κυρίως τις μαντινάδες. Αρκετοί προσφέρθηκαν να συνεισφέρουν κι άλλες στη συλλογή, μερικές εκ των οποίων ήταν τόσο άθλιες που φρόντισα να τις ξεχάσω αμέσως. Συγκράτησα όμως προς αποθησαυρισμόν μία που παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον (από μαλακολογική σκοπιά) μια και οι πρωταγωνιστές της σαλιγκαρίζονται ασυστόλως, κατά πως φαίνεται:

Χοχλιδομπαιγνιδίσματα δε θέλω μπλιο μαζί σου
γιατί είδα σάλια άλλου χοχλιού απάνω στο κορμί σου
Αγαπητοί αναγνώστες, καλό σας καλοκαίρι...


ΥΓ. Ευχαριστώ το Γιώργο για την προσφορά της σαλιγκαρομαντινάδας και - κυρίως - της σκηνής.

17/6/08

Χερκουλάνουμ

Θάλασσα στα Τρίκαλα, σιδηρόδρομο στην Κρήτη
όχι τρύπες στις δεκάρες, έρχονται εκλογές

Αν και κανονικά το "τραίνο στην Κρήτη" είναι μια παραδοσιακή υπόσχεση επιπέδου Μαυρογιαλούρου όπως μαρτυρούν οι εισαγωγικοί στίχοι από ένα τραγούδι του Ορφέα Περίδη, η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς να δει μια παλιά ατμομηχανή αραγμένη σε τρία μέτρα ράγες στο λιμάνι του Ηρακλείου (αψευδής μάρτυς, η φωτογραφία). Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πώς βρέθηκε εκεί, υποψιάζομαι όμως ότι ήταν κάποιου τύπου καλλωπιστική παρέμβαση αντάμα με το παρακείμενο καΐκι που επίσης οριοθετεί μια μικρή πλατεία απέναντι από το τραίνο - με τη διαφορά ότι ένα πλεούμενο είναι κάπως πιο αναμενόμενο δίπλα στο λιμάνι, ούτως ή άλλως.

Όταν πρωτοβρέθηκα στο Ηράκλειο επισκεπτόμενος έναν καλό φίλο που σπούδαζε εδώ ήταν φθινόπωρο του 1987 - πάνω από είκοσι χρόνια. Μου είχαν κάνει εντύπωση διάφορα πράγματα την εποχή εκείνη - το ένα ήταν ότι η πόλη είχε στραμμένα τα νώτα στη θάλασσα. Ένα άλλο ήταν σίγουρα η πινακίδα που είχε αναρτήσει ο τότε δήμαρχος και έγραφε "Το Δημοκρατικό Ηράκλειο σας καλωσορίζει". Την εντόπισα ξανά προ ημερών στη λεωφόρο Κνωσού και μου προκάλεσε το ίδιο σαρδόνιο χαμόγελο όπως πριν είκοσι και βάλε χρόνια. Φυσικά ο νυν δήμαρχος είναι άλλος και είναι και εξαιρετικά δημοφιλής - νομίζω ότι το ποσοστό του στις εκλογές ήταν άνω του εβδομήντα τοις εκατό. Οι περισσότεροι ντόπιοι που ξέρω μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για το Δήμαρχο (με κεφαλαίο Δέλτα). Πριν ενάμιση χρόνο που έψαχνα για σπίτι στο Ηράκλειο, άκουσα μια κυρία να παινεύει ταυτοχρόνως σπίτι και Δήμαρχο ως εξής:

- Και για να δείτε τι καλό σπίτι που είναι, να ξέρετε ότι ο Δήμαρχός μας - με εβδομήντα τοις εκατό βγήκε - μας έβαλε ΚΑΙ αποχέτευση.

Το επιχείρημα θα ήταν συγκλονιστικό αν δε θυμόμουν την αποχέτευση στην - υποβαθμισμένη κατά τα λοιπά - αθηναϊκή γειτονιά μου να περνάει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70, παρά το ότι ο εκεί δήμαρχος έβγαινε τη δεύτερη Κυριακή. Δεν επέλεξα το συγκεκριμένο οίκημα πάντως, και είδα μερικά ακόμα, ρωτώντας καλού κακού αν έχουν αποχέτευση. Μερικά δεν είχαν, ωστόσο η δημοφιλία του Δημάρχου παρέμενε ακλόνητη σχεδόν σε όλους. Συχνά ανέφερα στις κουβέντες με τους ιδιοκτήτες το πλήθος των έργων που συναντούσα στο δρόμο.

- Μα ξέρετε, μου έλεγαν, ο Δήμαρχός μας, μας έχει κάνει εβδομήντα έργα. Μέχρι και παραλιακή λεωφόρο μας έφτιαξε.

