ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


13/5/08

Τι το θες το κουβαδάκι...


Από ό,τι φαίνεται, έχω μνήμες από πολύ παλιά περιστατικά στην παιδική μου ηλικία. Έχει τύχει ενίοτε να υπενθυμίζω σε κάποιους ελαφρώς έκπληκτους παιδικούς φίλους τις ακριβείς περιστάσεις της γνωριμίας μας ενώ παίζαμε π.χ. μήλα ή κορόιδο κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '70 - μια ανάμνηση που μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη, ειδικά αν κατά κανόνα είσαι το κορόιδο. Είναι γεγονός ότι η κοινή καταγωγή και οι κοινή καλοκαιρινή ζωή επί σειρά ετών έχουν συμβάλλει αρκετά στη διαμόρφωση συν τω χρόνω μια βασικής "παρέας" που οι φιλίες μεταξύ των μελών της σφυρηλατήθηκαν με βουτιές από το μώλο του λιμανιού στον Εύδηλο, με μετακινήσεις στην καρότσα του φορτηγού του Οδυσσέα, με φωτιές και κιθάρες και νυχτερινά μπάνια στις παραλίες, και πάνω από όλα με ρασκό* και κρασοκατάνυξη και κυκλικούς χορούς στα πανηγύρια.

Βέβαια, έχω την αίσθηση ότι ούτε η παιδική μας ηλικία ούτε η εφηβεία μας ήταν τόσο ιδιαίτερες που να αξίζουν σοβαρής διαδικτυακής εξιστόρησης ως κτήμα ες αεί, αλλά τέλος πάντων δημιούργησαν ένα υπόστρωμα πάνω στο οποίο ρίζωσαν οι ανθεκτικότερες φιλίες που έχω καταφέρει να φτιάξω - και νομίζω το ίδιο ισχύει για τους περισσότερους. Παρά το γεγονός ότι οι παρέες συνήθως αποσυντίθενται όταν κάποτε εκλείπει η συγκολλητική ουσία τους, μερικοί έχουμε καταφέρει να σμίγουμε και να κάνουμε παρέα χειμώνα-καλοκαίρι τα τελευταία είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, παρά τις όποιες διαφορές στον τρόπο ζωής μας (ή ενδεχομένως και χάρη στις διαφορές αυτές). Προφανώς δεν μπορούμε όπως το καλοκαίρι να συναντιόμαστε κάθε μεσημέρι στην πλατεία του Ευδήλου πριν πάμε για μπάνιο, μπορούμε όμως να μαθαίνουμε ο ένας τα νέα του άλλου, να βρισκόμαστε κατά ομάδες ή και όλοι μαζί και να περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία για ολομέλειες, σε γιορτές και γενέθλια, στους ετήσιους χορούς των τοπικών εφημερίδων και συλλόγων, σε πάρτυ και ταβέρνες και μπαράκια και στέκια. Α, και φυσικά κάθε Κυριακή του Πάσχα στο σπίτι μου στον Εύδηλο. Για μεζέ, για κρασί, για χορό, για κουβέντα. Ιδίως για κουβέντα.

Σε μια τέτοια μάζωξη προ ετών η κουβέντα είχε γυρίσει στις απαρχές της γνωριμίας μας και ο καθένας προσπαθούσε να θυμηθεί πότε και υπό ποίες περιστάσεις είχε πρωτοσυναντήσει τον άλλο. Μερικοί δεν μπορούσαν να θυμηθούν συγκεκριμένα, όπως δε μπορείς να θυμηθείς πότε γνώρισες τους γονείς σου ή τα μεγάλα αδέλφια σου αφού ήταν πάντα εκεί. Άλλοι πάλι θυμόντουσαν διάφορα περιστατικά - ανέφερα κι εγώ ένα περιστατικό με τη φίλη μου την Α. σε μια φάση πρώιμης εφηβείας, που θεώρησα αφετηρία της γνωριμίας μας. Ο πατέρας μου εξέφρασε την απορία του που θυμόμουν κάτι τόσο όψιμο, ενώ δε θυμόμουν "το κουβαδάκι". Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και χρειάστηκε να το αφηγηθεί:

Φαίνεται πως το περιστατικό συνέβη το καλοκαίρι του 1971, όταν εγώ ήμουν τριών χρονών και η Α. ενάμισι, στη μικρή αμμουδιά μέσα στο λιμάνι του Ευδήλου από όπου τραβάνε τις βάρκες. Συνήθως τα μικρά παιδιά τα πήγαιναν για μπάνιο εκεί, διότι δεν έχει κύμα και είναι εντός οικισμού. Εγώ είχα ένα σετάκι κουβαδάκι-φτυαράκι-τσουγκράνα και έπαιζα με την άμμο. Η Α. ήρθε και παίξαμε μαζί, αλλά φαίνεται πως αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κουβαδακίου, πράγμα το οποίο εμένα με οδήγησε σε μια κατάσταση εσωτερικού στρες που εξωτερικεύθηκε με γοερές κραυγές και κλάματα. Ομοίως αντέδρασε και η Α. και μετά ακολούθησαν σκηνές φρικτής βίας γύρω από τον επίμαχο κουβά που ανεδείχθη σε μέγιστο διακύβευμα. Με βάση την αφήγηση, παρά την άμεση παρέμβαση γονεϊκών ειρηνευτικών δυνάμεων αμφοτέρων των εμπλεκομένων μερών, δεν κατέστη δυνατή καμμία συνεννόηση και σκούζαμε απαρηγόρητοι και οι δύο για το επίμαχο κουβαδάκι. Ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.

Η λοιπή παρέα παρενέβη με καθυστέρηση τριανταφεύγα ετών κάνοντας διάφορες παρατηρήσεις επί της διαμάχης, όπως "μα γιατί δεν της τον άφηνες τον κουβά", "μα τι τον ήθελες τον ξένο κουβά", ανάλογα με τις ταυτίσεις του καθενός. Στη διάρκεια της ημέρας ερχόταν και ξαναερχόταν η κουβέντα, κι όταν αποφασίσαμε να πάμε στις Ράχες για το μνημόσυνο*, δρόμο δρόμο πειράζαμε διάφορα τραγουδάκια προσαρμόζοντάς τα στο περιστατικό. Έτσι αναδείχθηκαν τα λαμπρά σουξέ "Τι το θες το κουβαδάκι να μου δώσεις το φαρμάκι", "Κουβαδάκι-κουβαδάκι για τα σένα τό 'χτισα", "Πάρε το κουβαδάκι μου που γράφει τ' όνομά μου", "Είδα κι έπαθα κυρά μου να σου πάρω τον κουβά μου", "Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, ο κουβάς κάνει τους άντρες", "Όταν γεμίζει ο κουβάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς", "Το κουβαδάκι σαν θα πάρεις μια βραδιά τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις" και μερικά ακόμα που δεν μου έρχονται τώρα.

Κάποια χρόνια μετά, βρεθήκαμε σχεδόν σύσσωμοι θεατές σε μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμών όπου έπαιζε κάποιος φίλος. Ο σκηνοθέτης ("εμψυχωτής" κατά το πρόγραμμα) ζητούσε από κάποιον από το κοινό να διηγηθεί μια ιστορία σε σχέση με ένα αντικείμενο που διάλεγε από κάποιο ράφι. Στη συνέχεια οι ηθοποιοί έκαναν μια παντομίμα σε σχέση με την ιστορία που αφηγείτο ο θεατής - η όλη σύλληψη μπορούσε να πάει πρίμα ή να καταβαραθρωθεί άνετα, ανάλογα με την ιστορία. Τη μέρα εκείνη είμασταν κάπως άτυχοι - οι περισσότεροι θεατές είχαν κρίση μουγκαμάρας ή αφόρητης κοινοτοπίας. Αφού σιχτίρισα από μέσα μου τον εαυτό μου που δεν έκατσε σπίτι να δει μπάλα, τον εμψυχωτή αυτοπροσώπως κι όλο το μεταμοντέρνο θέατρο που βαριέται να γράψει διαλόγους και αρκείται στους αυτοσχεδιασμούς σαν παλιός κωμικός της επιθεώρησης, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε ως παρέα να παρέμβουμε αποφασιστικά στο ιστορικό γίγνεσθαι, οπότε γύρισα στην παρακαθήμενη Α. και μουρμούρισα:

- Τι λες; Είσαι να πούμε την ιστορία με το κουβαδάκι;
- Δεν είσαι καλά.
- Μα έλα τώρα, καλύτερα από αυτούς θα τα πούμε.
- Να το πεις εσύ.


Πήρα μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκα να σηκωθώ και να δηλώσω διαθεσιμότητα, όταν φαντάστηκα τον εμψυχωτή-ψυχαναλυτή να ρωτάει "τι ακριβώς αντιπροσωπεύει για σένα το κουβαδάκι;" και τότε αναπήδησε μέσα μου η έκφραση "το πηγάδι δε στερεύει, ο κουβάς τρυπάει". Με δεδομένο το φαλλικό συμβολισμό της φράσης συγκρατήθηκα λίγο διότι η εικόνα του τρίχρονου και της εναμισάχρονης να τσακώνονται για τον κουβά δεν μου κόλλαγε με ψυχαναλυτικά σημαινόμενα, και σκέφτηκα ότι άλλη δουλειά δεν είχαμε, να μας προκύψει κανένας φόβος ευνουχισμού αναδρομικά και να τρέχουμε. Δημοσίως κιόλας. Κι έτσι δίβουλος παρέμεινα για λίγο μέχρι που ο εμψυχωτής σφύριξε τη λήξη με έναν αυτοσχεδιαστικό αυτοσχεδιασμό και τα φώτα άναψαν. Ου μπλέξεις, τελικά...