Στην ένστασή μου ότι η παραλιακή έγινε ως πρόσβαση στα Ολυμπιακά έργα (δηλαδή το Παγκρήτιο Στάδιο) και ότι τα οδικά έργα δεν είναι αρμοδιότητας Δήμου, μου απαντούσαν κουνώντας το κεφάλι.

- Άμα δεν ήταν ο Δήμαρχός μας Γραμματέας Αθλητισμού, ούτε Παγκρήτιο θα βλέπαμε...

Αν και πέτυχα κάμποσους από το τριάντα τοις εκατό μάλλον παρά από το εβδομήντα, μόνο έναν βρήκα που να έχει σοβαρές επιφυλάξεις.

- Ο Δήμαρχός μας, έλεγε, βγήκε με εβδομήντα τοις εκατό και έκανε εβδομήντα έργα, που θα τελειώσουν σε εβδομήντα χρόνια.

Αν και η ματιά μου στην πόλη είναι η ματιά του ξένου και δεν διεκδικεί κανένα ιδιαίτερο βάθος, δεν μπορώ να μην υποψιαστώ ένα σύνδεσμο ανάμεσα στην άναρχη ανάπτυξή της (και τη σοβαρή έλλειψη υποδομών) με το χαρακτήρα των κατοίκων. Η παντελής έλλειψη πεζοδρομίων ίσως αντανακλά μια γενική έλλειψη σεβασμού του δημόσιου χώρου σε σχέση με τον ιδιωτικό. Ο δρόμος που μένω έχει κάποια υποτυπώδη πεζοδρόμια. Ωστόσο, ο μερακλής γείτων μου που μάλλον εκνευρίστηκε με διάφορους σαν εμένα που πάρκαραν μπροστά στο σπίτι του, έφερε μια μέρα μαστόρους και γκρέμισε το φράχτη της αυλής του, ισοπέδωσε τα δεντράκια του, πέρασε πλακάκι μουσταρδί χρώματος όλο το χώρο (αυλή ΚΑΙ πεζοδρόμιο), κρέμασε ταμπέλα με αλυσιδίτσα που γράφει "Ιδιωτικός χώρος - Μην παρκάρετε" και τώρα παρκάρει μόνο αυτός και τα παιδιά του (διαγωνίως όμως, διότι δε χωράει να παρκάρει καθέτως) εφαπτομενικώς με τη βεράντα του. Τώρα πίνει τον καφέ του βλέποντας τα καπώ αντί για τα δέντρα και είναι και πολύ περήφανος μάλλον. Έριξα μια ματιά γύρω γύρω στη γειτονιά, και εντόπισα διάφορους ανάλογα περήφανους με την ίδια πατέντα, όχι πάντα με πλακάκι βέβαια.

Εικάζω ότι ίσως αρχικά οι δρόμοι του Ηρακλείου να είχαν πεζοδρόμια (τουλάχιστον εκτός τειχών, μια και οι Βενετοί που χτίσανε το κάστρο δεν είχαν την υποχρέωση να προβλέψουν την ύπαρξη αυτοκινήτων) αλλά οι μερακλήδες κάτοικοι τα απαλλοτρίωσαν ταχέως, μη αντιλαμβανόμενοι κάποια χρησιμότητα σε αυτά. Μπορεί και να κάνω λάθος βέβαια. Πάντως ο Δήμαρχός μας φαίνεται πως αντιμετωπίζει την έλλειψη πεζοδρομίων με την επέκταση των πεζοδρόμων - μια ιδέα εξαιρετική στην απλότητά της και πολύ φιλική στους πεζούς. Ατυχώς η ύπαρξη πεζοδρόμων δε σημαίνει πολλά για τους περήφανους αυτοκινητιστές της πόλης μας και της ενδοχώρας που παρκάρουν ακριβώς εκεί τα SUV τους και τα λοιπά 4Χ4. Προσφάτως ανακάλυψα ότι το πάρκιγκ που συνήθως αφήνω το αμάξι όταν κατέβω στο κέντρο έχει επίσης περιζωθεί από πεζοδρόμους. Έφτασα νομίμως ως εκεί αλλά ήταν αδύντον να φύγω νομίμως.

- Και πώς θα βγω; ρώτησα την παρκατζού.
- Από κει, είπε και μου έδειξε το δρόμο από όπου είχα μπει.
- Μα είναι μονόδρομος.
- Ε, και; με ρώτησε με απορία.

Η ιστορία με τους μονόδρομους είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Ο Δήμαρχός μας έχει τη συνήθεια να αλλάζει τη φορά τους ανά εξάμηνο περίπου, και συχνά διαφορετικά σημεία του ίδιου δρόμου έχουν διαφορετική φορά. Φαντάζομαι η ιδέα είναι να βρεθεί μια βέλτιστη διευθέτηση, αλλά οι γενναίοι κάτοικοι δε μασάνε και πολύ. Προχτές έπεσα σε ένα χαριτωμένο τρακάρισμα σε μια διασταύρωση - και οι δύο οδηγοί πήγαιναν ανάποδα. Εντάξει, δε λέω ότι δεν έχω παρανομήσει ποτέ οδικώς, αλλά όταν κάνω τη στραβή μια ματιά τη ρίχνω όσο να 'ναι... Άσε που με τις αθηναϊκές πινακίδες μου δίνω αρκετό στόχο ούτως ή άλλως οπότε αποφέυγω να είμαι και πολύ προκλητικός...

Στην ιστοσελίδα του Δήμου πάντως βρήκα μερικές πολύ κολακευτικές όψεις της πόλης. Εδώ παρακάτω φαίνεται ο (γκρεμισμένος σήμερα) μικρός Κούλες και στο βάθος το πρώτο πολυόρωφο κτίριο της πόλης που ήταν για πολλά χρόνια κάτι σαν το γιοφύρι της Άρτας και είναι σήμερα το ξενοδοχείο Μέγαρον. Η φωτογραφία είναι νομίζω του 1905 ή κάπου εκεί.


Φυσικά δεν έχω την απαίτηση το κύμα αστυφιλίας που σάρωσε την Ελλάδα και τον κόσμο στη διάρκεια του εικοστού αιώνα να άφηνε ανέγγιχτη την Κρήτη και το Ηράκλειο. Καταλαβαίνω τους στενούς δρόμους της περίκλειστης πόλης, την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 στους μαχαλάδες των Τουρκοκρητικών, την κατεδάφιση όμορφων αλλά ερειπωμένων σπιτιών για την ανέγερση πολυκατοικιών της φτωχολογιάς. Δυσκολεύομαι όμως να καταλάβω το μπάζωμα των τειχών γύρω από την πλατεία Ελευθερίας όσο και την (χουντικής περιόδου βέβαια) κατασκευή του γηπέδου του συμπαθούς Εργοτέλη πάνω στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, μεσοτοιχία με τον τάφο του Καζαντζάκη (στην αριστερή γωνία των τειχών όπως φαίνεται από ψηλά στη φωτογραφία).


Μια μέρα που πίναμε ρακές στο μαγαζί του (που το έχει διακοσμήσει με φωτογραφίες από τη μία λυράρηδων και καπεταναίων και από την άλλη αγωνιστών της Αριστεράς) ο Δημήτρης με ρώτησε αν μου αρέσει το Ηράκλειο. Δίστασα να απαντήσω προς στιγμήν και με πρόλαβε:

- Δεν σου αρέσει, ε; Ε, βέβαια, γιατί να σου αρέσει; Χάλια είναι. Αλλά ξέρεις ποιος φταίει;

Περίμενα να ακούσω.

- Ο καπιταλισμός φταίει.

Αν και ιδεολογικά δε με χαλάει η διαπίστωση, νομίζω ότι ερμηνευτικώς πάσχει. Στη μητρόπολη του καπιταλισμού, η διοικητική πρωτεύουσα είναι από τις πιο καλοσχεδιασμένες πόλεις στον κόσμο με πενήντα τοις εκατό κήπους και δενδροστοιχίες. Είπα να το φέρω πιο ευγενικά και διατύπωσα αλλιώς την ένστασή μου.

- Δηλαδή ρε Μήτσο στα Χανιά δεν είχανε καπιταλισμό;

Το να παινεύεις τα Χανιά στο Ηράκλειο και αντιστρόφως ίσως δεν είναι η σοφότερη επιλογή, αλλά ο Μήτσος ως κομμουνιστής είναι πολίτης του κόσμου και δεν καταλαβαίνει από τοπικισμούς. Είπε κάτι για τις ιστορικές συγκυρίες και τη διαλεκτική τους που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή, αλλά εγώ νομίζω ότι γενικά καπιταλισμό είχε και το Άργος και το Ναύπλιο και το Μπέρμιγχαμ και η Οξφόρδη. Το Στάλιγκραντ και η Σαγκάη που δεν είχανε (άλλο αν τον απέκτησαν στο δρόμο) δεν είναι κατά τι ομορφότερες πόλεις. Οπότε ίσως χρειαζόμαστε πιο πολυδιάστατες ερμηνείες. Αλλά μετά την έβδομη ρακή, οι διαστάσεις γίνονται όλες ίσωμα οπότε πήγαμε παρακάτω.

Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, η πόλη έχει αλλάξει σοβαρά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τώρα έχει στρέψει μια πλευρά λιγάκι προς τη θάλασσα, και αν μεταφερθεί το αεροδρόμιο όπως λένε ίσως έχει την ευκαιρία να στρέψει και την άλλη πλευρά. Κάπως αρχίζουν να μπαίνουν σε ταξη οι αποχετεύσεις, και η κρήνη του Μοροζίνι (τα "Λιοντάρια") βγάζει πάλι νερό. Ίσως μάλιστα καταφέρουμε κάποτε να έχουμε κάθε μέρα νερό στο δίκτυο (αν και το πρόβλημα είναι όλης της Κρήτης και εμφανώς υπερβαίνει τη συνήθη διαχείριση). Η κεντρική οδός 25ης Αυγούστου είναι πεζοδρομημένη εδώ και χρόνια (φανταστείτε την Πανεπιστημίου στην Αθήνα πεζόδρομο για να καταλάβετε) και στο κέντρο δεν υπάρχει δακτύλιος όπως υπήρχε παλιά. Φυσικά υπάρχει πρόβλημα πρόσβασης και παρκαρίσματος, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν είμαστε οι Κολοκοτρωναίοι που καβάλα παν στη εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε - οι αποστάσεις δεν είναι τόσο γενναίες που να μη γίνονται με τα πόδια. Το πιο ευχάριστο είναι ότι εκτός από το Δήμαρχό μας, υπάρχουν και πρωτοβουλίες "από τα κάτω" όπως η ομάδα Critical Mass που οργανώνει ποδηλατοπορείες κάθε μήνα στο κέντρο και επαναδιεκδικεί τους δρόμους από τα αυτοκίνητα. Αν και δεν ξέρω ποδήλατο τους συμπαρίσταμαι ψυχολογικώς.

Κι έπειτα, υπάρχουν νησίδες που απαιτείται ένα λίγο διαφορετικό μάτι για να τις εντοπίσεις. Έτσι, χάρηκα που μετά είκοσι χρόνια ξαναβρήκα τα σμήνη των πουλιών που περιπλανιούνται σε σχηματισμούς πάνω από την πλατεία Ελευθερίας, καθώς και το ίδιο παγκάκι ανάμεσα στον Άγιο Τίτο και τη Λότζια που μου είχε χαρίσει στιγμές ηρεμίας και ξεκούρασης και στις τότε περιπλανήσεις μου. Και χάρηκα που βρήκα ακόμα την Όαση και το Κηποθέατρο, αλλά και ένα επιπλέον θερινό σινεμά πάνω στα τείχη στην πύλη Βηθλεέμ. Ακόμη, το Θεωρείον στην οδό Πεδιάδος, τη Γκουέρνικα και το Bus, το Σιγά-Σιγά στο πάρκο Θεοτοκόπουλου και το καφενείο του Πίπη στον Πόρο, το κομψοτέχνημα σινέ Κορνάρος, τις εκδηλώσεις στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, την κίνηση στον Κούλε και το μώλο του λιμανιού. Χαίρομαι που υπάρχει η Βικελαία Βιβλιοθήκη, ένα είδος ψυχής της πόλης, κι ας μην έχω πάει ποτέ εκεί.

Χαίρομαι ακόμα που γυρνάω αργά τα βράδια σε μια πόλη ζωντανή, που παρέες νέων κάθε ηλικίας κάθονται στα ρακάδικα και στα μπαρ και στις καφετέριες, φλερτάρουν, ερωτεύονται και χωρίζουν, γράφουν στους τοίχους και περιφέρονται για ώρες περπατώντας με προσοχή για να μην πατήσουν τα σκουπίδια, τσακώνονται και φωνάζουν και σιγομιλούν και τραγουδάνε μαντινάδες και ροκιές και φλώρικα σουξέ και στρίβουν από απόμερα δρομάκια για να γλυτώσουν το αλκοτέστ, πέφτοντας ενίοτε πάνω σε παραμελημένα ψήγματα ομορφιάς όπως ένα γεράνι σε κάποιο μπαλκόνι, ένα μισάνοιχτο παράθυρο ή μια ανάμνηση μαστοριάς σε κάποια παλιά πόρτα. Και χαίρομαι για μια εικόνα που είδα γυρίζοντας από τη Δία με το ιστιοπλοϊκό αργά ένα απόγευμα: από τη θάλασσα, μπαίνοντας στο λιμάνι, και με κόκκινο το φως του ήλιου την ώρα εκείνη, το Ηράκλειο έμοιαζε για λίγο (ψευδώς, αλλά έμοιαζε) μια όμορφη πόλη.

Θυμάμαι τέλος ένα απόγευμα που κατηφόριζα με γκάζια στα στενά από το Κομένο Πεντένι προς τον Άγιο Μηνά για να προλάβω ένα ραντεβού πριν με κακοχαρακτηρίσει η - ήδη στημένη - παρέα που με περίμενε. Στο δρόμο έπεσα σε έργα επί της οδού και αναγκάστηκα να γυρίσω και να παρκάρω στο γνωστό πάρκιγκ (τέσσερα ευρώ). Συνέχισα τροχάδην και ξανάπεσα πάνω στα έργα βλαστημώντας το Δήμαρχό μας και τις εβδομήντα αποχετεύσεις που έβαζε κάτω από τους εβδομήντα μελλοντικούς πεζόδρομους. Πέρασα ακροποδητί πάνω από τους λάκκους και μοιράστηκα τις σκέψεις μου με τους εργάτες:

- Πάλι αποχετεύσεις περνάτε; (από μέσα: μην πω το Χερκουλάνουμ σας...)
- Μα τι λέτε κύριε; μου εξήγησε ένας επιβλέπων. Οπτικές ίνες βάζουμε.