Μια μέρα του περασμένου καλοκαιριού, κατέβαινα στην πλατεία του Ευδήλου όταν πήρε το μάτι μου σε ένα μαγαζί με εποχιακά και τουριστικά είδη ένα πλήρες σετάκι κουβαδάκι-τσουγκρανίτσα-φτυαράκι-ποτιστηράκι. Το σήκωσα επιτόπου και κατεβαίνοντας βρήκα την Α. στο καφενείο να στρίβει τσιγάρο.

- Πάρτο, της λέω, στο χαρίζω.
- Δικό μου;
- Δικό σου.


Το πήρε με χαρά - μου είπε πρόσφατα ότι το έχει κρύψει για να μην το βρίσκουν τα παιδιά και της το πάρουν. Κάποια στιγμή όμως θα την ψήσω να το φέρει σε καμιά παραλία να παίξουμε.

Και τότε, φυσικά, θα της το κλέψω. ;-)


* Για τους μη γνωρίζοντες, ρασκό είναι το άγριο κατσίκι του βουνού που είναι το βασικό μενού στα πανηγύρια. Μνημόσυνο (το Πάσχα) είναι μια παλιά συνήθεια που επιβιώνει στις Ράχες, σύμφωνα με την οποία ανήμερα το Πάσχα όλο το χωριό τρώει μαζί και ο καθένας συνεισφέρει ιδιωτικώς ό,τι έχει και το μοιράζονται δημοσίως όλοι. Μ' αυτό τον τρόπο οι πιο πλούσιοι πρόσφεραν το φαγητό που δεν μπορούσαν να έχουν οι φτωχοί χωρίς αυτό να μοιάζει ελεημοσύνη (αλλά γινόταν μάλλον υπέρ των κεκοιμημένων). Έτσι γινόταν πράξη στο αναστάσιμο τραπέζι ο Κατηχητικός Λόγος του Ιωάννου του Χρυσόστομου (Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε [...] Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. [...] Μηδείς θρηνείτω πενίαν. Εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία.) Τα τελευταία χρόνια το μνημόσυνο έχει ανοίξει κάπως και για τους απέξω, καθώς συνήθως υπάρχει και ζωντανή μουσική οπότε συναντάει κανείς και κοντοχωριανούς και περαστικούς, ενίοτε και πρώιμους κρούβαλους. Και μερικούς με κουβαδάκια.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"ki olo klain ta kouvadakia stou gialou ta votsalakia..."

fxaristiemai toso na se diavazo...
filakia

dimitra (b.)

Β. είπε...

Είσαι γλυκύτατη, ευχαριστώ πολύ...

Ναι μάλλον έπρεπε να είναι κι αυτό στο playlist...

(Σου έκανα ένα μαγικό με το comment ώστε να μη φαίνονται περιττές πληροφορίες)

Ανώνυμος είπε...

Φίλτατε,

δεν κατάλαβα τελικα, τι αντιπροσωπεύει για εσας το κουβαδάκι;

Επίσης, εκτος από τον πατέρα σας, τι μαρτυρίες έχουν μείνει σήμερα για το γεγονός;

Idom

Β. είπε...

@ Idom

Τι να αντιπροσωπεύει, κύριε; Κάτι που το γεμίζεις άμμο και φτιάχνεις παλάτια (που ο βοριάς θα τα κάνει συντρίμμια, κομμάτια).

Μήπως είστε εμψυχωτής κι εσείς;

Δεδομένου ότι το περιστατικό συνέβη επί χούντας, ίσως έχει καταγραφεί στα αρχεία της ασφάλειας της εποχής, αλλά επειδή όλοι εθνικόφρονες είμεθα τότε (μετά γίναμε όλοι αντιστασιακοί), μάλλον δεν θα πιάνει και πολύ χώρο...

qed είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...

Είναι προφανές ότι το κουβαδάκι της ιστορίας υπέχει θέση λυδίας λίθου για την πολυετή φιλία με την Α.

Αποτόλμησε να κλέψεις αυτό που εσύ χάρισες

nautilus

Ανώνυμος είπε...

Νιώθω βαθύτατα συγκινημένη για την αναφορά σας σε μια κοινή μας ανάμνηση! Αν και πρέπει να επισημάνω οτι "ένας κουβάς δεν φέρνει την Άνοιξη" και οτι αυτή η βαθυά και χρόνια φιλία χρειάστηκε πολλούς κουβάδες από γέλια, κλάμματα, αγωνίες και οινοποσίες για να χτιστεί!
Σ'ευχαριστώ για όλα αυτά!
'Α'
Υ.Γ: Το κουβαδάκι δεν θα το πάρεις ποτέ!!!!!