Τον ευχαρίστησα και βγήκα ανάλαφρος στην πλατεία. Δεν ειχα αργήσει και πολύ τελικά - είπαμε, οι αποστάσεις είναι σαφώς πιο ανθρώπινες εδώ από ό,τι στην Αθήνα.

13/6/08

Το καλοκαίρι προχωρεί... (Πατρίτσια Αδαμοπούλου)

[...] Το καλοκαίρι, ανεξάρτητα αν θα φύγεις ή θα μείνεις, όταν δουλεύεις έχεις τη σταθερή αίσθηση πως κάνεις υπερωρίες. Πως κάνεις κάτι που δεν ώφειλες. Γιατί η αυθεντική λειτουργία αλλά και η γοητεία του καλοκαιριού δεν ανιχνεύεται στις πολυπράγμονες φυσιολατρίες των τουριστικών γραφείων. Το καλοκαίρι είναι εποχή ανατρεπτική. Η γη πλησιάζει τον ήλιο περισσότερο παρά ποτέ. Οι αρμοί της συνήθειας και των παραδεδομένων πυρπολούνται. Ο κόσμος αποκαλύπτεται στο στοιχειακό του μεγαλείο. Δεν είναι ώρα για περισπασμούς εργασίας. Τώρα τα δύο μισοφέγγαρα συγκλίνουν στο στερέωμα, όπως στη νήσο των Μακάρων. Και ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

Το καλοκαίρι, λίγο να προσέξεις, μαθαίνεις. Μαθαίνεις όπως όταν πήγαινες στις κούνιες και ο κόσμος γινόταν ένας πολύχρωμος κύκλος. Και εσύ απογειωνόσουν. Πόσο διαρκούσε το στροβίλισμα; Δεν μπορούσες να πεις.

Έτσι και το καλοκαίρι. Μέσα στη μαυλιστική ζέστη όλα συμπλέκονται. Οι ήχοι των τζιτζικιών εκπέμπουν μικρές λάμψεις. Η θάλασσα που λαμπυρίζει ηχεί σαν τζιτζίκι. Και η μυρωδιά των πεύκων κυματίζει. Λιώνοντας στο στόμα σου τη βανίλια ή το παγάκι της λεμονάδας είσαι σαν ένας μικρός θεός που τρέφεται με αμβροσία. Και αγγίζεις τη μεγάλη αλήθεια: Η αιωνιότητα είναι κάτι που μαθαίνεται και γίνεται. Είναι σαν άσκηση γεωμετρίας. Αρκεί να πιστέψεις στο εύρος των προοπτικών του πρόσκαιρου.

Γρηγορείτε και μετανοείτε. Το καλοκαίρι προχωρεί.

Πατρίτσια Αδαμοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ - 19/7/1998

8/6/08

Βόλτα με κουλούκι

Κατ αρχήν, να διευκρινίσω ότι δεν είμαι καθόλου φιλόζωος (ή ζωόφιλος, όπως το προτιμά κανείς). Ειδικότερα, δεν έχω σε καμμία ιδιαίτερη εκτίμηση την έννοια του "κατοικίδιου", είτε αυτό αφορά σκύλους, είτε γάτες, είτε καναρίνια, είτε ινδικά χοιρίδια, είτε χελωνάκια, είτε χρυσόψαρα. Δεν αντιπαθώ τα ζώα, ούτε αυτούς που τα έχουν, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι η συγκεκριμένη συνήθεια με αφορά έστω και κατ' ελάχιστον.

Υποθετω ότι σε αυτό συνετέλεσε κατ' αρχήν η ικαριακή ανατροφή μου - σε μια παραδοσιακή κοινωνία όπου οι αντιπρόσωποι του ζωικού βασιλείου χωρίζονται αδρά σε "ζωντανά" (κότες, κατσίκες, κουνέλια) και σε "ψόφκια" - με παχύ κάπα (γάτες, σκύλοι κλπ.), με τα δεύτερα να γίνονται ανεκτά μόνο εφόσον έχουν μια ορισμένη χρησιμότητα (π.χ. πιάνουν ποντίκια ή φυλάνε το κοπάδι), η έννοια του "ζώου συντροφιάς" φάνταζε υπερβολικά "αστική" και κάπως εξεζητημένη για τα τοπικά ήθη. Καπάκι ήρθε και έκατσε η βιολογική μου εκπαίδευση, που έβαλε στο κεφάλι μου σε ίση μοίρα στο ζωικό βασίλειο ένα σωρό πράγματα που κανείς δε θέλει για κατοικίδια (φίδια, κατσαρίδες, σκουλήκια διάφορα, μύγες, σαλιγκάρια κλπ.).

Έτσι, με λυμένα τυχόν συνειδησιακά προβλήματα, κατατάσσομαι αυτοβούλως στους εκ πεποιθήσεως μη φιλόζωους, και αντιμετωπίζω με σχετική συγκατάβαση τα προβλήματα μερικών φίλων μου που αφορούν τις ψυχολογικές διαταραχές της Τρίλλιας, την ακατάστατη σεξουαλική ζωή του Βούλη (αυτά είναι σκυλιά), τις περιστασιακές εξαφανίσεις της Ραλλούς (γάτα), τις διαρκείς αναζητήσεις του φίλου μου του Θανάση (άνθρωπος) όποτε τον επισκέπτομαι ("μήπως είδες μια γάτα όπως ερχόσουν;") και την εικόνα ζωολογικού κήπου που παρουσίαζε μια εποχή το σπίτι ενός ζευγαριού φίλων με τα δύο σκυλιά, τη γάτα, το κουνέλι, την κότα και τα χελωνάκια επιπλέον των τριών παιδιών και του παππού.

Η αλήθεια είναι ότι από όλα τα είδη κατοικιδίων, οι γάτες μου πάνε καλύτερα ψυχολογικώς - φαντάζομαι ότι ίσως θα μπορούσα να έχω γάτα στο σπίτι, αν είχα κήπο. Οι γάτες είναι αυτοεξυπηρετούμενες σε ζητήματα ατομικής υγιεινής, αυτοκαθαριζόμενες, και λίαν αυτεξούσιες - ιδιότητα που εκτιμώ απεριόριστα. Δυστυχώς παράγουν και ένα σκασμό αλλεργιογόνα που μετατρέπουν το ανοσοποιητικό μου σύστημα σε φταρνιστήρι μετά ασθματικών σπασμών εντός εικοσαλέπτου, πράγμα ελάχιστα ελκυστικό έτσι κι αλλιώς, που με έχει αναγκάσει σε εσπευσμένες αποχωρήσεις από οικίες φίλων πάνω που έβγαινε από το φούρνο το σουφλέ - μεγάλη πίκρα! Πάντως, δεδομένου ότι οι ζωόφιλοι κατά βάση διακρίνονται σε γατόφιλους και σκυλόφιλους (οι λοιποί είναι αμελητέες ποσότητες), μπορώ να καμουφλάρω την αδιαφορία μου ως "γατοφιλία ανεσταλμένη λόγω αλλεργίας" και να τη βγάζω καθαρή όταν πέσω σε ζωοφιλική παρέα και η συζήτηση έρχεται στο επίμαχο θέμα, χωρίς να φαίνομαι και εντελώς πρωτόγονος.

Τούτων δοθέντων, είναι απορίας άξιον το πώς βρέθηκα την περασμένη εβδομάδα να σεργανίζω πάνω-κάτω στο Ηράκλειο το εικονιζόμενο πάνω αριστερά κουτάβι (κουλούκι στην κρητική ντοπιολαλιά), που ακούει στο όνομα Λάιλα*. Ας όψεται η ιδιοκτήρια του κουλουκίου, που είναι ένας από τους πιο χαρούμενους και γελαστούς ανθρώπους που ξέρω και που μου φτιάχνει τη διάθεση όποτε τη βλέπω. Έπρεπε να λείψει για μια βδομάδα και δεν έβρισκε κανέναν να το αφήσει – το γεγονός της είχε προκαλέσει μεγάλη στενοχώρια. Το να βλέπεις αυτή την κοπέλα στενοχωρημένη είναι σαν Αστερίξ χωρίς αγριογούρουνο – εντελώς παράδοξο. Προσφέρθηκα αυθορμήτως να άρω τον παραλογισμό, υπό την προϋπόθεση ότι το κουλούκι δεν θα μετακόμιζε σπίτι μου αλλά θα παρέμενε στο δικό του.

Έτσι, κάθε απόγευμα, αφού ανανέωνα την τροφή και το νερό στο πιατάκι, αναλάμβανα τη βόλτα της Λάιλας στα πέριξ. Την πρώτη μέρα κατευθυνθήκαμε προς κάτι χωραφάκια στην ενδοχώρα, μεταξύ ελαιοτριβείων και αγροτικών συνεταιρισμών. Το δυστύχημα ήταν ότι η περιοχή ήταν γεμάτη σκύλους και κάποια στιγμή μαζεύτηκαν γύρω μας καμιά δεκαριά, ορισμένοι μάλιστα ιδιαιτέρως ψωμωμένοι. Δεν ξέρω αν έχετε επιχειρήσει ποτέ να συνεννοηθείτε με αγέλη σκύλων – ευτυχώς το κουλούκι είναι κατά πολύ νεώτερο της αναπαραγωγικής ηλικίας και δεν τους προκάλεσε τίποτα άλλο παρά απλή περιέργεια. Καλού κακού όμως, το σβέρκωσα και το έχωσα στο αμάξι και γίναμε μπουχός πριν αγριέψουν τα πράγματα.

Αποφάσισα ότι η επόμενη βόλτα θα γινόταν σε αστικό περιβάλλον, κι έτσι την επομένη ανέβασα το κουλούκι στα τείχη πάνω από την πύλη Βηθλεέμ και αρχίσαμε να σουλατσάρουμε πέρα-δώθε μέχρι το Μαρτινέγκο. Το γεγονός μου επέτρεψε να ανακαλύψω ότι μερικοί ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη με αυτοκίνητο και τουλάχιστον ένας παρκάρει επί των επάλξεων, ότι η διέλευση του κουλουκίου μπορεί να αποπροσανατολίσει προς στιγμήν μερικές νεαρές αθλήτριες του Εργοτέλη (αλλά μόνο προς στιγμήν) και ότι ο τάφος του Καζαντζάκη είναι το ιδανικό σημείο για να βγάλεις το σκύλο σου βόλτα, εξαιρουμένου του γεγονότος ότι απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους στα τείχη (όπως διαπίστωσα ατυχώς κατά την έξοδο).

Ως νομοταγής πολίτης αποφάσισα ότι τέρμα τα τείχη, και η τρίτη βόλτα θα γινόταν εκεί που πάνε όλοι οι εξόριστοι της πόλης: πεζοί, ποδηλάτες, σκύλοι, κουτσοί-στραβοί στον Κούλε και επί του λιμενοβραχίονα. Η απόσταση από τον Κούλε μέχρι το πράσινο φανάρι της εισόδου στο λιμάνι είναι (μετρημένα στο έδαφος του μώλου) 2250 μέτρα, άρα μετ' επιστροφής τεσεράμισι χιλιόμετρα. Υπολόγισα συνολικά πέντε αν βάλουμε και την απόσταση μέχρι το πάρκιγκ και λογάριασα πως με χαλαρό περπάτημα μία ώρα πάνω-κάτω είμαστε εντάξει. Δυστυχώς, όταν έφτασα στο πάρκιγκ εξουθενωμένος μετά από δυόμιση ώρες, κατάλαβα ότι δεν μπορείς να συντονίσεις εύκολα τις επιθυμίες ενός εκατοντάκιλου σαραντάχρονου ανθρώπου και ενός διομισάκιλου τετράμηνου σκύλου, εκτός ίσως από την ακατάσχετη επιθυμία και των δύο για άφθονο νερό μετά τη βόλτα. Μοιραστήκαμε ένα μπουκάλι και μέχρι να το πάω σπίτι του το κουλούκι ήδη ροχάλιζε στο καλαθάκι.

Την επόμενη μέρα το ξανακατέβασα στο λιμάνι, αλλά αυτή τη φορά απέφυγα το λιμενοβραχίονα και περιορίστηκα σε ένα ανώδυνο σουλάτσο Παλιό Ψυγείο-Βάρδια-Μαρίνα όπου το κουλούκι αφενός ενθουσιάστηκε με το τραβηγμένο έξω καΐκι που "στολίζει" το χώρο (τόσο που έκτοτε διάλεγε ακριβώς αυτό το σημείο για να ξαλαφρώσει) και αφετέρου επέδειξε αξιοσημείωτο τσαμπουκά εναντίων πολύ πιο μεγαλόσωμων και ενήλικων σκύλων της περιοχής που προς μεγάλη μου ανακούφιση δεν καταδέχτηκαν να το κάνουν μια χαψιά. Καλού κακού πάντως το έσυρα μέχρι τα ιστιοπλοϊκά και το πήγα σηκωτό στην πλωτή εξέδρα και μετά το ανέβασα με το στανιό στο "Πελαγίς" όπου ο Γιάννης φιλοξενούσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της Συντρίμ τημ σε ένα μικρό σπαγγέτι-πάρτυ. Αν και αρχικά το κουλούκι δε γούσταρε ιστιοπλοΐα, σύντομα βρέθηκε εν μέσω χαδιών και ταϊσμάτων στο επίκεντρο της προσοχής και μάλλον του άρεσε. Ατυχώς βαρέθηκε γρήγορα (μόλις τέλειωσαν τα μακαρόνια) και βάλθηκε να με δαγκώνει με μανία ίσαμε που το περιμάζεψα και ξαναπήγαμε σπίτι.

Η επόμενη βόλτα ήταν η τελευταία. Πήγα και το πήρα πολύ αργά το βράδι, μετά από μια εξοντωτική μέρα στη θάλασσα. Όταν έφτασα σπίτι είδα το μουσούδι του που ξεπρόβαλλε από τη βεράντα. Μόλις άνοιξα την πόρτα πετάχτηκε και χώθηκε μόνο του στο καλαθάκι. Πήγαμε πάλι στο λιμάνι - έτρεξε μέχρι το καΐκι για τους γνωστούς λόγους και μετά έπαιξε λίγο με διάφορα αντικείμενα που μάζευε από κάτω και μου τα έφερνε. Κάποτε βαρεθήκαμε και οι δύο - με τράβηξε μέχρι το αμάξι, μπήκε πάλι μόνο του στο καλάθι και γυρίσαμε πίσω. Άλλαξα το νερό και το φαγητό, το χάιδεψα λιγάκι και έφυγα. Βγαίνοντας είδα πάλι το μουσούδι του στη βεράντα - το αποχαιρέτησα με μια κίνηση του χεριού.

Η ιδιοκτήτρια επανέκαμψε την άλλη μέρα - μου είπε στο τηλέφωνο ότι το βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση. Πήγαμε όλοι μαζί για μπάνιο - για κάποιο περίεργο λόγο το κουλούκι άκουγε πιο πολύ εμένα παρά εκείνην. Γενικά πάντως δεν άκουγε και πολύ - ό,τι δαγκωνόταν το δάγκωνε, ό,τι τρωγόταν το έτρωγε, ό,τι κυνηγιόταν το κυνηγούσε. Κάποτε νύχτωσε - γυρίζαμε στο Ηράκλειο όταν η κοπέλα με ρώτησε:

- Καλά, είσαι σίγουρος ότι δεν αγαπάς τα σκυλιά;
- Φυσικά, γιατί ρωτάς;
- Γιατί αυτό σε λατρεύει, μου φαίνεται.
- Η αλήθεια είναι ότι κάθε απόγευμα που πήγαινα, το κουλούκι κατουριόταν απ' τη χαρά του.
- Με όλους κατουριέται, μωρό είναι, μην το παίρνεις προσωπικά. Πάντως σε κατασυμπάθησε. Εσύ δεν το κατασυμπάθησες;

Έκανα μια κίνηση "έτσι κι έτσι" με το χέρι. Ήξερα όμως ότι έλεγα ψέματα κατά βάθος.

- Το κουλούκι μου, συνέχισε η κοπέλα εμφατικά, είναι το πιο όμορφο κουλούκι του κόσμου.

Σκέφτηκα ότι κι αυτό ψέμα ήταν, αλλά της κουκουβάγιας το μικρό είν' το πιο όμορφο στο δάσος. Χαμογέλασα. Είχε νυχτώσει για τα καλά πια - η πόλη άναβε τα φώτα της ένα ένα στο βάθος.

Στο πίσω κάθισμα, το πιο όμορφο κουλούκι του κόσμου χασμουριόταν μέσα στο καλαθάκι του.

Το πιο όμορφο κουλούκι του κόσμου ενώ κατατροπώνει ένα παπούτσι νούμερο τριανταεφτά παρά θιν' αλός.


*Λάιλα ή Λεϊλά στα αραβικά σημαίνει Νύχτα, αλλά μάλλον το κουλούκι ονομάστηκε έτσι από το ομώνυμο τραγούδι (Layla) του Έρικ Κλάπτον.

6/6/08

Άλλα γούστα

Ως κάπως μετριοπαθής ποδοσφαιρόφιλος, ρίχνω μια ματιά στις αθλητικές σελίδες των εφημερίδων και σε μερικές σχετικές ιστοσελίδες (ειδικά ενόψει Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ώστε να ξέρουμε και σε τι κόσμο ζούμε). Τις προάλλες διάβασα στην ιστοσελίδα του Supersport fm (από όπου και η εικόνα) μια συνέντευξη του εικονιζόμενου Όθωνος Ρεχάγκελ. Aν τυχόν υπάρχει κανείς που δε γνωρίζει ποιος είναι (που δεν το φαντάζομαι), είναι ο Γερμανός προπονητής της Εθνικής ομάδας της Ελλάδας. Η συνέντευξη δόθηκε στην "καλή" εφημερίδα Bild, όπου ο Όθων μεταξύ άλλων κοινοτοπιών ερωτάται:

- Τι δεν σας αρέσει στους Ελληνες;

Και απαντά:

- Ξυπνάνε πολύ αργά και κοιμούνται πολύ αργά. Τρώνε πολύ και πολύ αργά το βράδυ.

Μόλις διάβασα το παραπάνω απόσπασμα, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Δε σας κρύβω ότι τελευταία είχα αρχίσει να ανησυχώ - ούτε τηλεόραση βλέπω (ούτε καν Γιουροβίζιον), ούτε στο facebook υπάρχω, ούτε στα παραλιακά κλαμπάκια κυκλοφορώ, και στα αλκοτέστ σκοράρω συστηματικά κάτω από το όριο. Όμως ο Όθων, με την έμπειρη ευρωπαϊκή ματιά του, έβαλε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους.

Τώρα το ξέρω: αδέλφια μου συνέλληνες, είμαι κι εγώ ένας από εσάς!

(Είναι καλό να ξέρεις πού ανήκεις τελικά...)